Ένα Όσκαρ που βρέθηκε στα σκουπίδια (Vid)

Μια μέρα σαν σήμερα,
17 Απριλίου του 1961
ο Μάνος Χατζιδάκις κέρδισε το Όσκαρ Τραγουδιού

Ο Μάνος Χατζιδάκις όμως δεν παραβρέθηκε καν στην τελετή απονομής, ούτε κάποιος άλλος παρέλαβε το Χρυσό Αγαλματάκι, που κέρδισε για το τραγούδι «Τα Παιδια του Πειραιά», που ακουγόταν στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή». H Connie Francis ερμήνευσε το «Never On Sunday» στη διάρκεια της τελετής και όταν ήρθε η ώρα της απονομής… απουσία!

 

 

Οι παρουσιαστές Steve Allen και η Jayne Meadows αμήχανοι περίμεναν κάποιον να εμφανιστεί προσπαθώντας να καλύψουν το χρόνο με χιουμοριστικές ατάκες. «Είναι ο κύριος Μάνος Χατζιδάκις στην αίθουσα;» ρώτησε η παρουσιάστρια των βραβείων Τραγουδιού για να πάρει απάντηση λίγο αργότερα από τον Μπομ Χόουπ: «Έρχεται με λεωφορείο από τη Γιουγκοσλαβία…». Ο βασικός παρουσιαστής της βραδιάς, Μπομπ Χόουπ, πήρε στα χέρια του το Όσκαρ του Μάνου Χατζιδάκι, λέγοντας χαρούμενος: «Περίμενα πάντα αυτή τη στιγμή…».

Λίγες μέρες αργότερα, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου απέστειλε το Όσκαρ με το Ταχυδρομείο, αλλά το βραβείο χάθηκε στη διαδρομή!

Όταν ο Χατζιδάκις φωτογραφήθηκε κρατώντας το Όσκαρ δεν ήταν αυτό που έγραφε το όνομά του, αλλά εκείνο που δανείστηκε από την Κατίνα Παξινού, για τις ανάγκες της φωτογράφισης.

 

Η Κατίνα Παξινού δανείζει στον συνθέτη το Όσκαρ που η ίδια είχε κερδίσει, το 1944

 

Η Ακαδημία Κινηματογράφου του έστειλε ένα αντίγραφο. Να πούμε ότι, ποτέ ο Χατζιδάκις δεν «αγάπησε» τα «Παιδιά του Πειραιά», ούτε το Όσκαρ που του απονεμήθηκε. Σε κείμενο του με τίτλο: «Η Ρωμαϊκή Αγορά έτσι όπως γέννησε τα τραγούδια μου», μεταξύ άλλων είχε γράψει: «…Και το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Όσκαρ που πήρα ερήμην μου και έξω απ’ τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια για ν’ αφαιρέσω αυτό τον “τίτλο τιμής” από την πλάτη μου…».

 

Το βρήκαν στα σκουπίδια!

 

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, o Μάνος Χατζιδάκις πέταξε το Όσκαρ στα σκουπίδια και εκεί το βρήκε η οικιακή βοηθός, που το έδωσε στην αδερφή του, Μιράντα. Εκείνη πήρε το χρυσό αγαλματίδιο στο δικό της σπίτι και το επέστρεψε έναν χρόνο μετά τον θάνατό του. Σήμερα βρίσκεται στα χέρια του θετού γιου του, Γιώργου Χατζιδάκι. Να πούμε ότι ο Χατζιδάκις ούτε το τραγούδι που του έφερε το Όσκαρ αγάπησε ποτέ.

Μάλιστα – ο αστικός μύθος λέει ότι – ένα βράδυ του ’63 δειπνούσαν ο Χατζιδάκις με τη Μαρία Κάλλας στο Παρίσι. Τέσσερις μουσικοί ήρθαν στο τραπέζι τους και άρχισαν να παίζουν τα «Παιδιά του Πειραιά». Η Κάλλας τους ακολούθησε τραγουδώντας χαμηλόφωνα. Όταν τελείωσε το τραγούδι, ο Μάνος έσκυψε και της ψιθύρισε: «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου θα τραγουδούσε τόσο μέτρια, αυτό το μέτριο τραγούδι». Ο στόχος του Χατζιδάκις δεν ήταν να μειώσει την Κάλλας, άλλα το να δηλώσει ακόμα μια φορά την αντιπάθειά του στο τραγούδι!

Να σημειώσουμε πως αντίπαλοι του Μάνου Χατζηδάκι στη διεκδίκηση του Όσκαρ ήταν τα τραγούδια: The Second Time Around από την ταινία Ένας μάγκας στο κολλέγιο – Μουσική: Τζίμι Βαν Χάουζεν, Faraway Part of Town από την ταινία Pepe – Μουσική: Αντρέ Πρεβέν, The Green Leaves of Summer από την ταινία Alamo – Mουσική: Ντιμίτρι Τιόμκιν, The Facts of Life από την ταινία Ανδρόγυνα της μόδας – Μουσική και στίχοι: Τζόνι Μέρσερ…

 

«Αδιαφορώ για τη δόξα.
Με φυλακίζει μέσα στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ»

  • του Παύλου Ηλ. Αγιαννίδη* 

Την περίοδο που τα «Παιδιά του Πειραιά» ακούγονταν από τα ραδιόφωνα της υφηλίου και σκαρφάλωναν στα τσαρτς πολλών χωρών, ο Σπύρος Σκούρας αποφάσιζε να γυρίσει δύο ταινίες στην Ελλάδα, μία με θέμα τη μάχη των Θερμοπυλών («Οι 300 της Σπάρτης») και μία με άξονα τη νίκη του Σπύρου Λούη στην Ολυμπιάδα του 1896 («Συνέβη στην Αθήνα»). Δίνοντας, μάλιστα, ρόλους σε δυο ελληνίδες ηθοποιούς, την Αννα Συνοδινού και την Ξένια Καλογεροπούλου, με αμοιβές 5.000 και 8.000 δολάρια αντίστοιχα. Ο πρόεδρος της 20th Century Fox (που, μεταξύ άλλων, είναι εκείνος που «ανακάλυψε» τη Μέριλιν Μονρόε) ζήτησε από τον Μάνο Χατζιδάκι να του γράψει μουσικές και για τις δύο, μουσικές που «θα σιγοψιθύριζε το κοινό βγαίνοντας από την αίθουσα», όπως με το «Ποτέ την Κυριακή».

Σύντομα, ο Μάνος Χατζιδάκις συνειδητοποιεί ότι οι παραγωγές είναι μεγάλες και ζητά επαναδιαπραγμάτευση της οικονομικής συμφωνίας του, των 5.000 δολαρίων ανά ταινία (με σημερινή αντιστοιχία, 50.000 δολάρια). Ζητά 7.500 για τους «300», αλλά ο Σκούρας, αρχικά, είναι ανένδοτος. Καταφέρνει όμως να κάμψει την αντίσταση του στούντιο και να τού τα δώσει. Αποδίδει, δε, στην «καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία» του Μάνου Χατζιδάκι τις καθυστερήσεις στην παράδοση. «Αυτοσχεδιάζει ατέλειωτες ώρες στο πιάνο, διδάσκει προφορικά τα μέρη σε καθένα μουσικό, επιμένει να καλέσει μια τραγουδίστρια από τη Βιέννη που θα μας κοστίσει σχεδόν άλλα 1.000 δολάρια και απειλεί να αποχωρήσει αν δεν δεχθούμε», καταγράφει ο Σκούρας στους φακέλους του.

Η Fox ενδίδει και πάλι – αν και η φήμη του έλληνα συνθέτη, με τούτα και με κείνα, έχει αμαυρωθεί στους κόλπους των χολιγουντιανών στούντιο.

 

Ο Μάνος Χατζιδάκις με τον Ελίας Καζάν, σκηνοθέτη της ταινίας «Αmerica America».

 

Το 1963 έρχεται η συνεργασία με τον Ελίας Καζάν στο «America America».

Απηυδησμένος ήδη από καιρό ο Μάνος με την παγκόσμια… επιτυχία και τις αμέτρητες διασκευές των «Παιδιών του Πειραιά», αποφασίζει να μην υπηρετήσει το «στρεβλό πρότυπο», που έφερε η επιτυχία για την Ελλάδα του μπουζουκιού. Και επιλέγει για τη μουσική του το σαντούρι, ως απάντηση στην «τουριστική κατάχρηση του μπουζουκιού». «Τη στιγμή που είπα στον Καζάν ότι δέχομαι, η Ακρόπολη είχε γίνει “πράσινη” από το κακό της και οι κιθάρες άρχισαν να παίζουν γλυκανάλατα τα “Παιδιά του Πειραιά”. Ακούγοντάς το, ο Καζάν μού φώναξε αγαναχτισμένα πως δεν θέλει στη μουσική που θα του φτιάξω μπουζούκια. “Συμφωνώ”, του απάντησα», κατέγραφε ο συνθέτης.

Και έπειτα, τον Δεκέμβριο του 1967, εν μέσω χούντας, ήρθε η πρόσκληση από άλλο στούντιο. Από την Paramount, που είχε πλέον περάσει στα χέρια του αυστριακής καταγωγής βιομήχανου Τσάρλι Μπλούντορν (όσοι έχουν δει την πρόσφατη τηλεοπτική σειρά «The Offer», για το παρασκήνιο των γυρισμάτων του θρυλικού «Νονού» του Φράνσις Φορντ Κόπολα και του Μάριο Πούζο, έχουν μια ιδέα…). Και να που και πάλι τα στελέχη του Χόλιγουντ, που έκαναν «τεμενάδες» στο Μάνο Χατζιδάκι, λόγω της επιτυχίας του (πλέον και με το «Τοπ Καπί» του Ζυλ Ντασέν), στο παρασκήνιο έσκαβαν τον λάκκο του «ξένου», που είχε μπει απειλητικός, με το ταλέντο του, στα χωράφια τους.

Το γουέστερν-«ναυάγιο»

«Το 1968, το Χόλιγουντ ζούσε την επανάσταση των λουλουδιών, με πολλά παραισθησιογόνα, με αρκετή διστακτική ερωτική ελευθερία…», κατέγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις μετά την τελική επιστροφή του από το Χόλιγουντ στην Ελλάδα. «Τον ίδιο καιρό, η Paramount γύριζε ένα φιλόδοξο ποιητικό γουέστερν με σκηνοθέτη έναν Καναδό, τον Narizzano, με πρωταγωνιστές έναν Αγγλο, τον Terence Stamp, κι έναν Μεξικανό, τον Ricardo Montalban, και συνθέτη έναν Ελληνα, εμένα. Τότε ήταν που ξενάγησα και φιλοξένησα στην Paramount τους Bee Gees, ενώ κάτω στην εβραϊκή συνοικία οι H.P. Lovecraft τραγουδούσαν το “Μεθυσμένο καράβι” του Ρεμπό. Μέσα σ’ αυτό το μεθυστικό πανηγύρι προσπάθησα να ξεπεράσω σε ομορφιά τον Terence Stamp κι έγραψα αυτή τη μουσική του “Blue”».

Γράφοντας τη μουσική του, ο Μάνος Χατζιδάκις είναι αρχικά ενθουσιασμένος, όπως φαίνεται και από επιστολές του προς τον φίλο του Δημήτρη Βερνίκο: «Ο σκηνοθέτης της ταινίας τυχαίνει να είναι νέος, έξυπνος και δεν μου ζητά μια συμβατική μουσική, ώστε να προκαλεί την περιφρόνησή μου. Ελπίζω να σταθώ τυχερός και να βρεθώ στις δημιουργικές μου στιγμές». Και έπειτα: «Ενδιαφέρεται και ο πρόεδρος της Paramount… είναι νέος, 30 ετών, και φαίνεται να ξέρει τη μουσική μου. Ζήτησε ν’ ακούσει ό,τι κάνω… Μού παρέχουν όλα τα μέσα να φτιάξω ό,τι ακριβώς θέλω και όπως το θέλω».

Δεν αργεί, όμως, να χαθεί αυτός ο ενθουσιασμός, ενώ ηχογραφεί το σάουντρακ του γουέστερν «Blue» με τη Συμφωνική του Λος Αντζελες και σολίστα τον βραζιλιάνο κιθαρίστα Λαουρίντο Αλμέιντα. Τα γραφόμενά του αλλάζουν: «Το Χόλιγουντ έχει μια δυστυχισμένη και άρρωστη ευτυχία. Το μόνο που μ’ ενδιαφέρει είναι η καθιέρωση, η απόλυτη και ισχυρή καθιέρωση του επαγγελματικού, μουσικού μου εαυτού. Η ζωή μου θα συνεχίσει να είναι όπως διαμορφώθηκε τελευταία. Αυστηρή και απόλυτη, κλειστή».

Τα επόμενα σχέδια, μετά το «Blue», ναυαγούν επεισοδιακά. Στελέχη της Paramount τον κλειδώνουν σε μια αίθουσα των στούντιο για να χάσει το ραντεβού του με τον πρόεδρο και να μη συζητήσει επόμενα σχέδια, όπως κατέγραφα σε ρεπορτάζ μου για το βιβλίο μου «Αληθινά παραμύθια» (εκδ. Καστανιώτης).

«Πέρασα πολλά, απίθανα σε πρωτοτυπία και γκανγκστερισμό», καταγράφει ο ίδιος ο Χατζιδάκις. «Paramount τέλος… Θέλουν δούλους και όχι βασιλικές εξοχότητες σαν την αφεντιά μου… Πολύ τους έπεφτα από την αρχή… Είμαι αποφασισμένος να μη γιορτάσω καμία στενοχώρια μου».

«Σε φάγανε», τού είχε πει, πριν την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Ελίας Καζάν.
«Κάνεις λάθος. Απλά έχασα προς το παρόν», φέρεται να ήταν η απάντηση του συνθέτη.

Το επιμύθιο, με δικά του λόγια; «Δεν έμαθα ποτέ ποιος κέρδισε τις εντυπώσεις, αλλά σαν η ταινία τελείωσε, ήρθε η καταστροφή. Ο Ναριτζάνο έχασε τον φίλο του σε αυτοκινητικό δυστύχημα, ο Τέρενς Σταμπ χάθηκε μέσα στις παραισθήσεις εκείνου του καιρού και έχασε χρήματα κι εργασίες, του παραγωγού του ’φυγε η γυναίκα, κι εγώ, σαν άλλος Οδυσσέας, επέστρεψα στην πατρίδα μου λυπημένος που δεν ετόλμησα να εξαφανιστώ ή να χαθώ σ’ ένα στενό του Λόρελ Κάνιον ή μέσα στην ομίχλη της Σάντα Μόνικα. Ηταν μια τελευταία ευκαιρία, που έχασα».

Να θεωρήσουμε ότι υπάρχει και μια άλλη πλευρά σε αυτό; «Ο Χατζιδάκις δεν θέλησε ποτέ να είναι μέρος μιας κοινωνίας που δεν θα τον αναγνώριζε ως εξαίρεση. Η αυτοεξορία του από έναν κόσμο χυδαιότητας, φτήνιας και κακογουστιάς, αλλά και η αποκήρυξη της εμπορικής του επιτυχίας θα στοίχειωναν την υστεροφημία του», παρατηρεί ο ιστορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, Ηλίας Χρυσοχοΐδης. Δεν μπορούμε παρά εδώ, στο φινάλε, να αντιπαραβάλλουμε τα λόγια του ίδιου του Μάνου Χατζιδάκι: «Αδιαφορώ για τη δόξα. Με φυλακίζει μέσα στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ».

 

Πηγές: Έθνος, *Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

AgrinioStories