Ορλωφικά και Βραχώρι – Κόκκαλα των Γριβαίων

 Τη θέση στην οποία έμειναν
άταφα τα πτώματα των πολεμιστών του Γρίβα,
την αποκαλούν μέχρι σήμερα «στων Γριβαίων τα κόκαλα»

  • του Λευτέρη Τηλιγάδα

Επί βασιλείας της τσαρίνας Άννας Ιβάνοβας, ο διάσημος Ρώσος στρατάρχης Μιούνιχ υπέβαλε ένα σχέδιο στραγγαλισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από δυτικά, προτρέποντας και ενισχύοντας τους ομόδοξους λαούς της Βαλκανικής σε εξέγερση. Το αποκαλούμενο αυτό σχέδιο Μιούνιχ αποτέλεσε στη συνέχεια δόγμα για τους ηγεμόνες της Ρωσίας, ιδίως από την Αικατερίνη Β’ (1762-1796), που άρχισε το Γ’ Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1768-74) προβάλλοντας ως επιχείρημα την προστασία των ομόδοξών της χριστιανών.

Tο σχέδιο για την επέμβαση των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στην Ελλάδα υπέβαλαν στη φιλόδοξη αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β΄ οι ευνοούμενοι και συνεργάτες της, αδελφοί Γκριγκόρι, Αλεξέι και Φιοντόρ Ορλώφ.

Πριν αρχίσει η επέμβαση, ο Αλέξιος και ο Φιοντόρ Ορλώφ εγκαταστάθηκαν κρυφά στη Βενετία και άρχισαν συνεννοήσεις με τους Έλληνες που ζούσαν εκεί, καθώς και με τους πράκτορές τους, οι οποίοι πηγαινοέρχονταν στην Ήπειρο, στην Αιτωλοακαρνανία και στην Πελοπόννησο, προετοιμάζοντας την εξέγερση.

Ένας απ΄ αυτούς ήταν ο Γιώργος Παπαζώλης ή Παπαζόγλου από τη Σιάτιστα, ο οποίος έφτασε το 1766 στις περιοχές του Βάλτου, του Ξηρομέρου και των Αγράφων, ως απεσταλμένος της αυτοκράτειρας Αικατερίνης και είχε συναντήσεις με σημαντικούς οπλαρχηγούς αυτών των περιοχών, προπαγανδίζοντας την επανάσταση κατά των Οθωμανών, η οποία, όπως διαβεβαίωνε, θα είχε τη στήριξη της Ρωσίας.

Όταν εξερράγη ο ρωσοτουρκικός πόλεμος στις 30 Σεπτεμβρίου 1768, η Αικατερίνη Β’έδωσε στον πόλεμο το χαρακτήρα σταυροφορίας κατά του ισλαμισμού. Οι χριστιανοί της Βαλκανικής νόμισαν ότι πλησίαζε το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η ανασύσταση της Βυζαντινής. Περισσότερο ενθουσιώδεις ήταν οι κληρικοί, ανώτεροι και κατώτεροι, οι οποίοι βοήθησαν το έργο των Ρώσων πρακτόρων διαδίδοντας τις προφητείες και κάνοντας προμήθειες από όπλα και πολεμοφόδια.[1]

Στα τέλη του Ιουλίου 1769 άρχισε η αποστολή της πρώτης ρωσικής ναυτικής μοίρας στο Αιγαίο, με διοικητή το ναύαρχο Γκριγκόρι Σπιρίντοφ και τον Άγγλο αξιωματικό Γκρέιγ, ο οποίος υπηρετούσε το ρωσικό ναυτικό. Λίγο αργότερα ξεκίνησε από τη Βαλτική δεύτερη ρωσική μοίρα, με διοικητή το Σκοτσέζο Έλφινστον και, στις αρχές Ιουνίου, αναχώρησε για το Αιγαίο και τρίτη ρωσική δύναμη, με διοικητή το Δανό υποναύαρχο Αρφ.

Ο Φιόντορ Ορλώφ έσπευσε να συναντήσει το μεγαλύτερο τμήμα του ρωσικού στόλου στη Μαόν της Μινόρκας, απέσπασε ένα πολεμικό και με τρία ακόμη πλοία, τα οποία είχε εξοπλίσει στο Λιβόρνο, έφτασε στις 17 Φεβρουαρίου 1770 στο Οίτυλο της Μάνης και κήρυξε την επανάσταση. Μέρα με τη μέρα αρχίζουν να εξεγείρονται όλοι οι αρματολοί από την Σπάρτη ως τη Στερεά και τα Επτάνησα. Πρώτη επαναστατεί η Πάτρα και ακολουθούν η Μεθώνη, η Κορώνη, η Καλαμάτα, η Κόρινθος και η Ανδρίτσαινα.

Στην περιοχή μας ξεσηκώνεται το Ξηρόμερο και ο Βάλτος με μπροστάρηδες τους αρματολούς Χρήστο Γρίβα και Γεροδήμο Σταθά. Ακολουθούν ο Γεώργιος Λαχούρης από το Αγγελόκαστρο, ο Παναγιώτης Παλαμάς στο Μεσολόγγι και ο Κωνσταντίνος Σούσμανης στα Γκράβαρα[2].

Επειδή, ως γνωστόν, το Βραχώρι αποτελούσε το κέντρο της Οθωμανικής στρατιωτικής διοίκησης στην περιοχή, ο Γρίβας σε συνεννόηση και με τους άλλους καπεταναίους αφήνει το Ξηρόμερο, έρχεται στην Αιτωλία και στις 22 Μαρτίου 1770 αρχίζει την πολιορκία της σημαντικότερης Οθωμανικής κωμόπολης της περιοχής. Δυο μέρες όμως αργότερα αναγκάζεται να λύσει την πολιορκία και να κινηθεί εναντίον των Τουρκαλβανών, οι οποίοι είχαν περάσει το Μακρυνόρος και χωρίς κανένα εμπόδιο πλησίαζαν προς στην Αιτωλία, για να καταστείλουν την εξέγερση στην δυτική Στερεά Ελλάδα και να ενισχύσουν τις Οθωμανικές φρουρές της Πελοπονήσου.

Σύμφωνα με το σχεδιασμό υπεύθυνος για τη φύλαξη των περασμάτων στο Μακρυνόρος ήταν ο Γεροδήμος Σταθάς. Αυτός όμως, προκειμένου να εξασφαλίσει τα αρματολίκια του, επιδόθηκε σε μία εμφύλια αντιπαράθεση με άλλους αρματολούς για αναδιάταξη των αρματολικιών τους, εισβάλλοντας χωρίς διάκριση στην Ευρυτανία και Θεσσαλία καταλαμβάνοντας τα αρματολίκια των Αγράφων, του Καρπενησίου και της Υπάτης, εγκαθιστώντας σ΄ αυτά, ως σωματάρχες του, τους αρματολούς Μπουκουβάλα, Καρακίτσο και Κοντογιάννη.

Ο Γρίβας οπισθοχώρησε νότια του Αχελώου και οχυρώθηκε έξω από το Αγγελόκαστρο, κοντά στη θέση προφήτης Ηλίας. Ο αδερφός του Χρήστου, Τσέγιος Γρίβας, κατέλαβε την κοντινή στην προηγούμενη θέση, Ραγκαβέικα και ο οπλαρχηγός Γιώργος Γιουλιμής ή Λαχούρης τη γέφυρα του Αχελώου πλησίον του Αγγελοκάστρου.

Οι Τουρκαλβανοί ενώθηκαν με τους Οθωμανούς του Βραχωριού και έφτασαν απέναντι από τις παραπάνω θέσεις. Διαιρέθηκαν σε δύο σώματα εκ των οποίων το πρώτο κάτω από τη διοίκηση του Αλβανού Σουλεϊμάν Μπέη κατευθύνθηκε κατά του Τσέγιου και του Λαχούρη και το δεύτερο κάτω από τις διαταγές του διοικητή του Βραχωριού Αχμέτ Βαλή, κατά του Γρίβα.

Οι δυνάμεις του Τσέγιου δεν μπόρεσαν να «κρατήσουν» τις θέσεις τους, ο ίδιος μάλιστα σκοτώθηκε στη μάχη και ο Λαχούρης αναγκάσθηκε να «κόψει» τη γέφυρα και να υποχωρήσει για να βοηθήσει το Χρήστο Γρίβα, ο οποίος ήδη είχε αποκρούσει δύο εφόδους των αντιπάλων του.

Ο Σουλεϊμάν με τις δυνάμεις του πέρασε τον Αχελώο παρά την καταστροφή της γέφυρας και βρέθηκε στα νώτα του Γρίβα και του Λαχούρη, οι οποίοι πολέμησαν για άλλες έξι ώρες ανάμεσα σε δύο πυρά. Αποφάσισαν λοιπόν να διασχίσουν με τα ξίφη τις γραμμές των αντιπάλων τους.

Η σφαγή ήταν ολοκληρωτική και όπως αναφέρει ο Θεόδωρος Χαβέλας «ο Γρίβας και ο Λαχούρης έπεσαν εν μέσω σωρείας εχθρικών πτωμάτων και μόνο εξ αρματολοί υπό του Ακαρνάνος Μαυροδήμου ηδυνήθησαν φεύγοντες να υπάγωσιν εις Αιτωλικόν, ένθα οι εισελθόντες Τούρκοι συλλαβόντες αυτούς τους εθανάτωσαν»[3].

Τη θέση, στην οποία πραγματοποιήθηκε η παραπάνω μάχη, από το γεγονός ότι ο Αχμέτ Μπέης άφησε άταφα τα πτώματα των χριστιανών πολεμιστών του Γρίβα και του Λαχούρη, την αποκαλούν «των Γριβαίων τα κόκαλα» ως τις μέρες μας. Αμέσως μετά τη μάχη οι νικητές έφτασαν στο Αιτωλικό και το Μεσολόγγι και προέβησαν σε μαζικές σφαγές και λεηλασίες, καταστρέφοντας το ναυτικό των Μεσολογγιτών, το οποίο αποτελούνταν από σαράντα (40) πλοία.

Οι τουρκαλβανικές συμμορίες πέρασαν από το Ρίο στο Μοριά και κατευθύνθηκαν προς την Πάτρα με αποτέλεσμα η φρουρά της πόλης, που βρισκόταν επί τρεις εβδομάδες υπό πολιορκία να πραγματοποιήσει ηρωική έξοδο.

Οι επιχειρήσεις ωστόσο γρήγορα εξελίχθηκαν σε άγριες λεηλασίες και σφαγές αμάχων και η τελική, κρίσιμη αναμέτρηση των αντιπάλων έληξε με την καταστροφή των χριστιανικών στρατευμάτων στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, όπου στο μεταξύ είχαν καταφθάσει ισχυρές δυνάμεις Τουρκαλβανών, οι οποίοι κατέπνιξαν την εξέγερση επιδιδόμενοι σε φοβερές σφαγές και λεηλασίες. Την αποτυχία της Τριπολιτσάς αντιστάθμισε για λίγο η κατάληψη του Ναυαρίνου από τους Ρώσους (10 Απριλίου) και η άφιξη του Αλεξέι Ορλώφ, αλλά η αποτυχία των επαναστατών στο στενό του Ριζόμυλου, στο Μελίπυργο και κυρίως στη Μεθώνη οδήγησε σε άδοξο τέλος την επιχείρηση των Ορλώφ.

Οι Ρώσοι τελικά κατευθύνθηκαν στο Αιγαίο και τον Ιούλιο, με την συνεπικουρία ελληνικών πλοίων, καταναυμάχησαν τον οθωμανικό στόλο στον Τσεσμέ, καταστρέφοντας την Οθωμανική ναυαρχίδα και έτσι δημιούργησαν στις Κυκλάδες και τα άλλα νησιά μια ρωσοκρατούμενη αυτόνομη επικράτεια, μέχρι το 1774, όταν τερματίστηκε ο εξαετής πόλεμος με την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή.

Αμέσως μετά την αποχώρηση των Ρώσων, μέλη της οθωμανικής κυβέρνησης (Διβάνι) πρότειναν τη γενική σφαγή των Ελλήνων, αδιακρίτως φύλου κι ηλικίας. Όλοι συμφώνησαν εκτός από τον αρχιναύαρχο Χασάν Τζεζαϊρλή, ο οποίος κατόρθωσε τελικά να επιβάλει την άποψή του με το ακαταμάχητο επιχείρημα «Εάν φονευθώσιν όλοι οι Έλληνες, ποίος θα πληρώνη το χαράτσι;»[4]

 

 

Παραπομπές
1. Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τομ. Δ’, 1973, σ. 384. | 2. Γκράβαρα ή Κράβαρα: Τοποθεσία της επαρχίας Ναυπακτίας που περιλαμβάνει χωριά των τέως δήμων: Κλεπαίδος, Προσχίου, Οφιονείας. Σπουδαίος αρματολός στην επανάσταση του 1821 ήταν ο Κώστας Κραβαρίτης. | 3. Θεόδωρου Χαβέλα, Ιστορία των Αιτωλών, Εν Αθήναις, τυπογραφείο Βρετού και Βαλέτα, 1883, Βιβλίο 2ο, σελ. 43 | 4. Κωνσταντίνος Σάθας, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, 1869, εκδ. Κ.Καμαρινόπουλου, σελ. 523.
Φωτογραφία: Αγγελόκαστρο

AgrinioStories