Αγρινιώτικο: «Το πρώτο ραντεβού»

Απίστευτα… κι αγρινιώτικα:
Εκείνες τις εποχές στο πάρκο
πηγαίναμε δύο και τρεις φορές την ημέρα,
άλλοτε για βόλτα, άλλοτε για καφέ
κι άλλοτε… για το πρώτο μας ραντεβού

Είχε φύγει ήδη ένας μήνας που η μόνη του επαφή με την εκλεκτή καρδιά του ήταν εκείνο το τέταρτο που ανεβοκατέβαιναν την Παπαστράτου μετά το φροντιστήριο και μάλιστα σε απόσταση ασφαλείας, για να μην τους πάρει χαμπάρι κανένας γνωστός και ακολουθήσουν άλλα. Εκείνη τη μέρα όμως πήγε αποφασισμένος στη βόλτα.

– Θες αύριο, να πάμε για καφέ στο πάρκο, της είπε με θάρρος.
– Ναι, του απάντησε εκείνη, κι όλα ξεσηκώθηκαν μέσα του, για να φτιάξουν γύρω του τον κόσμο, έτσι όπως ακριβώς τον ήθελε ο ίδιος.

Αμέσως μετά το που χώρισαν πήγε στο στέκι και βρήκε τον Μπάμπη. Ήταν ο μόνος από τους φίλους του που είχε μία άνεση μαζί του.

– Μπάμπη χρειάζομαι επειγόντως 500 δραχμές. Αύριο θα πάω με τη Ρούλα, στο πάρκο για καφέ.
– Έλα ρε συ, Θανάση!!! Άρχισε το ψιλοπείραγμα ο Μπάμπης. Της το είπες επιτέλους;
– Όχι ακόμα, αλλά θα της το πω αύριο.
– Καλά και θέλεις 500 δραχμές για δύο καφέδες;
– Καλά τώρα.. Δεν είναι μόνο οι δύο καφέδες. Είναι και τα τσιγάρα, είναι που δεν πρέπει τα ψάχνω και τα φραγκοδίφραγκα να δω αν φτάνουν, είναι πολλά.
– Τι ώρα είναι το ραντεβού, τον ρωτάει ο Μπάμπης
– Στις 5:00 το απόγευμα
– Εγώ τα λεφτά θα τα έχω αύριο στις 5:15. Με το που θα τα πάρω έρχομαι σας βρίσκω κάθομαι πέντε-δέκα λεπτά μαζί σας, σου τα δίνω με τρόπο και φεύγω
– Μπάμπη σε παρακαλώ μη με κρεμάσεις μόνο
– Μα τι λες τώρα… Παιδιά είμαστε

Μια αγωνία την είχε. Αυτό το μισάωρο από τις 5:00 έως τις 5:30 που εμφανίστηκε ο Μπάμπης να ανηφορίζει από το εκκλησάκι προς το αναψυκτήριο του φάνηκε αιώνας.

Με το που τους είδε ο Μπάμπης, τους πλησίασε και τους χαιρέτησε.

Πήγε η καρδιά του στη θέση της.

– Κάτσε Μπάμπη να σε κεράσουμε, του είπε ο Θανάσης με μία πλουσιάδα υπερβολική στα λόγια και τις κινήσεις του.
– Κοίτα να δεις Θανάση, επειδή βιάζομαι θα κάτσω λίγο μαζί σας και θα φύγω.
– Έλα ρε παιδί μου, επέμενε ο Θανάσης. Έναν καφέ στα όρθια, που λένε.
– Ε.. μη με πείτε κι ακατάδεχτο, είπε ο Μπάμπης… κι έκατσε.

Μέσα σε ένα τέταρτο ο Μπάμπης παρήγγειλε το καφέ του, ελληνικό μέτριο μονό, τον ήπιε, έκανα ένα τσιγάρο, έψαξε ευκαιρία να περάσει το πεντακοσάρικο στο Θανάση αλλά δεν τα κατάφερε. Σηκώθηκε αποφασμένος να φύγει, κλείνοντας το μάτι στον Θανάση.

– Ακούστε να δείτε, τους είπε. Επειδή το χάρηκα πολύ που σας βρήκα εδώ, θα μου επιτρέψετε να κεράσω.
– Ούτε να το διανοείσαι, του απάντησε με συγκρατημένο σφρίγος ο Θανάσης. Εσύ μας βρήκες, εγώ θα κεράσω.
– Μην επιμένεις. Εγώ θα κεράσω. Είναι χαρά μου…
– Εσύ μην επιμένεις. Δεν επιτρέπεται, του ανταπάντησε ο Θανάσης

Αφού αντάλλαξαν επιχειρήματα ένα δεκάλεπτο περίπου ο Μπάμπης σκέφτηκε ότι κάπου θα βρήκε λεφτά ο Θανάσης και το πήρε απόφαση.

– Καλά Θανάση, αφού επιμένεις, εγώ φεύγω. Καλά να περάσετε

Όταν ο Θανάσης είδε τον Μπάμπη να απομακρύνεται άρχισε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. «Και τώρα τι κάνουμε», αναρωτήθηκε. Καλή η περηφάνια αλλά περηφάνια χωρίς αντίκρισμα καταντάει ξευτίλα.

– Μπάμπη, γύρνα να σου πω, του φώναξε.
– Τι θες, ρε Θανάση;
– Ρε φιλαράκι, το πάμε πάλι απ’ την αρχή;

 


Ιστορίες που έζησα ή μου αφηγήθηκαν

AgrinioStories