Συνέβη 3 Οκτωβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

3 Οκτωβρίου 2023

Είναι η 276η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 89 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:22 – Δύση ήλιου: 19:06
– Διάρκεια ημέρας: 11 ώρες 44 λεπτά
🌖  Σελήνη 19.1 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Διονύση, Νιόνιο, Νύση, Ντένη, Διονυσία, Διονυσούλα, Νύσα, Σίσσυ και Ντενίζ

 

 

Γεγονότα

 

 

42 π.Χ. – Η πρώτη Μάχη των Φιλίππων. Ο Μάρκος Αντώνιος και ο Οκταβιανός επικρατούν των δολοφόνων του Καίσαρα, Βρούτου και Κάσσιου. Ο Κάσσιος αυτοκτονεί. Η Δεύτερη Τριανδρία, που είχε αναλάβει την εξουσία στη Ρώμη, είχε συγκροτηθεί από τον πολιτικό και στρατιωτικό Μάρκο Αντώνιο, που είχε γίνει κύριος της κατάστασης μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, τον θετό γιο του Ιουλίου Καίσαρα, Οκταβιανό και τον συγκλητικό Μάρκο Αιμίλιο Λέπιδο, που είχε διακοσμητικό ρόλο. Αντικειμενικός της στόχος ήταν η τιμωρία των δολοφόνων του Ιουλίου Καίσαρα και η ανάκτηση της συνοχής της ρωμαϊκής επικράτειας.
Η αποφασιστική αναμέτρηση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα δόθηκε στην πεδιάδα των Φιλίππων τον Οκτώβριο του 42 π.Χ. Στην πρώτη μάχη (3 Οκτωβρίου) ο Μάρκος Αντώνιος νίκησε τον αντίπαλό του Κάσσιο, ο οποίος πιστεύοντας ότι και ο Βρούτος είχε χάσει τη δική του μάχη με τον Οκταβιανό, αποσύρθηκε στην ακρόπολη των Φιλίππων και αυτοκτόνησε. Τουναντίον, ο Βρούτος είχε επικρατήσει του στρατού του Οκταβιανού κι έμελλε να αντιμετωπίσει μόνος του τις δυνάμεις της Τριανδρίας.

 

 

1866 – Θεμελιώνεται το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Ελλάδας αποτελεί το σπουδαιότερο μουσείο της χώρας και ένα από τα σημαντικότερα του κόσμου, στον τομέα της Αρχαίας τέχνης. Στις συλλογές του εκπροσωπούνται όλοι οι πολιτισμοί που άνθισαν στον ελληνικό χώρο από την προϊστορική εποχή ως το τέλος της ρωμαϊκής περιόδου.
Το Μουσείο βρίσκεται στην Αθήνα, επί της οδού Πατησίων και δίπλα από το ιστορικό συγκρότημα κτηρίων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Μπροστά του και προς την οδό Πατησίων, εκτείνεται μία πλακόστρωτη πλατεία. Η έκτασή του, η οποία περιλαμβάνει και το Επιγραφικό Μουσείο, περικλείεται από τις οδούς Πατησίων, Ηπείρου, Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα.
Το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στην Ελλάδα δημιουργήθηκε από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στην Αίγινα το 1829. Από τότε η αρχαιολογική συλλογή εκτέθηκε σε διάφορα μέρη, μέχρι το 1858 όταν προκηρύχθηκε διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την τοποθεσία και το σχέδιο του μουσείου. Η τοποθεσία που βρίσκεται τώρα το μουσείο δωρήθηκε από την Ελένη Τοσίτσα και η κατασκευή του ξεκίνησε το 1866 και ολοκληρώθηκε το 1889, χρησιμοποιώντας κονδύλια από την ελληνική κυβέρνηση, την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρία και την κοινότητα των Μυκηνών. Μεγάλοι ευεργέτες ήταν επίσης και οι Δημήτριος και Νικόλαος Βερναρδάκης από την Αγία Πετρούπολη, οι οποίοι έδωσαν μεγάλο χρηματικό ποσό.
Η αρχική ονομασία του μουσείου ήταν Το Κεντρικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον και αρχικά με διάταγμα του βασιλιά Όθωνα στεγάστηκε στο Ναό του Ηφαίστου μέχρι το 1874. Έπειτα από ταλαιπωρίες και επακόλουθες στεγάσεις των εκθεμάτων η δημιουργία του νέου μουσείου ξεκίνησε το 1866. Έλαβε τη σημερινή του ονομασία το 1881 από τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το μουσείο σταμάτησε να λειτουργεί και οι αρχαιότητες εγκιβωτίστηκαν και κρύφτηκαν για την προστασία τους.
Η νότια πτέρυγα του μουσείου στεγάζει το Επιγραφικό Μουσείο, που διαθέτει την πλουσιότερη συλλογή επιγραφών παγκοσμίως. Το μουσείο αυτό δημιουργήθηκε κατά τα έτη 1953 – 1960 με σχέδια του αρχιτέκτονα Περικλή Καραντινού.

 

 

1878 – Υπογράφεται η Συνθήκη της Χαλέπας μεταξύ Κρητών επαναστατών και Τούρκων, με την οποία οι Κρήτες αποκτούν τα πρώτα επίσημα προνόμια αυτοδιοικήσεως. Η Συνθήκη αυτή υπήρξε προϊόν της διεθνούς Συνθήκης του Βερολίνου που συνομολογήθηκε τρεις μήνες πριν, στις 13 Ιουλίου του 1878 στο Βερολίνο μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Ρωσίας, Ιταλίας αφενός, και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου, κατά την οποία η τελευταία υποχρεώνονταν να εισάγει «διοικητικές μεταρρυθμίσεις» σε όσες επαρχίες της Ευρωπαϊκής Τουρκίας υπήρχε ισχυρό χριστιανικό στοιχείο. Τη σύμβαση αυτή προσυπόγραψαν εκ μέρους του Σουλτάνου οι παραπάνω αναφερόμενοι εκπρόσωποί του, εκ μέρους δε της Επαναστατικής Συνέλευσης η ενδεκαμελής Επαναστατική Επιτροπή που τη συγκροτούσαν οι: Αντώνιος Μιχελιδάκης, (πρόεδρος της επιτροπής), Γρηγ. Παπαδοπετράκης, Κ. Βολουδάκης, Κ. Μητσοτάκης, Ι. Σφακιανάκης, Χαρ. Ασκούτσης, Στυλ. Σταυρούδης, Αντ. Σήφακας, Κυρ. Χατζηδάκης, Α. Μενεγίδης και Ζ. Θειακάκης,.

 

 

1926 – Ανοίγει τις πύλες της η πρώτη Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. Το 1977 θα μετονομαστεί σε HELLEXPO. Η ίδρυση του εθνικού εκθεσιακού φορέα μετρά περισσότερες από οκτώ δεκαετίες ζωής. Πνευματικός πατέρας της διοργάνωσης ήταν ο βουλευτής Νικόλαος Γερμανός, ο οποίος στις 28 Απριλίου του 1925 υπέβαλε αίτηση στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ζητώντας άδεια για την πραγματοποίηση μιας διεθνούς εκθέσεως, της πρώτης στη χώρα. Η πρώτη Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε στις 3 Οκτωβρίου του 1926, σηματοδοτώντας την έναρξη ενός σημαντικού κεφαλαίου για την οικονομία της περιοχής. Με τη μετεμφύτευση της κεραμικής και ταπητουργίας από τη Μικρά Ασία στη μητροπολτικη Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε η πρώτη εμφάνιση των καλλιτεχνικών έργων των Μικρασιατών στην πρώτη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης του 1926.
Στις σημερινές της εκθεσιακές εγκαταστάσεις η ΔΕΘ-Helexpo μεταφέρθηκε οριστικά το 1937. Η λειτουργία της διακόπηκε προσωρινά εξαιτίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ το 1950 χρηματοδοτήθηκε από το σχέδιο Μάρσαλ για την αποκατάσταση του λεηλατημένου εκθεσιακού χώρου.
Κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 οι Έλληνες εκθέτες που συμμετείχαν στις διοργανώσεις ανέρχονταν σε 400, ενώ οι ξένοι έφταναν τους 1.500 κατά μέσο όρο ανά διοργάνωση. Το 1967 μάλιστα οι επισκέπτες άγγιξαν τον αριθμό ρεκόρ του 1,7 εκατομμυρίου. Στη δεκαετία του ’70 κατασκευάστηκαν τα μεγαλύτερα περίπτερα της ΔΕΘ-Helexpo, τα οποία λειτουργούν μέχρι και σήμερα, ενώ το 1973 διοργανώθηκαν οι πρώτες κλαδικές εκθέσεις, η Διεθνής Έκθεση Γούνας και η Διεθνής Έκθεση Μαρμάρου. Ο εθνικός εκθεσιακός φορέας διασπάσθηκε σε δύο εταιρείες, τη ΔΕΘ και τη Helexpo, το 1999 και επανενώθηκε σε ένα κοινό εταιρικό σχήμα το 2013. Στις οκτώ δεκαετίες της ζωής της η ΔΕΘ συσσώρευσε τεράστια εμπειρία και τεχνογνωσία στη διαχείριση εκθεσιακών υποδομών, αλλά και στη διοργάνωση εκθέσεων. Σήμερα αποτελεί επίσημο σύμβουλο της πολιτείας σε θέματα εκθεσιακής πολιτικής, διοργανώνει μεγάλες κλαδικές εκθέσεις, περιφερειακές εκθέσεις ανά την Ελλάδα, συμμετέχει σε μεγάλες εκθέσεις του εξωτερικού με εθνικά περίπτερα και διαχειρίζεται τις εγκαταστάσεις του Διεθνούς Εκθεσιακού και Συνεδριακού Κέντρου Θεσσαλονίκης και του Εκθεσιακού και Συνεδριακού Κέντρου Αθηνών.

 

 

1954 – Κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του περιοδικού κόμικς «Μπλεκ», δημιουργία των ιταλών Τζον Σινκέτο, Ντάριο Γκουτσόν και Πίτερ Σαρτόρι. Ο Μπλεκ είναι ένας «ξανθός γίγαντας», κυνηγός στο επάγγελμα, που μάχεται τους βρετανούς αποικιοκράτες στον πόλεμο της Αμερικάνικης Ανεξαρτησίας στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Μπλεκ είναι ένας μυώδης άνδρας σε ηλικία περίπου 25 ετών, που μάχεται για την απελευθέρωση της χώρας του από τους Άγγλους αποικιοκράτες («Red Coats»). Στις διάφορες περιπέτειές του, χρησιμοποιεί σαν όπλο τις γροθιές του και σπανιότερα, το πιστόλι, το μαχαίρι ή την καραμπίνα του. Είναι ψηλός (περίπου 1,88 μ.), ξανθός και φορά ένα χαρακτηριστικό γούνινο καπέλο, γούνινη ζακέτα και παντελόνι με καστόρινες μπότες. Δεν σχετίζεται ιδιαίτερα με γυναίκες, καθώς δημιουργοί αποφεύγουν να παρουσιάσουν την προσωπική ζωή του χαρακτήρα, θέλοντας να περάσουν στους αναγνώστες το μήνυμα της προσήλωσης στο στόχο του, που είναι η απελευθέρωση της πατρίδας του.
Συμβολισμός: Οι δημιουργοί εικονογραφημένων ιστοριών για παιδιά και εφήβους φροντίζουν συχνά να αποφορτίζουν τον αναγνώστη από τη συνεχή αγωνία για την εξέλιξη των δρώμενων και τη συγκίνηση που του προκαλεί το σενάριο, χρησιμοποιώντας διάφορους δευτεραγωνιστές χαρακτήρες. Αυτοί, προσφέρουν την απαραίτητη αστεία νότα που επιφέρει την αναμενόμενη ισορροπία. Επίσης, με την παρουσία τους κάνουν έκδηλες τις αρχές της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας μεταξύ αγωνιστών μπροστά στον κοινό στόχο (την ελευθερία), που προβάλλεται ως υπέρτατο ιδανικό. Ο Καθηγητής Μυστήριος, εν προκειμένω, εκτελεί με προσήλωση και ευσυνειδησία τα καθήκοντά του ως «ιθύνων νους» της κατασκήνωσης των κυνηγών (μυστικό άντρο των επαναστατικών δυνάμεων), ενώ, στον αντίποδα, με τις κάποιες παραλείψεις του, λειτουργεί σαν αφορμή για τη διατύπωση παραπόνων, ειρωνικών σχολίων και πειραγμάτων (κυρίως από το Ρόντυ), μετατρεπόμενος τελικά, σε καρικατούρα αντί-ήρωα.

 

 

Γεννήσεις

 

 

1945 – Βίκτωρ Σανέγιεφ. Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1945 με τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στο Σοχούμι της Αμπχαζίας στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Μεγάλωσε σε μια φτωχή οικογένεια με πολλές στερήσεις και ο πατέρας του, που ήταν παράλυτος, έφυγε από τη ζωή όταν ο Σανέγιεφ ήταν 15 ετών. Ως παιδί αγαπούσε το ποδόσφαιρο και τα πήγε καλά στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Από την ηλικία των πέντε ετών πήγε σε τμήμα ποδοσφαίρου και μετά την προπόνηση συνέχισε να παίζει στην αυλή με φίλους. Η ομάδα του έγινε γρήγορα η καλύτερη στην περιοχή Γκάγκρα και ο ίδιος έγινε βασικός της παίκτης. Ακολούθησε το μπάσκετ και το 1962 έγινε δεκτός ακόμη και στην αντιπροσωπευτική ομάδα της Αμπχαζίας. Όμως τον τράβηξε τελικά ο κλασικός αθλητισμός και το άλμα εις ύψος, αλλά ένας τραυματισμός στο γόνατο τον ανάγκασε να μεταβεί στα άλματα εις μήκος και τριπλούν. Το 1963 πήρε την τρίτη θέση στο τριπλούν σε σχολικούς αγώνες στη Σοβιετική Ένωση. Η πρώτη επιτυχία του σε αγώνες ανδρών ήρθε το 1968, όταν κέρδισε για πρώτη φορά το ρωσικό πρωτάθλημα. Παράλληλα αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Υποτροπικής Γεωργίας του Σοχούμι το 1969 και το Γεωργιανό Ινστιτούτο Φυσικής Πολιτισμού το 1973.
Πριν πάει στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Πόλη του Μεξικού, προετοιμάστηκε για σχεδόν ένα χρόνο. Ο 23χρονος αθλητής ανάρρωσε από έναν σοβαρό τραυματισμό, αλλά είχε ήδη καταφέρει να πείσει το προπονητικό επιτελείο της ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης ότι ήταν έτοιμος να κερδίσει. Στις 17 Οκτωβρίου του 1968, στην Πόλη του Μεξικού, κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο τριπλούν με άλμα 17,39 μ. Ήταν το δεύτερο παγκόσμιο ρεκόρ της ημέρας κατά τη διάρκεια ενός επικού τελικού, στον οποίο το παγκόσμιο ρεκόρ βελτιώθηκε τέσσερις φορές. Το παγκόσμιο ρεκόρ πριν τους αγώνες ήταν 17,03 μ. και το κατείχε ο Πολωνός Γιόζεφ Σμιτ από το 1960. Στις 16 Οκτωβρίου 1968 ο Ιταλός Τζιουζέπε Τζεντίλε στον προκριματικό του αγωνίσματος πήδηξε 17,10 μ. και την επομένη, με το πρώτο του άλμα στον τελικό, 17,22 μ., όμως η κορυφαία σύγκρουση στην ιστορία του αγωνίσματος μόλις είχε αρχίσει. Στην τρίτη προσπάθεια ο Σανέγιεφ με 17,23 μ. κάνει νέο παγκόσμιο ρεκόρ, αλλά στην πέμπτη προσπάθεια ο Βραζιλιάνος Νέλσον Προυντέντσιο, από τα 17,05 μ. και την τρίτη θέση, ανέβηκε στην πρώτη, καταρρίπτοντας και πάλι το παγκόσμιο ρεκόρ με 17,27 μ. Στην τελευταία προσπάθεια του αγώνα, ο νικητής, όνομα και πράγμα, Βίκτορ Σανέγιεφ «πέταξε» στα 17,39 μ. και πήρε το χρυσό μετάλλιο. Είχε βελτιώσει κατά 29 εκατοστά το ρεκόρ του Τζεντίλε και κατά 54 εκατοστά το ολυμπιακό ρεκόρ του Σμιτ από το Τόκιο το 1964. Στο Μεξικό, πέντε άλτες σημείωσαν επίδοση καλύτερη από το προηγούμενο παγκόσμιο ρεκόρ και έξι (ανάμεσά τους και ο Σμιτ) καλύτερη από το ολυμπιακό ρεκόρ. Κέρδισε τον πρώτο του ευρωπαϊκό τίτλο στην Αθήνα με επίδοση 17,34 μέτρων (με ευνοϊκό άνεμο) την επόμενη χρονιά και στη συνέχεια στο Μόναχο το 1972 πήδηξε 17,35 μέτρα στην πρώτη του προσπάθεια για να υπερασπιστεί με επιτυχία τον Ολυμπιακό του τίτλο.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976 στο Μόντρεαλ, ο Σανέγιεφ κέρδισε το τρίτο συνεχόμενο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο τριπλούν, ο πρώτος και μόνος μέχρι σήμερα που κατάφερε κάτι τέτοιο. Το 1978 ήταν δεύτερος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου και για όγδοη και τελευταία φορά πρωταθλητής Σοβιετικής Ένωσης. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας ήταν ο προτελευταίος λαμπαδηδρόμος. Προσπάθησε να κερδίσει και τέταρτο χρυσό στο ίδιο αγώνισμα στα 35 του χρόνια, όπως ο Αλ Έρτερ στη δισκοβολία, αλλά δεν το κατόρθωσε, έχοντας έντονο ανταγωνισμό που σχεδόν πάντα τον βοηθούσε να φτάνει στο ύψιστο της απόδοσής του στις μεγάλες διοργανώσεις. Σε έναν ανεκδιήγητο τελικό από άποψη κριτών, κατέλαβε τη δεύτερη θέση με άλμα στα 17,24 μέτρα. Το άλμα που του χάρισε το μετάλλιο ήταν στην τελευταία του προσπάθεια, κάτι που δεν συνέβη για πρώτη φορά. Η απονομή των μεταλλίων δεν αποτέλεσε την τελευταία πράξη δημοσιότητας του τελικού. Κατέρριψε τρεις φορές το παγκόσμιο ρεκόρ με καλύτερη επίδοση 17,44 μέτρα το 1972. Ο Σανέγιεφ ήταν επίσης έξι φορές πρωταθλητής Ευρώπης κλειστού στίβου (ακατάρριπτο ρεκόρ) – αποχώρησε από τον ανταγωνιστικό στίβο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1980 και συνέχισε να εργάζεται για τον σύλλογο Ντιναμό Τιφλίδας.
Το 1983 του απονεμήθηκε το Ολυμπιακό Τάγμα, η ανώτατη αθλητική τιμή. Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση εργάστηκε ως προπονητής στη εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης, με τη διάλυση της χώρας να τον φέρνει σε δεινή οικονομική θέση. Μετανάστευσε με την οικογένειά του και εργάστηκε ως προπονητής στην Αυστραλία (κολέγιο Σεντ Τζότζεφ και αργότερα μεταπήδησε στο Ινστιτούτο Αθλητισμού της Νέας Νότιας Ουαλίας). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπισε αρκετά μυοσκελετικά προβλήματα και υποβλήθηκε σε πολλαπλές ορθοπεδικές επεμβάσεις. Απεβίωσε στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας σε ηλικία 76 ετών στις 3 Ιανουαρίου 2022. Η Ολυμπιακή Επιτροπή της Γεωργίας τον αναγνώρισε ως τον καλύτερο Γεωργιανό αθλητή του 20ού αιώνα.

 

 

1954 – Στίβι Ρέι Βον. Γεννήθηκε στο Ντάλας του Τέξας στις 3 Οκτωβρίου 1954. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1961, ο Στιβ πήρε δώρο μια κιθάρα. Ανάμεσα στα πρώτα τραγούδια που έμαθε ήταν το “Wine, wine, wine” και το “Thunderbird” των Nightcaps. Δύο περίπου χρόνια αργότερα, ο Στιβ αγόρασε τον πρώτο του δίσκο, το “Wham Of That Memphis Man” του Λόνι Μακ και τον έπαιζε τόσες πολλές φορές που ο πατέρας του τον έσπασε από τα νεύρα του. Εκείνη την εποχή, ο Στιβ πήρε και την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα, την παλιά κιθάρα του αδελφού του, Τζίμι. Τρία χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1966, ο Ντόιλ Μπράμχολ άκουσε για πρώτη φορά τον Βον να παίζει. Την επόμενη χρονιά το γκρουπ του Στιβ εμφανίστηκε στο Lee Park στο Ντάλας και ξεκίνησε να δραστηριοποιείται πέραν των σχολικών εκδηλώσεων και πάρτι. Έως το 1969, είχαν καθιερωθεί στη μουσική σκηνή του Όστιν και το καλοκαίρι του 1970, μετά από ένα ατύχημα σε ένα φαστ-φουντ όπου εργαζόταν, παραιτήθηκε και αφιέρωσε τη ζωή του στη μουσική.
Δημιούργησε το πρώτο του επαγγελματικό γκρουπ που άντεξε αρκετό καιρό, με το όνομα Blackbird με τους Στίβι και Κιμ Ντέιβις (κιθάρες), Κρίστιαν ΝτεΠλικ (φωνητικά), Ρόντι Κορόνα και Τζον Χαφ (τύμπανα), Νόελ Ντέις (πλήκτρα) και Ντέιβιντ Φρέιμ (μπάσο). Στις 31 Δεκεμβρίου του 1971, ο Στιβ εγκατέλειψε το σχολείο και μετακόμισε με το συγκρότημά του στο Όστιν, όπου και εμφανίζονταν στο μπαρ “Rolling Hills Country Club”, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε “Soap Creek Saloon”, για τα επόμενα επτά χρόνια.
Στα τέλη του 1972, ο Στιβ συμμετείχε στο συγκρότημα Krackerjack για μερικούς μήνες όπου και συνεργάστηκε με τον μελλοντικό μπασίστα των Double Trouble, Τόμι Σάνον για πρώτη φορά. Στις 14 Μαρτίου του 1973, ο Στιβ εντάχθηκε με το συγκρότημα του Μαρκ Μπένο, Nightcrawlers, το οποίο εκείνο τον καιρό ηχογραφούσε για την δισκογραφική εταιρεία “A&M Records”. Το άλμπουμ όμως δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Στο συγκρότημα συμμετείχε επίσης ο Ντόιλ Μπράμχολ, που ξεκίνησε μια συνεργασία 17 ετών με τον Βον, γράφοντας του τραγούδια. Το 1974, ο Στιβ αποκτά την θρυλική φθαρμένη “Stratocaster”, γνωστή ως “Number One” (νούμερο ένα), την κιθάρα σήμα κατατεθέν για την υπόλοιπη καριέρα του.
Στις 31 Δεκεμβρίου του 1974 ο Στιβ έγινε μέλος των Paul Ray & the Cobras, ενός πολύ δημοφιλούς γκρουπ από το Όστιν και έπαιζαν ζωντανά κατά μέσον όρο πέντε φορές την εβδομάδα για τα επόμενα δυόμισι περίπου χρόνια. Στις 7 Φεβρουαρίου του 1977 κυκλοφόρησαν ένα 45άρι, το οποίο αποτέλεσε την πρώτη εμφάνιση του Στιβ στη δισκογραφία. (Στα 17 του είχε συμμετάσχει σε μια σχολική παραγωγή με τίτλο “A New Hi”) ενώ τον Μάρτιο την ίδιας χρονιάς οι Cobras ψηφίστηκαν συγκρότημα της χρονιάς στο Όστιν. Τον Σεπτέμβριο του 1977 ο Στιβ αποχώρησε από τους Cobras για να δημιουργήσει τους Triple Threat Revue με τους: Λου Αν Μπάρτον (φωνητικά), Γ.Σ.Κλαρκ (μπάσο & φωνητικά), Μάικ Κίντρεντ (πλήκτρα) και Φρέντι Φάροα (τύμπανα).

 

 

1962 – Τόμι Λι (Thomas Lee Bass, γενν. 3 Οκτωβρίου 1962) είναι Ελληνοαμερικανός μουσικός και ιδρυτικό μέλος των Mötley Crüe. Εκτός από μακροπρόθεσμος ντράμερ της μπάντας, ο Λι ίδρυσε το rap-metal συγκρότημα Methods of Mayhem, καθώς και ακολούθησε σόλο μουσική σταδιοδρομία. Ο Λι γεννήθηκε ως Τόμας Λι Μπας στις 3 Οκτωβρίου 1962 στην Αθήνα, από τον Ντέιβιντ Λι Τόμας, λοχία του Αμερικανικού Στρατού Ξηράς και τη Βασιλική Παπαδημητρίου, υποψήφια στα καλλιστεία Σταρ Ελλάς του 1957. Έχει μια νεώτερη αδερφή, την Αθηνά, η οποία επίσης είναι ντράμερ. Όταν ο Λι ήταν περίπου ενός έτους, ο πατέρας του εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Καλιφόρνια.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η μπάντα του Λι, Suite 19, ήταν τακτική στον κύκλο των κλαμπ της Σάνσετ Στριπ στο Λος Άντζελες, μαζί με άλλες ανερχόμενες μπάντες, όπως οι Van Halen και οι Quiet Riot. Γνωρίστηκε με τον μπασίστα Νίκι Σιξ, του οποίου τα συγκροτήματα Sister και αργότερα το London έπαιξαν στον ίδιο κύκλο. Ο Σιξ δημιούργησε ένα θεατρικό συγκρότημα, που δανείστηκε πολλά από τη συγχώνευση των μυστικιστικών συμβολισμών και της μίας θεατρικής ερμηνείας heavy metal των Sister και έγινε οπαδός των ντραμς του Λι. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, που ο Λι εγκατέλειψε το επώνυμό του και κέρδισε το ψευδώνυμο «T-bone», λόγω του ύψους του (6 ‘2½) και του λιποβαρούς σώματός του. Όταν οι London τελικά διαλύθηκαν το 1981, οι Λι και Σιξ αποφάσισαν να σχηματίσουν μαζί μία νέα ομάδα. Λίγο αργότερα, ο κιθαρίστας Μικ Μαρς εντάχθηκε στο συγκρότημα. Αναζητώντας έναν χαρισματικό φρόντμαν, ο Λι ανέφερε έναν τραγουδιστή που γνώριζε στο λύκειο που ονομαζόταν Βινς Νέιλ, ο οποίος σύντομα εντάχθηκε στην ομάδα και σχηματίστηκαν οι Mötley Crüe.
Οι Mötley Crüe δημιούργησαν γρήγορα μία ισχυρή βάση υποστηρικτών και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, Too Fast for Love, το 1981, με δική τους ανεξάρτητη ετικέτα (Leathür Records). Η Elektra Records αποφάσισε να υπογράψει το συγκρότημα λίγο αργότερα, και επανακυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ το 1982. Το συγκρότημα στη συνέχεια ξεκίνησε μία σειρά από hit κυκλοφορίες σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας. Το 1983, Shout at the Devil, το 1985, Theatre of Pain, το 1987, Girls, Girls, Girls και το 1989, Dr. Feelgood, καθιερώνοντας το κουαρτέτο ως έναν από τα μεγαλύτερα hard rock/metal συγκροτήματα της δεκαετίας του 1980.

 

 

Θάνατοι

 

 

1226 – Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης (1182 – 3 Οκτωβρίου 1226) είναι άγιος της Καθολικής εκκλησίας, ιδρυτής του Τάγματος των Φραγκισκανών. Γεννήθηκε στην Ασίζη της Ιταλίας, από πλούσια οικογένεια. Πήρε μέρος σε εμφύλιους πολέμους. Κατά τη διάρκεια μιας αρρώστιας του είδε δύο όνειρα τόσο συγκλονιστικά, που τον οδήγησαν στην αμετάκλητη απόφαση να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο έργο της φιλανθρωπίας. Στόχος της φροντίδας του ήταν οι φτωχοί και σε αυτούς έδειχνε έμπρακτα την αγάπη του. Κάποτε μάλιστα ενώθηκε μαζί τους σε μια εξέγερση κατά των ευγενών και αυτό του στοίχισε ένα χρόνο φυλάκιση. Διωγμένος και αποκληρωμένος από τον πατέρα του, έγινε ερμηνευτής των αισθημάτων που ήταν διαδεδομένα στην εποχή του: κήρυξε την ισότητα, την ειρήνη, την περιφρόνηση του πλούτου και την υπεροχή της φτώχειας, την αγάπη προς όλα τα δημιουργήματα του Θεού, έμψυχα και άψυχα, τη στοργή στους λεπρούς. Ο ίδιος κυκλοφορούσε ντυμένος με ένα χιτώνα, δεμένο στη μέση με ένα σκοινί (αυτό το είδος ενδυμασίας έχουν και σήμερα οι μοναχοί του τάγματός του).
Για τρία χρόνια αποσύρθηκε στην ησυχία της ασκητικής ζωής, ώσπου το 1209 ίδρυσε χωριστό μοναχικό τάγμα. Οι οπαδοί του ολοένα πλήθαιναν και αποτέλεσαν το τάγμα των Φραγκισκανών, που είχε την έγκριση και του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄. Ο Φραγκίσκος της Ασίζης επισκέφθηκε τη Γαλλία, την Ισπανία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο. Επιστρέφοντας στην Ιταλία έθεσε κανονισμούς για την καλύτερη λειτουργία του τάγματος, του οποίου η οργάνωση έγινε αρτιότερη. Το 1224, ύστερα από σαράντα ημέρες προσευχής και νηστείας, είδε να αποτυπώνονται πάνω στο σώμα του τα στίγματα των πληγών του Ιησού. Όταν πέθανε, τον έθαψαν σε ναό που μόλις είχε χτιστεί. Ανακηρύχτηκε άγιος το 1228 από τον Πάπα Γρηγόριο Θ΄. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Οκτωβρίου.

 

 

1979 – Νίκος Πουλαντζάς. Γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1936 στην Αθήνα, και κατοικούσε με τους γονείς του στην οδό Βερανζέρου στην Πλατεία Βάθης. Ο πατέρας του, Αριστείδης, ο οποίος καταγόταν από την Μάνη, ήταν δικηγόρος. Η μητέρα του λεγόταν Αγγελική, το γένος Καρυοφύλλη. Μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό σχολείο ο Νίκος Πουλαντζάς φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Το 1953 απέκτησε το Γαλλικό δίπλωμα μέσης εκπαίδευσης, γνωστό ως ΄΄baccalauréat΄΄ και στις εξετάσεις φιλοσοφίας απέκτησε το σχετικό βραβείο. Από τα χρόνια σπουδών του στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών αρχίζει να γνωρίζει τον Μαρξισμό.
Το 1955 έλαβε και το απολυτήριό του από το Πειραματικό Σχολείο αλλά ήταν ήδη φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αυτό οφείλεται σε μια μορφωτική συμφωνία ανάμεσα στο Γαλλικό κράτος και στην Ελλάδα κατά την οποία αναγνωριζόταν ως ισότιμο το γαλλικό “baccalauréat” με το απολυτήριο του γυμνασίου. Το πτυχίο της Νομικής το έλαβε το 1957 με το βαθμό “Άριστα”. Θα υπηρετήσει τη θητεία του στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Το 1960 θα αποκτήσει την άδεια ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος χωρίς όμως να το ασκήσει ποτέ. Την ίδια χρονιά θα φύγει για την Δυτική Γερμανία όπου θα παρακολουθήσει δύο εξάμηνα σεμινάρια φιλοσοφίας και φιλοσοφίας του δικαίου στα πανεπιστήμια του Μονάχου και της Χαϊδελβέργης. Αποτέλεσμα αυτής της σπουδής θα είναι η μεταπτυχιακή του εργασία με θέμα την “Αναγέννηση του φυσικού δικαίου στη Γερμανία”. Από το 1961 μέχρι το 1964 προετοιμάζει τη διδακτορική του διατριβή στη Σχολή Δικαίου και Οικονομικών Επιστημών του Παρισιού με θέμα, “Φύση πραγμάτων και δίκαιο”. Από το 1962 ως το 1965 εργάστηκε ως βοηθός στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Το 1966 παντρεύτηκε την Γαλλίδα φεμινίστρια Αννί Λεκλέρ. Το 1971 απέκτησαν μαζί μία κόρη, την Αριάδνη. Από τον Δεκέμβριο του 1968 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Βενσέν κοινωνιολογία.
Στη μεταπολίτευση συμμετείχε σε σχέδιο νόμου για τα πανεπιστήμια, έχοντας δεχτεί ανάλογη πρόσκληση από την κυβέρνηση Καραμανλή. Την δεκαετία του 1970 ο Πουλαντζάς ήταν γνωστός μαζί με τον Λουί Αλτουσέρ ως ηγετική μορφή του δομικού μαρξισμού. Υπερασπίστηκε τις θεωρητικές θέσεις του λενινισμού, αλλά υποστήριξε την στρατηγική του ευρωκομμουνισμού, χωρίς να εγκαταλείψει την αριστερή κριτική στην πολιτική των δυτικών ΚΚ. Είναι περισσότερο γνωστός για το θεωρητικό έργο περί το κράτος. Προσέφερε επίσης μαρξιστικές συνεισφορές στην ανάλυση του φασισμού, των κοινωνικών τάξεων στον σύγχρονο κόσμο και την κατάρρευση των δικτατοριών στην νότια Ευρώπη (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) κατά την δεκαετία του 1970. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο VIII του Παρισιού, όπου και αυτοκτόνησε στις 3 Οκτωβρίου του 1979.

 

 

1993 – Κατερίνα Γώγου (Αθήνα 1 Ιουνίου 1940 – 3 Οκτωβρίου 1993) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και ηθοποιός. Ξεκίνησε από μικρή την καριέρα στην ηθοποιία αλλά αργότερα στράφηκε στην ποίηση.
Ξεκίνησε σε ηλικία μόλις 5 ετών να παίζει σε διάφορες παιδικές παραστάσεις, όπου την χαρακτήριζαν παιδί-θαύμα. Παρόλα αυτά, δεν πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια, ελέω Κατοχής και Εμφυλίου Πολέμου. Στην εφηβεία της, η Κατερίνα έμενε με τον πατέρα της, ο οποίος ήταν πολύ αυστηρός απέναντι της, κατόπιν έμεινε με τη μητέρα της. Ο πατέρας της, πάντως, αν και αυστηρός, την υποστήριξε πραγματικά, στην επιθυμία της να ακολουθήσει την υποκριτική. Σπούδασε στη σχολή του Τάκη Μουζενίδη, η οποία εθεωρείτο μια από τις καλύτερες της εποχής. Παράλληλα τελείωσε και τη σχολή χορού Πράτσικα Ζουρούδη και Βαρούτη.
Η Κατερίνα Γώγου πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με τον θίασο Ντίνου Ηλιόπουλου, το 1961, στο έργο των Ευαγγελίδη – Μαρή «Ο Κύριος πέντε τοις εκατό». Οι περισσότερες ταινίες όπου συμμετείχε, ήταν παραγωγής Φίνος Φιλμ.
Ως ηθοποιός είναι γνωστή περισσότερο για δευτερεύοντες ρόλους, όπως στην ταινία το Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο ή το Μια τρελή τρελή οικογένεια. Οι ρόλοι της συνήθως απεικόνιζαν αστείες και ανέμελες γυναίκες. Της έχει απονεμηθεί, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Βραβείο Α΄ Γυναικείου ρόλου, για την ταινία Το βαρύ πεπόνι.
Ως ποιήτρια είναι γνωστή για τον αντισυμβατικό και συνειρμικό τρόπο γραφής της, καθώς και τις αναρχικές της ιδέες. Οι στίχοι της ήταν γεμάτοι οργή και επαναστατικότητα.
Το σκοτάδι της, ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της και η κλονισμένη ψυχολογία της την οδήγησαν, σε ηλικία μόλις 53 ετών, στην αυτοκτονία. Δείτε περισσότερα στο link που ακολουθεί: Κατερίνα Γώγου: «Στη Γη είναι όλα παλιά»

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia

AgrinioStories