Συνέβη 27 Αυγούστου στην Ελλάδα και τον κόσμο

27 Αυγούστου 2023

Είναι η 179η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 186 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:50 – Δύση ήλιου: 20:03
– Διάρκεια ημέρας: 13 ώρες 13 λεπτά
🌔  Σελήνη 10.5 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Αρκάδιος, Αρκάδης, Αρκαδία, Αρκάδα, Λιβέριος, Λυμπέρης, Όσιος, Οσία, Φανουρία, Φανή, Φανούλα και Φανούριος

 

Γεγονότα

 

479 π.Χ. – Η Μάχη των Πλαταιών. Τον Αύγουστο του 479 π.Χ. (στις 27 Αυγούστου, κατά μία εκδοχή) οι Έλληνες νικούν του Πέρσες στην πεδιάδα των Πλαταιών και εξαφανίζουν οριστικά την περσική απειλή από τον ελλαδικό χώρο.

Ο Περσικός στρατός υπό τον Μαρδόνιο, αφού ξεχειμώνιασε στη Θεσσαλία, ετοιμάσθηκε την άνοιξη του 479 π.X. να επιτεθεί εκ νέου κατά της Αθήνας. Προτού όμως ξεκινήσει, ο Μαρδόνιος έστειλε στην Αθήνα το σύμμαχό του και υποτελή βασιλέα της Μακεδονίας, Αλέξανδρο Α’, με συγκεκριμένες προτάσεις ειρήνης. Πρότεινε στους Αθηναίους να γίνουν σύμμαχοί του κι αυτός θα αναλάμβανε όχι μόνο να ανοικοδομήσει την κατεστραμμένη πόλη και τους ναούς της, αλλά θα τους καθιστούσε ηγεμόνες της Ελλάδας.

Η θέση των Αθηναίων, που επιστρέφοντας από τη Σαλαμίνα μετά την περίφημη ναυμαχία (480 π.Χ.) βρήκαν την πόλη και τους ναούς τους ερείπια, ήταν απελπιστική. Εξ άλλου, οι Σπαρτιάτες, φοβούμενοι μήπως οι Αθηναίοι δελεασθούν από τις προτάσεις του Μαρδονίου και υποκύψουν, έστειλαν κι αυτοί πρέσβεις στην Αθήνα, με εντολή ν’ αποτρέψουν την παραδοχή των προτάσεων του Μαρδονίου από τους Αθηναίους.

Οι Αθηναίοι τότε αναδείχθηκαν άξιοι των περιστάσεων. Ανέθεσαν στον Αριστείδη να δώσει την πρέπουσα απάντηση και στις δυο αντιπροσωπείες. Στον μεν Αλέξανδρο είπε: «Όσο ο ήλιος εξακολουθεί τον δρόμο του, οι Αθηναίοι δεν πρόκειται να γίνουν σύμμαχοι των Περσών. Κι επειδή έχουν τις ελπίδες στους θεούς, που τα ιερά και τα αγάλματά τους εμόλυναν και κατέστρεψαν οι Πέρσες, θα εξακολουθήσουν να πολεμούν για την ελευθερία τους». Στους δε Σπαρτιάτες απάντησε: «Ούτε τόσο χρυσάφι υπάρχει στη γη, ούτε χώρες τόσο πλούσιες, για να δεχθούμε να προδώσουμε την πατρίδα μας και να γίνουμε φίλοι των Περσών. Βιαστείτε μόνο να στείλετε βοήθεια, γιατί ο Μαρδόνιος γρήγορα θα έλθει εναντίον μας.»

Όταν ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε την απόρριψη των προτάσεών του, ξεκίνησε αμέσως από τη Θεσσαλία, εισέβαλε στην Αττική, που την κατέλαβε και τη λεηλάτησε. Έπειτα, αφού προχώρησε ως την Αθήνα, που τη βρήκε πάλι έρημη από κόσμο, κατάστρεψε ό,τι είχε απομείνει από την πρώτη καταστροφή κι επέστρεψε και στρατοπέδευσε στη Βοιωτία.

Οι Έλληνες με αρχηγό το βασιλιά της Σπάρτης Παυσανία και με την καθοριστική συμμετοχή των Αθηναίων υπό τον Αριστείδη, στην αρχή φοβήθηκαν και παρατάχθηκαν στις υπώρειες του Κιθαιρώνα. Ο Μαρδόνιος έστειλε εναντίον τους το Ιππικό του, αλλά οι Έλληνες απέκρουσαν την επίθεσή του και σκότωσαν τον αρχηγό του Μασίστιο. Το γεγονός αυτό τους έδωσε θάρρος, κατέβηκαν στην πεδιάδα κοντά στις Πλαταιές και στρατοπέδευσαν απέναντι από τους Πέρσες.

Πολύτιμες πληροφορίες για τις πολεμικές προετοιμασίες των Περσών έδωσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Αλέξανδρος Α’, σε μυστική του συνάντηση με τους Αθηναίους στρατηγούς τις παραμονές της μεγάλης μάχης. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αφού διακήρυξε ότι είναι Έλληνας από παλιά γενιά, τους είπε ότι δεν θέλει να δει την πατρίδα του να πέφτει από τη λευτεριά της στη δουλεία.

Στην πεδιάδα των Πλαταιών έγινε μάχη φοβερή (στις 27 Αυγούστου 479 π.Χ. κατά μία εκδοχή), στην οποία οι Πέρσες έπαθαν μεγάλη καταστροφή. Όλος ο στρατός του Μαρδονίου κατανικήθηκε και διαλύθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε από πέτρα, που του πέταξε ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος και τον χτύπησε στο κεφάλι. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, από τις 300.000 των Περσών και των Ελλήνων συμμάχων τους μόνο 40.000 γλίτωσαν και εγκατέλειψαν τον ελλαδικό χώρο με επικεφαλής τον Αρτάβαζο. Από τους 110.000 Έλληνες, έπεσαν στο πεδίο της μάχης 1360 στρατιώτες, που τάφηκαν επί τόπου με μεγάλες τιμές.

Τα άφθονα λάφυρα που κυρίευσαν οι Έλληνες στις Πλαταιές, τα μοιράσθηκαν μεταξύ τους, αφού αφιέρωσαν μεγάλο μέρος από αυτά στους θεούς. Μετά τη νίκη τους, οι Έλληνες τιμώρησαν του Θηβαίους, που είχαν συμμαχήσει με τους Πέρσες και διέλυσαν τη Βοιωτική Ομοσπονδία, στην οποία η Θήβα είχε ηγετική θέση.

Η απόκρουση και η εκμηδένιση και της δεύτερης περσική εισβολής (480-479 π.Χ.) είναι ένα γεγονός με πολύ μεγάλη σημασία για τον ελληνικό κόσμο, αλλά και για τον κόσμο ολόκληρο. Οι ελληνικές πόλεις εξασφάλισαν την ελευθερία τους, δηλαδή την απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική, πολιτική, και πολιτιστική τους ανάπτυξη. Μπόρεσαν, έτσι, στα χρόνια που ακολούθησαν, να δημιουργήσουν ένα λαμπρό πολιτισμό, τα επιτεύγματα του οποίου έγιναν κτήμα ολόκληρης της ανθρωπότητας.

 

 

1813 – Η μάχη της Δρέσδης έγινε το 1813 και ήταν σημαντική μάχη των Ναπολεόντειων Πολέμων, με νικηφόρα έκβαση για τους Γάλλους. Η μάχη πραγματοποιήθηκε γύρω από την πόλη της Δρέσδης στη σημερινή Γερμανία. Παρά το γεγονός ότι Γάλλοι είχαν πολύ λιγότερο στρατό, οι γαλλικές δυνάμεις υπό τις διαταγές του Ναπολέοντα Α΄ σημείωσαν μεγάλη νίκη ενάντια στον συμμαχικό στρατό (Αυστρία, Ρωσία, Πρωσία) υπό την ηγεσία του πρίγκηπα Κάρολου Φιλίππου.
Οι απώλειες ήταν μεγάλες, οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν χάσει περίπου 38.000 άνδρες και 40 όπλα. Οι γαλλικές απώλειες ανήλθαν σε περίπου 10.000 νεκρούς και τραυματίες. Κάποιοι από τους αξιωματικούς του Ναπολέοντα σημείωσαν ότι “υπέφερε από ένα βίαιο κολικό, το οποίο είχε προκληθεί από την κρύα βροχή, στην οποία είχε εκτεθεί σε όλη τη μάχη.”

 

 

1829 – Οι πρώτοι Έλληνες πατούν το πόδι τους στην Αυστραλία. Τα ονόματα των 7 ναυτικών: Γεώργιος Βασιλάκης, Γκίκας Βούλγαρης, Γεώργιος Λαρίτσος, Αντώνης Μανόλης, Δαμιανός Νίνης, Νικόλαος Παπανδρέας και Κωνσταντίνος Στρομπόλης. Τα… γενέθλια της ελληνικής κοινότητας της Αυστραλίας θεωρείται ότι είναι στις 29 Αυγούστου, καθώς εκείνη την ημέρα του 1829 έφτασαν με ένα πλοίο, ανάμεσα σε 201 κατάδικους, οι πρώτοι επτά Ελληνες, από τους οποίους οι δύο επέλεξαν αργότερα να μείνουν στη χώρα των καγκουρό για την υπόλοιπη ζωή τους.

Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι είχαν προηγηθεί ορισμένα άλλα άτομα, όπως ο Υδραίος καπετάνιος Δαμιανός Γκίκας, που είχε συλληφθεί άδικα από ένα αγγλικό πλοίο για πειρατεία και καταδικάστηκε σε εξορία στο Σίδνεϊ, ή ο Γιώργος Παππάς, που βρέθηκε το 1814 σε αυστραλιανό έδαφος ως μέλος βρετανικού πληρώματος εποικισμού, παντρεύτηκε μια ιθαγενή (Αβορίγινα) και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Σίδνεϊ. Για κανέναν, όμως, δεν είναι τεκμηριωμένη η άφιξη στην Αυστραλία καθώς δεν υπάρχουν σχετικές εγγραφές. Μόνο ορισμένες αυστραλιανές εφημερίδες του 1900 αναφέρουν ότι υπήρχαν και άλλοι Ελληνες που έφτασαν στην πέμπτη ήπειρο μεταξύ του 1803 και του 1820.

Το βρετανικό πλοίο «Γκάνετ» (Gannet) που τον Ιούλιο του 1827, έξω από τη Μάλτα συνέλαβε τη σκούνα με τους Ελληνες ναυτικούς Ετσι, οι πρώτοι Ελληνες που επιβεβαιωμένα αποβιβάστηκαν σε λιμάνι της Αυστραλίας ήταν οι επτά ναυτικοί για τους οποίους υπάρχουν επίσημα στοιχεία από τη στιγμή της σύλληψής τους από το βρετανικό πλοίο «Γκάνετ» (Gannet), τον Ιούλιο του 1827, έξω από τη Μάλτα. Ηταν μια χρονιά που η ελληνική πειρατεία ανθούσε στη Μεσόγειο, προκαλώντας την οργή τού μετέπειτα νικητή στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, του Αγγλου ναυάρχου Εντουαρντ Κόδρινγκτον (Sir Edward Codrington), καθώς η γραφειοκρατική βρετανική Δικαιοσύνη απαιτούσε χρονοβόρες διαδικασίες, που οδηγούσαν τις περισσότερες φορές στην απαλλαγή των συλληφθέντων. Οι επτά Ελληνες ήταν μέλη του πληρώματος της σκούνας «Ηρακλής», με καπετάνιο τον 22χρονο Αντώνη Μανώλη από την Αθήνα (σε ορισμένα αρχεία αναφέρεται ως Αντώνης του Μανώλη, καθώς προφανώς το πατρώνυμο έγινε αργότερα επώνυμο).

Ο Μανώλης περιγράφεται από Αυστραλούς ιστορικούς ως εγγράμματος, ανύπαντρος και προτεστάντης στο δόγμα. Είχε ύψος 1,70-1,75, σκούρα καστανά μάτια και μαλλιά, ενώ είχε και μια κάθετη ουλή στη μύτη. Οι άλλοι έξι νέοι σε ηλικία ναυτικοί ήταν οι Υδραίοι: Δαμιανός Νίνης, 24 χρόνων, Γκίκας Βούλγαρης, 22 χρόνων, Γιώργης Βασιλάκης, 20 χρόνων, Κωνσταντής Στρομπόλης, 24 χρόνων, Γιώργης Λαρέντζος ή Λαρίτσος, 27 χρόνων, και Νικόλας Παπένδρος ή Παπανδρέας, 20 χρόνων.

 

 

1922 – Η καταστροφή της Σμύρνης. Τα τελευταία ελληνικά τμήματα εγκαταλείπουν τη Σμύρνη. Στις 11 π.μ. εμπροσθοφυλακή του τουρκικού ιππικού εισέρχεται στη Σμύρνη, ενώ τις βραδυνές ώρες φτάνει και μία μεραρχία πεζικού. Οι Τούρκοι πυρπολούν την πόλη και προβαίνουν σε σφαγές του ελληνικού πληθυσμού της. Μεταξύ των σφαγιασθέντων είναι και ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Η πυρκαγιά θα συνεχιστεί έως τις 3 Σεπτεμβρίου, μεταβάλλοντας την πόλη σε σωρό ερειπίων.

Το τι ακολούθησε το περιγράφουν με τις εξαιρετικές τους πένες τρεις συγγραφείς -δύο ξένοι και η Διδώ Σωτηρίου- κι ένας διπλωμάτης.Το “Παρίσι της Μέσης Ανατολής” καταστράφηκε από τις ορδές των βαρβάρων του Κεμάλ…Η κεμαλική τουρκική δημοκρατία “γεννιόταν” με τον μοναδικό τρόπο που θα μπορούσε να “γεννηθεί”: με φρίκη και αίμα.Κι όπως γεννήθηκε έτσι συνεχίζει να πορεύεται στην περιοχή.Είτε με κεμαλιστές,είτε με ισλαμιστές…

Πριν και ύστερα από την κατάληψη, οι κάτοικοι της πόλης συσσωρεύονταν στη μακριά προκυμαία εκλιπαρώντας να επιβιβαστούν σε οποιοδήποτε πλεούμενο μπορούσε και ήθελε να τους πάρει. Τώρα όμως, με την πόλη αγκαλιασμένη από τις φλόγες, η προκυμαία είχε πλημμυρίσει απ’ όλους όσοι είχαν μοναδική τους ελπίδα τη φυγή. Είναι αδύνατον να αναφερθούν ακριβείς αριθμοί αναφορικά με την καταστροφή της Σμύρνης, αλλά, διασταυρώνοντας τις πληροφορίες της μιας Αρχής με αυτές των άλλων, υπολογίζεται ότι περίπου 100.000 άτομα σφαγιάστηκαν, 280.000 είχαν συνωστισθεί στην προκυμαία ικετεύοντας για τη σωτηρία τους και 160.000 ακόμα εκτοπίστηκαν από τους Τούρκους στο εσωτερικό για να μην ξαναφανούν ποτέ. Οι λεπτομέρειες πάνω σ’ αυτά είναι τόσο πολλές, ώστε κάθε περιγραφή θα ήταν ατελής. Είναι ένας πίνακας πολύ μεγάλος και πολύ φρικτός για να τον ζωγραφίσει κανείς. Οι μαθήτριες του Αμερικανικού Κολεγιακού Ινστιτούτου κι εκείνες της Αρμενικής Σχολής Θηλέων, που βρισκόταν απέναντι, έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. Μαζί τους βρίσκονταν 1.300 πρόσφυγες, που είχαν καταφύγει στα κτίρια του κολεγίου. Είναι πολύ οδυνηρό να αναλογίζεται κανείς την τύχη αυτών των κοριτσιών, που εκπαιδεύονταν σ’ ένα αμερικανικό ίδρυμα σύμφωνα με τα αμερικανικά ιδανικά και τον αμερικανικό τρόπο σκέψης και βρέθηκαν στο έλεος ανθρώπων ανελέητων, που συνδύαζαν τη θηριωδία του Μογγόλου με την πανούργα σκληρότητα της κατώτερης ανατολίτικης κάστας.

1923 – Αιματηρό επεισόδιο στο δρόμο Ιωαννίνων – Κακκαβιάς, κατά το οποίο βρίσκονται δολοφονημένοι πέντε Ιταλοί, μέλη της επιτροπής για την οριστική χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου, μετά την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία το 1921, ανάμεσά τους ο στρατηγός Τελίνι. Η φασιστική Ιταλία θα θεωρήσει υπεύθυνη την Ελλάδα για το συμβάν και θα πραγματοποιήσει απόβαση στην Κέρκυρα.

Την 27η Αυγούστου 1923, οι αντιπροσωπείες ετοιμάστηκαν να ξεκινήσουν για αναγνωρίσεις στην κοιλάδα του ποταμού Δρίνου. Την προηγούμενη ημέρα, ο Ενρίκο Τελίνι γιόρτασε τα 56α γενέθλιά του.

Πρώτη, ξεκίνησε η αλβανική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Κολόνε. Το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε (ένα από τα δύο (!) που κυκλοφορούσαν σε όλη την Αλβανία) ήταν σε άθλια κατάσταση. Δεδομένου και του κάκιστου οδικού δικτύου της περιοχής (όχι ότι σήμερα είναι τέλειο) θα απαιτούνταν 2,5 – 3 ώρες για να φτάσει στην Κακαβιά (απόσταση 65 χλμ. περίπου).

Λίγο αργότερα, ξεκίνησε η ελληνική αντιπροσωπεία, με ένα παλαιό Ford, στο οποίο επέβαιναν οι Μπότσαρης – Τσίγγανος και ο στρατιώτης οδηγός. Τελευταία ξεκίνησε η ιταλική αντιπροσωπεία, με μία εντυπωσιακή Lancia…

Στο 15ο χλμ. της διαδρομής περίπου, το ελληνικό αυτοκίνητο παρουσίασε μηχανική βλάβη. Το ιταλικό όχημα που έφτασε σε λίγο, σταμάτησε, ωστόσο, ο Έλληνας οδηγός είπε ότι μπορούσε να την επισκευάσει μόνος του και δεν δέχτηκε τη βοήθεια που πρόσφεραν οι Ιταλοί. Η βλάβη καθυστέρησε για 20 περίπου λεπτά το ελληνικό όχημα. Οι Ιταλοί εν τω μεταξύ, συνέχισαν τη διαδρομή τους και αφού έκαναν μια στάση στο 49ο χλμ. (στη θέση Χάνι Δελβινακίου) για να θαυμάσουν τη μαγευτική θέα (σύμφωνα με τον διοικητή του ελληνικού τάγματος προκαλύψεως που βρισκόταν στην περιοχή) κατευθύνθηκαν προς την Κακαβιά.

Στις 9.55 περίπου, η ελληνική αντιπροσωπεία έφθασε στο 54ο χλμ. του δρόμου Ιωαννίνων – Κακαβιάς – Αργυροκάστρου, στη θέση Ζέπι (ή Ζάπιστα). Η πλούσια βλάστηση της περιοχής, μόλις επέτρεπε να φανεί ο δρόμος. Ξαφνικά, ο οδηγός φρέναρε απότομα και όλοι αντίκρισαν ένα φρικτό θέαμα.

Τα μέλη της ιταλικής αντιπροσωπείας είχαν δολοφονηθεί: ο στρατηγός Τελίνι, ο επίατρος Κόρτι, ο οδηγός Φαρνέτι και ο Βορειοηπειρώτης (από το Λεσκοβίκι) διερμηνέας Αθανάσιος Γκαζίρης. Αγνοούνταν η τύχη του υπασπιστή Μπονατσίνι, ο οποίος βρέθηκε αργότερα νεκρός μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Μπότσαρης τηλεγράφησε τα τραγικά νέα στην κυβέρνηση, στη γενική διοίκηση Ιωαννίνων και στο Ε’ Σώμα Στρατού. (φωτογραφία ανάρτησης: η δολοφονία)

Από τον υπουργό Εσωτερικών Γ. Παπανδρέου, διατάχθηκε άμεση μετάβαση του διοικητή της Χωροφυλακής συνταγματάρχη Φλωριά και άλλων αξιωματικών στην Ήπειρο. Παράλληλα, έφτασαν στο Ζέπι από τα Γιάννενα, ο γενικός διευθυντής Χωροφυλακής Ηπείρου Πλατής, μαζί με άλλους αξιωματούχους για προκαταρκτική έρευνα.

Από την έρευνα προέκυψαν τα εξής:
i. το έγκλημα ήταν προμελετημένο
ii. στόχος ήταν η ιταλική αντιπροσωπεία
iii. κίνητρο των δολοφόνων δεν ήταν η ληστεία, καθώς πάνω στα θύματα βρέθηκαν χρήματα και αντικείμενα αξίας
iv. οι δράστες ήταν 8 – 10
v. ίχνη που βρέθηκαν, οδηγούσαν σε ένα δρόμο που τελείωνε στην πεδιάδα του Μακρύκαμπου, στο αλβανικό έδαφος
vi. οι δολοφόνοι έκοψαν κορμούς δύο δέντρων και τους τοποθέτησαν στο οδόστρωμα για να αναγκάσουν το ιταλικό αυτοκίνητο να σταματήσει

Ο συνταγματάρχης Πλατής ανακάλυψε ίχνη από τσαρούχια και αρβύλες, υπολείμματα τσιγάρων τύπου Virginia, ένα μικρό κομμάτι από γραμματόσημο και 30 – 40 κάλυκες από φυσίγγια Μάνλιχερ. Η αλβανική αντιπροσωπεία ισχυρίστηκε ότι ο Ιταλός γεωμέτρης Τζιότι, που ήταν μέλος της, παρατήρησε σε κάποιο σημείο της διαδρομής, κοντά στο χωριό Δολιανά, Έλληνες στρατιώτες να κόβουν κορμούς δέντρων, όμοιους μ’ αυτούς που βρέθηκαν στο Ζέπι και κατηγόρησε ευθέως τη χώρα μας (συνεπικουρούμενη κι από τους Ιταλούς) για τη δολοφονία.
Λόγω καταγωγής, γνωρίζουμε πολύ καλά την περιοχή. Πρόκειται περί φαιδρού και έωλου επιχειρήματος. Για να μπορέσουν οι στρατιώτες, το 1923, να μεταφέρουν τους κορμούς στον τόπο της δολοφονίας, θα απαιτούνταν (ακόμα κι αν διέθεταν σούπερ αυτοκίνητα) πολλές ώρες. Οι δρόμοι ήταν άθλιοι, η διαδικασία φορτώματος ξεφορτώματος θα ήταν δύσκολη και, κυρίως, θα αναφερόταν η παρουσία και άλλου αυτοκινήτου στην περιοχή. Ήταν φανερό ότι οι δράστες ήρθαν από το αλβανικό έδαφος και μετά τις δολοφονίες, επέστρεψαν σ’ αυτό.

 

1942 – Η όπερα «Τόσκα» του Τζιάκομο Πουτσίνι κάνει πρεμιέρα στην Αθήνα από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Παρουσιάζεται στο θέατρο Παρκ της Πλατείας Κλαυθμώνος, με τη 19χρονη Μαρία Καλογεροπούλου (μετέπειτα Μαρία Κάλλας) στον κεντρικό ρόλο, υπό τη μουσική διεύθυνση του Σώτου Βασιλειάδη.

Η δημιουργία της όπερας πέρασε από χίλια κύματα. Ο συνθέτης είδε το ομώνυμο θεατρικό έργο του Βικτοριέν Σαρντού το 1887 στο Παρίσι, με τη Σάρα Μπερνάρ στο ρόλο της Τόσκα. Ενθουσιάστηκε και διαμήνυσε στον ατζέντη του να του κλείσει τα δικαιώματα του έργου για να το μεταφέρει στην όπερα. Το ίδιο έπραξαν και ο διάσημος συνάδελφός του Τζουζέπε Βέρντι και ο Αλμπέρτο Φρανκέτι. Τελικά, ο Βέρντι αποσύρθηκε, επειδή διαφωνούσε με το φινάλε του Σαρντού. Ο Φρανκέτι κέρδισε τα δικαιώματα, αλλά γρήγορα αποσύρθηκε, επειδή η έμπνευση τον είχε εγκαταλείψει και δεν μπόρεσε να συνθέσει μια μουσική αντάξια του έργου.

Έτσι, ο δρόμος έμεινε ανοιχτός για τον Πουτσίνι, ο οποίος δεν φάνηκε ζεστός, επειδή δεν είχε προτιμηθεί στην αρχή. Τελικά πείστηκε να συνθέσει την όπερα σε λιμπρέτο των Λουίτζι Ιλικα και Τζουζέπε Τζακόζα. Το Οκτώβριο του 1899 η όπερα ήταν έτοιμη, δώδεκα χρόνια μετά το αρχικό ενδιαφέρον του Πουτσίνι.

Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1900 στο θέατρο Κοντσάντσι της Ρώμης, παρουσία όλης της καλής κοινωνίας. Παρέστη σύσσωμη η πολιτειακή και η πολιτική ηγεσία της Ιταλίας και πολλοί άνθρωποι της μουσικής, όπως οι συνθέτες Πιέτρο Μασκάνι, Φραντσέσκο Τσιλέα και ο Αλμπέρτο Φρανκέτι. Τον επώνυμο ρόλο ερμήνευσε η ρουμάνα σοπράνο Χαρίκλεα Νταρκλέ, η οποία ήταν ελληνικής καταγωγής και απόγονος της μεγάλης οικογένειας των Μαυροκορδάτων (Χαρίκλεια Χαρτουλάρη το πατρικό της όνομα). Οι συντελεστές της παράστασης και ο ίδιος ο Πουτσίνι γνώρισαν την αποθέωση και το παρατεταμένο χειροκρότημα των παρισταμένων.

 

 

Γεννήσεις

 

 

1909 – Νίκος Τσιφόρος, έλληνας δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 27 Αυγούστου του 1909. Ο πατέρας του ήταν επιχειρηματίας και καταγόταν από παλιά, ιστορική οικογένεια της Λίμνης Ευβοίας. Δύο χρόνια αργότερα η οικογένεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Από τα έντεκά του χρόνια ο Νίκος Τσιφόρος άρχισε να ασχολείται μανιωδώς με το γράψιμο, ενώ την πρώτη του επιθεώρηση την έγραψε το 1928 για ένα θερινό θέατρο στη Φρεαττύδα. Η πρώτη του αυτή προσπάθεια απέτυχε αλλά δεν απογοητεύτηκε. Αφού πήρε το πτυχίο της Νομικής, εργάστηκε για δυο χρόνια στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στη συνέχεια παραιτήθηκε για να μπαρκάρει στα καράβια. Ως το 1939 άλλαζε συνέχεια επάγγελμα, αλλά συνέχιζε να γράφει δημοσιεύοντας κείμενά του σε διάφορα έντυπα. Η πρώτη μεγάλη του επιτυχία ήρθε το 1944 όταν ο θίασος του Δημήτρη Χορν και της Μαίρης Αρώνη αποφάσισε να ανεβάσει στο θέατρο Ακροπόλ το θεατρικό έργο του Τσιφόρου «Η Πινακοθήκη των Ηλιθίων». Τέσσερα χρόνια αργότερα, την περίοδο 1948-49 έκανε και την πρώτη του ταινία, η οποία προβλήθηκε με τον τίτλο «Τελευταία αποστολή», σε σενάριο και σκηνοθεσία δική του.

Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες (Προοδευτικός Φιλελεύθερος, Βήμα, Ελεύθερος Κόσμος) και περιοδικά (Τραστ, Ρομάντσο, Ταχυδρόμος, Πάνθεον), ενώ έγραψε πάνω από 40 θεατρικά έργα και περισσότερα από 60 σενάρια. Κάποια αυτά τα έγραψε μόνος του και άλλα σε συνεργασία, κυρίως με τον Πολύβιο Βασιλειάδη, με τον οποίο δημιούργησαν ένα από τα πιο σημαντικά δίδυμα θεατρικών συγγραφέων.

Πολυτάλαντος και πολυσχιδής, ευθυμογράφος, επιθεωρησιογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου, αφοσιώθηκε, παράλληλα, στη δημοσιογραφία γράφοντας χρονογραφήματα και εύθυμα στιγμιότυπα τα οποία συνήθως υπέγραφε με διάφορα ψευδώνυμα. Οι ήρωες του Νίκου Τσιφόρου κινούνται συνήθως στο περιθώριο της αθηναϊκής προπολεμικής και μεταπολεμικής περιόδου, έχουν δοσοληψίες με το νόμο και το δραματικό διογκώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταλήγει γκροτέσκ. Πένα ευθύβολη, καυστική, συνέθετε ξεκαρδιστικές ιστορίες προσφέροντας απλόχερα το γέλιο σε μία Ελλάδα που το είχε απόλυτα ανάγκη.

Το 1965 αρρώστησε με καρκίνο. Μετά από πέντε χρόνια ταλαιπωρίας, με εγχειρήσεις και μεταστάσεις -χωρίς να σταματήσει ωστόσο να γράφει- πέθανε στις 6 Αυγούστου του 1970 και ο τάφος του βρίσκεται στη Λίμνη Ευβοίας. Από τα έργα του ξεχωρίζουν οι Σταυροφορίες, Τα Παιδιά της Πιάτσας, τα Παραμύθια Πίσω Από Τα Κάγκελα, Άνθρωποι Και Ανθρωπάκια, η παρωδία της Ελληνικής Μυθολογίας κ.ά.

 

1909 – Λέστερ Γιανγκ, αμερικανός σαξοφωνίστας, κορυφαία προσωπικότητα στο χώρο της τζαζ. Γεννήθηκε στην πόλη Γούντβιλ του Μισισίπι και μεγάλωσε κοντά στην περιοχή της Νέας Ορλεάνης. Ο πατέρας του, Γουίλις Χάντι Γιανγκ (1872-1943), ήταν επιδέξιος μουσικός και φρόντισε να εκπαιδεύσει τους τρεις γιους του πάνω σε διάφορα όργανα, όπως βιολί, τρομπέτα, κορνέτο, σαξόφωνο και ντραμς, σχηματίζοντας ένα είδος οικογενειακής ορχήστρας. Σύμφωνα με μία ατεκμηρίωτη μαρτυρία του μικρότερου αδελφού τού Λέστερ, Λι Γιανγκ, ο εργάστηκε παράλληλα ως διευθυντής γυμνασίου στο Τιμποντό (Thibodaux) της Λουιζιάνας, ωστόσο είναι δεδομένο ότι μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του προερχόταν από την ενασχόλησή του με τη μουσική και ειδικότερα περιοδεύοντας σε καρναβάλια ή άλλες μαζικές εορταστικές εκδηλώσεις.

Ο Λέστερ Γιανγκ σπούδασε βιολί, τρομπέτα και ντραμς, πριν καταλήξει στο άλτο σαξόφωνο όταν ήταν περίπου δεκατριών ετών. Καταγράφονται αρκετές συγκρούσεις με τον πατέρα του, ενώ μετά από μία εξ’ αυτών εγκατέλειψε την οικογενειακή ορχήστρα, στα τέλη του 1927, προσχωρώντας στην ορχήστρα Bostonians του Αρτ Μπρόνσον, με την οποία περιόδευσε σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ. Την ίδια περίοδο πιστεύεται ότι μεταπήδησε στο τενόρο σαξόφωνο, έχοντας προηγουμένως δοκιμαστεί επίσης στο σοπράνο αλλά και στο βαρύτονο, ωστόσο συνέχισε να παίζει άλτο σαξόφωνο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας. Το 1929 επανασυνδέθηκε προσωρινά με την οικογενειακή ορχήστρα, αυτή τη φορά στο Νέο Μεξικό όπου είχε πλέον εγκατασταθεί. Αργότερα επέστρεψε στη Μινεάπολη, χωρίς να ακολουθήσει την ορχήστρα των Γιανγκ στην Καλιφόρνια, παίζοντας για ένα διάστημα στο μουσικό σχήμα Blue Devils του Γουόλτερ Πέιτζ και κατόπιν ξανά με τον Αρτ Μπρόνσον. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με πληθώρα μουσικών, όπως τον Έντι Μπέαρφιλντ, τον Κινγκ Όλιβερ και τον σαξοφωνίστα Κλάρενς Λαβ, προσχώρησε στην ορχήστρα Thirteen Original Blue Devils, ενώ περιόδευσε επίσης με τον Κόλμαν Χόκινς, χρησιμοποιώντας ως κύρια έδρα του την πόλη του Κάνσας που αποτελούσε τότε σημαντικό κέντρο για τη σκηνή της τζαζ.

Στις αρχές του 1934 συνεργάστηκε με τον Κάουντ Μπάσι, αποχωρώντας από την ορχήστρα του λίγους μήνες αργότερα, προκειμένου να αναπληρώσει τον Χόκινς στο σχήμα του Φλέτσερ Χέντερσον. Σύντομα αποχώρησε από αυτό, καθώς οι υπόλοιποι μουσικοί της ορχήστρας απέρριπταν τη διαφορετική προσέγγιση του Γιανγκ στο σαξόφωνο, εκφράζοντας παράπονα για το μουσικό ύφος του. Επόμενοι σταθμοί του Γιανγκ υπήρξαν οι συνεργασίες του με τους Άντι Κιρκ, Μπόιντ Άτκινς και Ρουκ Γκανζ. Το 1936 επανασυνδέθηκε με τον Κάουντ Μπέισι και το Νοέμβριο του ίδιου έτους πραγματοποίησε τις πρώτες ηχογραφήσεις του με ένα μικρό σύνολο από την ορχήστρα του, προκαλώντας το ενδιαφέρον άλλων μουσικών. Ο Γιανγκ ωφελήθηκε από τη σταδιακά αυξανόμενη δημοτικότητα της ορχήστρας του Μπέισι και παρά το γεγονός πως αντιμετώπισε αντιφατικές κριτικές για τον τρόπο με τον οποίο έπαιζε, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τη νεότερη γενιά μουσικών. Την ίδια περίπου περίοδο καταγράφεται η γνωριμία του με την Μπίλι Χόλιντεϊ, με την οποία ανέπτυξε στενή φιλία και καθιέρωσε το παρωνύμιο Lady Day με το οποίο είναι γνωστή. Το 1940, έχοντας αποκτήσει μεγαλύτερη φήμη, σχημάτισε την πρώτη προσωπική ορχήστρα, αποτελούμενη από έξι μουσικούς. Μετά από μία περίοδο κατά την οποία συνεργάστηκε με τον αδελφό του, Λι Γιανγκ, σχηματίζοντας νέα ορχήστρα, ενώ αργότερα περιόδευσε με τη μεγάλη ορχήστρα του Αλ Σίαρς, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και επανασυνδέθηκε με τον Κάουντ Μπέισι το 1943. Η συνεργασία αυτή έφερε τον Γιανγκ στο προσκήνιο και αποτέλεσε την αρχή μιας σειράς διακρίσεών του. Υπήρξε αγαπημένος σαξοφωνίστας πολλών νέων μουσικών, όπως των Τζον Κολτρέιν, Σόνι Ρόλινς και Σταν Γκετζ, ενώ συμμετείχε επίσης στη μικρού μήκους ταινία Jammin’ the Blues.

Η ενασχόλησή του με τη μουσική διακόπηκε το Σεπτέμβριο του 1944, όταν κατατάχθηκε στο στρατό. Όταν ανακαλύφθηκε πως έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών, οδηγήθηκε σε στρατοδικείο και υπηρέτησε για αρκετούς μήνες σε πειθαρχείο της Τζόρτζια απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος στα τέλη του 1945. Επανήλθε στα μουσικά δρώμενα ηχογραφώντας και πραγματοποιώντας εμφανίσεις στο Λος Άντζελες. Την περίοδο 1945-55 έπαιξε με μικρά συνήθως σύνολα, δεχόμενος επιδράσεις από νέους μουσικούς που τον συνόδευαν, ενώ πραγματοποίησε επίσης τις πρώτες ευρωπαϊκές περιοδείες του.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η συχνότητα των ηχογραφήσεών του περιορίστηκε αισθητά, ενώ παράλληλα ο αλκοολισμός του επιδείνωσε σοβαρά την υγεία του, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί σε αρκετές περιπτώσεις. Οι τελευταίες ηχογραφήσεις του ολοκληρώθηκαν το Μάρτιο του 1959 στο Παρίσι. Τον ίδιο μήνα αρρώστησε σοβαρά και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη όπου απεβίωσε.

 

1941 – Σεζάρια Έβορα, τραγουδίστρια από τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου. Γεννήθηκε στην πόλη Μιντέλο του νησιού Σάο Βισέντε, στο Πράσινο Ακρωτήριο, στις 27 Αυγούστου του 1941. Σε ηλικία 7 ετών έμεινε ορφανή από πατέρα. Μετά το θάνατό του, η μητέρα της αγωνίστηκε να την μεγαλώσει με τα πενιχρά της εισοδήματα που εξασφάλιζε από την εργασία της ως μαγείρισσα. Τελικά, την οδήγησε σε ορφανοτροφείο και στη χορωδία του ιδρύματος εκείνου η μικρή Σεζάρια έμαθε να τραγουδά.

Η Έβορα συνάντησε όταν ήταν 16 ετών έναν ναυτικό από το Πράσινο Ακρωτήριο, ο οποίος ονομαζόταν Εντουάρντο. Ήταν ο άνθρωπος που την δίδαξε τα παραδοσιακά μουσικά στιλ των coladeiras και mornas. Τα τελευταία αποτελούν τραγούδια της λύπης, της μελαγχολίας και της νοσταλγίας. Η Σεζάρια ξεκίνησε να τραγουδά σε τοπικά μπαρ και ξενοδοχεία. Με τη βοήθεια τοπικών μουσικών, θα επεδείκνυε τις ικανότητές της και αργότερα θα ανακηρυσσόταν «Βασίλισσα των Μόρνας» από τους θαυμαστές της. Την εποχή εκείνη ήταν διάσημη στο νησί της, σχετικά άγνωστη όμως διεθνώς.

Η τραγουδίστρια είχε έναν θείο, ο οποίος ήταν ένας διάσημος μουσικός και τραγουδοποιός, χρησιμοποιώντας το όνομα B. Leza. Αυτός έγραψε πολλά τραγούδια για την Έβορα.

Η ξυπόλητη αοιδός παρέμεινε διάσημη, χωρίς όμως να έχει και επιτυχία στα οικονομικά. Η δυσχερής οικονομική και πολιτική κατάσταση στη νησιωτική της χώρα, σε συνδυασμό με τα προσωπικά και οικονομικά της προβλήματα, την οδήγησαν στην απόφαση να σταματήσει το τραγούδι, ώστε να υποστηρίξει οικονομικά την οικογένειά της. Επί δέκα χρόνια δεν τραγούδησε και η ίδια τα περιγράφει ως “σκοτεινά χρόνια.” Την ίδια περίοδο πάλεψε με τον αλκοολισμό.

Έπειτα από ενθάρρυνση ενός εξόριστου μουσικού και προστάτη των τεχνών από το Πράσινο Ακρωτήριο, ο οποίος ζούσε στην Πορτογαλία, η Έβορα ξανάρχισε να τραγουδά. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Μπάνα, ο οποίος προσκάλεσε τη Σεζάρια να τραγουδήσει σε συναυλίες σε πορτογαλικό έδαφος, με τη χρηματοδότηση μιας τοπικής οργάνωσης γυναικών.

Ο Ζοζέ ντα Σίλβα, ένας Γάλλος με καταγωγή από το Πράσινο Ακρωτήριο την έπεισε να μεταβεί στο Παρίσι, όπου ηχογράφησε το άλμπουμ La Diva Aux Pieds Nus (Η Ξυπόλητη Ντίβα) το 1988. Το τραγούδι “Sodade” ήταν η πρώτη της διεθνής επιτυχία και η πρώτη της επιτυχία στη Γαλλία που δεν ήταν στα γαλλικά. Αυτό σηματοδότησε την απαρχή της παγκόσμιας φήμης για την τραγουδίστρια από την Αφρική. Ο πορτογαλικός όρος saudade έχει περίπλοκη σημασία, που είναι δύσκολο να μεταφραστεί. Σημαίνει γενικά νοσταλγία, πόθο, λύπη και μετάνοια. Η έκφραση της “sodade” αποτελεί εσωτερικό στοιχείο στη μουσική του Πράσινου Ακρωτηρίου. Το άλμπουμ εκείνο επαινέθηκε από τους κριτικούς και με αυτό ξεκίνησε την καριέρα της, συνεχίζοντας με το άλμπουμ του 1992, Miss Perfumado, το οποίο σημείωσε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία. Έτσι, η τραγουδίστρια έγινε διεθνές αστέρι σε ηλικία 47 ετών.

Ο πρώην αρχηγός του συγκροτήματος Talking Heads, Ντέιβιντ Μπερν, έχει τραγουδήσει συχνά το τραγούδι της Έβορα «Ausencia» σε δεύτερη εκτέλεση σε συναυλίες του.

Τον Σεπτέμβριο του 2011 ανακοίνωσε πως θέτει τέλος στη μουσική της καριέρα, ακυρώνοντας τις προγραμματισμένες συναυλίες της, καθώς βρισκόταν «σε κατάσταση μεγάλης εξάντλησης». Η Έβορα είχε υποβληθεί το 2010 σε επέμβαση ανοιχτής καρδιάς, στο Παρίσι, έπειτα από σοβαρά προβλήματα που παρουσίασε στην στεφανιαία αορτή. Έφυγε τελικά από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 2011 ενώ νοσηλευόταν στην εντατική σε κρίσιμη κατάσταση.

 

 

Θάνατοι

 

 

1990 – Στίβι Ρέι Βον, αμερικανός κιθαρίστας του μπλουζ. Ο Στίβεν «Στίβι» Ρέι Βον (Stevie Ray Vaughan) γεννήθηκε στο Ντάλας του Τέξας στις 3 Οκτωβρίου 1954. Ήταν γιος του οικοδόμου και βετεράνου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Τζίμι «Μπιγκ Τζιμ» Λι Βον (1921-1986) και της γραμματέως Μάρθας Τζιν Βον (1928-2009) και μικρότερος αδελφός του Τζίμι Βον (γεν. 20/3/1951), γνωστού κιθαρίστα από τη συμμετοχή του στο μπλουζ/ροκ συγκρότημα «The Fabulous Thunderbirds». Οι γονείς του αγαπούσαν τη μουσική και έπαιρναν μαζί τα δύο αγόρια στις συναυλίες του Φατς Ντόμινο, του Τζίμι Ριντ και του Μπομπ Γουίλις. Ήταν η εποχή που ανέτειλε το ροκ εντ ρολ.

Η μουσική διαδρομή του νεαρού Στίβι αρχίζει τυπικά ανήμερα των Χριστουγέννων του 1963, όταν παίρνει δώρο από τον πατέρα του μία μικρή πλαστική κιθάρα. Ανάμεσα στα πρώτα τραγούδια που μαθαίνει είναι το «Wine, Wine, Wine» και το «Thunderbird» των Nightcaps, ενός γκαράζ γκρουπ από το Τέξας. Από τον συναγωνισμό, αλλά και τις συμβουλές του μεγάλου του αδελφού, ανέπτυξε το μοναδικό κιθαριστικό του στυλ, που τον έκανε αργότερα διάσημο.

Σε ηλικία 11 χρονών, το 1965, αγοράζει τον πρώτο του δίσκο. Ήταν το άλμπουμ «Τhe Wham Of That Memphis Man» του κιθαρίστα Λόνι Μακ, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον νεαρό μουσικό. Τον «λιώνει» από τα πολλά παιξίματα, μέχρι που ο πατέρας του τον σπάει από τα νεύρα του. Εκείνη την εποχή αποκτά την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα, που δεν είναι άλλη από την παλιά κιθάρα του αδελφού του Τζίμι. Την επόμενη χρονιά σχηματίζει ένα γκρουπάκι με το όνομα «A Cast of Thousands» και παίζει σε σχολικές γιορτές και πάρτι, ενώ δίνει και την πρώτη συναυλία του στο Λι Παρκ του Ντάλας. Το 1969 είναι αρκετά γνωστός στην ευρύτερη περιοχή και το καλοκαίρι του 1970 αποφασίζει να αφιερωθεί αποκλειστικά στη μουσική, μετά από ένα ατύχημα σε ένα φαστ φουντ όπου εργαζόταν ως καθαριστής.

Εγκαταλείπει το σχολείο και μετακομίζει στο Όστιν, την πρωτεύουσα του Τέξας. Εκεί δημιουργεί το συγκρότημα Blackbird την τελευταία ημέρα του 1971 και αρχίζει εμφανίσεις στο μπαρ «Rolling Hills Country Club». Μαζί τους θα μείνει έως τα τέλη του 1972. Στις αρχές του 1973 συμμετέχει στο συγκρότημα «Krackerjack», αλλά γρήγορα τους εγκαταλείπει, όταν τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος αποφασίζουν να εμφανίζονται μακιγιαρισμένοι.

Στις 14 Μαρτίου 1973, ο 19χρονος Στίβι προσλαμβάνεται στο δημοφιλές συγκρότημα «Nightcrawlers» του Μαρκ Μπένο, ενός ανερχόμενου κιθαρίστα, που συμμετείχε σε ηχογραφήσεις των Doors. Το 1974 αποκτά τη θρυλική φθαρμένη Stratocaster, γνωστή ως «Number One», την κιθάρα – σήμα κατατεθέν του Στίβι Ρέι Βον για την υπόλοιπη καριέρα του. Την ίδια χρονιά, το συγκρότημα μετακομίζει στο Λος Άντζελες για να ηχογραφήσει το πρώτο του άλμπουμ, το οποίο τελικά θα κυκλοφορήσει μόλις το 2009. Απογοητευμένος, ο Στίβι παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για το Τέξας.

Στις 31 Δεκεμβρίου 1974 γίνεται μέλος των Paul Ray & the Cobras, ενός πολύ δημοφιλούς γκρουπ από το Όστιν και παίζει μαζί τους τα επόμενα δυόμισι χρόνια. Στις 7 Φεβρουαρίου 1977 κυκλοφορούν ένα 45άρι, που αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη εμφάνιση του Στίβι Ρέι Βον στη δισκογραφία και τον επόμενο μήνα ψηφίζονται συγκρότημα της χρονιάς στο Όστιν. Παρά την επιτυχία τους, όμως, η μουσική τους δεν κατορθώνει να προσελκύσει το ενδιαφέρον των μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών.

Τον Σεπτέμβριο του 1977 ο Στίβι Ρέι Βον αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Εγκαταλείπει τους Cobras και δημιουργεί το συγκρότημα Triple Threat Revue. Τον Μάιο της επόμενης χρονιάς αποχωρεί μαζί με την τραγουδίστρια Λου Αν Μπάρτον και τον ντράμερ Φρέντ Φαραό για να σχηματίσουν το συγκρότημα Double Trouble με τους Τζόνι Ρίνο (σαξόφωνο) και Τζάκι Νιουχάουζ (μπάσο). Το Σεπτέμβριο του 1978 ο Κρις Λέιτον αντικαθιστά τον Φρεντ Φαραό στα ντραμς και στις 19 Αυγούστου 1979 εμφανίζονται στο Φεστιβάλ Μπλουζ του Σαν Φρανσίσκο, στην πρώτη τους συναυλία εκτός Τέξας. Στις 20 Δεκεμβρίου ο Στίβι Ρέι Βον παντρεύεται την καλή του Λενόρα Μπέιλι και το βράδυ δίνει κανονικά το «παρών» στη συναυλία των Double Trouble στο Όστιν. Το 1980 ηχογραφούν το άλμπουμ «In the Beginning», το οποίο θα κυκλοφορήσει το 1992, ενώ την ίδια χρονιά ξεκινούν εμφανίσεις στο Lone Star Cafe της Νέας Υόρκης, χωρίς την τραγουδίστρια Λου Αν Μπάρτον, που εγκαταλείπει το συγκρότημα, έχοντας προβλήματα αλκοολισμού.

Τον Ιούλιο του 1981, οι Double Trouble εμφανίζονται σ’ ένα φεστιβάλ στα περίχωρα του Όστιν και η τύχη θα τους χαμογελάσει, όταν ο Μικ Τζάγκερ θα δει ένα βίντεο από τη συναυλία τους και θα τους καλέσει να παίξουν στο ιδιωτικό πάρτι των Rolling Stones στο κλαμπ «Danceteria» της Νέας Υόρκης, στις 22 Απριλίου του 1982. Η φήμη τους εξαπλώνεται ταχύτατα και με τις συστάσεις του παραγωγού Τζέρι Γουέξλερ, ο Στιβ και η παρέα του γίνονται το πρώτο συγκρότημα που εμφανίζεται στο ονομαστό Φεστιβάλ Τζαζ του Μοντρέ στην Ελβετία, χωρίς δισκογραφική δουλειά ή συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρία (17 Ιουλίου 1982). Ο κόσμος τους αποδοκιμάζει, αλλά γι’ αυτό φταίνε οι διοργανωτές, που τους βάζουν να παίξουν στη σκηνή με τα «ακουστικά» συγκροτήματα. Το έμπειρο αυτί του Ντέιβιντ Μπάουι αναγνωρίζει το ταλέντο του Στίβι Ρέι Βον και τον καλεί να παίξει στο νέο του άλμπουμ «Let’s Dance», ενώ ο Τζάκσον Μπράουν του προσφέρει δωρεάν χρόνο ηχογραφήσεων στο στούντιό του στο Λος Άντζελες.

Την άνοιξη του 1983, ο διάσημος παραγωγός Τζον Χάμοντ (ο άνθρωπος που ανακάλυψε την Μπίλι Χολιντέι, τον Μπομπ Ντίλαν, τον Μπρους Σπρίνγκστιν, τον Λέοναρντ Κοέν και πολλούς άλλους μεγάλους μουσικούς) ακούει μία κασέτα από τη ζωντανή εμφάνιση του συγκροτήματος στο Φεστιβάλ του Μοντρέ και μεσολαβεί για να υπογράψουν συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρεία Epic Records. Στις 13 Ιουνίου 1983 κυκλοφορεί το πρώτο άλμπουμ του Στίβι Ρέι Βον και των Double Trouble με τίτλο «Texas Flood», που θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία με αποθεωτικές κριτικές, τόσο από τους μπλουζ, όσο και από τους ροκ κριτικούς. Ο Ντέιβιντ Μπάουι του προτείνει να τον συνοδεύσει στην παγκόσμια περιοδεία του «The Serious Moonlight Tour». Ο Στίβι αρχικά δέχεται, αλλά στη συνέχεια απορρίπτει την πρόταση, θέλοντας να αφιερωθεί στην προσωπική του καριέρα.

Τον Μάιο του 1984 κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ των Double Trouble με τίτλο «Couldn’t Stand The Weather», με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία από το πρώτο. Την ίδια χρονιά αναδεικνύεται «Καλλιτέχνης της χρονιάς» και «Καλύτερος Μπλουζ Μουσικός της χρονιάς», κατά τη διάρκεια της απονομής των Αμερικανικών Βραβείων της Μπλουζ Μουσικής. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1985 κυκλοφορεί το τρίτο άλμπουμ τους με τίτλο «Soul to Soul», με τη συμμετοχή ενός καινούργιου μέλους, του Ριζ Γουάινανς στα πλήκτρα. Την ίδια μέρα εμφανίζονται στο Λουντβιχσάφεν της Δυτικής Γερμανίας και μετά το τέλος της συναυλίας ο Στίβι Ρέι Βον σωριάζεται λιπόθυμος. Οι γιατροί διαπιστώνουν ότι είχε καταναλώσει ένα κοκτέιλ αλκοόλ και ναρκωτικών, που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Το πρόβλημά του έρχεται στην επιφάνεια.

Οι γιατροί του συνιστούν να ακυρώσει το υπόλοιπο της περιοδείας του στην Ευρώπη και να εισαχθεί σε κλινική για αποτοξίνωση από το αλκοόλ (οικογενειακή υπόθεση για τους Βον, από παππού ως εγγονό) και τα ναρκωτικά. Πράγματι, μπαίνει σ’ ένα κέντρο αποτοξίνωσης στην Ατλάντα και μετά από παραμονή τριών μηνών βγαίνει «καθαρός» στις 13 Οκτωβρίου 1986. Σημαντικό ρόλο στην αποθεραπεία του έπαιξε η συμβία του, η αγγλίδα μοντέλα Γιάννα Λάπιντους, την οποία είχε γνωρίσει και ερωτευτεί κεραυνοβόλα στη Νέα Ζηλανδία, μετά τον χωρισμό του από τη σύζυγό του Λενόρα. Στις 15 Νοεμβρίου θα κυκλοφορήσει το λάιβ άλμπουμ «Live Alive», στο οποίο αποτυπώνεται η κιθαριστική του τέχνη σε όλο της το μεγαλείο.

Στις 6 Ιουνίου του 1989, κυκλοφορεί το κατά πολλούς καλύτερο άλμπουμ της καριέρας του, το «In Step». Η αναγνώριση έρχεται άμεσα, με την απονομή βραβείου Γκράμι για τον καλύτερο σύγχρονο μπλουζ δίσκο. Ο Στιβ με την μπάντα του περιοδεύουν μαζί με τους Τζεφ Μπεκ και Τζο Κόκερ. Στις 30 Ιανουαρίου του 1990, ο Στίβι Ρέι Βον εμφανίζεται στη γνωστή τηλεοπτική εκπομπή του MTV «Unplugged», όπου παρουσιάζει τις ακουστικές εκδόσεις των τραγουδιών του «Pride And Joy», «Testify» και «Rude Mood» με μια δωδεκάχορδη ακουστική κιθάρα. Την άνοιξη του 1990 ηχογραφεί με τον αδελφό του Τζίμι τον δίσκο «Family Style», που θα κυκλοφορήσει μετά τον θάνατό του. Ήταν μία συνεργασία, που τα δύο αδέλφια προετοίμαζαν από χρόνια, αλλά οι επαγγελματικές τους υποχρεώσεις δεν τους επέτρεπαν να την υλοποιήσουν.

Στις 26 Αυγούστου 1990, οι Double Trouble δίνουν μία μεγαλειώδη συναυλία στο Ιστ Τρόι του Ουινσκόσιν, που θα είναι το κύκνειο άσμα του Στίβι Ρέι Βον. Επίσημοι προσκεκλημένοι τους, ο Έρικ Κλάπτον, ο Μπάντι Γκάι, ο αδελφός του Τζίμι Βον και ο Ρόμπερτ Κρέι, που ξεσηκώνουν τους 30.000 θεατές. Αμέσως μετά τη συναυλία, ο Στίβι παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για το Σικάγο, όπου βρίσκεται το ξενοδοχείο του. Οι δύο ώρες της διαδρομής με το αυτοκίνητο φαντάζουν αιώνες για τον τεξανό μπλούζμαν, που βιάζεται να συναντήσει την αγαπημένη του. Μόλις την τελευταία στιγμή βρίσκει μία θέση στο ελικόπτερο που μετέφερε το προσωπικό του Έρικ Κλάπτον.

Γύρω στη μία το πρωί της 27ης Αυγούστου και λίγα λεπτά μετά την απογείωσή του, το ελικόπτερο συντρίβεται σ’ ένα παρακείμενο λόφο, εξαιτίας της πυκνής ομίχλης. Ο Στίβι Ρέι Βον και οι τέσσερεις άλλοι επιβαίνοντες ανασύρονται νεκροί. Ήταν μόλις 36 ετών και στον κολοφώνα της δόξας του. Η κηδεία του έγινε στο Ντάλας στις 31 Αυγούστου. Τη σορό του συνόδευσαν στην τελευταία κατοικία της η μητέρα του Μάρθα, ο αδελφός του Τζίμι, η φίλη του Γιάννα, με την οποία επρόκειτο να παντρευτούν και 3000 φίλοι και θαυμαστές του. Ανάμεσά τους, ο Στίβι Γουόντερ, ο Μπάντι Γκάι, ο Ρίνγκο Σταρ, ο Ντόκτορ Τζον, ο Έρικ Κλάπτον και ο Τζάκσον Μπράουν.

Ο Στίβι Ρέι Βον υπήρξε σπουδαίος κιθαρίστας, αν και αυτοδίδακτος, αλλά άνισος ως συνθέτης. Επηρεάστηκε εξίσου από δεξιοτέχνες κιθαρίστες του μπλουζ (Άλμπερτ Κινγκ, Ότις Ρας, Μάντι Γουότερς), του ροκ (Τζίμι Χέντριξ, Λόνι Μακ) και της τζαζ (Κένι Μπαρέλ) και ανέπτυξε ένα εκλεκτικό και επιθετικό στυλ, που όμοιό του δεν συναντάμε στην ιστορία της ηλεκτρικής κιθάρας. Ο Στίβι Ρέι Βον γεφύρωσε το μπλουζ και το ροκ, όσο κανένας άλλος καλλιτέχνης από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Ο τραγικός χαμός του απλά επιβεβαίωσε τη μεγάλη του επίδραση στη μουσική της εποχής του. Ο Στίβι Ρέιν Βον έχει επηρεάσει σπουδαίους σύγχρονους κιθαρίστες, όπως οι Τζον Πετρούτσι (Dream Theater), Οριάνθι Παναγκάρις (Οριάνθη Παναγιάρη, ελληνικής καταγωγής αυστραλέζα μουσικός), Μάικ ΜακΚρίντι (Pearl Jam), Έρικ Τζόνσον (G3) και Ντόιλ Μπράμολ ΙΙ (δεύτερος κιθαρίστας του Έρικ Κλάπτον).

 

2001 – Μιχάλης Δερτούζος (Michael Leonidas Dertouzos, 5 Νοεμβρίου 1936 – 27 Αυγούστου 2001) ήταν διακεκριμένος καθηγητής στο τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών και στο τμήμα Πληροφορικής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασσαχουσέτης (MIT) αλλά και διευθυντής του Εργαστηρίου Επιστήμης Υπολογιστών (LCS) στο ίδιο ίδρυμα από το 1974 μέχρι το 2001.

Κατά την διάρκεια της θητείας του εκεί, το LCS καινοτόμησε σε ένα εύρος πεδίων, συμπεριλαμβανομένων της αποκρυπτογράφησης του RSA, των λογιστικών φύλλων, του NuBus, του X Window System και του διαδικτύου. Ο Δερτούζος ήταν πρωτοπόρος στο να ορίσει το World Wide Web Consortium και να το φέρει MIT. Ήταν υποστηρικτής του Ρίτσαρντ Στάλμαν, διευθυντή της εταιρείας GNU Project, και του FSF ενώ υποστήριξε και την συνεχή παρουσία τους στο MIT.

Προέβλεψε από πολύ νωρίς την επέκταση της χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών, και μαζί με τον επίσης ερευνητή του MIT Νίκολας Νεγρεπόντε υπήρξε από τους πρωτοπόρους σε πολλούς τομείς της τεχνολογίας, ανάμεσα στους οποίους και τον Παγκόσμιο Ιστό.

Το 1968 ήταν συνιδρυτής του Computek Inc., μιας εταιρείας γραφικών και έξυπνων τερματικών, μαζί με τους Μάρβιν Σ. Λιούις και Χιούμπερ Γκρέιχαμ.

Είχε γεννηθεί στην Αθήνα και ήταν γιος του Λεωνίδα Δερτούζου, αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού.Η καταγωγή του είναι από τη νησί της Άνδρου,όπου και η υπάρχει η προτομή του για τη συνεισφορά του στην πληροφορική. Αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών και φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Αρκάνσας με υποτροφία Φουλμπράιτ. Έλαβε το διδακτορικό του από το ΜΙΤ το 1964 και έγινε μέλος ΔΕΠ στο MIT. Επίσης, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Πληροφορικής Α.Π.Θ. στις 20 Νοεμβρίου 2000.

Πέθανε στις 27 Αυγούστου 2001 στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, σε ηλικία 64 ετών. Τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

 

2005 – Γιώργος Μουζάκης, έλληνας τρομπετίστας και συνθέτης ελαφράς μουσικής. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως τρομπετίστας το 1938 και ο πρώτος του δίσκος κυκλοφόρησε το 1946. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών (1939-1947) και συνέχισε εκπαίδευση στην Αυστρία και Γερμανία (1952-1954). Έγραφε μουσική κυρίως για το θέατρο και για χορό. Διατηρούσε δική του ορχήστρα από το 1940. Ο ίδιος έπαιζε τρομπέτα, πιάνο, φιλικόρντα και τρομπόνι.

Τη δική του σφραγίδα φέρουν περίπου 2.500 μουσικές μελωδίες, επενδύσεις και τραγούδια (ελαφρά και κλασικά), μουσική για πάνω από 200 θεατρικά έργα (ελαφρά), 20 μουσικές κωμωδίες και περίπου 60 κινηματογραφικές ταινίες, καθώς και μια συμφωνία (πρώτη), μια σουίτα (αρχαϊκή) και τη λαϊκή όπερα Ο Μηνάς ο ρέμπελος. Επίσης έγραψε μουσική για βαριετέ (1940-1948). Από τα πιο γνωστά του τραγούδια είναι «Η σκλάβα», «Θέλω κοντά σου να μείνω», «Κάποιο δειλινό», «Έλα μου κοπέλα μου», «Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει», «Αδυναμία μου», «Ένας φίλος ήρθε από τα παλιά», «Σου σφυρίζω», «Όμορφη που ήτανε η παλιοπαρέα μας», «Έχω απόψε ραντεβού», «Καλωσόρισες έρωτα», «Θέλω ρούμπα να χορεύω», «Σ’ αγαπώ σ’ όλες τις γλώσσες» αλλά και ο Ύμνος του Παναθηναϊκού.

Υπήρξε μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Μουσουργών και του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου. Είχε δώσει πολλές συναυλίες ακόμη και εκτός Ελλάδος, όπως στην Αμερική, Αυστραλία, Βουλγαρία, Καναδά, Πολωνία, Ρουμανία και αλλού.

Επονομάστηκε «βασιλιάς της επιθεώρησης». Ήταν ο δημιουργός των τηλεοπτικών εκπομπών Από τον παππού στον εγγονό και Μελωδίες και ρυθμοί. Ειδικότερα, το τραγούδι του “Μάμπο μπραζιλέρο” από την ταινία Η ωραία των Αθηνών, 1954, είναι πάντα επίκαιρο και ενθουσιάζει γέρους, νέους και παιδιά.

Είχε τιμηθεί με το Α’ Βραβείο ενορχήστρωσης ΣΟΠΟΤ (Πολωνία 1966), Α’ Βραβείο τραγουδιού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1967). Επίσης, για τρεις συνεχόμενες χρονιές, με το Ξενοπούλειο Έπαθλο (1952, 1953 και 1954) και το 1973 με το Βραβείο Ελλήνων Λογοτεχνών. Τέλος, το 2003 τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την 68χρονη προσφορά του.

Ήταν κάτοικος Αθηνών (Παπάγου) και μιλούσε Ιταλικά και Αγγλικά.

 

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia

AgrinioStories