Συνέβη 28 Νοεμβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

28 Νοεμβρίου 2023

Είναι η 332η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 32 ημέρες για τη λήξη του.
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:19 – Δύση ήλιου: 17:06
– Διάρκεια ημέρας: 9 ώρες 48 λεπτά.
🌒 Σελήνη 5 ημερών.
Χρόνια πολλά στον Ειρήναρχο.

 

Γεγονότα

 

1925 – Οι παιδαγωγοί Δημήτριος Γληνός και Αλέξανδρος Δελμούζος παύονται από τη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, καθώς η διδασκαλία τους κρίνεται εθνικά επιβλαβής (Μαρασλειακά). Πριν 80 χρόνια η ελληνική εκπαιδευτική κοινότητα συγκλονίστηκε από μία ακόμη σύγκρουση που είχε αφορμή το γλωσσικό-παιδαγωγικό ζήτημα. Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις και οι διαμάχες που ξεκίνησαν στις αρχές του εικοστού αιώνα κορυφώθηκαν με τα «Μαρασλειακά», την υπόθεση που διαδραματίστηκε με πρωταγωνίστρια καθηγήτρια του Μαράσλειου Διδασκαλείου και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Δύο φωτισμένοι δάσκαλοι, ο Αλέξανδρος Δελμούζος και ο Δημήτρης Γληνός έχασαν τη θέση τους επειδή υποστήριξαν το αυτονόητο!
Οι τρεις κεντρικές φυσιογνωμίες του Εκπαιδευτικού Ομίλου (που ιδρύθηκε το 1910), ο Δ. Γληνός, ο Μ. Τριανταφυλλίδης και ο Αλ. Δελμούζος, συνεργάστηκαν με τον Βενιζέλο μέσα στη δεκαετία του 1910 για την εφαρμογή της φιλελεύθερης αστικής μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση. Οι πρώτες απόπειρες ήταν αποτυχημένες. Το πείραμα του Αλ. Δελμούζου στο Σχολείο του Βόλου (1908-1911) κατέληξε στη Δίκη του Ναυπλίου (1914), όπου οι κατηγορίες για αθεΐα, έλλειψη πατριωτισμού και ανηθικότητα ενορχήστρωναν την αντίδραση των παραδοσιακών δυνάμεων.
Οι πρώτες συγκρούσεις ξεκίνησαν το 1911όταν το Σύνταγμα που ψηφίστηκε από την Αναθεωρητική Βουλή περιέλαβε το περίφημο άρθρο 107 για τη γλώσσα: «Επίσημος γλώσσα του Κράτους είναι εκείνη, εις την οποίαν συντάσσονται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα, πάσα προς παραφθοράν ταύτης επέμβασις απαγορεύεται». Η συνταγματική καθιέρωση της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους, που εκτιμήθηκε ως πράξη «συμβιβασμού» του Βενιζέλου για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας σημάδεψε τον περασμένο αιώνα. Η αντιπαράθεση αυτή ξεπερνούσε κατά πολύ τη γλωσσική επιλογή και συνδεόταν με γενικότερες ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις.
O Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Δημήτρης Γληνός και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, σύνδεσαν το όνομά τους με τη γλωσσική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Οι γενικότερες όμως εξελίξεις στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου λειτούργησαν καταλυτικά στο πεδίο αυτό. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης αποχώρησε σιωπηρά το 1921. Τα “Μαρασλειακά”, η δυσάρεστη δηλαδή έκβαση και η τελική ακύρωση των προσπαθειών για την εποικοδομητική λειτουργία του Μαράσλειου Διδασκαλείου (1923) και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας (1924), με διευθυντή τον Αλέξανδρο Δελμούζο και το Δημήτρη Γληνό αντίστοιχα, ενέτεινε το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί από τις αποτυχημένες απόπειρες στην εκπαίδευση.
Όλα ξεκίνησαν όταν η Ρόζα Ιμβριώτη ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Βερολίνο και στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του 1920, επέστρεψε στην Ελλάδα προς αναζήτηση εργασίας. Ο Αλέξανδρος Δελμούζος της πρόσφερε τη δυνατότητα να διδάξει Ιστορία στο Μαράσλειο. Η διδασκαλία της νεαρής τότε ιστορικού προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και αποτέλεσε τη βασική αιτία της έκρηξης μιας ακόμη μεσοπολεμικής εκπαιδευτικής κρίσης που έγινε γνωστή με το όνομα του σχολείου στο οποίο δίδασκε η Ιμβριώτη: τα «Μαρασλειακά».
Σύμφωνα με τους ανεγκέφαλους της εποχής, σαν τον Σπυρίδωνα Καλλιάφα, η Ιμβριώτη δίδασκε την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με έναν «περίεργο» τρόπο. Αντί να υπογραμμίζει την εποποιία του έθνους και να αναδεικνύει την αρραγή ενότητα της εθνικής κοινότητας, η Ιμβριώτη συζητούσε την Επανάσταση του 1821 στο πλαίσιο της ανάπτυξης των εθνικών ιδεολογιών κατά τον 19ο αιώνα ενώ παράλληλα εστίαζε στην κοινωνική δυναμική της επαναστατικής διαδικασίας και εντόπιζε τις απαρχές της συγκρότησης της εθνικής ιδεολογίας στην άνοδο ελληνόφωνων αστικών στρωμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Και μπορεί αυτά τα ζητήματα σήμερα να έχουν αποφορτιστεί από τη συγκινησιακή τους ένταση αλλά τότε τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
Τα «Μαρασλειακά» συγκλόνισαν την εκπαιδευτική και κοινωνική ζωή, εισαγγελείς και αρεοπαγίτες παρενέβησαν στην υπόθεση της διδασκαλίας της Ιστορίας στο εν λόγω σχολείο, οι φημολογίες περί «αντεθνικής διδασκαλίας» συνδέθηκαν με τον «κομμουνιστικό δάκτυλο». Επιπλέον, η Ρόζα Ιμβριώτη θεωρήθηκε ακατάλληλη για την ενίσχυση της «πατρίδος, διά της ορθής διδασκαλίας της Ιστορίας και του δι’ αυτής φρονηματισμού των νέων». Η ακαταλληλότητά της δεν αποδόθηκε στην επιστημονική προσέγγιση ή στην πολιτική ιδεολογία της. Η καθηγήτρια ήταν απλώς γυναίκα.
Το σχετικό σημείο της έκθεσης για τα γεγονότα στο Μαράσλειο είναι χαρακτηριστικό: «Εάν καθηγήτριαι είναι ικαναί να διδάσκουν Ιστορίαν και δη εις Διδασκαλεία, δεν έχομεν ανάγκην άλλων μακρών αποδείξεων. Μας αρκεί το γεγονός ότι εν Ιταλία απηγορεύθη κατά το τέλος του 1926 να διδάσκουν γυναίκες εις πάντα τα δημόσια σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως Φιλοσοφίαν, Ιστορίαν και Λογοτεχνίαν… Μόνον το ανδρικόν πνεύμα είναι ικανόν να δονήση και να συγκινήση την ψυχήν των μαθητών και να κάμη αυτούς να αισθανθούν και να κατανοήσουν τους μεγάλους του κόσμου σοφούς, τα σπουδαία σύγχρονα θρησκευτικά, πολιτικά, κοινωνικά γεγονότα ή ρεύματα, ώστε ν’ αποβώσιν οι αγαθοί κυβερνήται της αύριον, οι οποίοι θα δημιουργήσουν τα εθνικά μεγαλουργήματα. Ο κ. Δελμούζος αντιθέτως εκάλεσε γυναίκα διά να διδάξη την Ιστορίαν εις το Μαράσλειον».

 

1943 – Συγκαλείται η Διάσκεψη της Τεχεράνης, μεταξύ Στάλιν, Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ. Αποφασίζεται η επίθεση στη Νορμανδία για το Μάιο του 1944. Η διάσκεψη της Τεχεράνης ήταν διάσκεψη κορυφής, μεταξύ των ηγετών των Συμμάχων, υπό το κωδικό όνομα EUREKA (= Εύρηκα). Διεξήχθη στην Τεχεράνη του Ιράν, από τις 28 Νοεμβρίου έως την 1η Δεκεμβρίου 1943. Σε επίπεδο ηγετών, συμμετείχαν ο Αμερικανός Πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Ιωσήφ Στάλιν. Ακολούθησε, χρονικά, τη διάσκεψη του Καΐρου, η οποία έληξε στις 27 Νοεμβρίου 1943, και διεξήχθη χωρίς την παρουσία του Στάλιν, αλλά με αυτή του Τσανγκ Κάι Σεκ. Ουσιαστικά, ήταν η πρώτη διάσκεψη στην οποία μετείχαν και οι τρεις ηγέτες. Οι αποφάσεις που λήφθηκαν στη διάσκεψη της Τεχεράνης ήταν προοίμιο των αποφάσεων που απλά επικυρώθηκαν στη Διάσκεψη της Γιάλτας, το 1945, και υπό αυτή την άποψη θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές διασκέψεις του Πολέμου.

 

1953 – Τελειώνει, έπειτα από μακρά διαδικασία, η Δίκη των Αεροπόρων. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονται στελέχη της πολεμικής αεροπορίας, που κατηγορούνται για φιλοκομμουνιστικές δραστηριότητες. Δύο καταδικάζονται σε ισόβια, 6 σε ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης και ένας αθωώνεται. Στόχος της σκευωρίας αυτής ήταν να παρουσιαστεί η ηγεσία του Όπλου ως έχουσα κομμουνιστικές πεποιθήσεις, με συνέπεια αφενός την απομάκρυνση και δίωξη εξεχόντων στελεχών του και αφετέρου τη δημιουργία πολιτικής αστάθειας στην τότε κυβέρνηση του στρατηγού Πλαστήρα. Δημιουργός της σκευωρίας εκείνης ήταν ο μετέπειτα υποπτέραρχος Αντώνιος Σκαρμαλιωράκης και η ομάδα του, που την εποχή εκείνη υπηρετούσε στο Α2 του ΓΕΑ. Ο Α. Σκαρμαλιωράκης εμφανίσθηκε αργότερα στο προσκήνιο, στις 21 Απριλίου 1967, στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών, ως στέλεχος της.
Η Σύλληψη των Αεροπόρων δόθηκε στη δημοσιότητα από το ΓΕΑ στις 27 Φεβρουαρίου του 1952, δηλαδή περί τα μέσα της δεύτερης δίκης του Ν. Μπελογιάννη και των συντρόφων του, δίνοντας έτσι περισσότερη φόρτιση κομμουνιστικού κινδύνου στη δίκη εκείνη. Η Δίκη των Αεροπόρων ξεκίνησε μόλις πέντε μήνες μετά την εκτέλεση των Ν. Μπελογιάννη, Δ. Μπάτση, Η. Αργυριάδη και Ν. Καλούμενου. Κατά δε τη διάρκεια αυτής και λίγες ημέρες πριν την έκδοση της απόφασης σημειώθηκαν δύο περιστατικά, ένα στο αεροδρόμιο του Τατοΐου και ένα στο αεροδρόμιο της Λάρισας, όταν και τα δύο αεροδρόμια τέθηκαν σε συναγερμό από κακή εκτίμηση νυκτερινών σκοπών.
Την επομένη των δύο περιστατικών οι εφημερίδες κυκλοφορούσαν με άρθρα για “απόπειρα κομμουνιστών να εισβάλουν στα αεροδρόμια”. Προφανής στόχος τους, θεωρήθηκε τότε, η εκμαίευση όσο το δυνατόν βαρύτερης καταδικαστικής απόφασης. Ουδέποτε έγινε ανάκριση επί των δημοσιευμάτων εκείνων.
Τέλος δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι την ίδια εκείνη εποχή όλος σχεδόν ο διεθνής φιλοδυτικός τύπος είχε κυριολεκτικά σαρωθεί από τον Μακαρθισμό, που λάμβανε τεράστιες διαστάσεις με συνεχή επ΄ αυτού αρθρογραφία. Δυστυχώς μέσα σε τέτοιο κλίμα και ο ελληνικός τύπος δεν υπήρξε αμέτοχος συνεγείροντας την κομμουνιστοφοβία, πολλές φορές με πηχυαίους τίτλους[1]. Το γεγονός ότι οργανωτής της σκευωρίας ήταν ο ίδιος ο αρχηγός του ΓΕΑ Εμμανουήλ Κελαϊδής, στέλεχος του ΙΔΕΑ αλλά και πολιτικός φίλος του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Σοφοκλή Βενιζέλου, αποκάλυπτε τις τεράστιες κυβερνητικές ευθύνες για την κατάσταση που επικρατούσε στο στράτευμα και τις κραυγαλέες αντιφάσεις που διαπερνούν την κυβέρνηση του Κέντρου.

 

 

1994 – Η Νορβηγία ψηφίζει «όχι» στην είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 1994, η Νορβηγία αρνείται για δεύτερη φορά την ένταξή της στην ΕΕ. Σε δημοψήφισμα οι Νορβηγοί απέρριψαν την ένταξή τους στην ΕΕ με ποσοστό 52,1%, ανατρέποντας τις σχετικές αποφάσεις κυβέρνησης και κοινοβουλίου. Η συνεχής άρνηση της Νορβηγίας να ενταχθεί στην ΕΕ εξακολουθεί να διατηρεί το δικό του ξεχωριστό πολιτικό ενδιαφέρον. Πρόκειται για πολιτικό γεγονός, το οποίο προσφέρεται για αξιολογικές συγκρίσεις ανάμεσα σε ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που σημειώνουν οι δείκτες της οικονομίας της χώρας αυτής, και μάλιστα βρισκόμενη εκτός ΕΕ, μπορεί να προβληματίσουν τις άλλες σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες επέλεξαν την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Γενικότερα, η στάση των Νορβηγών και η εμμονή τους σε μια συνεχή άρνηση προς την ΕΕ, μπορεί να λειτουργήσει ως μια πειστική εναλλακτική πρόταση και ως παράδειγμα προς μίμηση ιδιαίτερα για τους λαούς του πλούσιου βιομηχανικού βορρά. Η στάση της απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση, άρχισε να θορυβεί πολύ τους ισχυρούς κύκλους της Ενωσης, από την περίοδο διενέργειας των τεσσάρων δημοψηφισμάτων για την ένταξη των νέων μελών (Αυστρία, Σουηδία, Φινλανδία και Νορβηγία). Για την ιεράρχηση στην προτεραιότητα διεξαγωγής των δημοψηφισμάτων καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι διαθέσεις των εκλογικών σωμάτων για θετικό αποτέλεσμα, ώστε να αποφευχθούν αλυσιδωτά «όχι» των λαών στις νέες εντάξεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, προφανώς για ευνόητους λόγους, το αρνητικό δημοψήφισμα των Νορβηγών να διενεργηθεί τελευταίο.

 

1999 – Ο παραγουανός Χοσέ Λουίς Τσιλαβέρτ γίνεται ο μοναδικός τερματοφύλακας στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου που σημειώνει χατ-τρικ. Στον αγώνα Βελέζ Σάρσφιλντ – Φεροκαρίλ Έστε για το πρωτάθλημα Α’ Εθνικής κατηγορίας Αργεντινής σημειώνει τρία γκολ με πέναλτι.
Ο José Luis Chilavert, 27 Ιουλίου 1965, γνωστός στη Λατινική Αμερική κυρίως με τις προφορές Σσιλαβέρ και Τσιλαβέρ, είναι Παραγουανός πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής, ο οποίος αγωνιζόταν ως τερματοφύλακας. Έχει αγωνιστεί με τις Σπορτίβο Λουκένιο, Γκουαρανί, Σαν Λορένσο ντε Αλμάγρο, Ρεάλ Σαραγόσα, Βέλες Σάρσφιλντ, ΡΣ Στρασβούργο, Πενιαρόλ και την εθνική ομάδα της Παραγουάης.
Ο Τσιλαβέρτ έχει κερδίσει 12 συλλογικούς τίτλους, όπως το Κόπα Λιμπερταδόρες το 1994 και το Διηπειρωτικό Κύπελλο το 1994, ενώ αγωνιζόταν με την Βέλες Σάρσφιλντ και έχει κερδίσει τρεις φορές τον τίτλο του καλύτερου τερματοφύλακα IFFHS. Ήταν γρήγορος και ευκίνητος, γνωστός για την ηγετικότητά του, την έντονη προσωπικότητά του και τις ικανότητές του ως τερματοφύλακας. Ο Τσιλαβέρτ ήταν γνωστός και για τις εκτός περιοχής ικανότητές του, όπως στην εκτέλεση ελεύθερων χτυπημάτων, και εκτελούσε συχνά πέναλτι. Ο Τσιλαβέρτ ήταν γνωστός για την εκκεντρικότητα και το ταμπεραμέντο του και κατ’επέκταση αμφιλεγόμενος και εμπλέχθηκε σε διάφορα επεισόδια, με πιο διάσημο την κόντρα του με τον Κολομβιανό επιθετικό Φαουστίνο Ασπρίγια. Είχε το παρατσούκλι «Μπουλντόγκ» και είχε στη φανέλα του ένα σχέδιο μπουλντόγκ.
Ο Τσιλαβέρτ έχει σκοράρει 67 γκολ στην καριέρα του, τα περισσότερα από αυτά κρίσιμα, και τα 8 από αυτά σε επίπεδο εθνικών. Τέσσερα από τα γκολ του με την εθνική ομάδα τα σκόραρε στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002. Έχει σκοράρει το δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό γκολ για τερματοφύλακα, πίσω μόνο από τον Βραζιλιάνο πορτιέρο Ροζέριο Σένι και επίσης είναι ένας από τους δύο τερματοφύλακες που έχουν σκοράρει χατ-τρικ.
Ο Τσιλαβέρτ πραγματοποίησε 74 συμμετοχές με το εθνόσημο από το 1989 μέχρι το 2003, σκοράροντας 8 τέρματα. Συμμετείχε σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα (1998 και 2002) και τρία Κόπα Αμέρικα (1991, 1993 και 1997). Ο Τσιλαβέρτ ήταν μέλος της ομάδας του τουρνουά του Μουντιάλ 1998.

 

2002 – Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιδικάζει το ποσό των 13,7 εκατομμυρίων ευρώ (4,6 δισ. δρχ.) ως αποζημίωση του Ελληνικού Δημοσίου στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο για την απαλλοτρίωση της λεγόμενης βασιλικής περιουσίας. Μετά από μια δικαστική διαμάχη 8 ετών ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος δικαιώθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και έλαβε 13,7 εκατομμύρια ευρώ.
Ήταν 28 Νοεμβρίου του 2002 και ύστερα από μια μακρά δικαστική διαδικασία που κράτησε 8 χρόνια, με απόφαση του, το Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιδίκασε το ποσό των 13,7 εκατομμυρίων ευρώ, ως αποζημίωση στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ. Τα χρήματα αυτά έπρεπε να πληρώσει το ελληνικό Δημόσιο όπως και έγινε. Η δικαστική διαδικασία είχε ξεκινήσει το 1994 μετά τη συμφωνάι του 1992 με την τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η συμφωνία του 1992 προέβλεπε εκχώρηση της περιουσίας του τέως βασιλιά σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την εξαγωγή μεγάλου αριθμού της κινητής περιουσίας στο εξωτερικό.
Το 1994 ήρθε η ανάκληση αυτής της απόφασης από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Επιπροσθέτως, αφαίρεσε από τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο την περιουσία του στην Ελλάδα, αλλά και την ελληνική ιθαγένεια με το νόμο νόμος 2215/1994. Η βασιλική οικογένεια προσέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια και στο ΣτΕ. Δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο, αλλά το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή της. Το 1997, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, συμφώνησε τελικά με το ΣτΕ. Από το 1994, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, μαζί με ακόμα οκτώ μέλη της βασιλικής οικογένειας, κατέθεσε προσφυγή εις βάρος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο ισχυριζόμενος ότι ο νόμος 2215/1994 παραβίαζε διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Η βασιλική οικογένεια υποστήριζε πως με την δήμευση της περιουσίας της χωρίς αποζημίωση, παραβιάστηκαν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα, ενώ κατήγγειλαν πως είχαν υποστεί εξευτελιστική μεταχείριση με την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας και την επιβολή του επωνύμου «Γλύξμπουργκ». Το 1998, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ως παραδεκτό τον λόγο της προσφυγής για τα περιουσιακά στοιχεία αλλά όχι τα υπόλοιπα. Το 2000, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Ελλάδα, ενώ στις 28 Νοεμβρίου του 2002, επιδίκασε 13,7 εκατ. ευρώ ως αποζημίωση στον τέως βασιλιά. Στην προσφυγή του ο Κωνσταντίνος ζητούσε 161 εκατ. ευρώ. Το ελληνικό κράτος έδωσε τελικά 12 εκατ., τα οποία κατέβαλε από τον προϋπολογισμό «φυσικών καταστροφών», κάνοντας πολιτικό υπαινιγμό. 3992182
Όταν ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος έλαβε τα χρήματα της αποζημίωσης έφτιαξε το Ίδρυμα «Άννα Μαρία» ως φορέα διάθεσης της αποζημίωσής του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.

 

Γεννήσεις

 

1118 – Μανουήλ Α’ Κομνηνός ή Μανουήλ ο Μέγας (28 Νοεμβρίου 1118 – 24 Σεπτεμβρίου 1180) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας του 12ου αιώνα (1143 – 1180), βασίλευσε σε μία κρίσιμη καμπή στην ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και της Μεσογείου. Ο Μανουήλ Α΄ ήταν τέταρτος και μικρότερος γιος του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού και της Ειρήνης της Ουγγαρίας. Στην εποχή του η Δυναστεία των Κομνηνών βρέθηκε στην τελευταία μεγάλη περίοδο ακμής, η Βυζαντινή αυτοκρατορία έγινε πανίσχυρη οικονομική και στρατιωτική δύναμη με μεγάλη πολιτιστική αναγέννηση. Ο Μανουήλ Α΄είχε μεγαλεπήβολα σχέδια να αποκαταστήσει τη Βυζαντινή αυτοκρατορία στα παλιά της σύνορα και να την κάνει υπερδύναμη στη Μεσόγειο. Συμμάχησε με τον πάπα και επιτέθηκε στο Νορμανδικό Βασίλειο της Σικελίας, στη Β΄ Σταυροφορία δημιούργησε ένα Βυζαντινό προτεκτοράτο πάνω από τα Σταυροφορικά κράτη της Ουτρεμέρ. Ο Μουσουλμανικός κίνδυνος στους Αγίους Τόπους τον ανάγκασε να συμμαχήσει με το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ και να προχωρήσει σε εκστρατεία στο Χαλιφάτο των Φατιμιδών. Ο Μανουήλ Α΄ ανασύνταξε τους πολιτικούς χάρτες στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, το Βασίλειο της Ουγγαρίας και η Ουτρεμέρ μπήκαν σε Βυζαντινή κυριαρχία και προχώρησε σε εκστρατείες απέναντι στα γειτονικά κράτη. Η πετυχημένη βασιλεία του αμαυρώθηκε στο τέλος με την ήττα του στη Μάχη του Μυριοκέφαλου, τη χρεώθηκε ο ίδιος χάρη στην αλαζονεία του να επιτεθεί σε ισχυρές θέσεις των Σελτζούκων. Ο Βυζαντινός στρατός ανέκαμψε και πέτυχε να κλείσει ειρήνη με ευνοϊκούς όρους με τον Σουλτάνο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄, η ήττα στο Μυριοκέφαλο αποδείχτηκε ωστόσο καθοριστική στις προσπάθειες του να κυριαρχήσει στην Ανατολή.
Ο Μανουήλ Α΄, που ονομάστηκε «Μέγας» από τους Έλληνες οπαδούς του που τον υπηρετούσαν και τον εμπιστεύονταν τυφλά, ήταν κεντρικός ήρωας στο έργο που έγραψε ο γραμματέας του Ιωάννης Κίνναμος και του απέδιδε όλες τις αρετές. Είχε έντονες επιδράσεις στις σχέσεις του με τους Σταυροφόρους, η φήμη του στους δυτικούς ήταν τεράστια, τον αποκαλούσαν «ο πιο ευλογημένος αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη». Οι σύγχρονοι ιστορικοί ωστόσο έχουν πιο μέτρια γνώμη για τον ίδιο, χρεώνουν τη φήμη του περισσότερο στη δυναστεία του δηλαδή τον πατέρα του και τον παππού του παρά στον Μανουήλ. Οι ίδιοι ιστορικοί τονίζουν ότι δεν μπορεί να θεωρείται τόσο πετυχημένος αφού η αυτοκρατορία και η δυναστεία του κατέρρευσαν μετά τον θάνατο του.

 

1820 – Φρίντριχ Ένγκελς (γερμανικά: Friedrich Engels, Μπάρμεν, Βασίλειο της Πρωσίας, 28 Νοεμβρίου 1820 – Λονδίνο, Βρετανική Αυτοκρατορία, 5 Αυγούστου 1895) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, δημοσιογράφος, κοινωνικός επιστήμονας και επιχειρηματίας που επεξεργάστηκε μαζί με τον Καρλ Μαρξ την θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού και του διαλεκτικού υλισμού. Συνέγραψε επίσης, μαζί με τον Μαρξ, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και Το Κεφάλαιο. Αποτελεί σημαντική φυσιογνωμία του διεθνούς κομμουνισμού. Είναι γνωστός και με το προσωνύμιο Στρατηγός λόγω του ενδιαφέροντός του για τα στρατιωτικά θέματα. Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1820 στο Μπάρμεν της τότε πρωσικής Ρηνανίας, στη σημερινή Γερμανία. Έναν αιώνα αργότερα (το 1929), η γενέτειρά του ήταν μια από τις τέσσερις γειτονικές πόλεις που ενώθηκαν δημιουργώντας το σημερινό Βούπερταλ.
Γόνος θρησκευόμενης προτεσταντικής επιχειρηματικής οικογενείας μετριοπαθών φιλελεύθερων απόψεων[14], ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του βιομηχάνου υφαντουργίας Φρίντριχ Ένγκελς (1796–1860) και της Ελίζαμπετ Φραντσίσκα Μαουριτία φαν Χάαρ (1797–1873).
Οι πρώτες ιστορικές πληροφορίες για την οικογένειά του ανάγονται στη Ρηνανία των τελών του 16ου αιώνα. Στο δεύτερο μισό του 18ου, ο Κάσπαρ Ένγκελς εγκαταστάθηκε στο Μπάρμεν, όπου ασχολούμενος με τη βιομηχανία κατάφερε να αποκτήσει σημαντική περιουσία την οποία μεταβίβασε στα παιδιά του. Με το πέρασμα των ετών, οι απόγονοί του διοίκησαν τις επιχειρήσεις τους διακρινόμενοι για την καλή συμπεριφορά έναντι των εργατών τους και την αποφυγή τακτικών όπως π.χ. η παιδική εργασία. Γεννημένος σε αυτό το περιβάλλον, ο Ένγκελς εξοικειώθηκε από την παιδική του ηλικία στη συναναστροφή με την εργατική τάξη, εμπειρία που του χρησίμευσε αργότερα όταν βρέθηκε στις κομμουνιστικές λέσχες του Παρισιού ή στις υποβαθμισμένες γειτονιές του Μάντσεστερ.
Από την πλευρά της μητέρας του, καταγόταν από οικογένεια ολλανδικής καταγωγής που είχε αναδείξει αρκετούς λόγιους και εκπαιδευτικούς, ενώ ο παππούς του, Γκέρχαρντ φαν Χάαρ, ήταν προτεστάντης πάστορας.
Η επιρροή της μητέρας του σε πατέρα και γιο ήταν τόσο ισχυρή, ώστε ακόμη και όταν αργότερα ο Ένγκελς αγωνιζόταν φανερά υπέρ των επαναστατικών του ιδεών που έθεταν σε κίνδυνο τις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας, ουδέποτε διαταράχτηκαν οι σχέσεις τους και ο ίδιος μπορούσε πάντα να υπολογίζει στην οικονομική ενίσχυση της οικογένειάς του.

 

1948 – Μαρία Φαραντούρη. Γεννιέται στις 28 Νοεμβρίου του 1947 στην Αθήνα. Μια σκληρή εποχή για την Ελλάδα, που πριν προλάβει να ορθοποδήσει από τον Β’ Παγκόσμιο και τη Γερμανική Κατοχή, εισέρχεται σ’ έναν εξίσου αιματηρό Εμφύλιο Πόλεμο.
Η παιδική ηλικία της Μαρίας Φαραντούρη δεν είναι εύκολη και ανέμελη. Η πολιομυελίτιδα -η επιδημία της εποχής, που πλήττει, κυρίως, τα παιδιά- δεν την αφήνει αλώβητη και την ταλαιπωρεί έως το τέλος των παιδικών της χρόνων. Η απομάκρυνση από τους γονείς και η καραντίνα -έστω και μαζί με άλλα παιδιά- στο σανατόριο για έξι μήνες είναι μια επώδυνη εμπειρία για την μόλις δύο ετών Μαρία – εμπειρία που δοκιμάζει και πάλι μερικά χρόνια αργότερα. Οι γονείς της νησιώτες -ο πατέρας, Στεφανογεράσιμος Φαραντούρης, από την Κεφαλονιά και η μητέρα, Ελένη Βιαροπούλου, από τα Κύθηρα- είναι εγκατεστημένοι στη Νέα Ιωνία. Από εκεί και οι πρώτες μνήμες, εικόνες και ήχοι.
Η εφηβεία, όμως, φέρει τις πρώτες δημιουργικές εμπειρίες: η συμμετοχή της στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής της δίνει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει ότι το τραγούδι είναι γι’ αυτήν δρόμος και τρόπος ζωής. Ο ΣΦΕΜ έχει ως αντικείμενο την προώθηση της προοδευτικής μουσικής -βασισμένης στην ελληνική κουλτούρα και παράδοση- και αποτελεί φυτώριο νέων καλλιτεχνών. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Χρήστος Λεοντής, οι Ζάκης και Παναγιώτης Κουνάδης είναι μερικοί μόνο από τα μέλη του Συλλόγου, που θέλουν να δώσουν μια νέα πνοή στο ελληνικό τραγούδι. Σ’ αυτό το περιβάλλον η Μαρία Φαραντούρη κάνει τα πρώτα της μουσικά βήματα και χάρη στην πλούσια κοντράλτο φωνή της, από μέλος της χορωδίας, γίνεται πολύ σύντομα σολίστ.
Σε μια εκδήλωση του ΣΦΕΜ, το 1963, την ακούει ο Μίκης Θεοδωράκης να τραγουδά ένα δικό του τραγούδι, τον Καημό. Είναι τόσο βαθιά η εντύπωση που του προκαλεί η νεαρή τραγουδίστρια, ώστε στο τέλος της συναυλίας τη συναντά στα παρασκήνια και της λέει: “Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;” “Το ξέρω”, είναι η άμεση απάντηση της δεκαεξάχρονης Μαρίας. Το επόμενο καλοκαίρι περιοδεύει με το γκρουπ του Θεοδωράκη και -δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη Σούλα Μπιρμπίλη- γνωρίζει για πρώτη φορά τον μαγικό κόσμο των συναυλιών. Σύντομα η φωνή της είναι παρούσα και στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Στις πορείες ειρήνης ακούγεται ένα νέο έργο του Θεοδωράκη, το Ένας Όμηρος, απ’ όπου και το Γελαστό Παιδί, ένα τραγούδι που η Μαρία με τη μαχητική της νιότη κάνει γνωστό στο πανελλήνιο και στη συνέχεια σε όλον τον κόσμο.
Τότε, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής ανεβάζουν και πάλι στην Επίδαυρο τις Φοίνισσες, για τις οποίες ο Θεοδωράκης έχει γράψει τη μουσική. Οι πρόβες τους, τις οποίες ανελλιπώς παρακολουθεί η νεαρή μαθήτρια, αποτελούν για εκείνη σχολείο φωνητικής εξάσκησης και μουσικής έκφρασης. Την ίδια εποχή, την ανακαλύπτει ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος μόλις έχει γράψει τα τραγούδια για τη θεατρική διασκευή του Καπετάν Μιχάλη του Νίκου Καζαντζάκη, που παρουσιάζεται από τον θίασο του Μάνου Κατράκη. Έχοντάς τα ήδη ηχογραφήσει με τον Γιώργο Ρωμανό, αποφασίζει να μετατρέψει ένα οργανικό κομμάτι σε τραγούδι, ειδικά για να τραγουδηθεί από τη Μαρία Φαραντούρη. Έτσι, το Κι ήρθες εσύ με το Βοριά γίνεται το πρώτο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι που ηχογραφεί η νεαρή Φαραντούρη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο συνθέτης αποφασίζει να ηχογραφήσει ολόκληρο το έργο μαζί της. Το ενορχηστρώνει για τη φωνή της, ηχογραφεί την ορχήστρα, αλλά, πριν προλάβει να μπει στο στούντιο για να προσθέσουν στην ηχογράφηση τη φωνή της, η ήδη εύθραυστη υγεία του συνθέτη επιδεινώνεται και σύντομα φεύγει από τη ζωή. Λίγο μετά τον θάνατό του, η ερμηνεύτρια μπαίνει στο στούντιο με τον στενό του συνεργάτη Νίκο Κυπουργό, ολοκληρώνουν την ηχογράφηση, αλλά αυτή παραμένει ανέκδοτη…
Παράλληλα, ανανεώνεται η συνεργασία της με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος συνθέτει την Εποχή της Μελισσάνθης, ένα έργο βιωματικό για τον ίδιο, που αναφέρεται στους χαλεπούς καιρούς της νιότης του και στα ανοιχτά τραύματα που του έχει αφήσει η γερμανική κατοχή. Είναι το μοναδικό πολιτικό του έργο και το εμπιστεύεται στη Μαρία, εξού και δίνει τον υπότιτλο Μια μουσική ιστορία με την Μαρία Φαραντούρη. Χάρη στην παρέμβαση του Μάνου Χατζιδάκι, το 1972, γίνεται δυνατό να επιστρέψει η Μαρία στην Ελλάδα για τον ύστατο χαιρετισμό στον πατέρα της, ο οποίος φεύγει από τη ζωή στα χρόνια της δικτατορίας. Της παραχωρείται μια 48ωρη άδεια, λες και δυο μέρες αρκούν για έναν θρήνο! Υπό αυτές τις συνθήκες, ωστόσο, αρκούν και χωρούν και μία επίσκεψή της αστραπή στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, εκεί όπου ο παλμός των αρχαίων προγόνων χτυπά πάντα ελεύθερος – μια ανάσα ελεύθερης Ελλάδας και επιστροφή στην αυτοεξορία.
Δύο χρόνια ενωρίτερα -και κατόπιν διεθνούς κινητοποίησης προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των τεχνών- ο Θεοδωράκης με κλονισμένη υγεία (μετά από φυλακίσεις, εξορίες και κατ’ οίκον περιορισμούς) έχει αφεθεί ελεύθερος. Με τη μεσολάβηση του Γάλλου Jean-Jacques Servan-Schreiber έχει μεταβεί στο Παρίσι, απ’ όπου αρχίζει την αέναη περιήγησή του στον κόσμο: Ευρώπη, Αυστραλία, Βόρεια και Λατινική Αμερική, Μέση Ανατολή. Η Μαρία -πάντα μαζί του- πρωτοστατεί στις συναυλίες που γίνονται πυλώνας δύναμης για τους αυτοεξόριστους Έλληνες και βήμα για τους απανταχού καταπιεσμένους με τη συμπαράσταση διασήμων ξένων καλλιτεχνών, διανοουμένων και άλλων προσωπικοτήτων. Ειδικά οι Ευρωπαίοι στέκονται στο πλευρό των ανέστιων -τότε- Ελλήνων, αγκαλιάζοντας τον αγώνα τους για ελευθερία. Μυθικές οι συναυλίες στις αίθουσες Olympia, Salle Pleyel, Bobino, Mutualité, Lincoln Center, Albert Hall, Tschaikovsky: μερικές μόνο από εκείνες που γίνονται μάρτυρες αυτής της πάλης. Συγχρόνως, το ξένο κοινό έρχεται σε επαφή με τη σύγχρονη ελληνική μουσική και ενθουσιάζεται από τη δημιουργία του Θεοδωράκη. Και μέχρι σήμερα, οι αίθουσες στο εξωτερικό και ειδικά στην Ευρώπη είναι κατάμεστες περισσότερο από τοπικό πληθυσμό παρά από Έλληνες του εξωτερικού, όταν δίνει συναυλίες η Μαρία Φαραντούρη ή παρουσιάζονται τα κλασικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη.
Παράλληλα με τις συναυλίες της, η Μαρία ηχογραφεί δίσκους που φθάνουν κρυφά στην Ελλάδα -μέσα σε διαφορετικά εξώφυλλα- για να δώσουν θάρρος και ευψυχία στους αγωνιστές. Έτσι, εν κρυπτώ και παραβύστω, μεταφέρονται εκτός Ελλάδος και οι ταινίες με το ηχητικό υλικό της Μεγάλης Αγρύπνιας, του πρωτόλειου έργου της νεοεμφανιζόμενης -τότε- Ελένης Καραΐνδρου, σε ποίηση Κώστα Γεωργουσόπουλου. Η Μαρία προσθέτει τη φωνή της σε ένα λονδρέζικο στούντιο, τοποθετώντας τη σφραγίδα της στον μοναδικό κύκλο τραγουδιών της Καραΐνδρου, καταξιωμένης -σήμερα- συνθέτριας κινηματογραφικής μουσικής. Έτσι αρχίζει και η φιλία τους. Λίγο αργότερα, σε μια περιοδεία της στην Αμερική, γνωρίζει στη Νέα Υόρκη τη Φλέρυ Νταντωνάκη, με την οποία συνδέεται με βαθιά φιλία, έως το βασανισμένο τέλος της Φλέρυς, το καλοκαίρι του 1998.
Το 1985 είναι για τη Μαρία η αρχή ενός νέου κεφαλαίου στη ζωή της. Η γέννηση του γιου της Στέφανου, ανήμερα της εθνικής εορτής της 28ης Οκτωβρίου, εγκαινιάζει μια περίοδο σχετικής απόσυρσης από τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Με πνευματώδη διάθεση ο Μάνος Χατζιδάκις σχολιάζει το ευτυχές γεγονός της γέννησης του Στέφανου στο περιοδικό Τέταρτο ως εξής: “Εθνική εορτή (συνήθης ετησία). Έκλειψη ολική Σελήνης (ασυνήθης). Γεννήθηκεν ο γιός της Μαρίας της Φαραντούρη και του Τηλέμαχου Χυτήρη. Το μόνο πρωτογενές γεγονός της ημέρας. Να τους ζήσει. Μ’ όλες μας τις ευχές. Μ’ όλη μας την καρδιά. Μ’ όλη μας την αγάπη.”
Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, τις περιοδείες της στο εξωτερικό, αλλά και κάποιες εμφανίσεις της στην Ελλάδα, πλαισιώνει το βερολινέζικο γκρουπ Berliner Instrumentalisten, που απαρτίζεται από τους Γερμανούς μουσικούς Henning Schmiedt (πιάνο), Volker Schlott (σαξόφωνο /φλάουτο), Jens Naumilkat (τσέλο), ενώ στην Ελλάδα μόνιμοι συνεργάτες της, το ίδιο διάστημα, είναι ο Τάκης Φαραζής (πιάνο) και ο David Lynch (σαξόφωνο /φλάουτο). Μ’ αυτούς τους μουσικούς η Μαρία Φαραντούρη δίνει μια άλλη διάσταση και προέκταση σε επιλεγμένα μέρη από όλο το φάσμα του ελληνικού τραγουδιού διαχρονικά. Παράλληλα, συνεχίζει τα ανοίγματά της στις διεθνείς μουσικές τάσεις. Με τον θρύλο της αμερικανικής jazz Charles Lloyd εμφανίζεται σε συναυλίες στην Ελλάδα και τον κόσμο, ενώ η συναυλία τους στους πρόποδες της Ακρόπολης ηχογραφείται από τον Manfred Eicher για λογαριασμό της ECM και το Athens Concert κυκλοφορεί σε cd τον Σεπτέμβριο του 2011. Η συνεργασία με την εταιρεία ανανεώνεται επτά χρόνια αργότερα, όταν κυκλοφορεί η μουσική σύμπραξη της Μ.Φαραντούρη με τον νέο Τούρκο συνθέτη Cihan Türkoğlu επάνω σε ευρύτερο μεσογειακό ρεπερτόριο.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος επιβραβεύει την προσφορά της Μαρίας Φαραντούρη στο ελληνικό τραγούδι, απονέμοντάς της τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος. Πριν και μετά, πολλές άλλες βραβεύσεις και τιμητικές διακρίσεις έχουν απονεμηθεί στην ερμηνεύτρια (π.χ. Premio Tenco 2014, San Remo) και LiberPress 2017, Girona), η οποία συνεχίζει τη δημιουργική της δραστηριότητα με γνώμονα την υπηρεσία της Τέχνης και της Ελλάδας.

 

Θάνατοι

 

1794 – Τσέζαρε Μπεκαρία (Cesare Bonesana, marchese di Beccaria), Μιλάνο 1738- 1794 ήταν Ιταλός εγκληματολόγος, οικονομολόγος, δημοσιολόγος και φιλόσοφος, συγγραφέας του μνημειώδους έργου Περί εγκλημάτων και ποινών, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στον ορθολογικό και ουμανιστικό αναπροσανατολισμό των ποινικών επιστημών και τη διαμόρφωση της λεγόμενης «Κλασικής Σχολής» του Ποινικού Δικαίου.. Γεννήθηκε στο Μιλάνο και έζησε τα παιδικά του χρόνια σε ένα εξαιρετικά καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο τον εξώθησε γρήγορα σε στάση αμφισβήτησης απέναντι στις παραδοσιακές αξίες και τα κρατούντα ήθη. Φοίτησε στο Ιησουιτικό Κολέγιο της Πάρμας και αργότερα σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Παβίας. Η επαφή του με τα έργα του Διαφωτισμού καθώς και η γνωριμία του με τους αδελφούς Πιέτρο Βέρρι και Αλεσάντρο Βέρρι, στο σπίτι των οποίων, στο Μιλάνο συζητούσαν φιλοσοφικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, επηρέασαν σημαντικά την πνευματική διαμόρφωσή του. Έπειτα από προτροπή του Πιέτρο Βέρρι, ο Μπεκαρία έγραψε το πρώτο του δοκίμιο, που δημοσιεύτηκε στη Λούκκα το 1762 με τίτλο Περί των ανωμαλιών και της θεραπείας των νομισμάτων στο κράτος του Μιλάνου κατά το 1762 (Dei Disordini dei Rimendi delle Monete Nello Stato di Milano nel 1762).

 

1851 – Εμμανουήλ Ξάνθος. Ο εκ Πάτμου ορμώμενος Εμμανουήλ Ξάνθος υπήρξε ηγετική μορφή της Φιλικής Εταιρείας, από τα ιδρυτικά και τα πλέον δραστήρια μέλη της. Ο Εμμανουήλ Ξάνθος γεννήθηκε το 1772 στην Πάτμο και σπούδασε στην τοπική Πατμιάδα Σχολή. Σε ηλικία 20 ετών μετανάστευσε στην Τεργέστη, όπου αρκετοί Πάτμιοι άκμαζαν στο εμπόριο και επιδόθηκε και ο ίδιος στο εμπόριο επί 18 χρόνια. Το 1810 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, κοντά στον μεγαλέμπορο Βασίλειο Ξένη. Το 1812 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για εμπορικές υποθέσεις του Ξένη και τον επόμενο χρόνο στην Πρέβεζα και την Πάργα, με σκοπό την αγορά ελαιολάδου. Κατά την επιστροφή του μέσω των Επτανήσων μυήθηκε στη Λευκάδα στον τεκτονισμό.Όταν επέστρεψε στην Οδησσό, έχοντας δεχθεί τις φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, συναισθάνθηκε περισσότερο από πριν την άθλια κατάσταση του υπόδουλου γένους των Ελλήνων και ίδρυσε μαζί με τους Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλοφ τη Φιλική Εταιρεία (14 Σεπτεμβρίου 1814), σκοπός της οποίας ήταν η απελευθέρωση και η κοινωνική αποκατάσταση της υπόδουλης Ελλάδας.Για την καλύτερη εκπλήρωση του έργου του, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Ξάνθος εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου το κατάστημά του έγινε ουσιαστικά η μυστική έδρα της Φιλικής Εταιρείας. Μετά τη διεύρυνση του ηγετικού κύκλου της με την εισδοχή του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου (1816), του Αθανασίου Σέκερη (1818) κ.ά., ο Ξάνθος κατείχε στην ιεραρχία την όγδοη θέση.Κατά τη σύσκεψη των μελών της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη το 1818, ανατέθηκε στον Ξάνθο η προεργασία για την αναζήτηση μιας προσωπικότητας άξιας να αναλάβει την αρχηγία του αγώνα. Για τον σκοπό αυτό μετέβη στη Θεσσαλία με την εντολή να παραλάβει συστατικές επιστολές από τον «Φιλικό» Άνθιμο Γαζή, ο οποίος ήδη είχε μυήσει στη Φιλική Εταιρεία τους προύχοντες της Φωκίδας, της Λοκρίδας και του Πηλίου.
Στη συνέχεια ταξίδεψε στη Μόσχα, όπου συναντήθηκε με τους «Φιλικούς» Αντώνιο Κομιζόπουλο και Νικόλαο Πατσιμάδη, με τους οποίους οργάνωσε σύσκεψη για την προπαρασκευή της Επανάστασης και την κάθοδο του Ιωάννη Βαρβάκη στο Αιγαίο.Τον Ιανουάριο του 1820 επισκέφθηκε στην Πετρούπολη τον έλληνα υφυπουργό Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας Ιωάννη Καποδίστρια, με σκοπό να τον πείσει να αναλάβει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας. Ο Καποδίστριας, λόγω του υψηλού αξιώματός του, αρνήθηκε και υπέδειξε ως το καταλληλότερο πρόσωπο τον στρατηγό Αλέξανδρο Υψηλάντη, υπασπιστή του τσάρου Αλέξανδρου Α’. Ο Υψηλάντης δέχτηκε προθύμως την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας και μαζί με τον Ξάνθο ίδρυσαν την «Εθνική Κάσσα» (Ταμείο), για την οικονομική ενίσχυση του προετοιμαζόμενου Αγώνα.Μετά την αποτυχία του υπό τον Υψηλάντη κινήματος στη Μολδοβλαχία (Φεβρουάριος – Σεπτέμβριος 1821), ο Ξάνθος ταξίδευσε στα κέντρα των ελληνικών παροικιών, αναλαμβάνοντας την προσπάθεια για εξασφάλιση οικονομικής ενίσχυσης του Αγώνα, που είχε ήδη αρχίσει στην Ελλάδα. Τον Ιούνιο του 1823 μετέβη μαζί με τον Τσακάλοφ από την Τεργέστη στην επαναστατημένη Πελοπόννησο. Διέμεινε για ένα μικρό διάστημα στην Τρίπολη, κοντά στον Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος τον έπεισε να αναχωρήσει στο Μόχατς της Ουγγαρίας, για να οργανώσει την απόδραση του κρατούμενου στις εκεί φυλακές Αλεξάνδρου Υψηλάντη. Ο τελευταίος όμως αρνήθηκε να ενδώσει στο σχέδιο της απόδρασης και ο Ξάνθος επέστρεψε στην Πελοπόννησο και πήρε μέρος στην Επανάσταση.Λίγο πριν από την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα (Ιανουάριος 1828), ο Ξάνθος αναχώρησε στο Βουκουρέστι, όπου αποσύρθηκε και ιδιώτευσε. Έμεινε σε τέτοιο βαθμό λησμονημένος, ώστε να πιστεύεται ότι είχε πεθάνει. Αυτό πίστευε και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, όταν το 1834 δημοσίευσε στην εφημερίδα «Αιών» του Ιωάννου Φιλήμονος λίβελλο εναντίον του Ξάνθου, κατηγορώντας τον ότι είχε σφετεριστεί ή κατασπαταλήσει τα χρήματα τής «Εθνικής Κάσσας».Για ν’ αντικρούσει τις κατηγορίες του Αναγνωστόπουλου, ο Ξάνθος εγκαταστάθηκε το 1837 στην Αθήνα και το 1845 εξέδωσε τα «Απομνημονεύματα», στα οποία ανέτρεπε μία προς μία τις κατηγορίες του Αναγνωστόπουλου, με αποτέλεσμα ο Ιωάννης Φιλήμων ν’ αναγκαστεί να ανασκευάσει τις εναντίον του κατηγορίες.Ο Εμμανουήλ Ξάνθος τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του προς το έθνος και του απονεμήθηκε ένα επίδομα, το οποίο ουδέποτε έλαβε. Και στην Αθήνα, όμως, ο πρωτεργάτης της Φιλικής Εταιρείας έζησε παραγκωνισμένος και πάμπτωχος, διαμένοντας σε μία άθλια καλύβα στην οδό Νικοδήμου 27 στην Πλάκα. Πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1852, ύστερα από πτώση του από την πίσω σκάλα της Βουλής (τότε στεγαζόταν στην έπαυλη Κοντόσταυλου, εκεί που βρίσκεται το Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, επί της οδού Σταδίου), όπου είχε παρακολουθήσει μία ταραχώδη συνεδρίαση. Στην κηδεία του, του αποδόθηκαν τιμές στρατηγού. Το 1930 στήθηκε ανδριάντας του στην Πλατεία Φιλικής Εταιρείας στο Κολωνάκι.

 

1912 – Λαυρέντιος (Λορέντζος) Μαβίλης. Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε το 1860 στην Ιθάκη, έχοντας όμως ισπανική καταγωγή. Ο παππούς του, εκ πατρός, ήταν πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα, στην οποία η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί. Μάλιστα εκεί πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Η μητέρα του ήταν Ελληνικής καταγωγής. Εξωτερικά, ο Μαβίλης ήταν μεγαλόσωμος με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Το 1880 αποφάσισε να πάει στην Γερμανία για να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία. Οι σπουδές του συνεχίστηκαν επί δεκατέσσερα χρόνια και μάλιστα επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Νίτσε, την “Κριτική του Καθαρού Λόγου” του ορθολογικού Ιμμάνουελ Καντ και από την “Βουλησιαρχία” του απαισιόδοξου Αρθούρου Σοπενχάουερ. Ακόμα ασχολήθηκε με τα σανσκριτικά φιλοσοφικά κείμενα και μετέφρασε αποσπάσματα από το ινδικό έπος Μαχαμπχαράτα. Κατά την παραμονή του στη Γερμανία ασχολήθηκε με την σύνθεση λυρικών ποιημάτων (κυρίως σονέτων), και σκακιστικών προβλημάτων που δημοσιεύτηκαν σε γερμανικά έντυπα.
Το 1887 συμμετείχε στο τουρνουά της Φρανκφούρτης. Δύο χρόνια αργότερα ( 1889 ) έλαβε μέρος στο σκακιστικό τουρνουά της πρωτεύουσας της νότιας Σιλεσίας, Βρότσλαβ (Breslau), με το όνομα Sillibam. Το 1896 ο Μαβίλης συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης, πολεμώντας μαζί με τους αντάρτες στα κρητικά βουνά. Και το 1897 κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο συγκέντρωσε εβδομήντα Κερκυραίους εθελοντές και πήγαν να πολεμήσουν στην Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε στο χέρι. Τα έξοδα της εκστρατείας των εθελοντών τα κάλυπτε ο ίδιος.
Το 1909 γίνεται ο ενθουσιώδης κήρυκας του ξεσηκωμού και το 1910 εκλέγεται ως βουλευτής της Κέρκυρας. Το 1911 υπερασπίζοντας τη δημοτική γλώσσα ως αντιπρόσωπος και μέλος της Αναθεωρητικής Συνέλευσης της Κέρκυρας μέσα στην Ελληνική Βουλή είπε απευθυνόμενος στους καθαρευουσιάνους: “Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν”. (“Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής”, Β’ Αναθεωρητική Βουλή, 1911, σελ. 689, συνεδρίασις 36).

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia

AgrinioStories