Συνέβη 10 Οκτωβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

10 Οκτωβρίου 2023

Είναι η 283η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 82 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:28 – Δύση ήλιου: 18:55
– Διάρκεια ημέρας: 11 ώρες 27 λεπτά
🌘  Σελήνη 25.5 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Ευλάμπιο, Λάμπη, Ευλάμπη, Ευλαμπία, Ευλαμπή, Λαμπή, Λαμπία, Λάμπω

 

Γεγονότα

 

 

680 – Η Μάχη της Καρμπάλα. Η Καρμπάλα ή Κερμπάλα (αραβικά: كربلاء) είναι πόλη στο Ιράκ πρωτεύουσα του κυβερνείου Καρμπάλα. Υπολογίζεται ότι το 2003 η Καρμπάλα είχε 572.300 κατοίκους. Η Καρμπάλα βρίσκεται 100 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Βαγδάτης και βόρεια της Νατζάφ. Το κλίμα της πόλης είναι καυτό ερημικό.
Η Καρμπάλα είναι περισσότερο γνωστή ως η τοποθεσία όπου έλαβε χώρα η μάχη της Καρμπάλα το 680 μ.Χ. και είναι μια από τις ιερότερες πόλεις για τους Σιίτες μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα. Στη Καρμπάλα μαρτύρησε ο Χουσεΐν ιμπν Αλί (Ιμάμης Χουσεΐν) και στη πόλη βρίσκεται το ιερό του Ιμάμη Χουσεΐν, ενώ κάθε χρόνο εκατομμύρια Σιίτες έρχονται στη πόλη για το γιορτάσουν. Στο κέντρο της παλαιάς πόλης βρίσκεται το Μασίντ αλ-Χουσεΐν, ο τάφος του Αλ-Χουσεΐν ιμπν Αλί, εγγονού του Μωάμεθ από τη κόρη του Φατιμά και του Αλή. Ο τάφος αποτελεί τόπο προσκυνήματος για πολλούς Σιίτες, ειδικά κατά την επέτειο της μάχης, την ημέρα της Ασούρα.
Όταν οι οπαδοί τού Αλί, γαμπρού τού προφήτη Μωάμεθ, εξεγέρθηκαν στην Κούφα (του σημερινού Ιράκ) εναντίον του Ζιγιάντ και κάλεσαν ως χαλίφη τον Χουσεΐν ιμπν Αλί, εγγονό του προφήτη και γιο του Αλί, ο Γιαζίντ έστειλε εναντίον τους τον γιο του Ουμπαΐντ Αλάχ, κυβερνήτη της Βασόρας. Ο Χουσεΐν, που βάδιζε από τη Μέκκα προς την Κούφα με περίπου 150 μαχητές, έπεσε σε ενέδρα του Ουμάρ ιμπν Σαάντ, τον οποίο είχε στείλει ο Ουμπαΐντ, κοντά στην Καρμπάλα. Η μάχη που επακολούθησε ήταν σύντομη και άνιση, καθώς ο Ουμάρ είχε παρατάξει στην περιοχή αυτή του Δυτικού Ευφράτη από 5.000 έως 30.000 άνδρες. Ο Χουσεΐν μάταια περίμενε βοήθεια από την Κούφα, που είχε στο μεταξύ υποκύψει στον Ζιγιάντ και εξοντώθηκε μαζί με την οικογένειά του, που τον συνόδευε.
Οι Σιίτες τιμούν την επέτειο της μάχης της Καρμπάλα με παραστάσεις «θείου πάθους» (γνωστές οι σκηνές με τους πιστούς να αυτομαστιγώνονται). Η «Ημέρα της Ασούρα», όπως ονομάζεται η ανάμνηση της Μάχης της Καρμπάλα, είναι κινητή εορτή, σύμφωνα με το Ισλαμικό Ημερολόγιο (10 του μηνός Μουχαράμ, 7 Αυγούστου 2022 σύμφωνα με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο). Ο τάφος του Χουσεΐν, που θεωρείται μάρτυρας από τους Σιίτες, βρίσκεται στην Καρμπάλα και είναι γι’ αυτούς ο ιερότερος τόπος στον κόσμο.

 

1862 – Καταλύεται η μοναρχία του Όθωνα. Την εξουσία αναλαμβάνει η επαναστατική «Τριανδρία», αποτελούμενη από τους Δημήτριο Βούλγαρη, Κωνσταντίνο Κανάρη και Μπενιζέλο Ρούφο. (Μεσοβασιλεία). Με την έξωση του Όθωνα, ο Βούλγαρης σχημάτισε την επαναστατική κυβέρνηση του 1862, την οποία διοικούσε Επιτροπεία (Ρούφος, Κανάρης, Βούλγαρης) υπό την προεδρία του. Παράλληλα γίνεται αρχηγός της παράταξης των Πεδινών και διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εμφύλια διαμάχη των Ιουλιανών. Τον Φεβρουάριο, μετά τα Φεβρουαριανά παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία για να σχηματίσει πάλι κυβέρνηση τον Οκτώβριο του ίδιου έτους (1863). Το 1865 σχημάτισε βραχύβια κυβέρνηση τριών ημερών και τον Ιανουάριο του 1866 διορίστηκε πρωθυπουργός. Τον Ιανουάριο του 1868 κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση διάρκειας ενός έτους. Το 1871 κέρδισε τις εκλογές αναλαμβάνοντας για έβδομη φορά την πρωθυπουργία ενώ τον Φεβρουάριο του 1874 ανέλαβε για τελευταία φορά την πρωθυπουργία. Στις εκλογές που ακολούθησαν βγήκε νικητής ύστερα από παρερμηνεία σχετικού άρθρου του συντάγματος.

 

1908 – Αρχίζει να λειτουργεί το Παρθεναγωγείο Βόλου. Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, το ελληνικό κράτος δεν προέβλεπε στη νομοθεσία του την παροχή εκπαίδευσης μέσης βαθμίδας σε κορίτσια. Έτσι, ο δήμαρχος του Παγασών του Βόλου, ο βιομήχανος Κωστής Γκλαβάνης, συνέλαβε την ιδέα να ιδρύσει μία ιδιωτική σχολή και για τα κορίτσια της πλούσιας αστικής τάξης. Ο Γκλαβάνης όρισε τον «φιλελεύθερο διανοούμενο» γιατρό Δημήτρη Σαράτση επικεφαλής μιας επιτροπής δημοτικών συμβούλων, η οποία, αφού μελέτησε και συμβουλεύτηκε πηγές και ειδικούς χωρίς καμία απολύτως προκατάληψη, εισηγήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1908 την ίδρυση ανώτερης σχολής θηλέων με σκοπό «την ευρυτέραν μόρφωσιν των νεανίδων και την πρακτική αυτών κατάρτισην».
Όταν ήταν όλα έτοιμα, ο Σαράτσης εισηγήθηκε για πρώτο διευθυντή της νέας σχολής τον 20χρονο νεαρό παιδαγωγό Αλέξανδρο Δελμούζο. Η εισήγηση Σαράτση έγινε δεκτή από το Δημοτικό Συμβούλιο (η συντριπτική πλειοψηφία του οποίου ανήκε στην αστική τάξη της πόλης), χωρίς ωστόσο να λείψουν οι έντονες αντιδράσεις από τους δημοτικούς συμβούλους, Σπύρο Μουσούρη και Περικλή Αποστολίδη.
Ο Δελμούζος σπούδασε στην Αθήνα και στη Γερμανία. Ως διευθυντής, εισήγαγε πρώτος τη δημοτική γλώσσα και τις αρχές του σχολείου εργασίας. Επηρεασμένος από τα γερμανικά προοδευτικά ιδρύματα και με σοσιαλιστικές επιρροές, ο Δελμούζος δημιούργησε ένα σχολείο έξω από τα καθιερωμένα δεδομένα της εποχής εκείνης στην Ελλάδα.
Το πείραμα του Αλέξανδρου Δελμούζου δεν πέρασε απαρατήρητο και συγκέντρωσε πάνω του όλα τα πυρά των συντηρητικών και θρησκευτικών δυνάμεων και ο ίδιος κατηγορήθηκε για αθεΐα, έλλειψη πατριωτισμού και ανηθικότητα! Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε δίκη στο Ναύπλιο το 1914, αλλά το δικαστήριο τον απάλλαξε από τις κατηγορίες.
Το Παρθεναγωγείο Βόλου ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 10 Οκτωβρίου 1908. Ως προς τα πρακτικά ζητήματα λειτουργίας του, το Παρθεναγωγείο δεν εφάρμοσε το δημόσιο/κρατικό πρόγραμμα σπουδών που εφαρμόζονταν στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης αρρένων, αλλά στηρίχτηκε αποκλειστικά στο πρόγραμμα που σχεδίασαν οι Δελμούζος Σαράτσης, καθώς και οι εκπαιδευτικοί που προσελήφθησαν. Δεν υπήρχαν φραγμοί στην προαγωγή των μαθητριών στις επόμενες τάξεις και δεν ίσχυε το κλασικό βαθμολογικό σύστημα ή το σύστημα απουσιών των άλλων σχολείων.
Το πιο κορυφαίο, το πιο σημαντικό, το πιο ριζοσπαστικό και το πιο ανατρεπτικό στοιχείο του προγράμματος σπουδών του νέου Παρθεναγωγείου όμως ήταν η γλώσσα: η διδασκαλία γινόταν αποκλειστικά στη Νέα Ελληνική. Ήταν ίσως η πιο σημαντική απόφαση που έλαβε ο Δελμούζος από την αρχή: η στροφή από τον ψευτοκλασικισμό και την αρχαιοπληξία που ταλαιπωρούσε (και ταλαιπωρεί) τη Μέση Εκπαίδευση. Η πραγματοποίηση αυτού του στόχου έγινε με την τοποθέτηση του μαθήματος των Νέων Ελληνικών ανάμεσα στα πρώτα στο πρόγραμμα σπουδών και τον περιορισμό της διδασκαλίας της νεκρής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας στη μία ώρα την εβδομάδα. Για πρώτη φορά στην ελληνική επικράτεια διδάχτηκαν στη Μέση Εκπαίδευση τα κείμενα των Αρχαίων Ελλήνων κλασικών σε νεοελληνική μετάφραση, όπως η Οδύσσεια και η Ιλιάδα του Ομήρου και η Αντιγόνη του Σοφοκλή.

 

1935 – Καταλύεται με στρατιωτικό πραξικόπημα το δημοκρατικό πολίτευμα στην Ελλάδα. Επικεφαλής, οι στρατηγοί Παπάγος, Ρέππας και Οικονόμου, «εγκέφαλος» ο Γεώργιος Κονδύλης, θύμα ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης. Ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης με τη συνοδεία του ξεκίνησαν στις 10:30 το πρωί της 10ης Οκτωβρίου 1935 από την Κηφισιά όπου έμενε για την Αθήνα, πιστεύοντας ότι όλα τα προβλήματα που τον απασχολούσαν βαίνουν καλώς. Το πρωθυπουργικό αυτοκίνητο κατέβαινΕ τη λεωφόρο Κηφισίας και όταν έφτασε στο Ψυχικό ο οδηγός σταμάτησε απότομα γιατί από έναν κάθετο δρόμο έρχονταν κορνάροντας ένα αυτοκίνητο που σταμάτησε φρενάροντας μπροστά από το αυτοκίνητο του πρωθυπουργού. Από μέσα βγήκαν τρεις ανώτεροι αξιωματικοί με πλήρη στολή, χαιρέτησαν κανονικά και είπαν στον Τσαλδάρη ότι έπρεπε όλοι μαζί να επιστρέψουν πίσω στην Κηφισιά στο σπίτι του πρωθυπουργού διότι έχουν να του ανακοινώσουν ένα σοβαρό μήνυμα. Οι αξιωματικοί αυτοί ήταν ο Παπάγος, ο Οικονόμου και ο Ρέππας.

 

1964 – Εγκαινιάζεται στη Σύμη η πρώτη εγκατάσταση αφαλάτωσης θαλασσινού νερού στην Ελλάδα. Κατά το διάστημα 1964 – 1973, εγκαταστάσεις για ηλιακή αφαλάτωση (ηλιόθερμα) κατασκευάστηκαν στη Σύμη, Νίσυρο, Πάτμο, Καστελόριζο, Αίγινα, κλπ. Η μεγαλύτερη μονάδα κατασκευάστηκε στην Πάτμο με επιφάνεια συλλεκτών 8000 τ.μ. “Η τεχνική που χρησιµοποιείται για την χρήση της ηλιακής ενέργειας στην αφαλάτωση, βασίζεται στην αρχή του θερµοκηπίου. Οι εγκαταστάσεις αυτές έχουν ελάχιστο ή µηδενικό κόστος λειτουργίας εφόσον δεν χρησιµοποιούν κανενός είδους καύσιµο και ως εκ τούτου δεν ρυπαίνουν καθόλου το περιβάλλον: οι ακτίνες του ήλιου διέρχονται µέσα από µια διαφανή οροφή και θερµαίνουν το θαλασσινό νερό που βρίσκεται στον πυθµένα. Αυτό εξατµίζεται 15 και ανεβαίνει στην οροφή που είναι κεκλιµένη, οπότε συµπυκνώνεται πάλι και συλλέγεται ως προϊόν από κατάλληλη διάταξη. Η µέγιστη θερµοκρασία ενός τέτοιου θερµοκηπίου φτάνει περίπου τους 45ο – 55ο το καλοκαίρι. Το µοναδικό κόστος είναι αυτό των υλικών κατασκευής και ως εκ τούτου θα πρέπει να αναζητηθούν σχετικώς φτηνά υλικά κατασκευής. Βέβαια, η απόδοση τέτοιων εγκαταστάσεων είναι χαµηλή, περίπου 3,5 λίτρα καθαρό νερό ανά m2 εδάφους, και µάλιστα νερό όχι απαλλαγµένο από µικροοργανισµούς, πράγµα που σηµαίνει ότι χρειάζεται και περαιτέρω επεξεργασία.”  (Π. Καραχάλιου, Τεχνολογίες αφαλάτωσης και προοπτικές εφαρμογής στον ελληνικό χώρο , Μεταπτυχιακή εργασία,  Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 2010).

 

Γεννήσεις

 

1813 – Τζουζέπε Βέρντι (ιταλικά:Giuseppe Fortunino Francesco Verdi, 10 Οκτωβρίου 1813 – 27 Ιανουαρίου 1901) ήταν Ιταλός μουσικοσυνθέτης, από τους διασημότερους στο είδος της όπερας. Ανάμεσα στα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν οι όπερες Ριγκολέττο, Ναμπούκο, Τραβιάτα και Αΐντα, μέρη των οποίων (“La donna è mobile”, “Va, pensiero”, “Libiamo” και θριαμβικό εμβατήριο αντίστοιχα) είναι πασίγνωστα.
Γεννήθηκε στη Ρονκόλα της τότε Γαλλικής Αυτοκρατορίας, ένα χωριό κοντά στο Μπουσσέτο της Ιταλίας, και πέθανε στο Μιλάνο. Γονείς του ήταν ο πανδοχέας Κάρλο Τζουζέπε Βέρντι και η κλώστρια Λουίτζια Ουττίνι (Luigia Uttini). Ενώ ακόμα ήταν παιδί, η οικογένεια μετακόμισε στο Μπουσσέτο, όπου η μόρφωση του μελλοντικού συνθέτη διευκολύνθηκε πολύ από τις επισκέψεις του στη μεγάλη βιβλιοθήκη της τοπικής σχολής των Ιησουιτών. Στο Μπουσσέτο ο Βέρντι πήρε τα πρώτα του μαθήματα στη μουσική σύνθεση. Πολύ νωρίς έδειξε καταπληκτική κλίση στη μουσική. Σε ηλικία 20 ετών πήγε στο Μιλάνο για να συνεχίσει τις σπουδές του και στα 23 του χρόνια πήρε τη θέση του διευθυντή της φιλαρμονικής του Μπουσσέτο. Το 1839 παρουσιάστηκε η πρώτη του όπερα, ο Ομπέρτο, στη Σκάλα του Μιλάνου, με πολύ καλές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο ο θάνατος της γυναίκας του και των δύο παιδιών του τον έφεραν σε απελπισία σε σημείο να μη θέλει πλέον άλλο ν’ ασχοληθεί με τη μουσική.
Ο Βέρντι πέθανε στις 27 Ιανουαρίου του 1901 ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην κηδεία του προσήλθαν 200.000 άνθρωποι, τιμή που άρμοζε στον μεγάλο Ιταλό που τόσο αγαπήθηκε. Σε ηλικία 74 χρόνων συνέθεσε την τελευταία του όπερα, τον Φάλσταφ, που είναι βασισμένη σε ένα θέμα παρμένο από τον Σαίξπηρ. Η όπερα αυτή είναι η μόνη κωμική όπερα που έγραψε και θεωρείται ως ένα από τα πιο ώριμα έργα του. Στην όπερα Φάλσταφ η ορχήστρα χρησιμοποιείται με έναν ασυνήθιστο τρόπο, ο οποίος είναι πολύ απλός και θυμίζει μουσική δωματίου.
Εκτός από τις 26 όπερες ο Βέρντι έγραψε και εκκλησιαστική μουσική. Κορυφαίο έργο του σε αυτό τον τομέα είναι το Ρέκβιεμ (1874), ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα Τέσσερα ιερά κομμάτια (1898). Επίσης έγραψε αρκετές ρομάνς και ένα κουαρτέτο για έγχορδα σε μι ελάσσονα (1873).
Εκτός μουσικής σκηνής διακρίθηκε για τον καλό χαρακτήρα του και τις αγαθοεργίες του. Μεταξύ άλλων χρηματοδότησε την ανέγερση και τη λειτουργία ενός νοσοκομείου και δημιούργησε έναν Οίκο Ανάπαυσης για τους αναξιοπαθούντες μουσικούς, σε μια κρύπτη του οποίου τάφηκε και ο ίδιος.

 

1930 – Χάρολντ Πίντερ (Harold Pinter, 10 Οκτωβρίου 1930 – 24 Δεκεμβρίου 2008) ήταν Άγγλος συγγραφέας θεατρικών έργων και θεατρικός σκηνοθέτης. Έγραψε έργα για θέατρο, ραδιόφωνο, τηλεόραση και ταινίες. Το πρώιμο έργο του συνδέεται με το θέατρο του παραλόγου. Το 2005 κέρδισε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας καθώς και το Βραβείο Φραντς Κάφκα.
Ήταν γνωστός επίσης για τον πολιτικό του ακτιβισμό και την αντίθεσή του στην Αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν και τον Πόλεμο στο Ιράκ. Πέθανε από καρκίνο του ήπατος.
Ο Πίντερ γεννήθηκε το 1930 στο Χάκνεϋ του Λονδίνου από Εβραίους γονείς εργατικής τάξης. Έλαβε την εκπαίδευσή του στο Hackney Downs Grammar School και για σύντομο χρονικό διάστημα, στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης (RADA). Σε νεαρή ηλικία δημοσίευσε ποίηση.
Το 1985 ο Πίντερ, μαζί με τον Αμερικανό θεατρικό συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ, ταξίδευσε στην Τουρκία, όπου συνάντησε πολλά θύματα πολιτικής καταπίεσης. Σε μια τελετή της Αμερικανικής πρεσβείας που τιμούσε τον Μίλλερ, ο Πίντερ αντί να ανταλλάξει τα συνήθη αστεία, μίλησε για ανθρώπους στους οποίους διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα στα γεννητικά τους όργανα, γεγονός που οδήγησε στο να τον εκδιώξουν κακήν κακώς.  Αντετάχθη στον βομβαρδισμό της Σερβίας, στην Αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν και στην εισβολή στο Ιράκ το 2003. Απεκάλεσε τον πρόεδρο Μπους μαζικό δολοφόνο και τον Τόνυ Μπλερ “απατεώνα ηλίθιο”.  Υπήρξε μαχητής της ελευθερίας της έκφρασης για πολλά χρόνια μέσα από την σχέση του με το International PEN. Ήταν επίσης ενεργός αντιπρόσωπος της Εκστρατείας Αλληλεγγύης για την Κούβα (Cuba Solidarity Campaign), μια οργάνωση για την προάσπιση των δικαιωμάτων της Κούβας που εκστρατεύει εναντίον του Αμερικανικού εμπάργκο κατά της χώρας, και μέλος της Διεθνούς Επιτροπής για την Υπεράσπιση του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς (International Committee to Defend Slobodan Milosevic), μια οργάνωση που έκανε έκκληση για την απελευθέρωση του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Είχε υπάρξει επίσης επικριτής της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ρόναλντ Ρίγκαν.

 

1954 – Φερνάντο Σάντος (Λισαβόνα, 10 Οκτωβρίου 1954) είναι Πορτογάλος πρώην ποδοσφαιριστής και νυν προπονητής. Ο Φερνάντο Σάντος ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα από τα τμήματα υποδομών της Μπενφίκα, όμως ποτέ δεν αγωνίστηκε στην πρώτη ομάδα της. Ως ποδοσφαιριστής αγωνιζόταν ως δεξιός οπισθοφύλακας. Το 1972 ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα στην Εστορίλ με την οποία έπαιξε και στις τρείς μεγαλύτερες κατηγορίες του πορτογαλικού πρωταθλήματος. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1975 έκανε το ντεμπούτο στην Πρώτη Κατηγορία Πορτογαλίας. Το 1979 μετακόμισε στη Μαρίτιμο και το 1980 έπεστρεψε στην Εστορίλ, όμάδα στην οποία τελείωσε και την καριέρα του το 1987. Το 1987 ο Σάντος ξεκίνησε την καριέρα του ως προπονητής, αναλαμβάνοντας την ομάδα με τη φανέλα της οποίας αγωνίστηκε τελευταία φορά ως ποδοσφαιριστής, την Εστορίλ, τότε ομάδα Γ’ κατηγορίας της Πορτογαλίας. Στα επτά χρόνια που έμεινε στην Εστορίλ, η ομάδα ανέβηκε δύο κατηγορίες και στη συνέχεια είχε διαρκή παρουσία στην πρώτη κατηγορία του πορτογαλικού πρωταθλήματος.
Το 1994 ανέλαβε την Εστρέλα Αμαδόρα, τον Ιούνιο του 2001, η νέα τότε διοίκηση της ΑΕΚ προσέλαβε τον Φερνάντο Σάντος στον πάγκο της ομάδας. το καλοκαίρι του 2002 ο Σάντος έχοντας φύγει από την ΑΕΚ ανέλαβε τον Παναθηναϊκό διαδεχόμενος τον Σέρχιο Μαρκαριάν, το καλοκαίρι του 2003 ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Σπόρτινγκ Λισαβόνας, αντικαθιστώντας τον Λάζλο Μπόλονι, το καλοκαίρι του 2004, στο νέο ξεκίνημα της ΑΕΚ με τον Ντέμη Νικολαΐδη στον προεδρικό θώκο, ο Σάντος κλήθηκε ξανά να αναλάβει τα ηνία της ομάδας, φέρνοντας μάλιστα τους Πάουλο Ασουνσάο και Μπρούνο Άλβες από την Πόρτο.  Την περίοδο 2005-06 η ΑΕΚ κατάφερε να πάρει το πολυπόθητο εισιτήριο για τα προκριματικά του Champions League, τερματίζοντας δεύτερη σε ευνοϊκή ισοβαθμία με τον Παναθηναϊκό. Μετά το τέλος της χρονιάς, ο Σάντος αποφάσισε να φύγει από την ομάδα. Δεν έμεινε όμως για πολύ χωρίς ομάδα, καθώς η Μπενφίκα του έδωσε τη θέση του προπονητή το καλοκαίρι του 2006. Την επόμενη περίοδο, έπειτα από μια εκτός έδρας ισοπαλία 1-1 με τη Λεϊσόες για την πρώτη αγωνιστική, ο Σάντος απολύθηκε από τον πάγκο της Μπενφίκα.
Λίγες ημέρες αργότερα ο ΠΑΟΚ, έχοντας πρόεδρο τον Θοδωρή Ζαγοράκη, άλλοτε ποδοσφαιριστή του Σάντος στην ΑΕΚ, τον προσέλαβε ως προπονητή της ομάδας. Ο δικέφαλος του Βορρά είχε πολλά προβλήματα την πρώτη χρονιά του Πορτογάλου τεχνικού στην ομάδα και βρέθηκε στην ένατη θέση με 35 βαθμούς, μην έχοντας καταφέρει να νικήσει εκτός Θεσσαλονίκης (η μόνη νίκη του ΠΑΟΚ εκτός έδρας ήταν απέναντι στον Απόλλωνα Καλαμαριάς στο Καυτανζόγλειο Στάδιο).
Κι ενώ είχε ανακοινώσει ότι θα απέχει από τους πάγκους με σκοπό να ξεκουραστεί, το τέλος της θητείας του Ότο Ρεχάγκελ στην εθνική Ελλάδας μετά το Μουντιάλ της Ν.Αφρικής, άνοιξε το δρόμο της πρόσληψής του στην εθνική ομάδα. Μετά από ομόφωνη απόφαση του ΔΣ της ΕΠΟ τον Αύγουστο του 2010, προσλήφθηκε ως ο νέος προπονητής της Ελλάδας και αυτός που ανέλαβε να την οδηγήσει στην αποκαλούμενη ως “μετά-Ρεχάγκελ” εποχή.
Ο Σάντος ως προπονητής της Ελλάδας κατέχει το ρεκόρ των περισσότερων αγώνων χωρίς ήττα (συνολικά 17 αγώνες). Το ρεκόρ αυτό ξεκίνησε από τον πρώτο του αγώνα (στον εκτός έδρας φιλικό εναντίον της Σερβίας, στις 11 Αυγούστου 2010) και “έσπασε” στην φιλική ήττα απέναντι στη Ρουμανία με 3-1, στις 15 Νοεμβρίου 2011. Επί των ημερών του, η Ελλάδα προκρίθηκε αήττητη στην τελική φάση του Euro 2012. Στις 15 Ιουνίου 2012 την οδήγησε σε νίκη επί της Ρωσίας με 1-0 και πρόκριση στα προημιτελικά της διοργάνωσης, όπου αντιμετώπισε τη Γερμανία και ηττήθηκε με 4-2. Στις 19 Νοεμβρίου 2013 η Ελλάδα υπό την καθοδήγησή του εξασφάλισε τη συμμετοχή της στην τελική φάση του Μουντιάλ 2014 στη Βραζιλία, έπειτα από την πρόκριση επί της Ρουμανίας σε διπλούς αγώνες μπαράζ (3-1, 1-1),[3] ενώ στα τελικά της διοργάνωσης προκρίθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της στη φάση των 16. Όπως ήδη είχε κάνει γνωστό μερικούς μήνες νωρίτερα, με την ολοκλήρωση των υποχρεώσεων της Ελλάδας στη διοργάνωση αποχώρησε από τη θέση του ομοσπονδιακού προπονητή.

 

Θάνατοι

 

 

1831 – Γεώργιος Π. Μαυρομιχάλης. Γεννήθηκε στη Μάνη και ήταν ο τριτότοκος γιος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Έζησε στην Κωνσταντινούπολη για μεγάλο διάστημα, καθώς είχε σταλεί εκεί ως όμηρος ως εγγύηση πίστης του πατέρα του προς το Σουλτάνο, όμως λίγο πριν το ξέσπασμα της επανάστασης δραπέτευσε στη Μάνη. Από το 1818 είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Έλαβε μέρος σε διάφορες μάχες με κυριότερη τη μάχη των Δερβενακίων. Το 1822, ταξίδεψε μαζί με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στη Βερόνα της Ιταλίας. Το 1825 αιχμαλωτίστηκε στο Νεόκαστρο από τον Ιμπραήμ, αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος υποσχόμενος την υποταγή της Μάνης, υπόσχεση την οποία φυσικά δεν τήρησε.
Αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τον Καποδίστρια για να μεταβεί στο Ναύπλιο ο θείος του, Κατσής Μαυρομιχάλης, ο οποίος με την άφιξή του εκεί, φυλακίστηκε. Μετά από αυτό το γεγονός, αλλά και επειδή ο Καποδίστριας επιδίωκε να ελέγξει τα προνόμια των προυχόντων, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης και όλη η σημαντική οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων τάχτηκε δημόσια εναντίον του, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό αστυνομική επιτήρηση.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 μαζί με το θείο του Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και με την ανοχή των αστυνομικών που τον επιτηρούσαν, δολοφόνησε τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, καρφώνοντάς του ένα μακρυμάνικο μαχαίρι στην καρδιά, ενώ ο θείος του πυροβόλησε τον Κυβερνήτη στο πίσω μέρος της κεφαλής του. Έπειτα κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, η οποία τον προστάτεψε από τον κόσμο που τον καταδίωκε, αλλά στη συνέχεια υποχρεώθηκε να τον παραδώσει στις Αρχές για να δικαστεί (ο θείος του, έπεσε νεκρός από τις πιστολιές της προσωπικής φρουράς και μετά διαμελίστηκε και ρίχτηκε στη θάλασσα από το έξαλλο πλήθος).
Καταδικάστηκε για την πράξη του και τουφεκίστηκε στις 9 Οκτωβρίου (22 Οκτωβρίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο) στο Ιτς-Καλέ, παρουσία του πατέρα του, Πετρόμπεη, που ήταν εκεί φυλακισμένος από τον Καποδίστρια.

 

1951 – Γεώργιος Βλάχος. Γιος του συγγραφέα Άγγελου Βλάχου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1886. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αρχικά εργάστηκε ως τμηματάρχης στην Εθνική Τράπεζα, ενώ το 1914 εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Παναθήναια».[1] Έγραψε επίσης και διάφορα θεατρικά έργα.
Το 1919 εξέδωσε την «Καθημερινή», που γρήγορα εξελίχθηκε στην σημαντικότερη εφημερίδα της αντιβενιζελικής παράταξης.[1] Στις 14 και 17 Αυγούστου 1922 με δύο άρθρα του («Οίκαδε» και «Πομερανοί») στην Καθημερινή, κατ’ εντολή του Γούναρη (όπως δήλωσε αργότερα), υποστήριξε την εσπευσμένη επιστροφή της Στρατιάς Μικράς Ασίας στην Ελλάδα, αδιαφορώντας για τους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς. Για αυτά τα δύο άρθρα κατηγορήθηκε από τους βενιζελικούς ότι υπέσκαψε το ηθικό των μαχόμενων τμημάτων και συντέλεσε στην κατάρρευση του μετώπου.
Στα ταραγμένα χρόνια του μεσοπολέμου, ο Βλάχος υποστήριζε ότι η αρμονική ενσωμάτωση των λεγόμενων «Νέων Χωρών» στο ελληνικό κράτος θα γινόταν εφικτή μόνο με παραχώρηση δικαιωμάτων σε μειονοτικούς πληθυσμούς όπως οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης και οι Σλαβόφωνοι της Φλώρινας και της Καστοριάς, θέση ριζικά αντίθετη από αυτή των βενιζελικών που πίστευαν στην ανταλλαγή πληθυσμών και την ομογενοποίηση της Βόρειας Ελλάδας με την συστηματική καλλιέργεια ελληνικού εθνικού φρονήματος. Η υιοθέτηση τέτοιων θέσεων από τον Βλάχο και την «Καθημερινή» ήταν εν πολλοίς αναπόφευκτη, καθώς οι προσφυγικοί πληθυσμοί της Βόρειας Ελλάδας υποστήριζαν φανατικά τον Βενιζέλο. Το προσωπικό μένος του Βλάχου εναντίον του Βενιζέλου κορυφώθηκε το 1932-33, όταν του επιτέθηκε με την φράση «σε πτύω τρίς κατά πρόσωπον, τέως αλήτη και νυν Πρωθυπουργέ».
Η Καθημερινή στήριξε το 1936 την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά, καθώς και τη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου αργότερα. Στις 8 Μαρτίου 1941 δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» η «ανοικτή επιστολή προς τον Αδόλφο Χίτλερ» του Γ. Βλάχου, που θεωρείται από τα σπουδαιότερα δημοσιογραφικά κείμενα της περιόδου. Μετά την απελευθέρωση, ο Γεώργιος Βλάχος συνέχισε την στήριξή του στο Λαϊκό Κόμμα. Πέθανε το 1951 στην Αθήνα, και τον διαδέχθηκε η κόρη του Ελένη Βλάχου, επίσης γνωστή δημοσιογράφος.

 

1963 – Εντίτ Πιαφ. Η Εντίθ Πιάφ (Édith Piaf, ορθή απόδοση το ονόματός της: Εντίτ Πιάφ, Παρίσι, 19 Δεκεμβρίου 1915 – Γκρας, 10 Οκτωβρίου 1963) ήταν Γαλλίδα τραγουδίστρια, η πιο σημαντική παρουσία στη γαλλική σκηνή των βαριετέ. Το πραγματικό της όνομα ήταν Εντίτ Τζοβανά Γκασιόν (Édith Giovanna Gassion). Τραγούδια όπως το La vie en rose (1946) και το Non, je ne regrette rien (1960), εκτόξευσαν τη φήμη της και την κατέστησαν την πιο δημοφιλή τραγουδίστρια της Γαλλίας. Η ζωή της Πιάφ μπορεί να μην ήταν αντίστοιχη με τη μεγάλη μεταπολεμική της επιτυχία La vie en rose, αλλά με τη μεγάλη ερμηνευτική της ευαισθησία και τη βαθιά, δραματική φωνή της αναδείχθηκε στην αντιπροσωπευτικότερη ερμηνεύτρια της γαλλικής chanson intime. Μικρή το δέμας και εύθραυστη η “mome Piaf” (το σπουργιτάκι) όπως την έλεγαν, έγινε η υπ’ αριθμόν ένα βεντέτα του γαλλικού τραγουδιού. Πολλοί καλλιτέχνες επανεκτελούν τραγούδια της και επισκέπτονται το γλυπτό που στήθηκε προς τιμήν της στο Παρίσι, πάνω στην πλατεία που φέρει το όνομά της, λίγα μέτρα από το νοσοκομείο Τενόν (Tenon), όπου γεννήθηκε. Στο Παρίσι υπάρχει επίσης μουσείο με το όνομά της («Musée Edith Piaf»), στο οποίο μπορεί κανείς να δει διάφορα προσωπικά αντικείμενα της καλλιτέχνιδας, όπως ένα από τα φορέματά της και τη συλλογή από πορσελάνες της.
Το 2006 ο Ολιβιέ Νταάν (Olivier Dahan) γυρίζει τη ζωή της Γαλλίδας τραγουδίστριας σε ταινία με τίτλο La Môme («Το νεαρό κορίτσι»). Στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο». Στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ταινίας, που εμφανίστηκε και στο Φεστιβάλ κινηματογράφου στο Βερολίνο, παίζει η Γαλλίδα ηθοποιός Μαριόν Κοτιγιάρ, ρόλο για τον οποίο κέρδισε το 2008 το Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου.
Η ζωή της Πιάφ αποτέλεσε όμως περιεχόμενο και στις ταινίες του σκηνοθέτη Κλωντ Λελούς, με τίτλο Η Εντίθ και ο Μαρσέλ το 1983 (πρωταγωνιστεί η Evelyne Bouix) και Guy Casaril (με την Brigitte Ariel). 47 χρόνια μετά τον θάνατό της ο Αλέν Ντελόν, ο οποίος τη γνώριζε προσωπικά, συνέγραψε και ανέβασε μια μουσική παράσταση με τίτλο «Edith Piaf, Une Vie en Rose et Noir» («Εντίθ Πιαφ, μια ζωή σε ροζ και μαύρο»), η οποία στη παγκόσμια περιοδεία της ήρθε και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη το 2010 και 2011 αντίστοιχα.

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


AgrinioStories