Συλλαλητήριον – «Θέλουμε δουλειά, θέλουμε ψωμί»

«Θέλουμε δουλειά, θέλουμε ψωμί.
Kάτω ο αντικαπνικός νόμος»

Λίγες μέρες μετά, στις 2 Μαρτίου 1927, πάνω από δύο χιλιάδες καπνεργάτες πραγματοποίησαν συλλαλητήριο στην Απάνω Πλατεία (Κεντρική, σημερινή πλατεία Ειρήνης) ενάντια στο νόμο των ανεπεξέργαστων.

«Σήμερον την πρωίαν υπερδισχίλιοι καπνεργάται συνεκρότησαν δια κωδωνοκρουσιών συλλαλητήριον εις την Κεντρικήν Πλατείαν της πόλεως, καθ’ ο από του εξώστου του ξενοδοχείου Λαζαράτου ωμίλησαν εναντίον του νόμου περί ανεπεξέργαστων καπνών οι Βασίλειος Ζήσης και Αλέκος Ντούβας εκτραπέντες εις ύβρεις κατά της Βουλής και του κράτους», αναφέρει η αθηναϊκή εφημερίδα ΣΚΡΙΠ στο φύλλο της Πέμπτης 3 Μαρτίου 1927[1].

Κεντρικό σύνθημα του συλλαλητηρίου ήταν το παρακάτω: «Θέλουμε δουλειά, θέλουμε ψωμί. Kάτω ο αντικαπνικός νόμος».

Οι συγκεντρωμένοι στην πλατεία καπνεργάτες, λίγο πριν ξεκινήσει η πορεία προς τον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, αποφασίζουν δια βοής, να αποστείλουν προς την πολιτική ηγεσία της χώρας το παρακάτω ψήφισμα:

«Επ’ αναγγελία εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών οι καπνεργάται Αγρινίου, εγκαταλείψαντες σήμερον τας εργασίας των και σύσσωμος ο εμπορικός και επαγγελματικός κόσμος, κλείσας τα καταστήματα αυτού συνεκεντρώθησαν την 11ην πρωινήν εις την κεντρικήν πλατείαν. Λαβόντες δε ύπ’ όψιν την μη εισέτι επίλυσιν του αντικαπνικού νόμου ότι η εκκρεμότης και η εξακολούθησης της εξαγωγής των ανεπεξέργαστων καταστρέφει τους καπνεργάτας και τους επαγγελματίας, ψηφίζουν:

Εκφράζεται η θέλησις των καπνεργατών, των επαγγελματιών και των εμπόρων να αγωνισθούν εναντίον του αντικαπνικού νόμου και ζητούν τον άμεσον σχηματισμόν κοινοβουλευτικής επιτροπής με συμμετοχή των καπνοπεραγωγών και των καπνεργατών, προς τροποποίηση του αντικαπνικού νόμου σύμφωνα με τας υποδείξεις της ομοσπονδίας των καπνεργατών. Την ευθύνη της παρελκύσεως του ζητήματος και των συνεπειών των συμβησομένων θέλει φέρει η Κυβέρνηση»[2].

Για την επίδοση του παραπάνω ψηφίσματος εκλέχτηκε επιτροπή η οποία αποτελούταν από τους εμπόρους Γ. Παλιούρα, Δημ. Κούρσα και Λαζαράτο, τον Α. Τζάνη, παντοπώλη και Πρόεδρο των οινοπαραγωγών, τον Χρ. Γραμμένο, εμποροράπτη, τον Π. Αναστασίου, υποδηματοποιό και τους καπνεργάτες Α. Παγώνη, Κων. Δέμα και Δημ. Μάτση.

Στη συνέχεια οι εργάτες πραγματοποίησαν πορεία μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό, επικεφαλής της οποίας είχαν τοποθετηθεί τα γυναικόπαιδα. Εκεί τους περίμεναν 40 περίπου χωροφύλακες. Μόλις οι εργάτες είδαν τους στρατιώτες άρχισαν να φωνάζουν: «κάτω η στρατοκρατία, θέλουμε το ψωμί μας».

Για μία περίπου ώρα χωροφύλακες και εργάτες ήρθαν σε συμπλοκές σώμα με σώμα, με τους δεύτερους να μεταχειρίζονται, για την άμυνά τους, τους υποκόπανους των όπλων τους. Τελικά με τη σύμφωνη γνώμη των αρχών, όπως αναφέρει ο Ριζοσπάστης[3], τα βαγόνια εκκενώθηκαν από τα ανεπεξέργαστα καπνά της εταιρείας των Αδελφών Παναγόπουλου και οι εργάτες τα μετέφεραν στην αποθήκη του σταθμού με «τη ρητή υπόσχεση των αρχών ότι επ’ ουδενί λόγω θα επιτρέψουν την φόρτωσιν».

Στη συνέχεια σχηματίσθηκε ογκώδης διαδήλωση, η οποία κατευθύνθηκε ξανά προς την κεντρική πλατεία. Οι διαδηλωτές μάλιστα περνώντας μπροστά από το σπίτι του Δημάρχου Ανδρέα Παναγόπουλου, ο οποίος ήταν γόνος της καπνεμπορικής εταιρείας, που επιχείρησε την μεταφορά των ανεπεξέργαστων, «εξέσπασαν εις αποδοκιμασίας εναντίον αυτού».

Μόλις οι διαδηλωτές έφτασαν ξανά στην κεντρική πλατεία ο Αλέκος Ντούβας, αφού συνεχάρη τους καπνεργάτες για την πειθαρχία που έδειξαν σε όλη τη διάρκεια του συλλαλητηρίου, τόνισε ότι με την ίδια πειθαρχία πρέπει να συνεχίσουν τον δίκαιο αγώνα τους.

Στο φύλλο του ΣΚΡΙΠ[4] της 3ης Μαρτίου 1927, αμφισβητείται η καθολική συμπαράσταση της τοπικής κοινωνίας στους καπνεργάτες, αφού, όπως αναφέρει ο συντάκτης του αντίστοιχου ρεπορτάζ, «ο Εμπορικός Σύλλογος συνελθών και έχων υπόψη την δοθήσα προ ημερών υπόσχεσιν του διοικητικού συμβουλίου των καπνεργατών περί μη επαναλήψεως των σκηνών διεμαρτυρήθη εις την κυβέρνησιν  δια την διασάλευσιν της τάξεως και εζήτησεν την επιβολήν του κράτους του νόμου». Σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα οι συνεταιρισμοί του Αγρινίου διαμαρτυρήθηκαν για την διασάλευση της τάξης και ζήτησαν να επιβληθεί ο νόμος. Την ίδια στάση κράτησαν και οι συνεταιρισμοί Μουσταφουλίου και Παπαδατών, οι ομώνυμες κοινότητες και το σωματείο των κοινοφελών έργων της Μακρυνείας, στο οποίο, σύμφωνα με το δημοσίευμα, μετείχαν 14 κοινότητες.

Ο υπουργός εσωτερικών της οικουμενικής κυβέρνησης Ζαΐμη Παναγής Τσαλδάρης, αργά το βράδυ της 2ας Μαρτίου, σύμφωνα με δηλώσεις του στους δημοσιογράφους υποστήριξε ότι υπάρχει οργανωμένη κομμουνιστική κίνηση, η οποία έχει ως στόχο της τη δημιουργία γεγονότων. Από τις εκθέσεις οι οποίες διαβιβάστηκαν στο υπουργείο είπε ο Τσαλδάρης ότι ένα μέρος των εργατών «διάκεινται ευμενώς προς την κομμουνιστικήν ιδεολογίαν και το άλλο παρασύρεται ενίοτε υπό των κομμουνιστών χάρις εις την τελείαν αφ’ ενός οργάνωσιν αυτών, αφ’ ετέρου δε εις επιδεικνυομένη  επιτηδειότητα, όπως υποστηρίζουν τα καθαρώς εργατικά ζητήματα». Για το λόγο αυτό αμέσως μόλις λήφθηκε το τηλεγράφημα το οποίο αναφερόταν στα γεγονότα του Αγρινίου, διέταξε να ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής. Για το λόγο αυτό έστειλε αργά τη νύχτα αναλυτικές οδηγίες στην εισαγγελία και τον διοικητή της χωροφυλακής Αγρινίου, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η εξαγωγή των καπνών με κάθε τρόπο.

Την ίδια νύχτα το Αγρίνιο έμοιαζε με πόλη σε κατάσταση πολιορκίας, αναφέρει ο Ριζοσπάστης. Οι δρόμοι της πόλης είχαν γεμίσει με ένστολους οι οποίοι περιπολούσαν μέχρι νωρίς το πρωί. Πραγματοποιήθηκαν δέκα (10) περίπου συλλήψεις καπνεργατών, ενώ καταζητούνταν ολόκληρο το Διοικητικό Συμβούλιο του σωματείου, καθώς και αρκετοί καπνεργάτες μέλη του σωματείου. Επιτροπή καπνεργατών επίσης, επισκέφθηκε τον Ανδρέα Παναγόπουλο, καπνέμπορο και Δήμαρχο της πόλης, και τον κατέστησε υπεύθυνο για τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν.

Την 4η Μαρτίου, οι συλληφθέντες καπνεργάτες Κωνσταντίνου, Κολτσίδας, Χατζής, Καταπόδης, Καλαντζής, Καφρίτσας και Ντορπαντζόγλου μεταφέρθηκαν σιδηροδέσμιοι και με ισχυρή δύναμη της χωροφυλακής στις φυλακές του Μεσολογγίου ως υποκινητές της στάσης των καπνεργατών. Στους συλληφθέντες απαγορεύτηκε να τους επισκεφθεί ακόμα και ο εκπρόσωπος της «Εργατικής Βοήθειας», ενώ δεν τους χορηγήθηκε ούτε τροφή ούτε ρούχα. Την ίδια μέρα συνεδρίασε το συμβούλιο των Καπνεργατών και απέστειλε τηλεγράφημα προς την κυβέρνηση με το οποίο ζήτησε την άμεση αποφυλάκιση των κρατουμένων και την άρση των καταδικαστικών μέτρων με τα οποία κατηγορήθηκαν. Παρόμοιο τηλεγράφημα απέστειλαν και οι εργάτες του Μεσολογγίου. Παράλληλα η χωροφυλακή της πόλης ενισχύθηκε με έναν λόχο ευζώνων, ο οποίος έφθασε στο Αγρίνιο σιδηροδρομικώς από το Μεσολόγγι.

Στις 6 Μαρτίου ο εισαγγελέας εφετών της Πάτρας έφτασε στο Αγρίνιο και συναντήθηκε με επιτροπή των καπνεργατών. Ο Εισαγγελέας συμφώνησε μαζί τους να σταματήσει κάθε απόπειρα φόρτωσης καπνού μέχρι τη σύγκλισης της Βουλής, εκτός από μια μικρή ποσότητα του καπνεμπορικού οίκου «Αφοί Παναγόπουλου», η οποία θα μεταφέρονταν στο Βόλο. Πράγματι η φόρτωση αυτής της ποσότητας έγινε αυθημερόν, αφού πρώτα γύρω από τις αποθήκες της συγκεκριμένης εταιρείας στήθηκαν πολυβόλα. Για την μετέπειτα τύχη των συλληφθέντων καπνεργατών δεν έχουμε βρει προς το παρόν καμία άλλη πληροφορία.

 

 

Παραπομπές: 1.Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, έτος 32ο, περίοδος 5η, αρ. φύλλου 8533, σελ. 4. | 2. Ριζοσπάστης, 3 Μαρτίου 1927, Αθήνα, Περίοδος Γ΄, Χρόνος Θ, αρ. φυλ. 191, σελ. 4| 3. Ριζοσπάστης, 3 Μαρτίου 1927, Αθήνα, ο.π. | 4. Σκριπ: Όνομα σατιρικού εντύπου ιδιοκτησίας του βουλευτή Λέσβου Ευστρατιάδη, με εκδότη τον Ευάγγελο Κουσουλάκο. Άρχισε να εκδίδεται στις 22 Αυγούστου του 1893 ως εφημερίδα και ονομαζόταν «Το ΣΚΡΙΠ». Είχε στο πρωτοσέλιδό του μία ή πολλές γελοιογραφίες. Λίγο αργότερα ονομάστηκε απλά ΣΚΡΙΠ και έγινε εφημερίδα ειδήσεων και πολιτικής, φιλοβασιλικό όργανο του παλαιοκομματισμού. Ουσιαστικά διέθετε σταθερά αντιβενιζελικό χαρακτήρα θεωρώντας τον Βενιζέλο «προδότη», προπαγανδίζοντας παράλληλα ανοικτά υπέρ του Κωνσταντίνου. Το τελευταίο τεύχος της εφημερίδας κυκλοφόρησε το 1930. Το αντίπαλο δέος της εφημερίδας ήταν η εφημερίδα «Πατρίς», όργανο των Φιλελευθέρων, όπως και η εφ. «Εμπρός».
Φωτογραφία: Καπναποθήκες Παναγόπουλου

AgrinioStories