Σπ. Κουκουλομάτης: «Πέρασα από τον Συνοικισμό»

Κουκουλομάτης:«…σ’ αυτόν τον αέναο ποδαρόδρομο
της οπισθοχώρησης και της ντροπής πέρασα κι εγώ,
μαζί με άλλους από τον Προσφυγικό Συνοικισμό του Αγρινίου…»

  • έγραψε ο Γιώργος Πανταζόπουλος

Όταν «έσπασε» το μέτωπο και υπογράφηκε η συνθηκολόγηση (Απρίλιος 1941), ακολούθησε η οπισθοχώρηση των Ελλήνων στρατιωτών από την ελληνοαλβανική μεθόριο. Ένας από αυτούς τους χιλιάδες στρατιώτες που πήραν το δρόμο της επιστροφής ήταν και ο ζωγράφος Σπύρος Κουκουλομάτης, που έφτασε μετά από αφάνταστη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία, στο Αγρίνιο. Οι Έλληνες φαντάροι, έφτασαν στην περιοχή του Αγρινίου, κουρασμένοι και κα-ταπονημένοι από την εξαντλητική πεζοπορία, όμως καμία πόρτα, κανένα σπίτι, όπου και αν χτύπησαν, δεν τους άνοιξαν οι άνθρωποι για να τους προσφέρουν έστω λίγο νερό. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς τον οικισμό του Αγ. Κωνσταντίνου, όπου οι κάτοικοι, οι περισσότεροι πρόσφυγες από τη Μικρασία, τους άνοιξαν την αγκαλιά και τους καλοδέχτηκαν στα φτωχικά τους σπίτια. Τους πρόσφεραν φαγητό, νερό και ένα κρεβάτι για να ξαποστάσουν.

Το Μάιο του 1986 ο Σπύρος Κουκουλομάτης, Καθηγητής στη Σχολή «Σταυράκου» επισκέφθηκε το Αγρίνιο για να κάνει μια διάλεξη για τη ζωγραφική, στο Πνευματικό Κέντρο της πόλης. Είχε έρθει με λεωφορείο του υπεραστικού ΚΤΕΛ, και μόλις κατέβηκε στον επιβατικό σταθμό, είπε στο συμπατριώτη μας Θαν. Βαλαώρα (ζωγράφο-σκηνογράφο) που τον περίμενε, να πάρει απ΄ την μπαγκαζιέρα έναν τυλιγμένο σε χαρτί πίνακα. Ρώτησε πώς θα πάνε στον Αγ. Κωνσταντίνο και παίρνοντας ένα ταξί κατευθύνθηκαν προς τα εκεί και κατέβηκαν στο δημαρχείο. Συνάντησαν τον τότε Πρόεδρο και πρόσφερε τον πίνακα στην Κοινότητα Αγίου Κωνσταντίνου. Το ζωγραφικό έργο απεικόνιζε μια ατέλειωτη σειρά ανθρώπων (προσφύγων) που περπατούσαν στην έρημο. Το συγκεκριμένο έργο βρίσκεται σε αίθουσα του παλιού σχολείου.

 

 

Με μια ιδιόχειρη επιστολή του ο Σπύρος Κουκουλομάτης έγραψε για την εμπειρία του και ευχαρίστησε τους κατοίκους του Αγ. Κωνσταντίνου:

«Κύριε Πρόεδρε,

Αν η λήθη είναι αρετή, τότε η μνήμη είναι χρέος και μάλιστα, απαράγραπτο όταν πρόκειται για μνήμη ιστορική. Έστω κι αν αυτό το χρέος περιμένει 45 χρόνια για να υπομνησθεί στους συνομηλίκους και στους νεωτέρους μου.

Γράφω λοιπόν, για να σας θυμίσω τον Απρίλη του ΄41, τότε που με το σπάσιμο του Μετώπου χιλιάδες νοτιοελλαδίτες στρατιώτες βρεθήκαμε να κατεβαίνουμε από την Αλβανία βρώμικοι, ελεεινοί, τρισάθλιοι, ψειριασμένοι, καταδιωγμένοι και στιγματισμένοι μετά από μια ατιμωτική συνθηκολόγηση.

Τότε που πρόσφυγες στην ίδια μας τη χώρα εμείς, αντιμετωπίσαμε την ταπείνωση από πολλούς συμπατριώτες μας που μας αρνήθηκαν ένα πιάτο φαΐ ή που με ιδιοτέλεια θέλησαν να το ανταλλάξουν με τη χλαίνη μας, που μας έκλεισαν την πόρτα κατάμουτρα, που μας αρνήθηκαν νερό από το πηγάδι, που μας επιφύλαξαν την καχυποψία και το χλευασμό. Τότε που χάσαμε την εμπιστοσύνη μας στον άνθρωπο και το σεβασμό για τους εαυτούς μας.

Και θέλω να θυμίσω, τώρα, πως σ’ αυτόν τον αέναο ποδαρόδρομο της οπισθοχώρησης και της ντροπής πέρασα κι εγώ, μαζί με άλλους από τον Προσφυγικό Συνοικισμό του Αγρινίου, εκεί όπου, άνθρωποι μυημένοι στην οδύνη και τον κατατρεγμό, στις διώξεις και στους εμπαιγμούς μαθημένοι, από μίσος και φθόνο τρωθέντες, φιλόξενοι Μικρασιάτες πρόσφυγες μας περιέθαλψαν και μας παρηγόρησαν. Μας συμπαραστάθηκαν και μας υπερασπίστηκαν, μας αναγνώρισαν σαν ήρωες νικητές κι αδελφούς κι όχι σαν εξαχρειωμένους φαντάρους. Έτσι, που ανοίχτηκαν οι κασέλες και τα σεντούκια με τα ακριβά προικιά να γίνουνε στρωσίδια για τα ταλαιπωρημένα και λερά σώματά μας. Έτσι, που εμείς αναγνωρίσαμε τους ομόαιμους αδελφούς μας και με τούτους τους πρόσφυγες με δεσμούς δεθήκαμε ακατάλυτους. Έτσι, που και εμείς αναγνωρίσαμε το λαό και την πατρίδα που στ’ όνομά τους πολεμήσαμε.

Συγκλονισμένος ακόμη, μετά 45 χρόνια χωρίς να έχει αμβλυνθεί η μνήμη και η συγκίνηση αυτής της αλληλεγγύης θέλω να χαρίσω στην κοινότητά σας του Αγίου Κωνσταντίνου Τριχωνίδας, έναν πίνακά μου που αναφέρεται στο δράμα της Μικράς Ασίας, ώστε και συμβολικά να επιβεβαιώνεται και τώρα και πάντα ο άρρηκτος δεσμός μας με την Κοινότητα, τους αληθινούς ανθρώπους της και τους επιγενόμενούς τους.

Γράφω λοιπόν, για την ιστορική μαρτυρία, αλλά και για το προσωπικό χρέος που μου επιβάλλει η ανθρωπιά, η αγάπη της αλήθειας και η ακλόνητη πεποίθηση, πως πάντοτε άνθρωποι, σαν και κείνους τους αληθινούς της Κοινότητας, θα δίνουν πάντα στον άνθρωπο το Ανάστημά του και το κριτήριο του μέτρου του.

Αθήνα 10 Μαΐου 1986
Σπύρος Κουκουλομάτης»

 

Ο Σπύρος Κουκουλομάτης γεννήθηκε το 1917, έτος σημαδεμένο από πολλαπλές ιστορικές συγκρούσεις, με κυρίαρχα γεγονότα τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αφ’ ενός, και την Οκτωβριανή Επανάσταση αφ’ ετέρου. Ο ζωγράφος, κατά τη μεγάλη και ταραχώδη αυτή ιστορική και οικογενειακή περίοδο, έχτιζε το δικό του τόπο και τρόπο ζωής. Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στις γραμμές του ΕΑΜ της Καισαριανής.

Η ζωγραφική είχε κερδίσει την προτίμησή του από τα παιδικά του χρόνια, ώστε 16 ετών αρχίζει μαθήματα με δάσκαλο το Λουκά Γεραλή. Από το 1936 έως το 1938 φοιτά στην ΑΣΚΤ. Έως τότε, ο Σπύρος Κουκουλομάτης είχε διαμορφώσει αριστερή πολιτική συνείδηση, ερχόμενος σε ρήξη με τον πατέρα του. Πολέμησε στο Μέτωπο του ΄40, εντάχθηκε στο ΕΑΜ Καισαριανής και έζησε έντονα τα Δεκεμβριανά. Το ΄44 παντρεύτηκε την Ευθυμία, προσφυγοπούλα της Σμύρνης.
Ως δάσκαλος των Τεχνών αργότερα ήταν ανεπιφύλακτα γενναιόδωρος στη μετάδοση της γνώσης κερδίζοντας με την πνευματική και ηθική του χάρη την αγάπη των μαθητών του».

 

Πηγή: «αρχείον Αγρινίου», τεύχος 21 | Η επίσημη ιστοσελίδα του Σπ. Κουκουλομάτη: http:/ /koukoulomatis.info

AgrinioStories