Ο «κλεφτογιατρός» του Αγρινίου και οι ληστές

Στο Βραχώρι ζούσε ένας γερμανός γιατρός
ονόματι Μίλερ ή «ο κλεφτογιατρός»,
όπως τον αποκαλούσαν οι Βραχωρίτες,
από το γεγονός ότι οι περισσότεροι πελάτες του ήταν ληστές

 

Ο «κλεφτογιατρός»
έζησε πολλά χρόνια στο Βραχώρι

 

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821, ήταν η ληστεία. (Δείτε το: Ληστεία και ληστές στα μέρη μας τον 19ο αιώνα). Ήδη από την εποχή του Καποδίστρια, άρχισε η δράση ορισμένων ληστών, η οποία τα επόμενα χρόνια πήρε μεγάλες διαστάσεις, φτάνοντας σε σημείο να δημιουργήσει στην Ελλάδα προβλήματα στις σχέσεις της με άλλες χώρες. Τα πρώτα χρόνια όμως το φαινόμενο αντιμετωπίστηκαν με σχετική επιτυχία. Κάποιοι από τους χωρικούς μάλιστα, έλεγαν, ότι είχαν πάψει να φυλάνε τα ζωντανά τους, γιατί τους τα φύλαγε ο Μπαρμπαγιάννης, εννοώντας τον Καποδίστρια.

Με τον ερχομό του Όθωνα και τη διακυβέρνηση της χώρας από την Αντιβασιλεία, ως την ενηλικίωσή του, το πρόβλημα επανήλθε δριμύτερο.

Τον Μάρτιο του 1833, διαλύθηκαν τα άτακτα στρατεύματα της Επανάστασης και μόνον δύο χιλιάδες από τους άνδρες τους μπορούσαν να ενταχθούν στο νεοσύστατο Τάγμα των ακροβολιστών (ελαφρύ πεζικό). Έτσι «σώματα πειναλέων αγωνιστών διατρεχόντων πάσαν την χώραν», κάνουν την εμφάνισή τους. Άλλοι μιλούν για 5.000, άλλοι ανεβάζουν τον αριθμό τους στους 13.000.

Η φτώχεια στην Ελλάδα ήταν απερίγραπτη. Ο Νικόλαος Δραγούμης αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι ένα πιάτο φακής ήταν βασιλική πολυτέλεια και πάρα πολύς κόσμος τρέφονταν με ψωμί και ελιά μόνο. Όλες οι περιουσίες είχαν καταστραφεί ή «φαγωθεί» στον αγώνα και η δεκάχρονη αγρανάπαυση  της γης είχε κάνει τα χωράφια χέρσα.

Ο δραστήριος και ισχυρός πριν από την επανάσταση εμπορικός στόλος με τη λήξη της σχεδόν δεν υπήρχε. Είχε σταματήσει με αυτό τον τρόπο η πηγή μέσα από την οποία έφτανε το χρυσάφι στη χώρα. Η γη βρίσκονταν συγκεντρωμένη στα χέρια των τσιφλικάδων και των μοναστηριών. Τα οθωμανικά κτήματα εθνικοποιήθηκαν, το κράτος αντικατέστησε τους Τούρκους φεουδάρχες στις ιδιοκτησίες τους, που παρέμειναν όμως χέρσες και ακαλλιέργητες. Ο Βαβαρός Τιρς, έκανε μία σωστή (και σοφή) πρόταση, για δίκαιη διανομή των εθνικών κτημάτων στους ακτήμονες, ωστόσο δεν εισακούστηκε. Οι εξαθλιωμένοι αγρότες, βρίσκουν συχνά διέξοδο στην ένταξή τους σε ληστρικές συμμορίες.

Καμία ικανοποίηση δεν δίνονταν σε όσους με τους αγώνες τους  έδωσαν υπόσταση στο ελληνικό κράτος.   Το γεγονός αυτό οδήγησε αρκετούς εκείνα τα χρόνια  στην απόφαση να ξαναπάρουν τα τουφεκιά και να ξαναβγούν στα βουνά.  Γέμισε τότε η μικρή ακόμα Ελλάδα με ληστές.  Αλλά οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν κακοποιοί.

Στο ΕΜΠΡΟΣ της Κυριακής της 15ης Μαΐου του 1927 βρίσκουμε τυπωμένο ένα πρωτοσέλιδο χρονογράφημα που υπογράφει ο Θεόδωρος Βελλιανίτης, το οποίο περιγράφει ένα χαρακτηριστικό γεγονός των σχέσεων που αναπτύσσονταν ανάμεσα  στους καταζητούμενους  ληστές,  τους πολίτες και τις στρατιωτικές αρχές. Ο Βαυαρός λοχαγός Στρέσσερ, σύμφωνα με το χρονογράφημα, είχε αναλάβει την υπηρεσία να κυνηγήσει τους ληστές στην επαρχία του Αγρινίου.

Στο Βραχώρι, εκείνα τα χρόνια, ασκούσε την επιστήμη του ένας γερμανός γιατρός ονόματι Μίλερ, ο οποίος είχε εγκατασταθεί την μικρή τότε αιτωλική κωμόπολη μαζί με την γερμανίδα σύζυγό του. Οι κάτοικοι του Βραχωρίου τον αποκαλούσαν «κλεφτογιατρό», γιατί γιάτρευε αποκλειστικά και μόνο τους τραυματισμένους ληστές, οι οποίοι έμπαιναν ελεύθερα στην κωμόπολη για να έχουν τις υπηρεσίες του, πληρώνοντάς τον μάλιστα καλύτερα από κάθε άλλον πελάτη του. Ο Μίλερ την επιστήμη του την θεωρούσε ιερή και όποιον δέχονταν για θεραπεία, ακόμα και ληστής να ήταν αυτός, ουδέποτε τον πρόδιδε στις αρχές. Η σύζυγος του μάλιστα, τους ληστές τους θεωρούσε, όπως οι Γερμανοί, «Βιγράβους», δηλαδή ρομαντικούς ήρωες, οι οποίοι τύχαινε να είναι και οι καλύτεροι πελάτες του άντρα της, γιατί τους προφύλασσε από κάθε καταδίωξη και τους ειδοποιούσε κάθε φορά που εμφανιζόταν οι διωκτικές αρχές. Έτσι στο Βραχώρι ο Μίλερ θεωρούνταν ο επίσημος γιατρός των ληστών.

Όταν, ένα φθινοπωρινό απόγευμα, ο Στράσσερ έφτασε μαζί με τους άντρες του στο Βραχώρι για να αναλάβει την υπηρεσία του, ενημερώθηκε και για τον συμπατριώτη του γιατρό, που ζούσε εκεί και μία από τις επόμενες μέρες του χτύπησε την πόρτα.

Μία παχουλή και ψηλή Γερμανίδα, τριάντα περίπου ετών, εμφανίστηκε στο κατώφλι. Όταν της έδωσε το χέρι για να την χαιρετήσει αυτή το έπιασε και το έσφιξε τόσο δυνατά με το δικό της, που του προξένησε έντονο πόνο.  Πονώντας μπήκε στο σπίτι ο λοχαγός και η γυναίκα τον οδήγησε σε ένα δωμάτιο μέσα στο οποίο ο «κλεφτογιατρός» προσπαθούσε να τεμαχίσει έναν φρέσκο λαγό.

– Τι, ρώτησε έκπληκτος ο Στρέσσερ. Είστε κυνηγός; Που ξετρυπώσατε αυτό τον λαγό;

– Εγώ δεν πιάνω λόγους, παρά μόνο ψημένους, του απάντησε εκείνος. Εχώ όμως φίλους που μου φέρνουν κυνήγι. Στην κουζίνα έχω άλλους δύο ακόμα. Μαγδαληνή -έτσι λέγαν τη γυναίκα του- φέρε έναν να τον δώσουμε στον κύριο λοχαγό.

Ο Στρέσσερ που είχε πληροφορηθεί τις σχέσεις του γιατρού με τους ληστές του είπε: «Καταλαβαίνω ότι είναι δώρα των φίλων σου των ληστών αλλά εγώ, ως λοχαγός, δεν έχω εντολή από την κυβέρνηση να εμποδίσω αυτά τα δώρα. Πρόσεχε μόνο τον έπαρχο, τον κυρ Δημητράκη, ο οποίος δεν χωρατεύτει μ’ αυτά».

«Ναι», είπε η Μαγδαληνή. «Ο έπαρχος είναι περίεργος άνθρωπος. Δεν μας αφήνει ήσυχους να κάνουμε τη δουλειά μας. Μας κατασκοπεύει διαρκώς και «ψάχνεται» πολύ με την πελατεία μας αλλά εγώ δεν τον φοβάμαι. Στο κάτω-κάτω της γραφής κανένας νόμος δεν μπορεί να μας απαγορεύσει να βοηθήσουμε έναν άνθρωπο πληγωμένο ή άρρωστο όταν μας ζητάει την ιατρική μας βοήθεια, ακόμα και αν είναι ληστής. Αυτό είναι το καθήκον μας. Αν κάναμε το αντίθετο, θα ήμασταν άνθρωποι χωρίς τιμή και χωρίς συνείδηση».

«Εκτός αυτού», του είπε ο Μίλερ, «ο κυρ Δημητράκης είναι έπαρχος και τον προστατεύουν οι στρατιώτες· το να καταδώσω εγώ όμως ένα ληστή θα είχε σαν συνέπεια να με δείτε καμιά μέρα κρεμασμένο στον Πλάτανο της αγοράς, γιατί οι κλέφτες, δεν παίζουν με αυτά τα ζητήματα και με το δίκιο τους. Γιατί είναι ζήτημα αυτοσυντήρησης.»

Μετά από λίγο κάθισαν στο τραπέζι. Η όρεξη του Στρέσσερ ήταν μεγάλη. Έτρωγαν και οι τρεις τον καλοψημένο λαγό και τον πότιζαν κόκκινο κρασί της Δοβραίνης. Πάνω όμως στο αποκορύφωμα του φαγητού συνέβη κάτι περίεργο: ξαφνικά και από παντού ξεπήδησαν δέκα γάτες κι ανέβηκαν στο τραπέζι και στους ώμους του γιατρού και της γυναίκας του. Ο λοχαγός στην απροσδόκητη αυτή εισβολή των νέων θαμώνων τρόμαξε. «Μη φοβάσαι του είπε η γιατρίνα είναι τα παιδιά μου. Με τη φροντίδα τους παίρνω τις ώρες μου εδώ, σε αυτό το μονότονο χωριό.»

Οι γάτοι πήραν το μερίδιο που τους αναλογούσε από το λαγό και με μία βραχνή κραυγή της κυρίας Μαγδαληνής αποχώρησαν κανονικότητα και με στρατιωτική πειθαρχία. Τόσο πολύ ήταν διαπαιδαγωγημένοι.

Συνέβησαν όμως κατά το γεύμα αυτό και άλλα πιο περίεργα πράγματα. Κατά τη διάρκεια του γεύματος φώναξαν τον Μίλερ κατ’ επανάληψη οι ληστές, οι οποίοι είχαν την ανάγκη φαρμάκων ή την εξέταση κάποιου δικού τους.

Ο λοχαγός αντιλαμβανόταν τι συνέβαινε αλλά δεν ήθελε να παραβιάσει την ιερότητα της φιλοξενίας, ούτε να έρθει σε σύγκρουση με τους άρρωστους ληστές, οι οποίοι συνοδεύονταν από συντρόφους τους οπλισμένους σαν αστακούς. Έτσι ενώ η στρατιωτική εξουσία έτρωγε το λάγο της, οι ληστές έμπαιναν στο διπλανό δωμάτιο και συμβουλευόταν το γιατρό, χωρίς να δίνουν καμία προσοχή στην παρουσία του καταδιωκτικού αποσπάσματος.

Ο «κλεφτογιατρός» έζησε πολλά χρόνια στο Βραχώρι. Η κυρία Μαγδαληνή είδε να ασπρίζουν τα μαλλιά της και ο γιατρός την πελατεία του να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Έμαθαν όλους τους ληστές της περιοχής, και τα βουνά της Ακαρνανίας δεν έπαψαν να τους τρέφουν με λαγούς, οι οποίοι αποτελούσαν το αγαπημένο φαγητό του Γερμανικού ζευγαριού και των δέκα γάτων τους.

Φωτογραφία: Μάχη μεταξύ ληστών και διωκτικών αποσπασμάτων