Νυχτερινή περιπέτεια – Η «Σιωπηλή διαφυγή»

Σ’ όλο τούτο το διάστημα, που οργανώθηκε
και πραγματοποιήθηκε
η επιχείρηση «σιωπηλή διαφυγή»,
η δική μας μικρή ομάδα είχε μείνει αμετακίνητη

  • Ένα κείμενο του Αντρέα Τσαπάρα
  • Πηγή: «αρχείον Αγρινίου», τεύχος 12

Πρόλογος

 

Όταν θελήσεις να γράψεις κάτι για την Αντίσταση στα χρόνια της χιτλεροφασιστικής κατοχής, δυσκολεύεσαι πολύ να τ’ αποφασίσεις. Είναι ένα θέμα που δεν μοιάζει καθόλου με όλα τ ‘ άλλα. Και νιώθεις στο τέλος μέσα σου πως η Αντίσταση δεν είναι καν «θέμα», όπως θα το λέγαμε, παρά βίωμα που λες και δεν μπορούμε να το ξεχωρίσουμε από τη ζωή μας την ίδια, για να το περιγράψουμε. Και ξαφνικά, οι μνήμες, ένας ολόκληρος θησαυρός φυλαγμένος μ’ ευλάβεια στα κατάβαθα της ψυχής, αναπηδούν σε κάθε περίπτωση, όλες μαζί, με μια ορμή που σε τρομάζει. Πώς ν’ αρχίσεις, πώς να τελειώσεις και πώς στο τέλος να σωθείς απ’ αυτόν τον ασταμάτητο χείμαρρο;

Όμως για ν’ αρχίσεις υπάρχει μια απαραβίαστη προτεραιότητα. Είναι οι νεκροί μας. Είναι οι χιλιάδες ήρωες, που πολεμώντας τα δύσκολα κείνα χρόνια για την πατρίδα, έπεσαν στα πεδία της μάχης. Να η πρώτη συγκλονιστική ανάμνηση. Μέσα από μια ατελείωτη σειρά αναγνωρίζεις φίλους συναγωνιστές και άγνωστους αδελφοποιτούς, που κάποτε, στα χρόνια κείνα της μεγαλοσύνης, πορευτήκατε μαζί το δρόμο της τιμής και της πάλης. Αυτοί έπεσαν. Και δίπλα τους στέκουν ζωντανοί κι αδούλωτοι όλοι όσοι οργανωμένοι μαχητές, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν σκληρά από τους καταχτητές, πείνασαν και ξεπάγιασαν στα κάτεργα και στα στρατόπεδα, μαρτύρησαν μα δε λύγισαν, περιμένοντας ν’ ανθοβολήσει από τη θυσία τους η λευτεριά. Κι έτσι, με την επιβλητική προπομπή των ηρώων και των μαρτύρων, φτάνεις στον αγωνιστή λαό.

Είχα τη μεγάλη τιμή μες από τις γραμμές του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου να προσφέρω κι εγώ τις υπηρεσίες μου– ελάχιστες, πες ασήμαντες- στον αγώνα της εποχής εκείνης, στρατευμένος κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην περιφέρεια της Δυτικής Στερεάς, όπου βρίσκεται και η ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Αγρίνιο. Εκεί με μερικούς άλλους φίλους  και συναγωνιστές, ξεκινώντας από τους εργάτες, απλώσαμε σε λίγο με γοργό ρυθμό το κήρυγμα και τη δύναμη της Αντίστασης σε όλα τα στρώματα του λαού, στις πόλεις, τους κάμπους και στα βουνά. Στην πορεία αυτή της οργανωτικής επαφής και της ανασύνταξης, εκεί είδα για πρώτη φορά τόσο καλά κι εκεί γνώρισα τόσο βαθιά το πραγματικό πρόσωπο του λαού. Είδα τη μεγαλοσύνη και την εξυπνάδα του, είδα την παλικαριά και τη λεβεντιά του, θαύμασα την πίστη και την αφοσίωσή του στην πατρίδα, καμάρωσα την ψυχική του ομορφιά, την τιμιότητα, τη λιτότητα, την εγκαρτέρηση, την αισιοδοξία, την α-ντοχή του. Είδα όλ’ αυτά τα χαρίσματα που τον ατσαλώνουν και τον κάνουν ανίκητο. Εγκολπώθηκε τα ιδανικά της Αντίστασης και φανέρωσε τότε ο λαός τις πραγματικές του αρετές, που αποτελούν , όταν αξιοποιηθούν από σωστή καθοδήγηση, και το μεγαλείο της παντοδυναμίας του.

Όμως, αλήθεια το περίεργο, εκεί γνώρισα και τον ίδιο τον εαυτό μου. Τον γνώρισα, θέλω να πω, καλύτερα. Μέσα στην πυκνή και σφιχτοδεμένη παλλαϊκή ενότητα, που κινητοποιούταν πολυδύναμη από τα ιδανικά της εθνικής ανεξαρτησίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, ένιωθα, ανάλογα με την προσφορά μου, να ολοκληρώνεται και η δική μου προσωπικότητα. Το λίγο, που έδινα στον κοινό αγώνα, είχε σαν αντιπαροχή την ικανοποίηση και την έξαρση. Πλούσια δώρα και υπέρτατη διδαχή, που μονάχα η συμμετοχή στους δίκαιους αγώνες μπορεί να σου προσφέρει. Τότε ήταν που κατάλαβα πιο καλά πως μονάχα, όταν συμπορεύεσαι με τους πολλούς στο μεγάλο και δύσκολο δρόμο της λαϊκής δημιουργίας, αποχτάς κοινωνική, δηλαδή ουσιαστική υπόσταση. Διαφορετικά, ζώντας ξε-κομμένος από το λαό, όπως και να το κάνεις, καταντάς στο τέλος μια άδεια φιγούρα που ναρκισσεύεται να πιστεύει πως είναι τάχα ανεξάρτητη και λεύτερη. Στη δοξασμένη της διαδρομή η Εθνική μας Αντίσταση στάθηκε κι ένα μεγάλο σχολείο, που, στην αναμορφωτική του δράση, πρόφτασε να πλάσει κι αληθινούς χαρακτήρες. Έτσι κι άντεξε αργότερα η ιδέα της στην εποχή του μεγάλου διωγμού.

Αυτός ο μικρός πρόλογος δεν έχει μεγάλες αξιώσεις. Γράφτηκε μονάχα με πρόθεση να υπογραμμιστεί ένα πράγμα πολύ απλό και γνωστό σε όλους: πόσο μεγάλη, δηλαδή, είναι η κληρονομιά της Εθνικής Αντ-στασης και πόσο μεγάλη είναι αντίστοιχα κι η ευθύνη όλων μας, όταν καταπιανόμαστε με το δύσκολο έργο ν’ ανιστορήσουμε λίγα ή και περισσότερα περιστατικά από την ανυπέρβλητη αυτή λαϊκή δημιουργία. Χρέος έχουμε να μην χάνουμε ποτέ από τα μάτια μας το μεγαλείο αυτής της πανεθνικής προσπάθειας κι από το μεγαλείο αυτό να ξεκινάμε. Κι όχι, όπως μερικοί φίλοι μας, που θέλοντας να φιλολογήσουν και να λογοτεχνήσουν, τάχα ρεαλιστικά, κερδοσκοπούν συστηματικά στις αδυναμίες και τα σφάλματα, που παρουσίασε το μεγάλο αυτό Κίνημα. Οι αδυναμίες και τα σφάλματα, ακόμα κι ο πόνος που αισθανόμαστε γι’ αυτά που πραγματικά έγιναν, δεν αφαιρούν τίποτα από τη λάμψη της Αντίστασης. Τη δείχνουν μονάχα πιο αληθινή και πιο ανθρώπινη. Και τη φωτίζουν για παρόρμηση και διδαχή.

Όσο για μένα, θα προσπαθήσω να δώσω παρακάτω μια σειρά από μικρά περιστατικά, σταχυολογημένα από τα παραλειπόμενα, ας πούμε,  της Ιστορίας. Και αυτό γιατί θαρρώ πως μες από τη συνέχειά τους φανερώνεται μια ξεχωριστή πτυχή της Αντίστασης, τέτοια που μονάχα στην περιφέρεια της Δυτικής Στερεάς παρουσιάστηκε. Αρχίζω απ’ αυτή με τη διαβεβαίωση πως η μικρή μου αφήγηση είναι απόλυτα σωστή κι αληθινή. Αναφέρεται άλλωστε, σε πρόσωπα, όπως και σε τόσους φίλους και συναγωνιστές της εποχής εκείνης, που αγάπησα πολύ και δικαιολογημένα.

 

Προσοχή, απόψε θα γίνουν συλλήψεις!

Ήταν παραμονές Ευαγγελισμού του 1943. Μια μεγάλη σύσκεψη των στελεχών της Δυτικής Στερεάς, που πραγματοποιήθηκε στο αγροτόσπιτο της οικογένειας Αυγούλη στο χωριό Ζαπάντι, αφού κράτησε δυο ολόκληρες μέρες, είχε πια τελειώσει. Και το βράδυ της δεύτερης μέρας, με τα συνηθισμένα αυστηρά μέτρα προφύλαξης, φύγαμε από το φιλόξενο σπίτι, για να πάει ο καθένας στην επαρχία και στη θέση του. Οι αποφάσεις που είχαμε πάρει ήταν σημαντικές και θα βοηθούσαν πολύ στην καλύτερη οργάνωση του αγώνα. Το κίνημα φούντωνε τότε όλο και περισσότερο και οι ανάγκες που παρουσίαζε η ανάπτυξή του ήταν τεράστιες. Προσπαθούσαμε ν’ ανταποκριθούμε όσο μπορούσαμε καλύτερα και το καταφέραμε σε σημαντικό βαθμό με την ακατάβλητη εργατικότητα και αυτοθυσία που έδειχναν όλοι. Κι είναι αλήθεια, πως ως εκείνες τις μέρες η Ιταλική Διοίκηση δεν είχε μπορέσει- όπως έδειχνε τουλάχιστον- να παρακολουθήσει, να εξιχνιάσει, να ανακαλύψει πρόσωπα και να χτυπήσει την Οργάνωση. Έτσι, παρασυρμένοι ως ένα βαθμό από την επικίνδυνη αυτή «αίσθηση ασφάλειας», διατηρούσαμε ακόμα μέσα στην πόλη του Αγρινίου το μεγαλύτερο κλιμάκιο της περιφερειακής Επιτροπής του ΕΑΜ.

Είχε πια σουρουπώσει για καλά την ανοιξιάτικη κείνη μέρα της επιστροφής από τη σύσκεψη, όταν άλλοι φίλοι κι εγώ μπήκαμε ήσυχα – ήσυχα σαν αμέριμνοι περιπατητές στην πόλη. Κατευθυνθήκαμε στο σπίτι, όπου τις πιο πολλές φορές γίνονταν οι συναντήσεις κι όπως θυμάμαι καλά στείλαμε αμέσως τον αξέχαστο αγωνιστή Κωστάκη Αυγούλη να κυκλοφορήσει έξω και να έρθει σ’ επαφή με ορισμένα στελέχη, που θα μας ενημέρωναν για κάθε τι που είχε συμβεί στο διάστημα της απουσίας μας. Και να που σε λίγο, ο Κωστάκης, γυρίζοντας σοβαρός και ανήσυχος, μας ανακοίνωσε τη θετική, όπως τόνισε, πληροφορία πως την ίδια αυτή νύχτα η Καραμπαναρία θα έκανε, με βάση έναν κατάλογο που είχε ετοιμάσει μεθοδικά, ομαδικές συλλήψεις, για να εξαρθρώσει με ένα αποφασιστικό χτύπημα την οργάνωση. Η είδηση ήταν τρομερή και τα περιθώρια του χρόνου που είχαμε στη διάθεσή μας ήταν ολότελα περιορισμένα- μιάμιση ως δυο ώρες το πολύ. Η νυχτερινή κυκλοφορία σταματούσε στις 10:00.

Η στιγμή ήταν πραγματικά κρίσιμη κι αποφασιστική για την τύχη του κινήματος στη Δυτική Στερεά. Όλο το βάρος της ευθύνης για την αποτελεσματική αντιμετώπιση έπεφτε σ’ εμάς τους τρεις, που αποτελούσαμε τότε και τη Γραμματεία της Περιφερειακής. Κινηθήκαμε αστραπιαία. Καταρτίζοντας έναν κατάλογο με τα ονόματα των πιο γνωστών στελεχών, που ξέραμε πως κινδυνεύουν περισσότερο, συνδεθήκαμε αμέσως με τον υπεύθυνο της πόλης και ειδικότερα με την οργάνωση της Νεολαίας. Η εντολή που δόθηκε ήταν κατηγορηματική: μέσα στο συντομότερο χρονικό διάστημα- σε μια ώρα- να ειδοποιηθούν όλα τα στελέχη που είχαμε επισημάνει, ώστε οπωσδήποτε πριν από τη λήξη της κυκλοφορίας να πάρουν θετικά μέτρα για την προσωπική τους ασφάλεια, καθώς επίσης και για την ασφάλεια των μελών που είχαν μαζί τους οργανωτική επαφή. Και χάρη στην πειθαρχία και τη αυτοθυσία όλων και ιδιαίτερα της χρυσής αντιστασιακής μας Νεολαίας, το εξαιρετικά δύσκολο αυτό καθήκον πραγματοποιήθηκε με καταπληχτική ακρίβεια. Μέσα σε μιαν ώρα αυτοί που κινδύνευαν είχαν κιόλας ειδοποιηθεί.

Το σκοτάδι, που στο μεταξύ είχε πέσει πυκνό, προστάτεψε τους αγωνιστές, που κινήθηκαν βιαστικά, για να εξασφαλίσουν «σίγουρα καταλύματα» και ν’ αποφύγουν τη σύλληψη. Σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαν δοθεί, άλλοι, που θα έμεναν μέσα στην πόλη, «άλλαξαν» σπίτια κι άλλοι, που δεν μπόρεσαν πια να παραμείνουν σ’ αυτή, έφυγαν έξω, για να φτάσουν πεζοπορώντας αργά σε γειτονικά χωριά, όπου η οργάνωση τους έδωσε άσυλο και προστασία. Πολλοί απ’ αυτούς που απομακρύνθηκαν κείνη τη νύχτα από το Αγρίνιο, εντάχθηκαν αργότερα στον ΕΛΑΣ που είχε κιόλας αποχτήσει στην περιφέρειά μας την πρώτη ισχυρή αντάρτικη ομάδα του. Κι ύστερα απ’ όλα αυτά μπορεί κανένας ν αναρωτηθεί: απ’ όλη αυτή τη συνωμοτική διαδικασία της νύχτας οι καραμπινιέροι κατάφεραν τάχα ν’ αντιληφθούν (και να σημειώσουν στα βιβλία τους!) έστω και τις σκιές των αγωνιστών, που περνούσαν μπροστά στα μάτια τους, για να χαθούν σε λίγο μέσα στο σκοτάδι; Αν το κατάφερναν, θα ήταν γι’ αυτούς μια κάποια επιτυχία…

 

Συνεχίζεται…

 

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Ιστορία της Αντίστασης 1940 -45, εκδόσεις Αυλός, Αθήνα 1979. Είναι συλλογικό έργο μιας μεγάλης συγγραφικής ομάδας τον συντονισμό της οποίας είχε ο Βάσος Γεωργίου

AgrinioStories

Διαβάστε όλες
τις ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ του «ΑΡΧΕΙΟΝ ΑΓΡΙΝΙΟΥ»
κάνοντας clik πάνω στη διαφήμιση που ακολουθεί

One thought on “Νυχτερινή περιπέτεια – Η «Σιωπηλή διαφυγή»

Comments are closed.