Τυπογραφία & δημοσιογραφία στο Αγρίνιο του 19ο αι. (Μέρος 4ο)

Τυπογραφία και δημοσιογραφία
στο παλιό Αγρίνιο του 19ου αιώνα (Μέρος 4ο)

  • του Μάρκου Γκιόλια
  • Επιμέλεια: Λ. Τηλιγαδας

Από τον Σταυρόπουλο, στον Ζωγράφο και τον Βλαχόπουλο

Ο παραδοσιακός τυπογράφος ήταν ο άμεσος και αφανής συνεργάτης του συγγραφέα. Και οι δυο αποτελούσαν ένα αχώριστο δίδυμο στο πλαίσιο των λειτουργιών της παραδοσιακής τυπογραφίας. Ο ένας δούλευε με την πέννα και ο άλλος με την τέχνη του, συνθέτοντας ένα προς ένα τα τυπογραφικά στοιχεία του κειμένου. Εργασία καθαγιασμένη με ιδρώτα και στις δύο περιπτώσεις. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους ήταν η αυτόνομη υποστάτωση της εφημερίας και του βιβλίου, ως βασικών εργαλείων του πολιτισμού και της προόδου.

Η μικρή εφημερίδα του Σταυρόπουλου «Ο Πολίτης» δεν κλείνει μετά το θάνατο του ιδρυτή της. Ως την άνοιξη του 1894 συνεχίζει την έκδοσή της ο Γεώργιος Βλαχόπουλος, προσωπικότητα σημαντική για την αγρινιώτικη κοινωνία της εποχής. Η εφημερίδα δεν αλλάζει πολιτικές στοχεύσεις. Ακολουθεί την ίδια γραμμή στην ανάδειξη των τοπικών ζητημάτων και τη στήριξη των εκσυγχρονιστικών κινήσεων της πόλης. Οι στήλες της είναι γεμάτες από τοπικές ειδήσεις και μικρά άρθρα συνεργατών της για διάφορα προβλήματα.

Από το Μάιο όμως του 1894, η εφημερίδα περιέρχεται στον Παναγιώτη Ζωγράφο, με όλο το δίκτυο των συνδρομητών της. Στο μεταξύ δυο-τρεις εργάτες της πόλης είχαν ήδη εκμάθει από το Σταυρόπουλο στοιχειοθεσία και το χειρισμό του πιεστηρίου. Ήταν οι πρώτοι εργάτες τυπογράφοι της πόλης, δυστυχώς άγνωστα τα ονόματά τους. Ο Ζωγράφος καινοτομεί, αλλάζοντας τον τίτλο της εφημερίδας από Πολίτης σε Αγρίνιον, για άγνωστους λόγους. Πιθανώς να ήθελε τοπικά χρωματισμένη την εφημερίδα ακόμα και στον τίτλο. Η έκδοση πάντως του Αγρινίου φαίνεται να έχει γενικότερη απήχηση. Χαιρετίζεται η εμφάνιση από διάφορες πατρινές και αθηναϊκές εφημερίδες, στις οποίες ο Ζωγράφος είναι γνωστός ως ανταποκριτής. Μερικές μάλιστα αναδημοσιεύουν και ειδήσεις της.

Γύρω από την εφημερίδα συγκροτείται μια ομάδα τακτικών και μορφωμένων συνεργατών, που οραματίζονται τον αστικό εκσυγχρονισμό της πόλης: Ιωάννης Θεοφανίδης, Γεώργιος Τσακανίκας, Κων. Δημάδης, Ιωάννης Ακρίδας και κάποιοι άλλοι άμεσοι ή έμμεσοι υποστηρικτές. Από τα πρώτα κιόλας φύλλα της έκδοσής της, η εφημερίδα έρχεται σε σύγκρουση με ορισμένα διαρθρωμένα τοπικά συμφέροντα, αλλά και με κοινωνικές νοοτροπίες. Η πόλη δεν είχε αφομοιώσει ακόμα τις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες που εποικίστηκαν διαδοχικά σ’ αυτήν από το ΄21 και ύστερα. Η μαχητική αρθρογραφία της εφημερίδας προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις. Ο Ζωγράφος συγκρούεται με ισχυρούς τοπικούς παράγοντες, ιδίως με γαιοκτήμονες, που δεν επιθυμούν αλλαγές στην υπάρχουσα κατάσταση. Επιμένουν μάλιστα να χειραγωγούν κάθε κίνηση της πόλης. Γι’ αυτό και δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιδιώκουν τη φίμωση της εφημερίδας.

Στο πλαίσιο των εμφανών και αφανών αυτών αντιδράσεων γίνεται και απόπειρα δολοφονίας κατά του εκδότη της. Οι δυσχέρειες της εφημερίδας είναι όχι μόνον οικονομικές αλλά και τεχνικές, γιατί το τυπογραφείο του Σταυρόπουλου δεν ανήκει στο Ζωγράφο. Οι φορείς της κοινωνικής καθυστέρησης και οπισθοδρόμησης παρεμβαίνουν ακόμα και σ’ αυτό, προκειμένου να παρεμποδίσουν ή να ακυρώσουν την έκδοση της εφημερίδας. Αδίστακτα χρησιμοποιούν ως όπλα τη διαβολή και τη συκοφαντία.

Υπό τις συνθήκες αυτές η εφημερίδα κατορθώνει να επιβιώσει μόνο για πέντε μήνες. Το τελευταίο φύλλο της, το Νοέμβριο του 1894, τυπώνεται στην Πάτρα, σε μεγάλο σχήμα. Σ’ αυτό ο Ζωγράφος, αφού κάνει μια αποτίμηση της δημοσιογραφικής του προσφοράς, υπόσχεται την επανέκδοση του Αγρινίου, την πρώτη Ιανουαρίου του 1895. Η υπόσχεση όμως αυτή έμεινε λόγος κενός. Δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, παρόλο που η πόλη το είχε ανάγκη. Ο Ζωγράφος έφυγε από το Αγρίνιο και εγκαταστάθηκε μονίμως στην Αθήνα.

Τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η τοπική δημοσιογραφία της εποχής, από τεχνικής πλευράς, είναι κυρίως δύο: η αδυναμία οργάνωσης και δεύτερου τυπογραφείου με πιεστήριο στην πόλη και η έλλειψη εξειδικευμένων εργατών Τύπου. Το ένα προϋποθέτει το άλλο. Και τα δύο αποτελούν θεμελιακά προαπαιτούμενα για τη λειτουργία των εκσυγχρονιστικών ρευμάτων στην πόλη.

Τι έγινε όμως το τυπογραφείο Σταυρόπουλου; Αυτό βρισκόταν στα χέρια του Βλαχόπουλου, ο οποίος το μεταβίβασε στον Ιωάννη Ρόκο.

Στις αρχές του 1895 ο Ρόκος, ιδιοκτήτης πλέον τυπογραφείου και νεαρός δημοσιογράφος, που εκκολάφθηκε στο περιβάλλον του Σταυρόπουλου, βγάζει την Τριχωνία. Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά επαρχιακά φύλλα της εποχής, με πλουσιότατη και ποικίλη ύλη σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Η εφημερίδα πλαισιώνεται από ό,τι εκλεκτό και ανήσυχο υπάρχει στην τότε αγρινιώτικη κοινωνία. Η δίψα για αναμορφωτική ανάπλαση της πόλης είναι διάχυτη όχι σε κάποια χειραφετημένα άτομα, αλλά και σε ένα ευρύτερο κοινωνικό στρώμα.

Ανάμεσα στους τακτικούς συνεργάτες της εφημερίδας είναι και αρκετά γνωστά πρόσωπα: ο γιατρός Ιωάννης Θεοφανίδης και ο τότε διευθυντής του δημοσίου ταμείου Μιχ. Κούκας. Και οι δύο είναι εξειδικευμένοι στα οικονομικά και δημοσιονομικά ζητήματα. Τα άρθρα τους προκαλούν γενικότερο ενδιαφέρον. Στα κοινωνικά και εκπολιτιστικά θέματα προβάλλουν επίσης σημαντικές υπογραφές: Γεώργιος Τσακανίκας, Κων. Δημάδης, Δημ. Χατζόπουλος, ο γνωστός Μποέμ του αθηναϊκού Τύπου, και άλλοι που ασχολούνται με διάφορα ζητήματα της επικαιρότητας. Η εφημερίδα φαίνεται να έχει αξιόλογη απήχηση στο κοινό της πόλης. Κυκλοφορεί ανελιπώς κάθε εβδομάδα μέχρι το Σεπτέμβριο του 1898. Ο τότε διευθυντής της Ιωάννης Ρόκος διορίζεται δάσκαλος στην Κατούνα του Ξηρομέρου και στη συνέχεια χειροτονείται παπάς, εγκαταλείποντας το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Αυτό επισφράγισε και το τέλος της Τριχωνίας ως τοπικού δημοσιογραφικού οργάνου. Το περίεργο είναι ότι δεν ανέλαβε κανείς να συνεχίσει την έκδοση της εφημερίδας, αν και υπήρχαν στην πόλη κατάλληλα άτομα και συνθήκες μάλλον ευνοϊκές.

 

 

Ένα μήνα μετά το κλείσιμο της Τριχωνίας, γίνεται νέα προσπάθεια. Τον Οκτώβριο του 1898, ο φοιτητής της νομικής Γεώργιος Πανταζής εκδίδει την Ηχώ του Αγρινίου. Η εφημερίδα έχει το σφρίγος και τον ενθουσιασμό της ηλικίας του εκδότη της. Κερδίζει σύντομα το ενδιαφέρον του κοινού και πολλών συνεργατών της στην πόλη. Αυτό δείχνει και το γεγονός ότι η εφημερίδα εκδίδεται συνεχώς κάθε εβδομάδα για επτά περίπου χρόνια, ως το Μάιο του 1905. Τότε κλείνει και η πρώτη περίοδος της τοπικής δημοσιογραφίας.

Δυστυχώς για την έρευνα, από τις συγκεκριμένες εφημερίδες, δε σώζεται στις Δημόσιες Βιβλιοθήκες της χώρας κανένα συγκροτημένο και πλήρες σώμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ούτε καν σποραδικά φύλλα. Και από την άποψη αυτή η πόλη του Αγρινίου στάθηκε προφανώς άτυχη, γιατί στερήθηκε τις άμεσες και πρωτογενείς πηγές της κοινωνικής της ιστορίας. Εντούτοις η επιστημονική δεν έχει όρια στις αναζητήσεις της. Είναι υποχρεωμένη να προχωράει με άλλες συνδυαστικές και συγκριτικές μεθόδους ακόμα κι όταν είναι ανεπαρκείς ή λείπουν οι πηγές.

Η τελευταία εικοσαετία του ιθ’ αιώνα αποτελεί το ιστορικό πλαίσιο για την ανάπτυξη όχι μόνο της τοπικής δημοσιογραφίας. Παράλληλα εμφανίζονται στην πόλη και συγκροτημένοι εκπολιτιστικοί φορείς, που βρίσκουν ουσιαστική προβολή και υποστήριγμα στον τοπικό Τύπο.

Το 1896 ιδρύεται στην πόλη παράρτημα του αθηναϊκού γυναικείου συλλόγου Εργάνη Αθηνά, με πολυάριθμα μέλη σε ολόκληρη την Αιτωλοακαρνανία. Και σ’ αυτό πρωτοστατούν η Ελένη Σκαλτσοδήμου, η Αλκμήνη Κούκα και άλλες γυναίκες.[46]

Τον ίδιο χρόνο οργανώνεται και πανελλήνια έκθεση με προϊόντα της «εγχωρίου βιομηχανίας»: μάλλινα υφάσματα, τάπητες, χειροτεχνήματα, είδη ένδυσης και βυρσοδεψίας, καθώς και γεωργικά εργαλεία τοπικών σιδεροκατασκευών.[47] Την έκθεση επισκέπτονται έμποροι και επιχειρηματίες από πολλές πόλεις της Ευρώπης και των Βαλκανίων, υπουργοί, πολιτικοί ηγέτες, δημοσιογράφοι, ξένοι διπλωμάτες. Επίσης συστήνονται στην πόλη Γυμναστικός Σύλλογος και Φιλαρμονική Εταιρεία, σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοση της εφημερίδας «Ηχώ του Αγρινίου».

Η συμβολή του τοπικού Τύπου είναι αναμφισβήτητα θετική στην προετοιμασία της πόλης για την είσοδό της στον εικοστόν αιώνα. Μπορεί κάποιος να έχει οποιεσδήποτε επιφυλάξεις για τις αδυναμίες ή τις ανεπάρκειες της τοπικής εφημεριδογραφίας. Τα προβλήματα αυτά είναι εγγενή. Αντανακλούν τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες του συγκεκριμένου κοινωνικού ιστού. Ο Τύπος μιας πόλης δεν αποτελεί κάτι το ξεχωριστό από αυτήν. Είναι ο ίδιος ο καθρέφτης της. Συνιστά την εικόνα του εαυτού της: «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω».

 

Συνεχίζεται

Δείτε όλα τα μέρη στο link που ακολουθεί:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ

 

Πρωτοδημοσιεύτηκε στη «Ρίζα Αγρινιωτών»

AgrinioStories