Μια ιστορία από την παλιά Λαχαναγορά του Αγρινίου

Η παλιά Λαχαναγορά Αγρινίου αφηγείται:
«Επικοινωνώ με όλα τα κτίρια και καταλαβαίνω»

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα εξαιρετικό αφήγημα για την λαχαναγορά της πόλης, που δημοσιεύτηκε στο έντυπο, «Παροξυσμός», τεύχος #10 – 2007. Ο Παροξυσμός ήταν ένα έντυπο δρόμου που κυκλοφορούσε στο Αγρίνιο από το 1998, αποτελώντας κομμάτι μιας συνολικότερης στάσης και δραστηριότητας της συντακτική του ομάδας. Μοιραζόταν χέρι με χέρι και χωρίς αντίτιμο, για να αποφευχθεί η διαμεσολάβηση του χρήματος, αλλά και η γενικότερη αναπαραγωγή των εμπορευματικών σχέσεων, όπως σημείωνεται, στην αντί προλόγου εισαγωγή του 14ου τέχους, ενώ η κάλυψη των εξόδων της έκδοσης και της διακίνησης γίνονταν με ελεύθερη συνεισφορά. Η ιστοσελίδα είναι

«Είμαι η παλαιά λαχαναγορά και σας χαιρετώ»

«Γεννήθηκα – χτίστηκα για να είμαι ακριβής- το 1936 και από τότε είμαι μόνιμη κάτοικος Αγρινίου… Έχω ζήσει πολλά. Ευτυχώς μέχρι τώρα, έχω ζήσει και πολλά χρόνια. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Και επειδή η καιροί είναι χαλεποί και αύριο- μακριά από εμάς – μπορεί να μη ζω – για να ακριβολογήσω και πάλι,  μπορεί να έχω γκρεμιστεί ή να με έχουν γκρεμίσει, θα ήθελα να πω την ιστορία μου.

Γενικά στη ζωή μου έχω περάσει από πολλές φάσεις. Ξέρεις τώρα… Και εμείς τα κτίρια αποκτάμε ζωή μέσα από τη ζωή αυτών που μας κατοικούν ή που μας χρησιμοποιούν… Γιατί ως γνωστό, τα ντουβάρια από μόνα τους δεν έχουν καμία απολύτως αξία.

Πέρασα από πολλές φάσεις. Η πρώτη μου φάση ήταν όταν με χτίζανε. Ποτέ δε ξέχασα την κραυγή από το χτίστη που έπεσε από τη στέγη μου. Ποτέ δε θα ξεχάσω τον πόνο που ένοιωσε και ένοιωσα και εγώ. Από τότε και μέχρι που πέθανε περπατούσε στραβά. Μετά, και αφού ήμουν έτοιμη, αποτέλεσα για πολλά χρόνια χώρο στέγασης των εμπορικών δραστηριοτήτων των ψαράδων και των μανάβηδων. Αυτό έγινε μέχρι το ΄90 περίπου. Και για να σας πω την αλήθεια, αυτή ήταν και η καλύτερη περίοδος της ζωής μου.

Καταρχάς δε ξεχάσω ποτέ τις μυρωδιές. Λένε πως τα ψάρια μυρίζουν άσχημα. Λάθος. Αν εντοπίσει κάποιος τη θάλασσα και το αλάτι στη μυρωδιά τους, θα καταλάβει. Και τα πορτοκάλια, τα λεμόνια, τα μανταρίνια… Δυνατές μυρωδιές… Μυρωδιές που τώρα σπάνια τις συναντάς. Ξεφλούδιζες ένα μανταρίνι και μοσχοβόλαγε ο τόπος. Σταφύλια, καρπούζια, πεπόνια, κεράσια… Άλλο πράγμα.

Αλλά και οι συμπεριφορές των ανθρώπων ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές. Σήμερα, δεν ξέρω, οι άνθρωποι είναι γυαλισμένοι, ψυχροί και αγέρωχοι. Τότε ήταν αλλιώς. Πιο έξω καρδιά; Πιο χαρούμενοι; Μήπως ήταν απλά περισσότερο ο εαυτός τους; Ωστόσο τα προβλήματα ήταν πολλά αλλά τους έβλεπες χαιρόντουσαν με τα απλά, τα καθημερινά. Το αεράκι που φυσάει, η μυρωδιά του χώματος μετά τη βροχή, η ζωντανή γεύση από ένα καλογινωμένο φρούτο και άλλα τέτοια που θεωρούνται -και καλά- ποιητικά.

Και οι σχέσεις ήταν διαφορετικές. Είχαν πολύ ένταση και αλήθεια. Ο κυρ-Νίκος ο Χοντρός δε δίστασε να μείνει ολοτσίτσιδος σε καμιά 10αριά ανθρώπους μόνο και μόνο για να ζυγιστεί στη πλάστιγγα, να αποδείξει ότι ήταν ένα κιλό ελαφρύτερος, για να κερδίσει ένα στοίχημα της πλάκας. Δεν το κέρδισε όμως. «Τσάμπα το στριπτίζ μωρέ Νικόλα», του είπαν μετά τα φιλαράκια του. Ενώ ο κυρ-Τάσος έσπασε ένα-ένα όλα τα καρπούζια του για να ξεπλύνει την υποτιθέμενη προσβολή, όταν του παραπονέθηκαν ότι είχε δώσει άγουρα καρπούζια. Αυτό ήταν έκφραση!

Ως λαχαναγορά τότε δεν αποτελούσα σημείο μιας απλής εμπορικής συνδιαλλαγής. Αποτελούσα ένα από τα σημαντικότερα σημεία αναφοράς της πόλης. Όλοι οι παλιοί Αγρινιώτες εργάτες και αγρότες είχαν περάσει από μένα. Κάθε μαγαζάκι είχε και απέξω και μερικά τελάρα ή στην καλύτερη κανά κουτσό τραπεζάκι για να κάθονται για παρέα οι φίλοι και οι οχτροί.

Αλλά και οι τσαμπουκάδες ήταν πιο έντονοι τότε. Πολύ πιο έντονοι. Αλλά τι να κάνουμε, έτσι είναι η ζωή. Εξάλλου καλύτερα τσαμπουκάς παρά υποκρισία και μορφωμένες ρουφιανιές. Βέβαια και τότε υπήρχαν μπάτσοι και χαφιέδες, όμως ούτε και τότε ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί. Λίγο πριν το ΄90 και μετά τα πράγματα τα είδα να αλλάζουν. Ήρθαν και τα πολυκαταστήματα. Το κέντρο του Αγρινίου άρχισε να γίνεται ασφυκτικό. Τα κτίρια όλα ήταν ανήσυχα. Όταν συζητούσαμε μεταξύ μας, όλο στη καταστροφή πήγαινε ο νους μας. Κάτι θα άλλαζε, αλλά τι ακριβώς θα ήταν αυτό, δε το ξέραμε…

Μάθαμε αργότερα το όνομά του: Ανάπλαση.

Το ΄90 έπαψα να είμαι λαχαναγορά και μετονομάστηκα σε «παλιά λαχαναγορά». Είπαν πως ένα τέτοιο κτίριο με τέτοια δραστηριότητα δεν μπορούσε να παραμείνει ενεργό στο κέντρο του Αγρινίου. Οι αθηναϊκές καταβολές θα ήταν αναπόφευκτες και η πόλη μου θα έπρεπε να φωταγωγηθεί. Τότε έπεσα σε κατάθλιψη και ακολούθησε μία απελπιστική περίοδος. Τα παλιά σπίτια που ήμασταν φίλοι και μιλούσαμε, ξαφνικά εξαφανίστηκαν. Στη θέση τους ξεφύτρωσαν μοντέρνες πολυκατοικίες. Οι σχέσεις μου με αυτές ήταν μόνο εχθρικές. Όπως επίσης και με τα σούπερ μάρκετ, τα κλαμπ, τα σχολεία, το Δημαρχείο και άλλα πολλά κτίρια. Γιατί οι άνθρωποι δεν ορίζουν αυτά τα κτίρια, όπως θα έπρεπε, αλλά τα κτίρια αυτά είναι που ορίζουν τους ανθρώπους. Γιατί είπαμε, ότι οι άνθρωποι είναι που πρέπει να δίνουν ζωή στα κτίρια.

Για εκείνη την περίοδο λοιπόν μόνο σκοτεινές ιστορίες έχω να διηγηθώ. Ιστορίες και αστικούς μύθους που αραχνιάζουν πάντα κάθε είδους εγκαταλελειμμένα κτίρια: Σκυφτοί άνθρωποι, κατεστραμμένες ψυχές, πνεύματα και στοιχειά, ηρωίνη. Άστα να πάνε…

Και εκεί που νόμιζα, κάπου το΄ 98, πως όλα τελείωσαν και ευχόμουν να’ ρθει καμιά μπουλντόζα μπας και πάρει τέλος αυτή η παλιοκατάσταση, σκάνε κάτι τύποι, ψιλοφρικιά “κι έτσι”, και μέσα σε λίγες μέρες, χωρίς να πάρω γραμμή, γέμισα με μουσικές και ανθρώπους ωραίους με περίεργα κουρέματα, ζωγραφιστά μπλουζάκια και παντελόνια, μποτάκια και παραμάνες, αλλά κυρίως γέμισα με ιδέες και σκέψεις που δεν περιστρέφονταν γύρω από καβάτζες και λεφτά.

Και αυτό μου άρεσε. Τους τύπους δεν τους είχα ξαναδεί ποτέ πριν. Έμαθα όμως για αυτούς: ήταν πανκ και αναρχικοί και προέρχονταν από ένα σπίτι που το είχαν βαπτίσει «Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Αγρινίου» .

Μετά από αυτό κάθε λίγο και λιγάκι έρχονταν αυτοί οι τύποι και όχι μόνο αυτοί αλλά και πολλοί άλλοι και  με στόλιζαν με πανό, με ζωγράφιζαν με σπρέι, με γέμιζαν με μουσική, κουβέντες και εικόνες. Μετά ήρθαν άλλοι με νέες ιδέες, άλλη ομιλία, άλλη μουσική, άλλες εικόνες. Και τελικά μπορώ να πω ότι ως ένα σημαντικό σημείο κατάφεραν το σκοπό τους: έγινα σημείο αναφοράς πάλι στην πόλη και η τοπική κοινωνία ξανάνοιωσε την παρουσία μου.

Πολύ όμως είχα στραβώσει, όταν κάποιοι τύποι προερχόμενοι από ένα άλλο κτίριο που δεν πολυγουστάρω, την Πανεπιστημιακή Σχολή, ήρθαν και έκαναν συναυλία με είσοδο. Και μαζί με εμένα είχαν στραβώσει και άλλοι πολλοί. Μα δεν καταλαβαίνω! Τόσες δεκαετίες μπαινοβγαίνει όποιος θέλει και όποτε θέλει και ήρθαν κάποιοι έξυπνοι να βγάλουν λεφτά από μένα. Ευτυχώς δε ξανάγινε.

Τα χρόνια πέρασαν, τα κτίρια άλλαξαν, άλλαξα και εγώ. Αν και πια δεν είμαι το σημείο αναφοράς που ήμουν, δεν ξεχάστηκα. Συνεχίζω να υπάρχω και είμαι χαρούμενη γιατί δίπλα από μένα, στο παλιό στάδιο της ΓΕΑ, έγινε μία πλατεία, μαύρο χάλι. Ή μάλλον άσπρο χάλι. Μία κάτασπρη μαρμαρένια πλατεία με μπετό και όλο ψύχρα, είναι τώρα ο νέος μου συγκάτοικος.

Όχι δεν τρελάθηκα. Μπορεί η δεσποινίς πλατεία να μη μου αρέσει, αλλά μου αρέσει όλος ο κόσμος που σκάει εκεί. Πιτσιρικάδες με σκέιτ κάνουν φιγούρες όλη μέρα και το βράδυ γκραφιτάδες καταθέτουν την τέχνη τους. Από άσπρη η πλατεία έχει γίνει πολύχρωμος καμβάς ανεμελιάς. Ανεμελιάς, όχι αφασίας, μιας ανεμελιάς με τσαμπουκά. Και αυτό φάνηκε στην εκδήλωση που έκαναν κάποιοι από τους θαμώνες της πλατείας, που χωρίς καμία άδεια στήσανε τα όργανα και χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς έκαναν αυτό που θέλανε. Και φυσικά-τι παράλειψη!- το πανό που πάντα κοσμεί το παράπλευρο τοίχωμά μου.

Εντάξει, όπως και να το κάνουμε, καλά είναι και τώρα, αλλά μου λείπουν και οι παλιές καταστάσεις. Από τον κυρ Νικόλα το Χοντρό μέχρι και άλλους που ενώ ήταν ανέμελοι και δυναμικοί, ξαφνικά έφυγαν και άλλαξαν. Βέβαια ο κυρ -Νικόλας έμεινε μέχρι τέλους ρεμάλι και μάγκας. Αλλά οι άλλοι; Γιατί ρε παιδιά τέτοια αλλαγή; Σε ένα κόσμο ετοιμόρροπο, δεν υπάρχουν καβάτζες. Γιατί να τα παραδώσετε τα όπλα; Κάτι ξέρω εγώ που τα λέω. Παρατηρώ, κι αν και ποτέ δεν επεμβαίνω, ξέρω… έχω δει… έχω μάθει.

Επικοινωνώ με όλα τα κτίρια και καταλαβαίνω. Καταστολή δεν είναι ο μπάτσος μόνο. Καταστολή είναι και οι ψεύτικες αναπνοές, ο ψεύτικος βηματισμός, η ψεύτικη ζωή. Και τελικά, όλοι αυτοί που έμειναν για πάντα νέοι, κορόιδα ήτανε;»

 

Πηγή: http://paroksismos.squat.gr/
Φωτογραφία: Οδός Κοραή, μπροστά από το κτίριο της δημοτικής αγοράς, όταν λειτουργούσε ως λαχαναγορά. (Φωτογραφικό αρχείο Γιάννη Κουτρουμπούση)

AgrinioStories