Τα Ταμπάκικα του Βραχωριού – Τουρκοκρατία (Α)

Ταμπάκικα του Βραχωριού
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (Α)
Οι πρώτες ύλες
και οι ευνοϊκές συνθήκες για την κατεργασία

  • Κείμενο: Ελένη Γιαννακοπούλου – Τριανταφυλλίδη*

Η οικονομική ζωή στεριώνεται ανέκαθεν σε τοπικά θεμέλια. Οι άνθρωποι πασχίζουν ώστε να την καθιστούν αυτοδύναμη και αυτόνομη στον τόπο τους. Η γεωγραφική θέση του τόπου, οι φυσικοί πόροι, οι γεωοικονομικές δυνατότητες, η γειτνίαση με εμπορικά λιμάνια, καθώς και η ζήτηση της εξωτερικής αγοράς είναι οι συνιστώσες που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη ντόπια οικονομία και τις σχετικές μ’ αυτή δραστηριότητες τόσο στον πρωτογενή τομέα (εμπορευματοποίηση πρώτης ύλης), όσο και στο δευτερογενή (επεξεργασία πρώτης ύλης).

Η γεωργία και η κτηνοτροφία είναι οι κύριοι μοχλοί της οικονομικής ζωής στην προβιομηχανική ρουμελιώτικη κοινωνία. Σιτοβολώνας της περιοχής είναι βέβαια το Ξηρόμερο[1] και οι παραποτάμιες ζώνες Αχελώου και Ευήνου. Στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές με τον παρατεταμένο χειμώνα, όπου οι κλιμακωτές πεζούλες με την τέχνη της ξερολιθιάς συγκρατούν το λιγοστό χώμα, χάρη στο μόχθο του χωρικού, η απόδοση της οικονομίας είναι μικρή και αστάθμητη.[2] Εδώ στα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης βάση της οικονομίας είναι η κτηνοτροφία. Κατά το 19ο μάλιστα αιώνα τα ποίμνια πολλαπλασιάζονται τόσο πολύ, ώστε να μην βρίσκονται λιβάδια.[3] Εκτός από το κρέας και το μαλλί, το δέρμα κατεργασμένο ή ακατέργαστο ήταν κατ’ εξοχήν εμπορεύσιμο είδος και στην περιοχή μας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.[4] Για την κατεργασία του δέρματος σύμφωνα με τις τεχνικές της εποχής (18ου-19ου αι.) που επιβιώνουν ως και τα μέσα του 20ού αιώνα, απαραίτητα στοιχεία είναι το νερό και ο ασβέστης, το αλάτι και οι στυπτικές και χρωστικές ουσίες. Όλα αυτά παράλληλα με την προς κατεργασία πρώτη ύλη υπήρχαν άφθονα στον τόπο μας.

Στην Αιτωλοακαρνανία η ευλογία του νερού περισσεύει: ποταμοί, λίμνες, ρυάκια, χείμαρροι, κεφαλάρια. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας είχαν αξιοποιηθεί για τη λειτουργία βυρσοδεψείων τα πλούσια νερά στη Ναύπακτο (σημερινό Γρίμποβο) και τα νερά της Ερμίτσας στο Βραχώρι.[5] Στις όχθες της Ερμίτσας λειτουργούσαν και βυρσοδεψεία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, θέμα που δεν έχει επισημάνει η έρευνα μέχρι σήμερα.

Το αλάτι απαραίτητο στις τεχνικές κατεργασίας του δέρματος υπήρξε το μοναδικό προϊόν για τη συντήρηση των τροφίμων στην προβιομηχανική κοινωνία. Γι αυτό ήταν δυσεύρετο και πολύτιμο για την εποχή, όσο και το σημερινό πετρέλαιο και κατά συνέπεια αντικείμενο ανταγωνισμού των εμπορευομένων εθνών.[6] Οι Βραχωρίτες μπορούσαν όμως να προμηθευτούν εύκολα αλάτι από τις γειτονικές αλυκές του Μεσολογγίου και της Λευκάδας. Στυπτική ύλη για τη σύσφιξη των δερμάτων, τη δέψη όπως έλεγαν, προμηθεύονταν οι βυρσοδέψες από το κέλυφος, «το καπάκι» του βελανιδιού και από άλλα είδη φυτών με υψηλή περιεκτικότητα σε ταινίες (το ρούδι, το σκίνο). Το ίδιο το βελανίδι, όπως και άλλα φυτά, – το θέμα θα μας απασχολήσει άλλοτε – χρησίμευαν ως χρωστικές ουσίες για τη βαφή των δερμάτων. Στην περιοχή μας ως κατ’ εξοχήν δεψικό υλικό χρησιμοποιούνταν μέχρι και τον 20ο αιώνα το βελανίδι που αφθονούσε στα βελανιδοδάση του Ξηρομέρου και της κοιλάδας του Αχελώου[7]. Έτσι οι βυρσοδέψες του Βραχωριού μπορούσαν εύκολα και χωρίς πολλά έξοδα να το προμηθεύονται. Το ξηρομερίτικο βελανίδι διοχετευόταν μέσω Αστακού και σε άλλα βυρσοδεψεία (Σάλωνα, Βόλο, Σάμο, κ.ά.).

Τα παραπάνω είδη έφθαναν με δίκτυο εμπόρων στα βυρσοδεψεία του Βραχωριού, όπου διαμορφώθηκε η παράδοση τεχνικών επεξεργασίας δέρματος δεδομένου όχι οι Τούρκοι είχαν ιδιαίτερη επίδοση  στη βυρσοδεψία. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε διαμορφωθεί ιδιαίτερος επαγγελματικός κλάδος οι ταμπάκηδες (tabac = δέρμα) που αποτελούσαν στις μεγαλουπόλεις ξεχωριστή συντεχνία (εσνάφι-συναφι) με επαγγελματικά μυστικά. Τα τουρκικά εσνάφια είχαν διασυνδέσεις με το δερβίσικο τάγμα των Μπεκτασήδων, Τα χριστιανικά εσνάφια είχαν προστάτη τους τον Άγιο Αθανάσιο ή την Παναγία (Σέρρες. Κοζάνη. Φιλιππούπολη).[8] Πρόκειται για ένα βιοτεχνικό σύστημα με το ύφος και τις προοπτικές της Ανατολής που διαφοροποιείται από τα αντίστοιχα της Δύσης.

Η κατεργασία του δέρματος στην περιοχή του Βραχωριού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας συνδέεται προφανώς με τα δίκτυα του ντόπιου εμπορίου. Μέσω αυτών διακινούνται οι πρώτες ύλες προς τα γειτονικά λιμάνια: Μεσολόγγι, Δραγαμέστο, Μύτικα, Βόνιτσα που αποτελούσαν γέφυρες επικοινωνίας με τη Δύση.[9] Από τα μέσα του 17ου αιώνα η Μασσαλία ήταν η κατά εξοχήν αγορά δέρματος που έφθανε στην Ευρώπη από την Ανατολή (κυρίως Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Πόντος, Αλεξάνδρεια). Δεν αποκλείεται η παραγωγή των βυρσοδεψείων στο Βραχώρι να τροφοδοτούσε το εκεί εμπόριο των Εβραίων – αποτελούσαν το 1/5 του πληθυσμού και επιδίδονταν στο εμπόριο του μεταξιού[10] που είχαν στενότερες σχέσεις με τους Τούρκους. Εξάλλου σύμφωνα με αγορανομικούς κανονισμούς (15ο και 16ο αι.) και ιεροδικαστικές πράξεις οι σφαγείς ήταν υποχρεωμένοι να πωλούν τα δέρματα στους ντόπιους βυρσοδέψες. Και μόνο σε περίπτωση επάρκειας τα τομάρια πουλιόνταν εκτός περιοχής. Οι βυρσοδέψες επίσης δεσμεύονταν να διαθέσουν τα κατεργασμένα δέρματα εκτός περιοχής, αν οι ντόπιοι τεχνίτες (υποδηματοποιοί, σαγματοποιοί κ.ά.) είχαν προμηθευτεί όσες ποσότητες χρειάζονταν. Δέρματα κατάλληλα για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, δηλ. για την κατασκευή σελών, στολών, υποδημάτων, υπόκεινταν σε περιορισμούς εξαγωγών. Απαγορεύσεις εξαγωγών εκτός της Αυτοκρατορίας ίσχυαν και για τα πρώτης ποιότητας κατσικίσια δέρματα, τα λεγάμενα σαχτιάνια (sahtiyan) που προορίζονταν κυρίως για τις ανάγκες του παλατιού. Για τα κοινά δέρματα αγελαδινά και βουβαλίσια που προορίζονταν για είδη καθημερινής χρήσης οι περιορισμοί ήταν λιγότεροι. Πάντως στις εξαγωγές δερμάτων, όπως και των σιτηρών αλόγων, πολεμικών υλών (μπαρούτι, ξυλεία) ασκούνταν αυστηροί έλεγχοι προκειμένου να διατεθούν εκτός συνόρων. Έπρεπε πρώτα να καλύπτονται οι ανάγκες του παλατιού, του στρατού και της ντόπιας αγοράς.[11] Οι όροι αυτοί ευνοούσαν προφανώς και τα βυρσοδεψεία στο Βραχώρι.

 

Δείτε περισσότερα στο link που ακολουθεί: Τα Ταμπάκικα του Βραχωριού

 

 

Παραπομπές
1.F.C.H.L. Pouqueville, Voyage dela Grece, Pans 1826, τ.2, σσ. 415-417. | 2. Ελ. Γιαννοπούλου, Τα δημητριακά στην περιοχή της Ναυπάκτου, (Καλλιέργειες – παραγωγή – εμπορευματοποίηση): Τεκμήρια και υποθέσεις. Πρακτικά Β’ Επιστημονικού Συνεδρίου Ναυπακτιακών Μελετών, (Ναύπακτος, 17-19 Οκτωβρίου 1998), (υπό έκδοση στα πρακτικά). | 3. Με το θέμα της κτηνοτροφίας κατά το 19ο αιώνα θα ασχοληθούμε σε άλλο δημοσίευμα. | 4. Για την εξαγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων από την Αιτωλοακαρνανία, Archives de la Chambre de Commerce de Marseille, Serie, L, LXFonds Roux (1728-1843), r. 758. Missolonghi, Lettres d’ Ambroise Jullien, vice-consul de France (1735-1750): σε πολλές επιστολές και στατιστικές του υποπρόξενου. | 5. Για τα βυρσοδεψεία στη Ναύπακτο, F.C.H.L. Pouqueville, Voyage en Moree, a Constantinople, en Albanie pendant les annees 1798, 1799, 1800 et 1801, Pans 1805, r. 2, σ. 25: Ils fabriquent des maroquins qui nvalisent par la vivacite des couleurs par le grain etla preparation avec les plus beaux que ΐ Orient prepare: Για τα βυρσοδεψεία στηνΕρμίτσα (Τερμησσό) Pouqueville, Voyage de la Grece, t. 3, σ. 512: Je ne trouvai que quelques ateliers turcs au bord de la Thermisse, oh ils ont etabli des manufactures de maroquins rouges etjaunes qu’ on prepare maintenant dans toute la Turquie. | 6. Ελ. Γιαννακοπούλου, To Αλάτι, μεσογειακό προϊόν ανταγωνισμού: Η περίπτωση της Δυτικής Ελλάδας (15ος-19ος αι.). Συνέδριο ΕΤΒΑ (Μυτιλήνη, 23-16 Οκτωβρίου 1999) (υπό έκδοση στα πρακτικά). | 7. Ελ. Γιαννακοπούλου, Γαλλοελληνική εκμετάλλευση δασών. Ένα εμπόριο με προεκτάσεις, Αθήνα 1987, σσ. 7-8. Για τα δάση και την εκμετάλλευση του βελανιδιού θα επανέλθουμε σε μελλοντική δημοσίευση. | 8. Ευαγγ. Μπαλιά, Η βυρσοδεψία στην Τουρκοκρατία, στο «Προβιομηχανική βυρσοδεψία στην Ελλάδα», Αθήνα, (ΕΤΒΑ) 1997, σ. 41, Γ. Παπαγεωργίου, Οι συντεχνίες στα Γιάννενα κατά τον 19ο και ης αρχές του 20ου αιώνα, Ιωάννινα 1982, σσ. 35-37,252. | 9. Κ Σάθα, «Εμπορία και φορολογία εν Ελλάδι κατά την Τουρκοκρατίαν» Οικονομική Επιθεώρησις, τ. 6 (1878-1879), σ. 516-517, για το Μεσολόγγι. Για τα λιμάνια του Ξηρομέρου, Mix. Πετροχείλου, Η οικογένεια Μαυροματαίων εκ Κατούνας Ακαρνανίας, ΕΕΣΜ, τ.Γ’ (1971 -1972), σσ. 297-300. | 10. Pouqueville, Voyage de la Grece, όπ. π., τ. 3, σσ. 512. | 11. Π. Μπαλτά, Η βυρσοδεψία στην Τουρκοκρατία, όπ. π,.σσ., σ. 41.
*Πηγή: Ρίζα των Αγρινιωτών

AgrinioStories