Δημοτικό Θέατρο Αγρινίου – Το ξεκίνημα

Στις 27 Απριλίου του 1981
κάνει πρεμιέρα το πρώτο Δημοτικό Θέατρο της χώρας
με το έργο ΟΙ ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ, του Γιώργου Χασάπογλου
Το νέο Δημοτικό Συμβούλιο, που προέκυψε στο Δήμο Αγρινίου από τις αυτοδιοικητικές εκλογές της 15ης και 22ης Οκτωβρίου του 1978, όρισε στις 26 Μαρτίου του 1980 το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του Πνευματικού Κέντρου, που είχε ήδη αρχίσει τη δραστηριότητα του από την προηγούμενη τετραετία. Εκτός από το Δήμαρχο Στέλιο Τσιτσιμελή, που συμμετείχε σ’ αυτό, ως Πρόεδρος του οργάνου, όπως προέκυπτε από το καταστατικό, συμμετείχαν και οι Δημοτικοί Σύμβουλοι: Δημοσθένης Ασημάκης, Χριστόδουλος Θεοδωρόπουλος, Βασίλης Μερατζής, Γρηγόρης Μπακόλας, Ισμήνη Πολύζου, καθώς και οι πολίτες, Δημ. Ανδρικόπουλος, Βίβιαν Βυσίννου, Άννα Κόκκαλη, Χριστόφορος Νείλας, Θεόδωρος Πολίτης, Βάσω Τζάνη, Βαγγέλης Τσαμπαλάς, Τάσος Τσέλλος, και Μαίρη Φαφούτη[3]. Τα πρόσωπα αυτά, σε δύο συνεδριάσεις (17 Νοεμβρίου 1980 και 9 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς) πήραν μια ιστορική απόφαση, δημιουργώντας το πρώτο Δημοτικό Θεάτρο της χώρας με το χαρακτηριστικό τίτλο «Θέατρο Δήμου Αγρινίου» (απόφ.10/ 1980 Π.Κ.Δ.Α.)
Τα προβλήματα τα οποία έπρεπε να ξεπεραστούν ήταν πολλά και σημαντικά. Το πιο σημαντικά από όλα ήταν το θεσμικό πλαίσιο, το οποίο δεν επέτρεπε ακόμα στα νομικά πρόσωπα της αυτοδιοίκησης όπως το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου να προσλαμβάνει υπαλλήλους, συνεπώς έπρεπε να βρεθεί λύση για τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν η στελέχωση του θεάτρου με ηθοποιούς και το απαραίτητο τεχνικό προσωπικό. Ως ιδανική λύση επιλέχθηκε εκείνη τη χρονική περίοδο η «εργολαβία με ανάθεση».
Με αυτό τον τρόπο, το Γενάρη του 1981 (απόφαση 1/1981), το Δ.Σ. του Πνευματικού Κέντρου ενέκρινε την «Ανάθεση οργάνωσης θεάτρου» και την παρουσίαση τριών θεατρικών έργων μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1981, στον ηθοποιό και σκηνοθέτη Γιώργο Νάκο.
Γιώργος Νάκος
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Νάκος εκείνη την εποχή ήταν ένας σημαντικός παράγοντας του τοπικού θεάτρου της Ηπείρου, ο οποίος μαζί με άλλους συναδέλφους του ηθοποιούς δημιούργησαν το 1976, στα Γιάννενα, τον εταιρικό ηπειρώτικο θίασο «Οργανισμός Ηπειρώτικου Θεάτρου (Ο.Η.Θ)», στο οποίο υπήρξε αντιπρόεδρος του Διοικητικού του Συμβουλίου και είχε την ευθύνη της οργάνωσής του. Ο θίασος αυτός δημιουργήθηκε στο πρότυπο των εταιρικών θιάσων που εκείνη την εποχή προωθούσε το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών ως αντίποδα στο τότε θεατρικό κατεστημένο. Τα καλλιτεχνικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά αυτών των θιάσων ήταν η ελληνικότητα του δραματολογίου και η δημοκρατία στη λήψη των αποφάσεων σε ολόκληρο το φάσμα της θεατρικής δημιουργίας, από τον τρόπο ανεβάσματος μιας παράστασης μέχρι την οργάνωση της περιοδείας.
Με αυτή τη γνώση και την εμπειρία ο Γιώργος Νάκος υπογράφει στις 14 Μαρτίου του 1981 τη σύμβαση ανάθεσης της δημιουργίας θιάσου για το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αγρινίου. […]
Οι ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ
του Γιώργου Χασάπογλου
«Ο Θεός μας φύλαξε και δεν γίναμε κομμουνιστές!».[1]
Πρώτο έργο, το οποίο επιλέχτηκε να παρουσιάσει το νεοσύστατο επαγγελματικό, θεατρικό τμήμα του Πνευματικού Κέντρου ήταν ένα σύγχρονο νεοελληνικό έργο του Γιώργου Χασάπογλου, με τίτλο «Οι κουραμπιέδες».[…]
Το έργο ήταν μια κοινωνικοπολιτική σάτιρα του νεοέλληνα τη εποχής, τον οποίο η ιδεολογική και πολιτισμική σύγχυση, ο ασυλλόγιστος καταναλωτισμός, που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, τον οδηγούσαν σ’ έναν απελπισμένο αγώνα για μια «καλύτερη» ζωή, που αντί να τον ενδυναμώνει και να τον απελευθερώνει σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής του συνείδησης, τον οδηγούσαν σε αδιέξοδα, υποταγές και εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Οι ηθοποιοί, οι οποίοι κλήθηκαν να στελεχώσουν το πρώτο θίασο του Δήμου Αγρινίου, ήταν, όπως απεικονίζονται στη φωτογραφία της ανάρτησης: (Καθιστοί, από αριστερά προς τα δεξιά) Νίκη Μανουσάκη, Νικαίτη Κουντούρη, Γιάννης Παπαθανάσης, Γιάννης Θωμάς, Χρυσάνθη Κορνηλίου.(Όρθιοι από αριστερά προς τα δεξιά): Γιώργος Βερτσώνης, Γιάννης Χριστογιάννης, Γιώργος Νάκος, Ελένη Τσακάλου.

Η «ομάδα» συμπληρώθηκε με την πρόσληψη δύο ανθρώπων, οι οποίοι τα επόμενα χρόνια αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά των παραστάσεων. Αναφέρομαι στον κατασκευαστή των σκηνικών από το 1981 μέχρι και την συνταξιοδότηση του, Βασίλη Ραμμόπουλο και στον πρώτο ηλεκτρολόγο του θεάτρου, Στέλιο Ποιμενίδη.

Η προσφορά και των δύο στη λειτουργία του θεάτρου δεν είναι απλά σημαντική, είναι σπουδαία, αφού μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα κατάφεραν, με το ταλέντο και το μεράκι τους, μια ισόγεια αίθουσα, με προδιαγραφές μεν, αλλά άδεια, να την μετατρέψουν σε θεατρική αίθουσα υψηλών δυνατοτήτων από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της. Ακολούθησαν και άλλοι τεχνικοί σε αυτή τη διαδρομή, και όλοι έχουν αφήσει το δημιουργικό-κατασκευαστικό τους αποτύπωμα στο χώρο και έχουν νοτίσει με την τέχνη και τον ιδρώτα τους τα θεμέλια του θεάτρου του Δήμου Αγρινίου.Το τραγούδι της παράστασης ήταν το τραγούδι που είχε γράψει ο Μάνος Λοΐζος για την τηλεοπτική παραγωγή του έργου το 1977, τα σκηνικά και τα κουστούμια έκανε η καταξιωμένη Αγρινιώτισσα σκηνογράφος και ενδυματολόγος, Λαλούλα Χρυσικοπούλου[2], ενώ τη σκηνοθεσία υπέγραφε η Ράϊα Μουζενίδου.
Οι πρόβες
Οι πρόβες του έργου ξεκίνησαν στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 1981 και συνεχίσθηκαν μέχρι την ολοκλήρωσή τους στο Αγρίνιο. Λίγες μέρες πριν την έναρξη των προβών ο Δήμαρχος Αγρινίου Στέλιος Τσιτσιμελής και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του «Θεάτρου» Γιώργος Νάκος, στο πλαίσιο της ουσιαστικής προβολής του νεοσύστατου θεατρικού οργανισμού του Δήμου Αγρινίου, οργάνωσαν στις 22 Ιανουαρίου της ίδιας χρονιάς, συνέντευξη τύπου στην αίθουσα την Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.), στην οποία παραβρέθηκαν οι καλλιτεχνικοί συντάκτες της πλειοψηφίας των μέσων ενημέρωσης της Αθηναϊκής πρωτεύουσας και της χώρας.
Η συνέντευξη στην Αθήνα
«Καιρός είναι να φροντίσουμε, κι εμείς οι Δήμοι, να αναπτυχθεί η Ελλάδα ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΙΚΑ και να δείξουμε πως δεν είμαστε μόνο προβληματικοί αλλά και προβληματισμένοι»[3], είπε ο Στέλιος Τσιτσιμελής ξεκινώντας τη συνέντευξη τύπου, νοηματοδοτώντας με αυτόν το διαφορετικό τρόπο την πολιτιστική δράση που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στην ελληνική επαρχία.
«Όπως μας είπε χθες ο Δήμαρχος Αγρινίου», αναφέρει η ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της 23ης Ιανουαρίου 1981, «το θέατρο Αγρινίου θα λειτουργήσει μέσα στην ερχόμενη άνοιξη με την πρόβλεψη πάντα να δίνει παραστάσεις κι έξω από το Αγρίνιο στις γύρω πόλεις αλλά και στα χωριά. Δεν υπάρχουν, τόνισε, τοπικιστικοί περιορισμοί. Είμαστε ανοικτοί σε όλους τους καλλιτέχνες».[…]
Παρόντες στη συνέντευξη αυτή ήταν ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης χαράκτης Α. Τάσσος, και η Πρόεδρος του Σ.Ε.Η. (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών) Αιμιλία Υψηλάντη, που χαιρέτησε σα ξεχωριστό γεγονός την απόφαση για το νέο θέατρο. Εξάλλου, το Μάρτη το ΣΕΗ οργανώνει συνέδριο με θέμα τη λειτουργία των Δημοτικών Θεάτρων παρουσία των ξένων θεατρικών εκπροσώπων».
Οι παραστάσεις
Η πρεμιέρα της παράστασης πραγματοποιήθηκε στο Αγρίνιο στις 27 Απριλίου 1981 και ακολούθησαν είκοσι δύο (22) παραστάσεις στην κεντρική σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου του Αγρινίου.
Μετά το τέλος αυτών των παραστάσεων πραγματοποιήθηκε περιοδεία στις πόλεις και τα χωριά του νομού, καθώς επίσης και έξω από τα ό-ριά του, στις πόλεις της Άρτας και της Λευκάδας.
Από την πρώτη κιόλας παράσταση, και στο Αγρίνιο και στις πόλεις και τα χωριά που περιόδευσε ο θίασος, έγινε ξεκάθαρο, ότι το εγχείρημα εγκαινίαζε μια σημαντική κατεύθυνση για τη λειτουργία της πολιτιστικής δράσης της αυτοδιοίκησης στην περιφέρεια. Αν και οι γραφειοκρατικές δυσκολίες, οι οποίες δημιουργούσαν σημαντικές δυσκολίες στις πληρωμές των συντελεστών της παράστασης, ήταν τεράστιες, η νέα αυτή δομή κατάφερε και επέβαλε την ύπαρξή της, γιατί απέκτησε πολύ γρήγορα ένα σημαντικό υποστηρικτικό κοινό, που ενστερνίσθηκε, αγκάλιασε και ενίσχυσε το εγχείρημα.
Ήταν η απαρχή της διαμόρφωσης ενός νέου status, που ερχόταν να ανατρέψει το μακρινό χρονικά, αλλά τόσο ισχυρό ακόμα αφορισμό του Λέοντος Κουκούλα[4]: «Το αθηναϊκό θέατρο κι η αθηναϊκή θεατρική κίνηση είναι ό,τι καλό ή κακό έχει να επιδείξει σ’ αυτόν τον τομέα ολόκληρη η Ελλάδα. Δε γίνεται δηλαδή κι εδώ ό,τι αλλού, όπου κάθε περιφέρεια ή μεγάλη πολιτεία έχει τις δικές τις παραδόσεις, τη δική της πνευματική παραγωγή και τη δική της κίνηση, για ν’ αγωνίζεται παράλληλα ή και να αντιδρά πολλές φορές σε ορισμένες τάσεις της πρωτευούσης ή και άλλων πνευματικών κέντρων, που είτε βγαίνουν έξω από τα πλαίσια ειδικών προτιμήσεων, είτε οδηγούν σ’ ένα γενικότερο ξεπεσμό»[5].