Η Ελένη Καραΐνδρου
– σήμερα κλείνει τα 82 της χρόνια:
«Στη ζωή έκανα πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούσα να φανταστώ»
Έχει ταυτιστεί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αλλά έχει συνεργαστεί και με σκηνοθέτες του επιπέδου του Ζιλ Ντασέν, του Κρις Μαρκέρ και της Μαργκαρέτε φον Τρότα, όπως και με σκηνοθέτες που έχουν χρησιμοποιήσει μουσική τους σε ταινίες τους, όπως ο Τέρενς Μάλικ και ο Τζορτζ Μίλερ. Το συνθετικό της έργο περιλαμβάνει κυρίως μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έχει επαινεθεί από την κριτική και αγαπηθεί από το κοινό για την χαμηλόφωνη μουσική της που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της φιλμικής εικόνας και τον τρόπο με τον οποίο συνταιριάζει την λόγια με την παραδοσιακή μουσική.
Στην Αθήνα ήρθαμε όταν ήμουν επτά χρόνων για να πάω σχολείο. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής, μαθηματικός, και δίδασκε σε ένα σχολείο στους Αμπελοκήπους. Η μητέρα μου πέθανε πολύ νέα, μερικούς μήνες αργότερα, μέσα στον Εμφύλιο, το 1948. Ήταν πολύ δύσκολη εποχή, τι να πεις;
Ο πατέρας μου ήταν ένα παράδειγμα για μένα. Ξεκίνησε από το χωριό του και σπούδασε δουλεύοντας σε κουρεία, έκανε χιλιάδες δουλειές. Ήταν ένας ιδιοφυής μαθηματικός. Δεν είχε λεφτά να αγοράσει τα συγγράμματα και τα αντέγραφε με το χέρι. Θα ήθελα πάρα πολύ να τα έχω αυτά τα χαρτιά και να τα δώσω και στα δικά μου εγγόνια. Είχα μια αγάπη για τον πατέρα μου κι έναν θαυμασμό, γιατί ήταν ένας άνθρωπος με θετικότητα που πάλευε και ως τα 90 του – δεν είχε ποτέ να σου πει κάτι δυσάρεστο. Σου έλεγε «πήγα μια βόλτα και είδα ένα δέντρο που έβγαζε φυλλαράκια». Τέτοια πράγματα έλεγε. Συνέχεια.
Ήμουνα πολύ δυνατό παιδί. Αφοσιώθηκα στον πατέρα μου κι εκείνος σε μένα. Μέναμε τότε στο υπόγειο του σχολείου, μας το είχαν παραχωρήσει. Ήμασταν πολύ φτωχοί. Ήταν πολύ άσχημα τα πράγματα. Εκεί, μέσα στο σχολείο, ανακάλυψα ένα πιάνο. Άρχισα να το γρατζουνάω, να διώχνω τα ποντίκια από κάτω και ζητούσα με επιμονή να μάθω τι είναι αυτό και πώς μπορώ να το εξουσιάζω. Ήθελα να παίζω. Τελικά, μου βρήκε ο πατέρας μια δασκάλα, οπότε άρχισα να κάνω μαθήματα.
Δεν χρειάζεται να ακούς πολλή ώρα μια μουσική. Αρκεί να ηχεί στην ταινία, να την έχει ποτίσει. Να φτιάχνει ατμόσφαιρες δύσκολες και περίεργες και υπόγειες, την ουσία των πραγμάτων χωρίς λόγια. Εγώ δεν μπορώ να δουλέψω τεχνικά, να κάνω επένδυση. Πήγαινα κόντρα.
Το αποτέλεσμα ήταν για μένα μια φοβερή ανακάλυψη: ότι προχωράς και δικαιώνεσαι κι έχεις ανταμοιβή, όταν έχεις πειθαρχία και μελετάς. Σαν παιδί, μου φαινόταν βουνό να μάθω ένα κομμάτι, να μάθω να χρησιμοποιώ το δεξί και το αριστερό χέρι, αλλά επέμενα και μελετούσα συνεχώς. Αυτή την πειθαρχία την έχω και σήμερα. Νομίζω ότι το πιάνο και γενικότερα η μουσική, την εποχή εκείνη της απώλειας της μητέρας μου, πρέπει να έπαιξαν οπωσδήποτε έναν ρόλο παρηγορητικό. Έλεγα τις ιστορίες μου στο πιάνο και αυτοσχεδίαζα. Από πολύ μικρή. Μελετούσα, αλλά έκανα και τα δικά μου. Με πάθος. Νόμιζα ότι δημιουργώ.
Δεν ονειρεύτηκα ποτέ να γίνω μεγάλη πιανίστρια. Ούτε ήξερα τι ήταν αυτό. Εμένα με ενδιέφερε μόνο να παίζω μουσική, να ανακαλύπτω πράγματα, να μαθαίνω να διαβάζω νότες και να παίζω αυτό που μου άρεσε. Ήθελα να μπορώ να παίζω αυτά που άκουγα στο ραδιόφωνο της γειτόνισσας. Τον «Γαλάζιο Δούναβη», Μπετόβεν, Σοπέν, τέτοια πράγματα. Αυτά είναι όλη μου η παιδική ηλικία
Όταν ήμουν δέκα χρόνων συνέβησαν δύο πράγματα. Γράφτηκα στο ωδείο και ξαναπαντρεύτηκε ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου ήταν πολύ νέος όταν έμεινε χήρος και μ’ έπαιρνε μαζί του στα προξενιά που του έκαναν. Τη μητριά μου εγώ την επέλεξα. Ήταν μια νέα γυναίκα, χήρα, με καλοσύνη. Από πολύ πλούσια οικογένεια, ξεπεσμένη, αλλά είχε ένα πιάνο καταπληκτικό με κηροπήγια. Έπαιξαν ρόλο το πιάνο και το σπίτι, ένα ψηλοτάβανο στην Πραξιτέλους, που δεν υπάρχει πια. Και οι βελούδινες κουρτίνες και η μητέρα της. Αποκτούσα και γιαγιά.
Στο ωδείο έμεινα 17 χρόνια. Στα είκοσι επέλεξα έναν Γερμανό καθηγητή, τον Αλέξανδρο Τουρνάισεν, ο οποίος ήταν πολύ φημισμένος. Είχε καταπληκτική τεχνική και συνέχισα μαζί του. Ετοίμασα τη δεξιοτεχνία μου, πήρα άριστα παμψηφεί και ετοίμασα το δίπλωμά μου με κονσέρτο Σούμαν. Και έγινε χούντα. Και δεν προλάβαμε να δώσουμε τις εξετάσεις. Της κακομοίρας! Είχαμε άλλες ασχολίες τότε. Αγωνιούσαμε και θέλαμε να σκεφτούμε τι μπορεί να γίνει. Ήταν τα πράγματα πολύ έντονα. Εκεί πάνω με πιάσανε.
Η οικογένειά μου δεν ήταν αριστερή, ούτε εγώ ήμουν ενταγμένη πουθενά. Ήμουν αριστερή με την πλατιά έννοια. Ήμουν αντιρρησίας σε σχέση με τη δικτατορία. Ποτέ δεν έχω ενταχθεί στη ζωή μου, γιατί ήθελα να ξυπνάω το πρωί και να μπορώ να επιλέγω. Για μένα ήταν πάρα πολύ σημαντικό αυτό. Και είναι και θα είναι.
Όταν με έπιασαν και με πήγαν στην Ασφάλεια, είχα και το παιδί μου μαζί. Καθόταν και ζωγράφιζε σε ένα τραπέζι. Ξέραμε τότε ότι, αν έρθουν να σε πάρουν με το τζιπάκι, πρέπει να πάρεις και το παιδί σου μαζί, για να μη σε κρατήσουν μέσα. Όταν με άφησαν, σκέφτηκα ότι ήταν μια υπέροχη εποχή να κάνω με την οικογένειά μου ένα ταξίδι στο εξωτερικό, το οποίο δεν είχα κάνει ποτέ μέχρι τότε. Ήμουνα 24 και δεν είχα μπει ποτέ σε αεροπλάνο.
Έτσι πήρα το παιδί μου κι έφτασα στο Παρίσι. Γενικά, έχω πολύ καλές αναμνήσεις από τη ζωή μου στο Παρίσι και στη Γαλλία, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι όταν αναπλάθω τη μνήμη, θυμάμαι τα καλά. Καταρχάς, φτάνω σε μια πόλη η οποία με τρέλανε. Ένα φωτισμένο Παρίσι, παγωμένο με μείον 17, αλλά στα μάτια μου έμοιαζε μαγικό. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα στην αρχή, αλλά κατάφερα και πήρα υποτροφία από το γαλλικό κράτος, άρχισα το διδακτορικό μου και παράλληλα δούλευα στο Centre National de la Recherche Scientifique. Και η ζωή μας απέκτησε μια ωραία καθημερινότητα. Νοίκιασα πιάνο, μετά μπόρεσα και αγόρασα – αυτό που έχω ακόμα εδώ. Έφτιαξα μια σταθερή, καλή ατμόσφαιρα για το παιδί μου. Δούλευα συνεχώς. Στο Παρίσι ανοίχτηκαν φοβεροί ορίζοντες για μένα.
Και ήρθε ο Μάης του ’68. Ήμασταν όλη μέρα ή στους δρόμους ή μπροστά στην τηλεόραση. Έτσι κατάφερα και τελειοποίησα τα γαλλικά μου. Επειδή ήμουνα όλη μέρα κολλημένη. Έπαιζα πιάνο στη Σορβόννη, στις καταλήψεις, έζησα στην καρδιά μιας πολύ γοητευτικής εποχής. Εμένα, περισσότερο απ’ όλα τα σημαντικά, με γοήτευε πάρα πολύ η ομοψυχία των Γάλλων. Αυτό που δεν έχω δει στην πατρίδα μου. Έτσι κερδίζονται τα πράγματα. Με ομοψυχία και όχι ο ένας να προσπαθεί να βγάλει το μάτι του άλλου με μικροκλίκες και στρατοπεδάκια. Η εθνική ομοψυχία των Γάλλων ήταν το μεγάλο μάθημα που πήρα από αυτή την ιστορία.
Στο Παρίσι το 1972 γνώρισα τον Μάνο Χατζιδάκι. Ερχόταν και μας ξενυχτούσε στα διάφορα καφέ που πηγαίναμε να τον ακούσουμε. Ήταν πολύ έξυπνος. Εκεί στο σπίτι του Κούνδουρου άκουσε τα πλέι-μπακ που είχα κάνει για τη «Μεγάλη Αγρυπνία». Αγαπηθήκαμε με τον Μάνο από την πρώτη στιγμή. Όταν βγήκε ο δίσκος, τρία χρόνια αργότερα, ο Μάνος ήταν στη ραδιοφωνία και ήταν ο μόνο άνθρωπος που βγήκε και είπε ότι ήταν ο καλύτερος δίσκος που είχε ακούσει τα τελευταία δέκα χρόνια. Είχε μια τρομερή γενναιοδωρία. Στο Παρίσι εκείνη την εποχή έβλεπα τη Μαρία Φαραντούρη, όταν ερχόταν, με την οποία ήμασταν φίλες από την Ελλάδα, τον Κακογιάννη, τη Μελίνα με τις φοβερές της ιστορίες. Και γνώρισα έναν πολύ νέο και ταλαντούχο σκηνοθέτη, τον Δημήτρη Μαυρίκιο.
Μόλις έγινε Μεταπολίτευση, δεν μας κράταγε τίποτα εκεί πέρα. Έζησα όλη αυτή την καταπληκτική ένταση και την ευφορία που είχε δημιουργηθεί σε όλους τους Έλληνες και γύρισα πίσω. Και αμέσως άρχισα να δουλεύω. Μουσική για το θέατρο, μουσική για τον κινηματογράφο. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα πως μπορώ να τα κάνω αυτά. Δεν είχα σπουδάσει σύνθεση. Ο καθηγητής μου, βέβαια, έλεγε ότι συνθέτης γεννιέσαι. Είμαι αυτοδίδακτη στη σύνθεση. Έχω σπουδάσει μόνο πιάνο, ενορχήστρωση και λίγο διεύθυνση ορχήστρας.
Δούλεψα με τον Κανελλόπουλο, τον Χριστοφή, την Τώνια Μαρκετάκη – μεγάλη καλλιτέχνις η Μαρκετάκη και μεγάλη καρδιά. Πολύ έξυπνη. Με τη Ρόζα του Χριστοφή παίρνω το βραβείο στη Θεσσαλονίκη διά χειρός Αγγελόπουλου. Και το 1983 μου πρότεινε να συνεργαστούμε στο Ταξίδι στα Κύθηρα. Οπότε ξεκίνησε αυτό το μεγάλο ταξίδι μαζί του, που ήταν η πιο καταλυτική συνάντηση της ζωής μου.
Ο Αγγελόπουλος είναι μια τρομερή περίπτωση. Λέω συνέχεια είναι, γιατί για μένα είναι παρών. Ο πιο απαιτητικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Μου άρεσε αυτό γιατί κι εγώ το ίδιο είμαι. Ένα θα πω: όταν κάναμε γυρίσματα στο Λιβάδι που δακρύζει, είχε μαζευτεί υγρό γύρω από την καρδιά του και ήταν ένα χρόνο με κορτιζόνες. Ήταν ο πρώτος που έβγαινε στην παγωνιά, πήγαινε πρώτος στο γύρισμα, δεν έτρωγε, δεν κοιμότανε. Τα βρήκαμε με τον Θόδωρο. Με αυτήν τη συνεργασία έμαθα κάτι: απέκτησα φοβερή αυτοπεποίθηση. Ο ίδιος ήταν πολύ ανασφαλής με τη μουσική. Και με τον εαυτό του ήταν. Μην απορείς. Οι ανασφαλείς βγάζουν μια εξαιρετική δύναμη. Γιατί τα δοκιμάζουν όλα, συνεχώς, μέχρι να βρουν το καλό. Δεν είναι σίγουροι και τέρμα.
Εγώ είμαι λίγο μέντιουμ μάλλον στον χώρο της μουσικής. Δηλαδή, μεταφράζω αμέσως αυτά που νιώθω σε μουσική. Έτσι έβρισκα πολύ γρήγορα τα θέματά μου, σε σημείο παρεξήγησης. Πριν αρχίσουν τα γυρίσματα. Όταν μου μίλησε για το Ταξίδι στα Κύθηρα και άκουσα τη φωνή του και κατάλαβα τι θέλει, κάθισα και έγραψα όλα τα θέματα σε μια μέρα. Και του πήγα την κασέτα. Κάπως έτσι δουλέψαμε στις οκτώ ταινίες που κάναμε μαζί.
Δεν έβαζε πολλή μουσική στις ταινίες ο Θόδωρος. Για μένα είναι συν αυτό. Αυτοί που δεν καταλαβαίνουν το θεωρούν μείον. Θυμήσου τον Ρεπόρτερ του Αντονιόνι. Πόση μουσική είχε; Τίποτα. Και σου μένει στο μυαλό η τρομπέτα από το βασικό θέμα. Παίζει μεγάλο ρόλο όχι πόση μουσική θα βάλεις, αλλά σε ποιο σημείο.
Δεν χρειάζεται να ακούς πολλή ώρα μια μουσική. Αρκεί να ηχεί στην ταινία, να την έχει ποτίσει. Να φτιάχνει ατμόσφαιρες δύσκολες και περίεργες και υπόγειες, την ουσία των πραγμάτων χωρίς λόγια. Εγώ δεν μπορώ να δουλέψω τεχνικά, να κάνω επένδυση. Πήγαινα κόντρα. Έβλεπα τη βαθιά κεντρική ιδέα, τον ψυχισμό της ταινίας. Επειδή υπάρχει κάτι βαθιά μέσα, κάτι που δεν λέγεται, ρε παιδί μου. Όπως στα έργα του Πίντερ. Όλα λέγονται; Τα πιο σημαντικά δεν μπορούν να ειπωθούν.
Το θέατρο είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στη ζωή μου. Όταν μπλέκω κάπου, δεν ξεκολλάω. Στο θέατρο δούλευα κάθε χρόνο, από το 1975, με πρώτη την παράσταση του Ντουφεξή, με τον Βογιατζή –εκεί ήμουν και ιδρυτικό μέλος της Σκηνής–, τον Ντασέν στο Εθνικό. Το 1986 μου ζήτησε ο Αντώνης Αντύπας να κάνω τη μουσική για τη Νίκη της Λούλας Αναγνωστάκη. Μέσα από τη συνεργασία αυτή γνωριστήκαμε, αγαπηθήκαμε και είμαστε μαζί είκοσι πέντε χρόνια – τα κλείσαμε τα εικοσιπέντε. Μεγάλος έρωτας και μεγάλη αγάπη. Είχαμε περάσει την πρώτη μας νεότητα όταν γνωριστήκαμε. Βρεθήκαμε σε μια στιγμή ωριμότητας ως άτομα και αυτό που συνέβη είναι ότι καταλάβαμε πως είμαστε υπέροχα μαζί. Ταιριάζουμε σε πάρα πολλά πράγματα και αυτό παραμένει. Είμαστε όμορφα ο ένας δίπλα στον άλλο.
Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για μια μεγάλη συνάντηση της ζωής μου, αυτή με τον Μάνφρεντ Άιχερ της ECM. Είμαι πολύ τυχερή. Bρήκα έναν άνθρωπο που αγκαλιάζει τη δουλειά μου και της δίνει ηχοχρώματα καινούργια. Mε πιστεύει, με καταλαβαίνει, πρόσθεσε στη δουλειά μου όλο το ταλέντο, τη γνώση, την ευαισθησία του. Είναι παρών σε όλα, έχει άποψη για τα πάντα. Είκοσι πέντε χρόνια κρατάει αυτή η σχέση. Με ανακάλυψε χωρίς να το ξέρω, από το Ταξίδι στα Κύθηρα. Μετά είδε ένα βίντεο από τη συναυλία μου στο Ηρώδειο και ως λάτρης του ρυθμού αντάτζιο, άκουσε το πρώτο κομμάτι με το οποίο άνοιγε η συναυλία, το αντάτζιο από το Τοπίο στην Ομίχλη και ζήτησε να συναντηθούμε. Όταν μπήκαμε στο στούντιο και είδα την εκρηκτική του ενέργεια, τις τρέλες που έκανε στις μείξεις, τον γνώρισα αληθινά και τον λάτρεψα.
Εδώ στις εταιρείες δεν είχα παραγωγό. Ήμουν παραγωγός του εαυτού μου. Δεν εμπιστευόμουν κανέναν, τα πήγαινα όλα έτοιμα. Ούτε ατζέντη έχω. Δεν κάνω τουρνέ, δεν κάνω τόσο πολλά. Μου στέλνουν mail και απαντώ. Θα διαλέξω αυτό που με εκφράζει περισσότερο. Στη ζωή μου το ένα έρχεται και δένει με το άλλο. Αυτά τα γεμάτα χρόνια έχω ζήσει μια παραμυθένια ζωή. Έκανα το Ηρώδειο, μετά από πέντε χρόνια την Επίδαυρο, μετά από πέντε χρόνια το Μέγαρο. Έκανα πολύ προσεκτικά βήματα και για κάθε επόμενη εμφάνιση προετοιμαζόμουν και δούλευα πολύ. Εδώ και 8 χρόνια έχει ανοιχτεί για μένα ένας δρόμος πάρα πολύ σημαντικός. Με προσκαλούν σε μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες στο εξωτερικό. Αυτό είναι πάρα πολύ γοητευτικό. Γιατί ξαφνικά ανοίγομαι. Γνωρίζω άλλες ορχήστρες, άλλους ήχους, μαέστρους, μουσικούς και άλλο κοινό.
Μου στοίχισε που έκλεισε το Απλό Θέατρο, αλλά η ζωή συνεχίζεται. Ο Αντώνης δούλεψε 30 συναπτά έτη. Δεν μπορούσε να αρχίσει να κάνει εκπτώσεις ή να ζει με τη δαμόκλειο σπάθη του ενοικίου. Το θέατρο ήταν φίσκα, αλλά είχε 180 θέσεις. Χωρίς βοήθεια από την πολιτεία, δεν προχωρούσε. Δεν υπήρχαν χρέη, έκανε ακριβές παραγωγές, οι ηθοποιοί ήταν καλοπληρωμένοι. Έτσι πέρασε τη ζωή του και πέρασε και όμορφα. Ο Αντώνης είναι ένας άνθρωπος με πολλή ζωντάνια και πολύ κέφι. Διαβάζει πολύ, παρακολουθεί το παγκόσμιο θέατρο, παρακολουθεί τα διεθνή φεστιβάλ. Είναι πολύ έτοιμος και πολύ ξεκούραστος για να κάνει το επόμενο βήμα του. Δεν είναι παροπλισμένος, έχει πολλά να πει και θα τα πει χωρίς το άγχος και την κρεμάλα της έλλειψης συμπαράστασης από το κράτος.
Γράφω πολύ σπάνια – η έμπνευση δεν σε επισκέπτεται συνεχώς. Πρέπει να έχεις ένα μεγάλο ερέθισμα. Στο πιάνο κάθομαι κάθε μέρα. Παίζω πολλές φορές τα κομμάτια που έχω παίξει, μελετάω τα κλασικά μου. Θέλω να είμαι σε φόρμα. Κατά τα άλλα, είμαι ένας πολύ κανονικός άνθρωπος. Ασχολούμαι πολύ με το σπίτι, την οικογένεια, τα εγγονάκια μου, τη μητριά μου, που είναι πια 100 ετών. Έχουμε ένα σπίτι στο χωριό μου και πάμε πότε-πότε με τον Αντώνη για να είμαστε κοντά στη φύση. Α, και κολυμπάμε πολύ, είμαστε χειμερινοί κολυμβητές!
Στη ζωή έκανα πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούσα να φανταστώ. Δεν έβαλα ποτέ στόχους, έρχονται τα πράγματα μόνα τους. Κι αν δεν έρθουν, δεν ήρθανε. Δεν με απασχολεί. Όταν κλείνω την πόρτα μου και ακουμπάω στο πιάνο μου τα δάχτυλά μου, αισθάνομαι ότι είμαι προνομιούχος κι ευγνωμονώ τη ζωή που τα έφερε έτσι τα πράγματα κι έχω αυτή την καταπληκτική επαφή με τη μουσική. Αυτό που ζω σε μια συναυλία φορτώνει τις μπαταρίες μου για χρόνια, για μια ζωή. Αυτό. Είμαι ευγνώμων!