Μάνος Ελευθερίου | «Γράφω, γιατί έτσι δίνω παράταση στη ζωή μου»


.

Μάνος Ελευθερίου

«Γράφω, γιατί έτσι δίνω παράταση στη ζωή μου»

«Όσο περνούν τα χρόνια, το μυαλό μου στρέφεται
όλο και συχνότερα στην παιδική μου ηλικία.
Από εκεί αντλώ συνεχώς εικόνες, ονόματα, αλλά και κουτσομπολιά»


Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Σε ηλικία 14 ετών μετακόμισε με την οικογένειά του από τη Σύρο στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια κατοικούν στο Χαλάνδρι. Το 1960 μετακόμισαν οικογενειακώς στο Νέο Ψυχικό. Το 1955 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Τερζάκη ο οποίος τον ώθησε να παρακολουθήσει μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Το 1956 γράφτηκε στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου με καθηγητές τον Χρήστο Βαχλιώτη, τον Γιώργο Θεοδοσιάδη και τον Γρηγόρη Γρηγορίου. Το 1960 στα Ιωάννινα, όπου βρέθηκε για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, άρχισε να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα.

Το 1964, πρωτοπαρουσιάστηκε στην ελληνική δισκογραφία με το τραγούδι «Ρημαγμένοι κήποι (Το σπίτι γέμισε με λύπη)» που μελοποίησε ο Χρήστος Λεοντής και ερμήνευσε η Έφη Παναγιώτου. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Δήμο Μούτση («Άγιος Φεβρουάριος») και τον Γιάννη Μαρκόπουλο, στον δίσκο «Θητεία» («Τα λόγια» και τα χρόνια», «Μαλαματένια λόγια», «Παραπονεμένα λόγια»), του οποίου η ηχογράφηση άρχισε τον Νοέμβριο του 1973, διακόπηκε από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τελικά κυκλοφόρησε το 1974. Έγραψε στίχους για πάνω από 400 τραγούδια, τα οποία μελοποίησαν συνθέτες, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις («Η μπαλάντα του οδοιπόρου»), ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Ζαμπέτας («Μου `δωσες τον ουρανό»), ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Σταμάτης Κραουνάκης, ο Αντώνης Βαρδής και ο Γιώργος Χατζηνάσιος.

Μεταξύ των μεγάλων επιτυχιών του Μάνου Ελευθερίου περιλαμβάνονται τα τραγούδια: «Το παλληκάρι έχει καημό» (Μίκης Θεοδωράκης), «Κάτω απ’ τη μαρκίζα» (Γιάννης Σπανός), «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι» (Σταύρος Κουγιουμτζής), «Άμλετ της Σελήνης» (Θάνος Μικρούτσικος), «Είναι αρρώστια τα τραγούδια» (Σταύρος Ξαρχάκος), «Έρημοι σταθμοί» (Διονύσης Τσακνής), «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» (Ηλίας Ανδριόπουλος), «Η διαθήκη» (Χρήστος Νικολόπουλος), «Μη χτυπάς σ’ ένα σπίτι κλειστό» (Λουκιανός Κηλαηδόνης) και «Ατέλειωτη εκδρομή» (Θανάσης Γκαϊφύλλιας).

Ο Μάνος Ελευθερίου έγραψε και εικονογράφησε παραμύθια για παιδιά και επιμελήθηκε την έκδοση λευκωμάτων με θέμα τη Σύρο, όπως τα «Ενθύμιον Σύρας» και το τετράτομο «Θέατρο στην Ερμούπολη τον 20ο αιώνα, 1901-1921». Τη δεκαετία του 1990 έκανε ραδιοφωνικές εκπομπές στο δημοτικό ραδιόφωνο της Αθήνας («Αθήνα 9, 84») και στο «Δεύτερο Πρόγραμμα» της ΕΡΤ.

Το 1994 εξέδωσε την πρώτη του νουβέλα με τίτλο «Το άγγιγμα του χρόνου» και το 2004 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Ο καιρός των χρυσανθέμων», που σημείωσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία και το 2005 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Το 2013 βραβεύτηκε για τη συνολική προσφορά του στα γράμματα από την Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε διευθυντής σύνταξης του φιλοσοφικού περιοδικού «Δευκαλίων» και για μεγάλο διάστημα υπεύθυνος και επιμελητής εκδόσεων του εκδοτικού οίκου «Γνώση». Ήταν μέλος της Eταιρείας Συγγραφέων. Ο Μάνος Ελευθερίου πέθανε στις 22 Ιουλίου 2018, σε ηλικία 80 ετών, από ανακοπή καρδιάς.

 

Σε πρώτο πρόσωπο

«Πολλές φορές βλέπω στον ύπνο μου σκηνές από την παιδική μου ηλικία. Είμαι καθισμένος στην τάξη και με σηκώνει ο δάσκαλος να πω μάθημα και, βεβαίως, δεν ξέρω. Αυτός ο τρόμος τού να μην ξέρω το μάθημα, με ακολουθεί πάντα. Όπως και ο τρόμος των μαθηματικών. Ως παιδί, στο δημοτικό διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Την εφημερίδα που παίρναμε καθημερινώς τη μάθαινα απ’ έξω. Το ίδιο και το αναγνωστικό, αλλά καλός μαθητής δεν υπήρξα ποτέ. Άργησα να μάθω ότι υπήρχαν βιβλία λογοτεχνίας.

»Η Σύρος, όπου γεννήθηκα, δεν είχε καμία αίγλη, παρά μόνο απόλυτη φτώχεια. Ειδυλλιακές στιγμές θυμάμαι ελάχιστες, από εκδρομές που πηγαίναμε στα χωριά. Μου ‘ρχεται στη μνήμη η εικόνα απ’ όταν βγάζαμε αχινούς από τη θάλασσα, τους ανοίγαμε με προσοχή, ρίχναμε λεμόνι και τους τρώγαμε. Η αστική τάξη είχε αποδράσει προ πολλού στην Αθήνα και αλλού. Τα αρχοντικά τους έρεβαν. Στην Κατοχή ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού πέθανε από την πείνα. Κατηγορούσαν τους Καθολικούς που είχαν τα χωράφια και τα καλλιεργούσαν, αλλά η σοδειά τους πήγαινε στους Γερμανούς και τους Ιταλούς.

»Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και όταν ξέσπασε ο πόλεμος αποκλείστηκε στο εξωτερικό. Τον γνώρισα στα επτά μου, μετά την απελευθέρωση. Ξαφνικά, ήρθε ένας ξένος κι έμεινε στο σπίτι μας. Μέχρι τότε ήμασταν εγώ, η μικρότερη αδελφή μου και η μητέρα μου. Μετά, προστέθηκαν και άλλα δυο αδέλφια.»[1]

 

 

«Όσο περνούν τα χρόνια, το μυαλό μου στρέφεται όλο και συχνότερα στην παιδική μου ηλικία. Από εκεί αντλώ συνεχώς εικόνες, ονόματα, αλλά και κουτσομπολιά. Το κουτσομπολιό, κουσέλι όπως το λένε στη Σύρο, ήταν απαραίτητο στις κουβέντες των γυναικών τα βράδια έξω από τα σπίτια τους. Πρέπει να υπογραμμίσω πως κατά τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας βασίλευε η απόλυτη φτώχεια. Ταξιδεύοντας ξανά και ξανά στο παρελθόν, σκέφτομαι πως έχω πετάξει από τη μνήμη μου πράγματα τα οποία δεν με ενδιέφεραν κι έχω κρατήσει άλλα. Μεγάλωσα και βάζω σε τάξη τα πράγματα του εαυτού μου: επιλέγω, αλλά και σβήνω ή διαγράφω. Επίσης, έχω περιορίσει, για λόγους υγείας, τις χαρές της ζωής μου: το ποτό και το τσιγάρο.

»Ποιο είναι, όμως, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία; Όσα μας συμβαίνουν είναι απείρως πιο σημαντικά από όσα γράφουμε – αλλά δεν τα υπολογίζουμε. Όταν γράφω για ένα ζήτημα που με καίει, νομίζω πως θα βγει κάτι καλό – μια μπαλάντα, ας πούμε – αλλά σιγά – σιγά αρχίζω να αρρωσταίνω. Έχω εδώ και πολλά χρόνια την εντύπωση πως γράφω μέσα σε μιαν ομίχλη. Χωρίς να με κυνηγάει κανενός το αίμα, όποτε γράφω, ζω τις νύχτες του Μακμπέθ. Κακά, όμως, τα ψέματα: γράφω γιατί έτσι δίνω παράταση στη ζωή μου.»[2]

 

 

«Αυτά που γράφουν οι συγγραφείς δεν είναι ουρανοκατέβατα. Υπάρχουν γύρω και δυστυχώς έχουν επηρεάσει και πάρα πολύ σπουδαίους ανθρώπους. Θέλω να πω ότι δεν είμαι τίποτα μπροστά στον Καβάφη και στον Ντοστογιέφσκι. Και όμως αυτοί οι άνθρωποι υπέφεραν τα πάνδεινα από την κακογλωσσιά, την καταλαλιά ορισμένων ανθρώπων. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τον πόνο του Καβάφη όταν ρίχνει το ανάθεμα και αυτή τη στιγμή ο Καβάφης είναι παγκόσμιος ακτινοβολίας ποιητής. Όπως επίσης ο Ντοστογιέφσκι που πέρασε απίστευτα πράγματα. Τον Σολωμό τον έλεγαν ο «νόθος» και άρχισε και έπινε. Ο Παπαδιαμάντης που πέρασε τρομακτικές φτώχιες.

»Και ο Τσαρούχης πέρασε οδυνηρές φτώχιες. Εγώ τον θυμάμαι να μένει στην οδό Καραγεώργη Σερβίας στον τρίτο όρο μιας ετοιμόρροπης νεοκλασικής πολυκατοικίας και να περνάει τραγικές ώρες. Σχεδόν δεν είχε να φάει. Κοιτάτε τι έγινε αργότερα! Μετά πήγαιναν οι εφοπλιστές και του ζητούσαν ναύτες. Κι εκείνος έλεγε μα όλοι οι εφοπλιστές, ναύτες θα μου ζητάνε;

»Η πρωτοπορία κινδύνευε πάντοτε από τη «συνομωσία» των μετρίων; Τους περισσότερους πρωτοπόρους τους κορόιδευαν. Και τον Εμπειρίκο όταν έγραφε τον κορόιδευαν και σήμερα τον δοξάζουν. Και ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος είχαν γίνει «νούμερο» στην επιθεώρηση. Τους έλεγαν ο… Δισ-Εγγονόπουλος και ο Μπιρμπιρίκος! Υπήρχαν εφημερίδες που κάθε μέρα έβαζαν στίχους του Εγγονόπουλου για να τον κοροϊδέψουν, επί σειράς χρόνων. είχε τρελαθεί. Στον Εμπειρίκο φερόντουσαν πιο “βελούδινα” γιατί ήταν γιος από τους πλουσιότερους Έλληνες και τον αντιμετώπιζαν πιο γλυκά.»[3]

 

 

«Το παρελθόν μας κρύβει τα αποτρόπαια. Ανακαλύπτω πράγματα τρελά. Λύνω πολλά άλλα. Το παρελθόν το βλέπω στον δημόσιο βίο αλλά και στον ιδιωτικό σαν ένα σταυρόλεξο που δεν το έχω λύσει ολόκληρο. Μένουν οι λέξεις και ύστερα από δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια λέω αυτή είναι η λέξη που χρειαζότανε. Κι όταν τη γράψω, βλέπω ότι δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Μου θυμίζει πράγματα που δεν έπρεπε να έχουνε γίνει. Πράγματα που με γονάτισαν κάποτε και ως πολίτη και ως προσωπικότητα. Τα σπάνια πράγματα έρχονται από το παρελθόν. Κάτι σπάνιο, κάτι μοναδικό, κάτι κυρίως ξαφνικό, που σου λύνει τα πόδια. Οι λύσεις έρχονται πάντα μετά από πολλά χρόνια, χωρίς να σημαίνει ότι σου λύνονται τα προβλήματα. Βλέπεις τι θα μπορούσες να είχες κάνει και δεν έκανες, ή κάποιο άνοιγμα που σου έδινε ο τάδε άνθρωπος ή η τάδε γνωριμία, μια πόρτα που άνοιξε για σένα, μόνο για σένα, και ξαφνικά της έδωσες μια και την έκλεισες ή την αγνόησες. Και αυτή την πόρτα ήταν να την περάσεις μόνο εσύ. Δεν είχε κανένας άλλος πρόσβαση, δικαίωμα, κυρίως, ήταν άγνωστη, ήταν αόρατη η πόρτα, αυτή η πόρτα που άνοιξε μόνο για σένα. Έχω βρει δυο-τρεις τέτοιες περιπτώσεις στη ζωή μου, που τις πέταξα.»[4]

 

 

«Ποιο είναι, όμως, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία; Όσα μας συμβαίνουν είναι απείρως πιο σημαντικά από όσα γράφουμε – αλλά δεν τα υπολογίζουμε. Όταν γράφω για ένα ζήτημα που με καίει, νομίζω πως θα βγει κάτι καλό -μια μπαλάντα, ας πούμε-αλλά σιγά-σιγά αρχίζω να αρρωσταίνω. Έχω εδώ και πολλά χρόνια την εντύπωση πως γράφω μέσα σε μιαν ομίχλη. Χωρίς να με κυνηγάει κανενός το αίμα, όποτε γράφω, ζω τις νύχτες του Μακμπέθ. Κακά, όμως, τα ψέματα: γράφω γιατί έτσι δίνω παράταση στη ζωή μου»[5]

 

 

————————————————————————————————————————-

*Αποσπάσματα από συνεντεύξεις: 1. Χρήστος Παρίδης, Όταν ο Μάνος Ελευθερίου αφηγήθηκε τη ζωή του στη LiFO, lifo.gr. | 2. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μάνος Ελευθερίου: Χωρίς να με κυνηγάει κανενός το αίμα, ΑΠΕ-ΜΠΕ. | 3. Μάνος Ελευθερίου, «Είμαστε όλοι σε ένα πηγάδι», bookbar.gr | 4. Ναταλί Κάππα, Μάνος Ελευθερίου: 70 χρόνια and still rocking… mousikaproastia.gr | 5. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, ο.π.
Πηγές φωτογραφιών: Κορυφαία: Φωτ. Πέπη Λουλάκη | https://www.hartismag.gr/hartis-5/afierwmata/manos-eleyoerioy | 2. https://radar.gr/article/o-manos-eleytherioy-gennithike-san-simera-5-poiimata-poy-thymomaste | 3.4.5.6. https://www.facebook.com/manoselef
——–———————————————–
Επιμέλεια Λ.Τ.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *