Βασίλης Τσιρώνης: Η αεροπειρατεία ενός Αγρινιώτη

Βασίλης Τσιρώνης: «Στο όνομα της Δημοκρατίας
της Λευτεριάς και του ανθρωπισμού
κυριεύω αυτό το αεροπλάνο»

Δεν ήταν μόνο Αγρινιώτης στην καταγωγή, αφού ο πατέρας του, όπως γράφει ο ίδιος στο «Γαλάζιο Βιβλίο», είχε γεννηθεί στο Αγρίνιο· κυρίως ήταν που αυτός ο ρομαντικός γιατρός, με μια παράτολμη ενέργειά του, τον τρίτο χρόνο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, συνέδεσε το Αγρίνιο με τη μοναδική αεροπειρατεία της επταετίας και μάι από τις πρώτες αεροπειρατίες στη χώρα. Το όνομα του, Βασίλης Τσιρώνης, το επάγγελμά του, γιατρός και η ζωή του μέχρι τηνώρα που ένα όπλο εκπυρσοκρότησε μπροστά του, άκρως πολυτάραχη.

  • επιμέλεια κειμένου:
    Λευτέρης Τηλιγάδας
Στο μπαλκόνι του σπιτιού του, τον Φεβρουάριο του 1978, και αφότου το είχε ανακυρήξει «ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος»

Ο Βασίλης Τσιρώνης γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1929 στην Αθήνα. Το 1947 μπήκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με πολύ καλή σειρά ανάμεσα στους 1300 υποψήφιους της χρονιάς εκείνης, κόντρα στην επιθυμία της οικογένειάς του να μπει στην Σχολή Ευελπίδων με προοπτική να γίνει στρατιωτικός καριέρας. Το 1958 διορίστηκε από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό γιατρός των εξόριστων του Άη – Στράτη, τους οποίους παρά τις απαγορευτικές διαταγές βοήθησε ανοικτά και με αυταπάρνηση, αντιδρώντας στην πολιτική φυσικής τους εξόντωσης και καταγγέλλοντας την κυβέρνηση της Δεξιάς για «ανθρωποκτονίες εκ προμελέτης» και τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό για «συνθηκολόγηση και υποταγή» με διοχέτευση στον ξένο Τύπο αρκετών εμπιστευτικών εγγράφων και απόρρητων οδηγιών του τότε υφυπουργείου Ασφαλείας που αποδείκνυαν τις καταγγελίες του.

Έγινε ευρύτερα γνωστός από μια απεργία πείνας 50 ημερών που πραγματοποίησε επί Γεωργίου Παπανδρέου με αίτημα τον άμεσο επαναπατρισμό των αριστερών πολιτικών προσφύγων από τις χώρες του λεγόμενου «ανατολικού μπλοκ». Το 1969 σε ηλικία 40 ετών και ενώ η απριλιανή δικτατορία (1967 – 1974) απολάμβανε την τρίτη της χρονιά, έκανε αεροπειρατεία έχοντας μαζί του όλη την οικογένειά του, και μέσω Αλβανίας διέφυγε στην Σουηδία, στην οποία ζούσαν τότε οι περισσότεροι αντιδικτατορικοί πολιτικοί πρόσφυγες. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974, λίγο μετά την μεταπολίτευση, και ίδρυσε το «Ουδετερόφιλο Ελλαδικό Μέτωπο» ή Ο.Ε.Μ. και στις εκλογές του 1977 έριξε το σύνθημα της λευκής ψήφου, με αποτέλεσμα να διεκδικήσει μία εβδομάδα αργότερα τα 251.000 λευκά ψηφοδέλτια της Β’ Εκλογικής Περιφέρειας Αθηνών, πράγμα που προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό την απόπειρα της αστυνομίας να τον συλλάβει στην είσοδο του σπιτιού του στην οδό Άρεως 35 στο Παλαιό Φάληρο, μετά από ανακίνηση μίας παλαιάς καταδίκης του.

Από εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν μία τραγική τροπή: στις 30 Νοεμβρίου 1977 οι ειδικές αστυνομικές μονάδες και ελεύθεροι σκοπευτές απέκλεισαν την περιοχή γύρω από το σπίτι του Τσιρώνη,  όταν εκείνος πυροβόλησε κατά των αστυνομικών που είχαν έλθει να τον συλλάβουν. Από κείνη τη στιγμή άρχισε μία πολύμηνη και επεισοδιακή πολιορκία του σπιτιού του. Στις 5 Φεβρουαρίου 1978 ο Τσιρώνης κήρυξε το διαμέρισμά του «ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος» και κάθε ημέρα έβγαινε στο μπαλκόνι του, με μεγάφωνα ή με έναν φορητό τηλεβόα και διάβαζε στο συγκεντρωμένο πλήθος τα «πολεμικά ανακοινωθέντα» ενάντια στο «κράτος των μαύρων». Στις 7 Ιουλίου 1978 η καθημερινή εφημερίδα «Το Βήμα» από το πρωτοσέλιδο σχόλιό της με τον προκλητικό τίτλο «ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΡΑΤΟΣ;», εξέφραζε ανυπόγραφα την «ανησυχία» ότι δήθεν με το «αυτόνομο κράτος» του Τσιρώνη «υπονομευόταν η έννοια του κράτους». Το σχόλιο τελείωνε ως εξής: «Ποιος κάποτε θα αποφασίσει να προστατεύσει το κύρος και την αξιοπιστία του Κράτους; Διότι και η υπόθεση Τσιρώνη υπογραμμίζει την ανυπαρξία Κράτους».

Στις 4 το πρωί της 11ης Ιουλίου, υπό την άμεση εποπτεία του τότε υπουργού Δημοσίας Τάξης Μπάλκου, 28 πάνοπλοι κομάντος της «Διμοιρίας Ειδικών Αποστολών» εισέβαλαν με βοήθεια δακρυγόνων στο διαμέρισμα μετά από δικαστική απόφαση και με παρουσία εισαγγελέα. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες ο Τσιρώνης έπεσε νεκρός, ενώ η σύζυγός του, που μετά την παράδοση των 3 παιδιών τους είχε μείνει μέχρι τέλους δίπλα του στο τελευταίο «οχυρωμένο» δωμάτιο, φώναζε δυνατά πως «οι φασίστες σκότωσαν τον Τσιρώνη μέσα στο σπίτι του». Κατά την εκδοχή της αστυνομίας ο Τσιρώνης είχε «αυτοκτονήσει»

Σε πρώτο πρόσωπο

Δείτε πως περιγράφει ο ίδιος ο Βασίλης Τσιρώνης
την αεροπειρατία που πραγματοποίησε στο ΜΠΛΕ ΒΙΒΛΙΟ του

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η αεροπειρατία
μέσα από την αφήγηση μιας αεροσυνοδού

Στις 11 το πρωί της κρίσιμης μέρας, η οικογένεια Τσιρώνη εξοπλισμένη με δυο πιστόλια και δυο μαχαίρια καταλαμβάνει τις τέσσερις πρώτες θέσεις πίσω από το πιλοτήριο. Ο γιατρός ήταν αποφασισμένος να κυριεύσει το σκάφος, να το οδηγήσει στην Αλβανία και από ‘κει να φύγει για τη Σουηδία απ’ όπου σκόπευε να συνεχίσει τον αγώνα κατά της χούντας. Τότε δεν υπήρχαν έλεγχοι στα δρομολόγια του εσωτερικού και η εταιρεία δεν προκαθόριζε καν το πού θα κάτσει ο κάθε επιβάτης. Κυβερνήτης ήταν ο Γιώργος Τζώρτζης, συγκυβερνήτης ο Μιλτιάδης Χατζηγιαννάκης, συνοδός η Ρίλα Παπασπύρου και ο καιρός αίθριος και πολύ ζεστός.

Το «ταξίδι» μέχρι το Αγρίνιο

«Η πτήση διαρκούσε περίπου μια ώρα ως το Αγρίνιο και άλλα σαρανταπέντε λεπτά μέχρι τα Γιάννενα» μας εξηγεί η κ. Παπασπύρου. «Ήταν, αν θυμάμαι καλά, η 7η πτήση μου. Ημουν 19 χρονών και όλα πήγαιναν καλά ως τη στιγμή που μετά τους γνωστούς καφέδες και τις πορτοκαλάδες που προσέφερα στους 25 επιβάτες, διαπίστωσα ότι οι τέσσερις πρώτοι έλειπαν απ’ τις θέσεις τους και η πόρτα του κόκπιτ ήταν κλειστή. Και δεν άνοιγε, παρότι χτύπησα και δοκίμασα να την σπρώξω. Αυτό ήταν περίεργο, διότι μπορεί τότε πολύς κόσμος να μπαινόβγαινε στο πιλοτήριο χωρίς ειδική συνεννόηση με το πλήρωμα, αλλά η πόρτα έμενε ανοιχτή”. Σ’ αυτό τον τύπο αεροσκάφους δεν υπήρχε σύστημα ενδοσυνεννόησης των πιλότων με την αεροσυνοδό. Κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς συμβαίνει. “Αρχισαν οι πρώτοι ψίθυροι και τα σχόλια. Κάποιοι έλεγαν ειρωνικά ότι ενδεχομένως να έχει φρακάρει η πόρτα λόγω του συνωστισμού στο πιλοτήριο. Γιατί πραγματικά το DC-3 ήταν ένα πολύ στενόχωρο σκάφος. Ο χρόνος κυλούσε και η πόρτα δεν άνοιγε. Οταν αφήσαμε πίσω μας το Αγρίνιο, χωρίς ο κυβερνήτης να ανακοινώσει τίποτα από τα μεγάφωνα, ανέλαβα να καθησυχάσω όσο γινόταν τους ανθρώπους λέγοντάς τους για κάποιο τεχνικό πρόβλημα του αεροδρομίου».

Η αεροσυνοδός και ορισμένοι επιβάτες χτυπούν και σπρώχνουν έντονα την πόρτα. Ο Τσιρώνης αποφασίζει να απαντήσει: «Σκάστε και καθίστε», διατάζει. Η ανησυχία γίνεται φόβος και αγωνία. «Ακούγονται διάφορες υποθέσεις. Επικρατεί το σενάριο της αεροπειρατείας, ότι ο επιβάτης που είναι μέσα είναι κάποιος ποινικός που απειλεί, ίσως και να έχει ήδη σκοτώσει τον πιλότο. Προσπαθώ να διασκεδάσω την κατάσταση. Τους λέω ότι τα καύσιμα φτάνουν ως την Ιταλία , ότι το σκάφος δεν είναι ακυβέρνητο», θυμάται η κ. Παπασπύρου.

Μετά τα Γιάννενα

Η Ντακότα περνά και τα Γιάννενα, η αγωνία φουντώνει. Όταν λίγο αργότερα εμφανίζονται τα αλβανικά Μιγκ να στριφογυρίζουν δίπλα στο αεροπλάνο, η νεαρή αεροσυνοδός δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα. Επικρατεί πανικός. Κάποτε ακούγεται η φωνή του Γ. Τζώρτζη από τα μεγάφωνα: «Θα επιχειρήσουμε αναγκαστική προσγείωση». Η κ. Παπασπύρου μοιράζει τα μαξιλαράκια και δένεται και αυτή στη θέση της. «Το αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνει απότομα και η προσγείωση ήταν πράγματι ανώμαλη. Δεν υπήρχε κανονικός διάδρομος. Είχαμε προσγειωθεί σε κάποιο εγκαταλελειμμένο στρατιωτικό αεροδρόμιο κοντά στην Αυλώνα».

Στην Αυλώνα

Μόλις το αεροπλάνο σταμάτησε, εμφανίστηκε ο Τσιρώνης με το παραμπέλουμ ψηλά, λέγοντας: «στο όνομα της δημοκρατίας, της λευτεριάς και του ανθρωπισμού κατέλαβα το αεροπλάνο». Μια γιαγιά στα τελευταία καθίσματα δεν είχε καταλάβει απολύτως τίποτα: «Φτάσαμε επιτέλους κόρη μου», έλεγε ανακουφισμένη στην αεροσυνοδό. Είδαν μερικά τζιπ, ο γιατρός πήδηξε στο έδαφος μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια και ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τους επικεφαλής αλβανούς αξιωματικούς. Ενας επιβάτης, μουσικός στο επάγγελμα, λιποθύμησε. «Τον κατεβάσαμε στον ίσκιο κάτω απ’ το φτερό και του έδωσα σταγόνες ‘Τονοτίλ’. Συνήλθε και όλοι μαζί περιμέναμε την εξέλιξη της περιπέτειας. Ο Τσιρώνης κουβέντιαζε με τους Αλβανούς μακριά μας. Το κλίμα μεταξύ των υπολοίπων ήταν βαρύ. Υπήρχε φόβος και απόσταση. Την τύχη μας την είχαμε εμπιστευτεί στον Γ. Τζώρτζη. Σχεδόν τρεις ώρες μετά κατέφθασε μια Μερσέντες 600 για την οικογένεια Τσιρώνη και ένα προπολεμικό λεωφορειάκι για μας».

Όλοι μεταφέρθηκαν σε ένα πανδοχείο που είχε ετοιμαστεί ειδικά για τους ασυνήθιστους επισκέπτες. «Ηταν ένα όμορφο νεοκλασικό που μύριζε χλωρίνη. Τα δωμάτια λιτά με στρατιωτικές κουβέρτες». Εκεί μόνο κατάφερε η αεροσυνοδός να συνεννοηθεί με τον κυβερνήτη και να μοιραστούν και τα δικά τους προβλήματα. «Ο Τζώρτζης μου είπε ότι στην Αθήνα δεν ξέρουν πού βρισκόμαστε. Προσπαθούσε να πείσει τον Τσιρώνη να αποφύγει την Αλβανία, χώρα που ως γνωστόν δεν είχε σχέσεις με την Ελλάδα. Ηταν και ο ίδιος, ο κυβερνήτης, χαρακτηρισμένος από τη χούντα. Είχε επιστρέψει στην Ολυμπιακή ύστερα από ένα διάστημα που είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα για πολιτικούς λόγους και ανησυχούσε μήπως στην Ελλάδα τον θεωρήσουν συνεργάτη του Τσιρώνη ή ακόμα και των Αλβανών. Αλλά και εγώ άρχισα να έχω ανάλογους φόβους. Επτά μήνες περίμενα να εργαστώ στην Ολυμπιακή, αν και είχα περάσει το διαγωνισμό, επειδή ο πατέρας μου ήταν μακρονησιώτης και δεν μου έδιναν το χαρτί κοινωνικών φρονημάτων».

Πριν όμως από τις ελληνικές υπηρεσίες, το πλήρωμα όφειλε να αντιμετωπίσει και τις αλβανικές. «Δεν κατάλαβα αν τους έπεισα τελικά ότι δεν είμαι κατάσκοπος. Τελειώνοντας με την ανάκριση, και ως την ώρα του δείπνου που είχε προαναγγελθεί, πήρα ένα από τα ποδήλατα της αυλής του πανδοχείου για να δω και την πόλη. Είχαν χαλαρώσει τα πράγματα, άλλα όχι και για ποδηλατάδα. Σε δέκα λεπτά με μάζεψαν και με γύρισαν πίσω.»

Το τραπέζι

«Όμως η ευχάριστη έκπληξη για όλους ήρθε στο τραπέζι. Επιβάτες και πλήρωμα έμαθαν από επίσημα χείλη ότι την επομένη μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα με καύσιμα της αλβανικής κυβέρνησης. Η οικογένεια Τσιρώνη ήταν κι αυτή χαρούμενη, αφού εξασφάλισε ό,τι επιθυμούσε. Ήταν απολύτως κινηματογραφικό», αφηγείται η κ. Παπασπύρου. «Ένα μακρύ τραπέζι με άσπρο τραπεζομάντηλο. Κόκκινο κρασί, καλομαγειρεμένο κοτόπουλο, οι κομισάριοι από τα Τίρανα, οι τοπικές αρχές, οι “αεροπειρατές”, το πλήρωμα, οι κατάκοποι επιβάτες, οι μουσικοί και το παραδοσιακό χορευτικό συγκρότημα. Κάποιοι από μας χόρεψαν και τσάμικο. Ο Τσιρώνης μας ευχαρίστησε. Μιλούσε ακατάπαυστα για τις περιπέτειές του και για τη χούντα αποκλειστικά με τους επισήμους. Μετά το γλέντι μας ξενάγησαν στην πόλη”.

Η επιστροφή

Το απόγευμα της 17ης Αυγούστου, πλήρωμα και επιβάτες έφτασαν μέσω Κέρκυρας στο Ελληνικό. Στην υποδοχή ο αναπληρωτής υπουργός Προεδρίας Αγαθαγγέλου, εκ μέρους του Παπαδόπουλου. «Εκφωνήθηκαν λογίδρια για το ενδιαφέρον που έδειξε η ‘Εθνική Κυβέρνησις’ ώστε να φτάσουμε ασφαλείς στην “αγκαλιά της πατρίδας” και βεβαίως καταδικάστηκε ο “εγκληματίας’ Τσιρώνης”». Δεν δόθηκε έκταση στο γεγονός. Η δημοσιότητα δεν συνέφερε ούτε την δικτατορία ούτε την εταιρεία. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Ωνάσης, η κεφαλή τότε της Ολυμπιακής, καθησύχασε το πλήρωμα. Δεν είχε την παραμικρή υποψία εναντίον τους και θα τους κάλυπτε στην πορεία των ανακρίσεων.

 

Κείμενο μαρτυρίας Παπασπύρου: Πηγή
Φωτογραφίες: Πηγή

AgrinioStories