Τζένη Καρέζη – Το μεγάλο μας τσίρκο

Σαν σήμερα, 12 Ιανουαρίου 1934
γεννήθηκε η ηθοποιός Τζένη Καρέζη (1934 -1992)

Η Τζένη Καρέζη (Ευγενία Καρπούζη ήταν το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 1934. Το 1951 έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτρη Pοντήρη, τον Άγγελο Tερζάκη, την Kατερίνα και τον Γιώργο Παππά. Αποφοίτησε το 1954 και αμέσως χρίστηκε πρωταγωνίστρια. Ο πρώτος της ρόλος στο θεατρικό σανίδι ήταν δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, στο έργο του Αντρέ Ρουσέν «Ωραία Ελένη», που ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1954 στο Θέατρο Κοτοπούλη. Ακολούθησε ο ρόλος της Αντέλα στο έργο του Λόρκα «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», στο οποίο πρωταγωνιστούσε η Κατίνα Παξινού και σκηνοθέτησε ο Αλέξης Μινωτής. Το χρονικό διάστημα 1955-1959 έπαιξε με επιτυχία σπουδαίους ρόλους στο Εθνικό Θέατρο: Οφηλία (Άμλετ), Κορντέλια (Βασιλιάς Ληρ), Μυρίννη (Λυσιστράτη) κ.ά.

Το 1955 έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», για να ακολουθήσουν περισσότερες από 30 ταινίες: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Η νύφη το ’σκασε» (1962), «Τα κόκκινα φανάρια» (1963), «Δεσποινίς διευθυντής (1964), «Μια τρελή τρελή οικογένεια» (1965), «Τζένη – Τζένη» (1966), «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» (1968), «Μια γυναίκα στην αντίσταση» (1970).

Μετά το 1960, δημιούργησε δικούς της προσωπικούς θιάσους και συνεργάστηκε με έξοχους κωμικούς, όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Από το 1968 μέχρι το θάνατό της έπαιξε μαζί με τον Κώστα Καζάκο, έργα των Καμπανέλλη, Άλμπι, Ίψεν, Τσέχοφ, Αναγνωστάκη, ενώ το 1985 ερμήνευσε για πρώτη φορά αρχαίο δράμα, με τη «Μήδεια», σε σκηνοθεσία Μίνωα Bολανάκη, μια παράσταση που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Δύο χρόνια αργότερα πρωταγωνίστησε στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα, που ανέβηκε στην Επίδαυρο και τον Λυκαβηττό.

Το μεγάλο μας τσίρκο

 

Η μεγάλη της θεατρική επιτυχία υπήρξε αναμφισβήτητα το σπονδυλωτό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», που ανέβηκε το 1973, το οποίο και αποτέλεσε μία από τις εστίες πνευματικής αντίστασης κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Η ίδια, όσο και ο σύζυγός της Κώστας Καζάκος, συνελήφθησαν και ταλαιπωρήθηκαν από τις αρχές της χούντας. Το είδος αυτό είχε συνέχεια μετά τη μεταπολίτευση με τα έργα «Το κουκί και το ρεβύθι» (1974) και «Εχθρός Λαός» (1975). Τελευταία της θεατρική παράσταση ήταν τα «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη (1990).

Η ιδέα για το ανέβασμα του «Μεγάλου μας τσίρκου» ανήκε στο θιασαρχικό ζεύγος, που για πρώτη φορά την άνοιξη του 1972 σκέφτηκαν ν’ ανεβάσουν ένα έργο, που σύμφωνα με την Τζένη Καρέζη έπρεπε «να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη… και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες… και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα».

 

 

«Όλα αυτά όμως θά ’πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θά’ πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν», συνεχίζει την αφήγησή της η Τζένη Καρέζη. Οι θιασάρχες απευθύνθηκαν στον σπουδαίο έλληνα θεατρικό συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη, επειδή είχε «ταλέντο, πείρα, γνώση» και στο έργο του «χτυπάει πάντα πυρετικά, σπαρακτικά και γνήσια ο σφυγμός της ράτσας». Ο Καμπανέλλης δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή τους κι έτσι προέκυψε το θεατρικό «Το Μεγάλο μας Τσίρκο».

Την παράσταση ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο Κώστας Καζάκος με βοηθό τον Άρη Δαβαράκη, τα σκηνικά και τα κοστούμια έφτιαξε ο Φαίδων Πατρικαλάκης. Τα τραγούδια της παράστασης έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος και τα ερμήνευε επί σκηνής ο Νίκος Ξυλούρης. Η κίνηση και η θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη διδάχτηκε από τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο οποίος διακόσμησε το χώρο της εισόδου. Τους βασικούς ρόλους ερμήνευσαν ο Κώστας Καζάκος, η Τζένη Καρέζη, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973 στο θέατρο «Αθήναιον» της οδού Πατησίων.

 

 

 

 

Αμέσως αγαπήθηκε από το κοινό κι έγινε σύμβολο του αγώνα κατά της Χούντας. Αλληγορικά γραμμένο, κατάφερε να περάσει τις συμπληγάδες της λογοκρισίας, κρύβοντας δεκάδες μηνύματα κατά της δικτατορίας. Κάθε βράδυ γινόταν κοσμοσυρροή στο «Αθήναιον», που βρισκόταν σχεδόν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ανάμεσά τους και «εκπρόσωποι» του στρατιωτικού καθεστώτος, που σημείωναν και ενημέρωναν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών.

Οι παραστάσεις του διακόπηκαν βίαια από τη Χούντα, τον Οκτώβριο, λίγο πριν από το Πολυτεχνείο. Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ενώ συνελήφθησαν εκ νέου κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οι παραστάσεις του έργου συνεχίστηκαν μετά την αποφυλάκισή τους με μεγαλύτερη επιτυχία από τις 22 Δεκεμβρίου 1973. Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, στις 3 Αυγούστου 1974, το έργο ξανανέβηκε με την προσθήκη των λογοκριμένων σκηνών κι ενός τραγουδιού («Το Πρόσκύνημα») στο φινάλε της παράστασης για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.

 

Πηγή


AgrinioStories