Το μεγαλύτερο βελανιδόδασος
της Βαλκανικής, γνωστό στα παλιά χρόνια,
σαν το δάσος του Λυκοδοντιού
και της Μάνινας
Οι «βαλανιφάγοι»
- του Γεράσιμου Παπατρέχα
Η ανατολική βουνοσειρά του Ξηρομέρου που ακολουθεί παράλληλη γραμμή από βόρεια προς νότια, μ’ αυτή των Ακαρνανικών, αιχμηρή, «ηλίβατη» και με «απορρώγες» σταχτόχρωμους βράχους, κρατά στη ράχη της, μάλλον κρατούσε, το μεγαλύτερο βελανιδόδασος της Βαλκανικής, γνωστό στα παλιά χρόνια, σαν το δάσος του Λυκοδοντιού και της Μάνινας. πάνω από τον Πεταλά, που χωρίζει το Ξηρόμερο από το Βάλτο, μέχρι κάτω χαμηλά στη θάλασσα, στο Πλατυγιάλι, ράχες και διάσελα, λοφοσειρές και κοιλάδες, όλα δασοσκέπαστα, με κυρίαρχες τις υψικάρηνες, αιωνόβιες, ακαρνανικές βελανιδιές. Για πολλούς αιώνες ο καρπός αυτών των ευλογημένων δέντρων, υπήρξε πραγματικά μάνα για τους κάτοικους της καλότυχης, αυτής επαρχίας.
Εδώ τρέφονταν και του Οδυσσέα τα μεγάλα κοπάδια από πρόβατα και γουρούνια, σε περιπτώσεις σιτοδείας και δυστυχίας έτρεφε και τους ανθρώπους, για αυτό και «βαλανιφάγοι» προσαγορεύονταν συχνά οι Ακαρνάνες. Μα ακόμα και στη σύγχρονη εποχή, τα χειμωνιάτικα βράδια, ποιος Ξηρομερίτης δεν δοκίμασε βελάνια, ψημένα στη χόβολη;
Στα χρόνια του ΄21 έβγαιναν οι πεινασμένες φαμελιές απ’ τον Κάλαμο και έκαναν προμήθειες από αγραπίδια και βελάνια τα άλεθαν στους χερόμυλους και έκαναν χυλό να στομώσουνε την πείνα. Δεν έχουμε πληροφορίες για τα ιστορικά χρόνια της αρχαιότητας και τη βυζαντινή εποχή. Αλλά πώς είναι δυνατό να μην εκμεταλλεύτηκαν τις μοναδικές βαφικές και δεψικές ιδιότητες των κυπέλλων και τις θρεπτικές των βελανιών;
Τα μεγάλα κοπάδια από γιδοπρόβατα, γελάδια και γουρούνια που πάντα βαστούσε το Ξηρόμερο, είχαν εξασφαλισμένη άφθονη τροφή, το φθινόπωρο και το χειμώνα μέσα στους μεγάλους δρυμούς. Η άφθονη δεψική ύλη και το νερό των λιμνών ήταν ό,τι χρειαζόταν για την κατεργασία των δερμάτων από τ` άφθονα σφάγια των κρεατοφάγων Ακαρνάνων.
Από τα πρώιμα χρόνια της τουρκοκρατίας αυτός ο απέραντος βελανιδώνας, κηρύχθηκε προνομία της εκάστοτε βασιλομήτορος (βαλιδέ σουλτάνας) και αυτό είναι απόδειξη του πόσο προσοδοφόρος θεωρούνταν. Και μόνιμος αντιπρόσωπος της βαλιντέ σουλτάνας και υπεύθυνος για τις εκμισθώσεις, ήταν πάντα ο Καπουδάν Πασάς, δηλ. ο αρχιναύαρχος. Δεν έχουμε στοιχεία για το πώς και με ποιους όρους γινόταν η εκμίσθωση του βελανιδώνα, αλλά οπωσδήποτε, ο μισθωτής είχε μεγάλα κέρδη. Ο άπληστος Αλή-Πασάς, μόνο μετά τη σφαγή των Γάλλων στην Πρέβεζα αξιώθηκε να του εκμισθώσουν το δάσος.
Στα χρόνια του Όθωνα χωρίστηκε το δάσος σε «τεμάχια», κάθε χωριό πήρε το μερίδιό του και απόχτησαν έτσι οι κάτοικοι το δικαίωμα της νομής. Οι Γκαρακούνηδες δεν είχαν ακόμα εγκατασταθεί μόνιμα, με κατοικίες και δική τους γη και για αυτό δεν επήραν μερίδια. Άλλωστε είχαν και το Γρίβα φανατικό πολέμιο. Στα 1868 με τη γέννηση του Κωνσταντίνου, οι ηρακλείς του στέμματος έριξαν την ιδέα να δοθεί το δάσος στο διάδοχο, όπως η Μανωλάδα της Αχαΐας. Απειλήθηκαν ταραχές και αιματοχυσίες και στη ματαίωση των σχεδίων πρωτοστάτησε ο Δημητράκης Γρίβας. Κάθε χρονιά με καλή σοδειά στα μέσα Ιουλίου, έπιαναν το πόστο τους οι δραγάτες, αρειμάνιοι φουστανελοφόροι ή ντουλαμοφόροι με το σασεπώ ή το γκρα στον ώμο και μπόλικα φυσέκια, φύλαγαν τα πιο επίκαιρα σημεία της Μάνινας και ειδικότερα κοντά στα Γκαρακουνοχώρια.
Οι Γκαρακούνηδες μην έχοντας μερίδια στο βελανιδώνα προσπαθούσαν να μαζέψουν τη «χαμάδα» πριν από την εποχή συγκομιδής και αργότερα, το φθινόπωρο τη «χάχλα». Οι ξυλοδαρμοί ήταν κάτι το συνηθισμένο αυτήν την εποχή αλλά και τα φονικά ακόμα. Κοντά στο τέλος Αυγούστου, «περνώντας της Παναγίας» με το παλιό ημερολόγιο, κινούσαν τα καραβάνια από τα πιο απομακρυσμένα χωριά της επαρχίας, με προορισμό τη Μάνινα. Τα χωριά άδειαζαν, σχεδόν και μόνο γερόντοι ανήμποροι και δραγάτες έμεναν πίσω. Αυτά τα καραβάνια , ύστερα από μιας ή και δυο μερών περπάτημα, έφταναν κάποτε στα «τεμάχια» και έστηναν ορδιά. Μια επιτροπή χώριζε το τεμάχιο σε κλήρους και από την άλλη μέρα με το χάραμα, άρχιζε το τίναγμα και το μάζεμα.
Ίσως δεν υπήρξε πιο σκληρή δουλειά και σ’ αυτή ταιριάζει η έκφραση «με ιδρώτα και αίμα»!
Ένα τοπίο κατάξερο, αιχμηρό, το λιοπύρι να βράζει και ο ίσκιος της βελανιδιάς να φέρνει, πολύ συχνά, ανυπόφορη φαγούρα στο κορμί. Αληθινά, αυτό το δέντρο, παρόλη του τη μεγαλοπρέπεια, έχει το χειρότερο ίσκιο. Ιδρώνεις περισσότερο απ’ όσο αν ήσουνα «καταηλιού» και παθαίνεις και αναφυλαξία, που τη λέμε ίλλιγγα.
Και τι να πει κανείς για τα φοβερά και δύσοσμα μυρμήγκια, τα «ζιγγόνια» που κολλούσαν κατά χιλιάδες στον κακότυχο τιναχτή. Αυτός πια έπρεπε να ΄χει και κουράγιο και ικανότητες ακροβάτη γιατί ανεβασμένος είκοσι και τριάντα μέτρα ψηλά, κρεμούσε τη ζωή του σε μια κλωστή. Έπρεπε να βγαίνει στα πιο επικίνδυνα κλωνάρια και όρθιος, στηριγμένος μόνο στα πόδια του, να χτυπά το «λούρο» με δύναμη και με τα δυο του χέρια, για να πέσουν τα βελανίδια, οι «κακατσίδες». Ένα μικρό παραπάτημα, λίγο χάσιμο της ισορροπίας και τον μάζευαν με τα κουτάλια, που λέει ο λόγος, γιατί κάτω τον περίμεναν οι μυτερές βραχόπετρες και η γκρεμίλα.
Κάθε χρόνο, κάποιον θα κουβαλούσαν στο ξυλοκρέβατο, τσακισμένο ή φορτωμένο στ’ άλογο και με φούρκα στο λαιμό, για να τον θάψουν στο μακρινό χωριό του. Και τι να πω για τον παιδεμό του νερού! Ώρες ολόκληρες να πάνε στο ποτάμι, να ποτίσουν τα άλογα και να γεμίσουν τα ασκιά. Ξεθεωμένοι απ’ την κούραση, πνιγμένοι στον ιδρώτα, δειπνούσαν και έπεφταν σαν πεθαμένοι, στο σκληρό στρώμα τους τώρα με τι δειπνούσαν ο θεός να το κάνει δείπνο! Ψωμί από μέρες ζυμωμένο, καρκανιασμένο από τον ήλιο, μουσκεμένο στο νερό και ότι πρόχειρο για προσφάι ή κάτι που μπορούσε να βράσει γρήγορα.
Κάπου-κάπου κι ώσπου να βαρύνουν τα βλέφαρα, ξέδωναν και λίγο, φουμάροντας τα τσιμπούκια τους, με μυθολογήματα, παλιές ιστορίες της κλεφτουριάς και της ληστοκρατίας, μουραμπάδες και κανένα τραγούδι, ενώ τα νέα παιδιά έστηναν την τραμπάλα. Δεν έλειπαν και τα αυτοσχέδια μαγαζιά μ’ ένα μπουκάλι ρακί, ένα κουτί λουκούμια και μια φωτογωνιά να βράζει το καφόμπρικο. Ακόμα δεν έλειπαν και οι γυρολόγοι με τις πραμάτειες, που τις πουλούσαν με είδος. Έφτιαχναν και καλύβες να προστατεύουν το εμπόρευμα και τον καρπό.
Για ένα παρακαλούσαν όλοι να μην έρθουν πρώιμες βροχές και πώς να προστατέψουν το βελανίδι, αυτό το αίτημα της καρδιάς τους. Μόλις λιάζονταν ο καρπός και τον εσώριαζαν στ΄ αλώνια, έφταναν οι μεσίτες των εμπόρων με τα καντάρια. Τους διάλεγαν οι έμποροι, να ξέρουν πώς να κλέβουν στο καντάρι, να το τσακίζουν με κόλπο, ώστε να τρώνε αρκετές οκάδες στο κάθε ζύγι.
Όποιον πάρει ο χάρος, που λέμε κι` αλίμονο στον απονήρευτο. Εκείνα τα χρόνια που δεν υπήρχαν δρόμοι και οχήματα για βδομάδες πολλές, Πραμαντιώτες και Γκαρακούνηδες αγωγιάτες, κουβαλούσαν το βελανίδι της Μάνι-νας στις αποθήκες Αστακιωτών εμπόρων, στον όρμο του Αγ. Παντελεήμονα ή στον Αστακό. Στις αποθήκες γίνονταν επεξεργασία του βελανιδιού και, προπαντός, συντήρηση ώστε να πε-ράσει την περίοδο της ζύμωσης χωρίς ν΄ ανάψει. Κάθε λίγο, εργάτες με μεγάλα σιδερόφτυαρια, «σκαμπάριζαν» τους σωρούς, δηλ. τους γύριζαν ρίχνοντας το κάτω στρώμα στην κορφή του σωρού, έτσι που να πετυχαίνουν συνεχή αερισμό. Κι` αυτό ώσπου άραζαν τα μεγάλα καΐκια, μπάρκα με δυο και τρία άλμπουρα, από το Θιάκι, τον Κάλαμο, την Καντήλα, τον Αστακό και φόρτωναν για τα μεγάλα βυρσοδεψικά κέντρα της Ελλάδας αλλά και για το Τριέστι κι άλλα μεσογειακά λιμάνια. Και έτσι το βελανίδι έπαιρνε το δρόμο για να γεμίσει τις κάσες των εμπόρων με χρυσάφι.
Κάμποσα νεοκλασικά αρχοντικά, που στέκουν ακόμα, περήφανα κι αγέραστα, στη μικρή πόλη του Αστακού, είναι οι μάρτυρες του πλούτου των εμπόρων εκείνης της εποχής. Ακόμα και Ιταλοί τεχνίτες και διακοσμητές εργάστηκαν σ’ αυτά. Όσο για τους μαζωχτάδες του βελανιδιού, έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού, στεγνωμένοι από τη στέρηση και την εξαντλητική δουλειά, με λίγες δραχμές στο σελάχι ή στην τσέπη και με μπόλικη ελονοσία από το κοντινό Λεσίνι. Το καζάντι τους θα το ξόδευαν στη μεγάλη εμποροπανήγυρη του Λιγοβιτσιού ή του Καρβασαρά.
Πηγή: Γεράσιμος Παπατρέχας,., «Ο βελανιδώνας «Μάνινας» Ξηρομέρου»,
Στερεά Ελλάς 161 (Νοέμβριος 1982), σ. 12
Φωτογραφία: Μάζεμα βελανιδιού… (Πηγή: Δήμος Ξηρομέρου
Ανάρτηση με τίτλο: Βελανιδοδάσος Ξηρομέρου / Από Αγγέλη Μαρία / 13/12/2020