Το Αγρίνιο είναι η καρδιά που ρυθμίζει
την κυκλοφορία του αίματος όλης της Αιτωλίας
γράφει ο Αθανάσιος Δημητρούκας με τη ματιά του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου
Οι τόποι, που μ΄ ενδιαφέρουν τώρα, χωρίζονται αναμεταξύ τους από δύο τόπους, και, ειδικότερα, από μια λίμνη, την Τριχωνίδα, τη λίμνη του Βραχωρίου. Αδελφή της είναι η άλλη, η Λυσιμαχεία, η λίμνη του Αγγελόκαστρου, κι ανάμεσά τους περνάει ολόισιος κι ολόστρωτος ο δρόμος που, αφήνοντας παράμεσα τη Συκιά και το πέρασμα των προπόδων του Αρακύνθου, καταλήγει στο Αγρίνιο. Έχω πολλές φορές και περάσει και σταματήσει στην πολυσήμαντη αυτή για τη ζωή και την κίνηση όλης της περιοχής πολιτεία ˙ και κάθε φορά νομίζω, πως τη βρίσκω πιο προοδευμένη και πιο ζωντανή. Το Αγρίνιο ανεβαίνει στους σημερινούς καιρούς από πολύ μακρινή αρχαιότητα ˙ μα τα ερείπια της πανάρχαιας πολιτείας, που βρίσκονται σε απόσταση οχτώ χιλιομέτρων από τη σύγχρονη, δεν είναι τέτια, που να εμπνέουν το θαυμασμό και την κατάπληξη ˙ ούτε οι ιστορικές πληροφορίες που διασώζονται είναι ικανές να την τοποθετήσουν σ’ επίπεδο παράλληλο προς τη φήμη ενός άλλου κοντινού κέντρου, του Θέρμου, που μένει πάντα τόπος σπουδής και αναδρομής σε μακρισμένους καιρούς. Ούτε, άλλωστε, είναι η περίσταση εδώ να πούμε στα καθέκαστά τους τα πολύχρονα ιστορικά περιστατικά της πολιτείας αυτής, που έπαιξε στην Τουρκοκρατία τέτοιο ρόλο και που ύστερ΄ από το σεισμό του Αυγούστου του 1887 άρχισε να ξαναχτίζεται και να δημιουργεί τη νεότερη ακμή της.
Το Αγρίνιο είναι η καρδιά που ρυθμίζει την κυκλοφορία του αίματος όλης της Αιτωλίας, της Ακαρνανίας, της Ευρυτανίας. Βρίσκεται ανάμεσα στα φημισμένα καπνοτόπια, που προσφέρουν στο εμπόριο μεγάλες ποσότητες εξαιρετικού καπνού, και είναι η μεγάλη δεξαμενή, όπου συγκεντρώνεται και από όπου διοχετεύεται προς κάθε κατεύθυνση το χρήμα, είναι η κυψέλη που αντηχεί από τον αδιάκοπο βόμβο της εργασίας. Από χρόνο σε χρόνο παίρνει απάνου του ολοένα και περισσότερο. Από την άποψη του αριθμού των κατοίκων, της δραστηριότητας της συναλλαγής, του πλούτου, της υλικής προόδου δε μπορεί σήμερα ούτε να συγκριθεί οπωσδήποτε μαζί του το Μεσολόγγι, η πρωτεύουσα του νομού.
Μα το Μεσολόγγι στέκει στέρεο στα ταμπούρια του ˙ κατέχει την αθάνατη δόξα και την πάντα ξανανιωμένη ανάμνηση της μεγάλης θυσίας˙ κατέχει την επισημότητα και την παλιά αρχοντιά ˙ είναι ένας τόπος, που δεν μπορεί να τον προσπεράσει ο ταξιδιώτης, χωρίς να δοκιμάσει συγκίνηση, και δε μπορεί να μη τον αισθανθεί ο ντόπιος σαν ένα τεράστιο και κάθε στιγμή γόνιμο σε ηθικά και πνευματικά κατορθώματα εθνικό κεφάλαιο. Το Μεσολόγγι προσφέρει επί πλέον στον ταξιδιώτη το ρυθμό μιας ακατάλυτης γραφικότητας ˙ είναι μόνιμο και ζωντανό θέμα της λυρικής φαντασίας, πηγή εμπνεύσεων και μεταρσιώσεων. Τέτια πράγματα δεν πρέπει να ζητήσει κανείς στο Αγρίνιο. Μα μπορεί να ζητήσει την περισσότερη κίνηση, την περισσότερη άνεση, δροσιά που ανασαίνεται με στέρεα πλεμόνια, κ΄ ένα πνεύμα προόδου που εκδηλώνεται ζωηρότατα στο στρώσιμο ευρύχωρων δρόμων, στο χτίσιμο συγχρονισμένων κατοικιών, δημόσιων κτηρίων και ξενοδοχείων, στη δημιουργία πάρκων και πλατειών, σε κάθε τι που μπορεί να δώσει με το πέρασμα του καιρού το χαρακτήρα πραγματικού πολιτισμού στη δραστήρια πολιτεία.
Οι γραφικές πολιτείες του Αρακύνθου πρέπει να μας απασχολήσουν περισσότερο. Και το αξίζουν όχι μονάχα για τη φυσική τους ομορφιά, μα και γιατί σπανιότατα προκαλούν την προσοχή του περαστικού. Στεριωμένες ανάμεσα στις κατάφυτες πλαγιές του Ζυγού και την ήρεμη ακρολιμνιά της Τριχωνίδος, αποτελούν ένα κόσμο κλειστό ˙ στον κόσμο τούτο δεν κινούνται άλλοι από τους ντόπιους, τους μόνιμα εγκαταστημένους εκεί και τους ξενιτεμένους που επιστρέφουν κάθε τόσο στη γη των πατέρων, για να ξαναδέσουν την ύπαρξή τους με τον πολύτιμο θησαυρό των παιδικών αναμνήσεων ˙ κι άλλοι από τους δέκα – δεκαπέντε αντιπροσώπους των μεγάλων καπνοβιομηχανιών, που έρχονται μια δυο φορές το χρόνο ν’ αγοράσουν την παραγωγή της περιοχής. Η περιοχή αυτή είναι η Μακρυνεία, που αρχίζει από την έξοδο της φημισμένης κλεισούρας του Ζυγού και τελειώνει στην Απάνου Μακρινού: είναι το σημείο από όπου ο δρόμος τραβάει προς τη Ναύπακτο. Όποιος θελήσει να περιηγηθεί – και μπορεί να το κάμει σε διάστημα λίγων ωρών – τον απλησίαστο τούτο κόσμο, δεν έχει παρά να σταματήσει στο σταυροδρόμι της Συκιάς, ν’ αφήσει το βορινό μπράτσο του δρόμου, που οδηγεί στο Βραχώρι, και να πάρει το δρόμο της μεσημβρίας και της ανατολής.
Χωρίς αμφιβολία, δε θα χάσει τον κόπο του. Γιατί ο τόπος όλος είναι καταπράσινος, γεμάτος καπνοτόπια, λιοστάσια, λαχανόκηπους, ανθόκηπους και συντροφιές καρπερών δένδρων, που κατεβαίνουν μαλακά – μαλακά από τις λεπτογραμμές ανηφοριές του Αρακύνθου στην Τριχωνίδα. Τα χωριά είναι πυκνά, γιατί ο κάμπος και η πλαγιά μπορούν χωρίς δυσκολία να θρέψουν και τόσους και περισσότερους ανθρώπους. Και το αυτοκίνητο περνάει ανάμεσά τους σε όλο το μάκρος του δρόμου: το Ζευγαράκι, οι Παπαδάτες, η Ματαράγκα, η Γραμματικού, η Γαβαλού, η Μπουρλέσια, η Κάτω Μποτίνου, η Μακρινού, είναι μικρές ολόδροσες και καταπράσινες οάσεις , που φαίνονται σα να βγαίνουν ολομόναχες, να βλασταίνουν χωρίς σπορά από το εύφορο έδαφος της περιοχής.
Η ζωή στους τόπους αυτούς διατηρεί κάποιον αρχαϊκό και απλοϊκό χαρακτήρα. Υπάρχουν χωριά που δεν έχουν ηλεκτρικό φως, που δεν έχουν τις στοιχειώδεις ανέσεις του σύγχρονου πολιτισμού και όπου οι απόγονοι συντηρούν με ευλάβεια όλη την παράδοση των προγόνων, και τη χρήσιμη και την άχρηστη. Το χρήμα που φέρνει ο καπνός δε γίνεται εύκολα υλική ευμάρεια˙ και η καλοπέραση περιορίζεται στο φαγοπότι˙ για τούτο ο περαστικός βρίσκει ακόμη την αφορμή να θαυμάσει πολλές πανάρχαιες φουστανέλες, λείψανα ηρωικών καιρών, που αγωνίζονται να διατηρήσουν αμάραντη την αίγλη τους και την ομορφιά τους. Υπάρχει ένα πλήθος ξεπερασμένων ανθρώπων, που βλέπουν με υποψία όχι μονάχα τους δυσάρεστους, μα και τους καλούς νεωτερισμούς και δεν μπορούν ούτε να αισθανθούν, ούτε να καταλάβουν τα νιάτα, τουλάχιστον όσο τα αισθάνονται και τα καταλαβαίνουν σε πολλούς άλλους τόπους.
Το πρόβλημα της ζωής του ελληνικού χωριού, αυτό το πρόβλημα που πρέπει να το λύσει οπωσδήποτε η σημερινή γενιά, ανατείνει οξύτατη την αιχμή του και στις γραφικές πολιτείες του Αρακύνθου. Είναι έξω από κάθε αμφιβολία, πως ο χωριάτης έχει να μάθει πολλά σ’ όλο το μάκρος και το πλάτος της ελληνικής γης. Μα εκείνο που πρέπει να μάθει πρώτα πρώτα είναι να μην περιφρονεί την υλική του ύπαρξη και να προσπαθεί να σχηματίσει κάποια εσωτερική υπόσταση, πλουτισμένη με τη γνώση και με την αντίληψη μερικών θεμελιωδών αξιών. Πρέπει δηλαδή να μάθει να μεταβάλλει ένα μέρος του εισοδήματός του, όταν, φυσικά, το εισόδημα τούτο αφήνει κάποιο περίσσευμα, σε υγιεινό φαγητό, σε καλό ρούχο, σε καλό σπίτι, σε προφύλαξη της υγείας του και σε μόρφωση των παιδιών του, όχι μονάχα με ακραίο σταθμό την απόκτηση ενός χαρτιού, μα και, πολύ περισσότερο, με τη συνείδηση, πως από την επόμενη γενιά είναι εθνική και φυλετική ανάγκη να προέλθει ο πολιτισμένος αγρότης. Οι πλαγιές αυτές του Αρακύνθου είναι πραγματικά πλουσιοπάροχες.
Κ’ εκείνοι που κατοικούν σ’ αυτές τις αγαπούν. Γιατί αισθάνονται πως η στενή λωρίδα της γης, που απλώνεται γύρω τους, είναι ικανή να τους εξασφαλίσει με μέτριο κόπο και το ψωμί και το προσφάγι και την άνεση της χρονιάς. Και γιατί ακόμη κάπως μαντεύουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, πως υπάρχει ολόγυρά τους φυσική ομορφιά τεχνουργημένη με γυμνασμένη πνευματικότητα, η ολόστρωτη επιφάνεια της λίμνης, με τον άφθονο ενάλιο πλούτο, το κατάφυτο βουνό, ο γενναιόδωρος κάμπος. Κ΄ ένα τέτοιο φυσικό περιβάλλον πρέπει να βρίσκει τον αντίλαλό του και στην ανθρώπινη ύπαρξη και να κάνει μεστότερη και την ψυχή και την διάνοια.
Ο καπνός είναι το κυριότερο προϊόν του τόπου. Και δεν υπάρχει κάτοικος της Μακρυνείας, από τον πλουσιότερο ίσαμε το φτωχότερο, από τον απλό γεωργό ίσαμε τον καταστηματάρχη ή τον παπά, που να μην σπέρνει τα καπνοτόπια, που θα του εξασφαλίσουν, αν ο καιρός ευνοήσει κι αν οι τιμές είναι καλές, πράγμα που συχνά δεν συμβαίνει, παράλληλα προς τις άλλες μικρότερες καλλιέργειές του, το εισόδημα της χρονιάς. Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω σε όλη την έκτασή του το θαυμαστό μυθιστόρημα του καπνού, από τη στιγμή που ο σπόρος, υγρός και ζεστός, θα πέσει στο φρέσκο χώμα, ίσαμε τη στιγμή που τα δέματα των χρυσών φύλλων, αποθηκευμένα στα κατώγια των σπιτιών, θα παραδοθούν στον αγοραστή. Κι αισθάνθηκα μαζί με τον καλλιεργητή όλη την αγωνία και τη λαχτάρα για την ευδοκίμηση και την προφύλαξη και την όσο γίνεται πληρέστερη καλυτέρευση του φυτού, που γεμίζει τον κάμπο. Είδα το πράσινο στέλεχος ν’ ανεβαίνει ψηλά, να σκεπάζεται από πλατύ φύλλωμα και να τινάζει ανάερο το χαρούμενο λουλουδάκι του.
Είδα το χωριάτη να σκύβει με ανυπομονησία και περιπάθεια απάνου στην πράσινη θάλασσα του χωραφιού του και να κοιτάζει μια το φυτό και μια τον ουρανό με την ελπίδα, πως ο καλός θεός που προστατεύει το μόχθο των ανθρώπων, θα κάμει την καλοκαιριά του, όταν χρειάζεται, και θα στείλει τη βροχούλα του, όταν πρέπει. Κ’ ύστερα, εύφρανα την όρασή μου με το θέαμα της σπιτικής υπομονής, που παίρνει τον καπνό από το χωράφι, για να τον μεταβάλει σ΄ εμπόρευμα. Ολόκληρη η οικογένεια δουλεύει στον καπνό. Γιατί το φυτό τούτο θέλει προσοχή, λεπτότητα και περίσκεψη. Ένα φύλλο χαλασμένο, κομματιασμένο ή ζαρωμένο κακοσυσταίνει τη συγκομιδή. Για τούτο το καλοκαίρι βλέπει κανείς οικογένειες ολόκληρες καθισμένες σταυροπόδι στον ίσκιο της συκιάς ή της μουριάς ή της καρυδιάς και βοηθημένες, όταν χρειάζεται, και από πρόσθετους εργάτες κ΄ εργάτισσες, ξενοτοπίτες ή φτωχούς ντόπιους, που έχουν ξεμπερδέψει τη δική τους περιορισμένη συγκομιδή, να παίρνουν από μεγάλα κοφίνια τα πράσινα φύλλα, να τα περνούν με μεγάλες βελόνες σε στέρεους σπάγγους και να τα κάνουν μάτσα με μέθοδο και υπομονή.
Η δουλειά δεν είναι βάναυση, καθώς δεν είναι βάναυση ολόκληρη η καλλιέργεια του καπνού και παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον και για τον πιο αδιάφορο. Είσαι στην προσπάθεια τούτη, που είναι η λεπτότερη και η κοπιαστικότερη, συμπαθητικές γριούλες με τα γυαλάκια τους, ζωηρά να ανήσυχα παιδιά, πρόσχαρα κοριτσόπουλα και βαριεστημένους νοικοκύρηδες ˙ μα δε μου είπε κανείς, πως θα ήθελε ν’ ανταλλάξει την καλλιέργεια του καπνού με οποιαδήποτε άλλη καλλιέργεια. Έχουν την πεποίθηση, πως ο τόπος τους προσφέρει προϊόν, που δε βρίσκεται στην ίδια ποιότητα σε πολλά άλλα μέρη, που απαιτεί ευγένεια και αξιοπρέπεια και που μπορεί να πληρώνεται καλά.
Και πρέπει ακόμη να σημειωθεί, πως το εισόδημα του καπνού, σε καιρούς ευπορίας, δεν ξοδεύεται παρά κατά ελάχιστο ποσοστό στα είδη της πρώτης ανάγκης, θέλω να πω σε έξοδα διατροφής. Γιατί οι περισσότεροι νοικοκύρηδες έχουν και το κρασί και το σιτάρι και το λάδι και τα όσπρια και τα λαχανικά και τα φρούτα της χρονιάς από τα χωράφια τους και τα περιβόλια τους. Έχουν το γάλα και το γιαούρτι και το τυρί και το κρέας και τι βούτυρο από τα ζώα τους σε μικρότερη, βέβαια, αναλογία. Έχουν τα πουλερικά της αυλής τους, τ’ αυγά σε πραγματική αφθονία. Λίγο ως πολύ πραγματικοί φτωχοί δεν υπάρχουν άνθρωποι δηλαδή στερημένοι από κάθε εφόδιο ζωής ˙ κι αν υπάρχουν ελάχιστοι, δεν τους αφήνουν οι άλλοι να πεινάσουν.
Για τούτο σημείωσα παραπάνου με φανερή πίκρα την έλλειψη των ανέσεων εκείνων, που κάνουν ευχάριστη και πολιτισμένη την καθημερινή ζωή. Γιατί πιστεύω, πως οι ανέσεις αυτές μπορούν ν’ αποκτηθούν με λίγη καλή θέληση, καθώς φαίνεται κι από τα πιο προχωρημένα χωριά της περιοχής, τη Ματαράγκα και τη Γαβαλού, όπου αναδίνεται κάποιος άλλος ρυθμός, όχι ακόμα ικανοποιητικός, μα πάντα αξιοσημείωτος. Ο χωριάτης του τόπου μας δεν έχει καταλάβει, πως ο πολιτισμός δεν αρχίζει από τον κινηματογράφο και το γραμμόφωνο, που ξεσκίζει τ’ αυτιά με τους εκνευριστικούς αμανέδες του. Και νοσταλγεί ολοένα τη ζωή της μεγάλης πολιτείας, γεμάτος από τη δίψα του εύκολου έρωτα και του εύκολου κέρδους. Πολύ συχνά στέλνει τα παιδιά του να σπουδάσουν στην Αθήνα και τα μεταβάλλει σε χασομέρηδες. Και πολύ συχνά επίσης εκστρατεύει ο ίδιος, για να κατακτήσει τη «μεγάλη» ζωή των αστικών κέντρων: τις περισσότερες φορές τρίβεται σαν το σιτάρι στις μυλόπετρες και ξαναγυρίζει στο χωράφι του πικραμένος.
Φωτογραφία: Πλατεία Μπελλου δεκαετία του ’50
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Μαρτυρίες με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί ή στο Posted in Μαρτυρίες