Θ. Γκόρμπας: «Γεννήθηκα στο Μεσολόγγι το 1935»

Θωμάς Γκόρμπας: «Γεννήθηκα στο Μεσολόγγι το 1935…»
«…δούλεψα λογιστής, τοιχοτρίφτης,
επιμελητής εκδόσεων, μπογιατζής,
παλαιοβιβλιοπώλης [και] συντάκτης στον Ημερήσιο Τύπο…»

  • Επιμέλεια κειμένου: Λευτέρης Τηλιγάδας

Ο Θωμάς Γκόρπας γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1935.

Από το 1954 έζησε στην Αθήνα, από το 1975 έως το 1980 στο Παρίσι, και από το 1990 μοίραζε τον καιρό του ανάμεσα στην Αθήνα και στην Αίγινα. Έκανε μια ντουζίνα επαγγέλματα: εργάτης, λογιστής, παλαιοβιβλιοπώλης, βιβλιοπώλης, επιμελητής εκδόσεων, εκδότης (εκδόσεις Πανόραμα και εκδόσεις Έξοδος), μεταφραστής, κ.α., πριν και μετά τη λεγόμενη δημοσιογραφία (συντάκτης στον Ημερήσιο Τύπο: Ανεξάρτητος Τύπος, Μεσημβρινή, Εξπρές, Νέα Πολιτεία). Ακόμα υπήρξε συντάκτης ή αρχισυντάκτης στα περιοδικά Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο, Ρουμελιώτικη Βίγλα, Ο Λογοτέχνης, Η Τέχνη στην Αθήνα, Η Καλλιτεχνική, Πολιτικά Θέματα, Μουσικά Θέματα.

Έγραψε για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και δίδαξε σε θεατρική σχολή ιστορία λογοτεχνίας και αγωγή του λόγου. Στη δεκαετία του 1950 σύχναζε στο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας, στη Στοά Μαυρίδη, στο Πατάρι του Λουμίδη και στο Βυζάντιον.

Από το 1955 έως το 1967 συμμετείχε σε ομάδες που πρωτοστάτησαν για μια πρωτοπορία στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα εικαστικά, και για την υπεράσπιση του λαϊκού τραγουδιού. Από τους πρώτους που μίλησαν και έγραψαν για τον Καραγκιόζη και το ρεμπέτικο. Το 1979 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Μπιτ στην Όστια της Ρώμης.Πέθανε στην Αθήνα το 2003. πηγή: BAKXIKON – έχει και άλλες πληροφορίες για τον ποιητή.

 


 

Ένα μικρό εισαγωγικό σημείωμα της Ακακίας Κορδόση

«Τον “βλέπω”  τώρα κι εγώ, σε κάτι στιγμιαίες αναμνήσεις μου, -στιγμιαίες, γιατί, μέσα στην παιδική ξεγνοιασιά μου, δεν πρέπει να τον κοίταζα, μόνο  τον έβλεπα- μ’ ένα λευκό πουκάμισο, στον  κεντρικό μας δρόμο, “τον δρόμο σπαραγμό” (για να μεταχειριστώ  τον συνταρακτικό στίχο του), να μιλάει  με φίλους του, κάνοντας πλατειές -νεανικές- χειρονομίες  ενθουσιασμού  ή αγανάκτησης.

Τότε  που το Μεσολόγγι  είχε ακόμα  “θάλασσα  και Μεσολογγίτες”.

Με παραπέμπει στην Παλαμαϊκή, «την κοινή πατρίδα όλων μας» -όπως λέει ο Πούσκιν για το Τσαρσκουάγε Σελό-, όπου φοιτήσαμε και οι δύο, με λίγα χρόνια  διαφορά, και δεχτήκαμε τις ίδιες σχεδόν επιρροές. Στην Παλαμαϊκή, όπου ήταν όλα  «τακτοποιημένα» σύμφωνα με τα πρότυπα εκείνου του καιρού, “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια”, τ’ αγόρια απ’ τη μεριά της αυλής τα κορίτσια απ’ την άλλη (πρότυπα όχι αποκλειστικά άσχημα, μια και τα απαιτούσε η εποχή, αλλά και ούτε  αποκλειστικά καλά, αφού  είχε αρχίσει ήδη μια άλλη) κι όπου διδασκόταν αποκλειστικά ο Παλαμάς, κι ήταν a priori αποκλεισμένοι ή αγνοούνταν ο Καβάφης, ο “άλλος” Σολωμός, ο Μαλακάσης,  ο Καριωτάκης κι όλοι  οι άλλοι.  Όμως,  όπως φάνηκε  αργότερα – κυρίως  στην περίπτωση του  Θωμά Γκόρπα-, τα βράδια και τ’ απογεύματα που ήταν δικά μας, “παρθένα”,  θέλω να πω αμίαντα από «μαζική ενημέρωση», επέτρεπαν σε πολλά ανοιχτά μυαλά να διαβάσουν, να καλλιεργηθούν να κάνουν ένα βήμα μπροστά “να φύγουν”. Έτσι,  ο Θωμάς  αν και τελείωσε την Παλαμαϊκή Σχολή όπου ήταν ακόμη έντονος ο απόηχος  του εορτασμού των δέκα χρόνων  απ’ το θάνατο του ποιητή, με ομιλίες και διδασκαλία των ποιημάτων του στις ώρες των Νέων Ελληνικών, δεν ακολούθησε -και πολύ σωστά-  την ομότιτλη  ποιητική “σχολή”, γιατί  είχε περάσει πια η «ηρωϊκή»  εποχή  του βερμπαλισμού και της  μεγαλοστομίας».

 


Σε πρώτο πρόσωπο
«Είμαι 500 ετών Μεσολογγίτης και 50 ετών ποιητής»

Ένα μικρό απάνθισμα αυτοβιογραφικών κειμένων του Θωμά Γκόρμπα, που εντοπίσαμε στο διαδίκτυο

 

 

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκα στο Μεσολόγγι το 1935, επίσημη χρονιά του ελληνικού σουρεαλισμού. Τα μαθήματα του Δημοτικού, τα άκουσα, μέσα σε μια αποθήκη κρασιών, στο πίσω μιας καρβουναποθήκης, λόγω επιτάξεως των σχολείων Από το 1945, έως το 1950 έπαιξα Καραγκιόζη, με δικές μου φιγούρες Το καλοκαίρι του 1951, μαζί μ’ άλλους δύο συμμαθητές κατασκεύαζα φιλολογικό περιοδικό και λειτουργούσα πρωτόγονο κινηματογράφο 1949-50 έγραψα τους πρώτους μου συνειδητούς στίχους, χωρίς ρίμες

 

Στην ασφάλεια

Το 1952 άνοιξε ο φάκελός μου στην Ασφάλεια, με πρώτες εγγραφές την ηγετική μου συμμετοχή σε μαθητική διαδήλωση υπέρ της Ενώσεως της Ελλάδας με την Κύπρο, την ασέβειά μου κατά την ώρα της ομαδικής προσευχής, την ανάγνωση κομμουνιστικών εφημερίδων («Νεολόγος Πατρών», «Βήμα», «Ελευθερία» κ.ά.), την ανάγνωση «κομμουνιστικών βιβλίων» (Μπαλζάκ, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι κ.ά.)

Στο παράρτημα Ασφάλειας, είχαν καταθέσει ο Γυμνασιάρχης και οι περισσότεροι καθηγητές μου και δυστυχισμένοι άνθρωποι όπως 3-4 συμμαθητές και φίλοι μου, μέλη αριστερών οικογενειών.

 

Το απολυτήριο

Το 1953 στο απολυτήριό μου, με άριστα το 20, στη γυμναστική (μέλος των ομάδων βόλεϋ και μπάσκετ και πρωταθλητής στους περιφερειακούς μαθητικούς αγώνες στην δισκοβολία με κατάρριψη του πανελληνίου ρεκόρ) είχα 10, στα Νέα Ελληνικά (με 2-3 κόλλες αναφοράς στην έκθεση) [είχα] 11, στα Αρχαία Ελληνικά (διάβαζα από το πρωτότυπο, χωρίς μεταφραστικό βοήθημα έως και Θουκυδίδη) [είχα] 11.

 

 

Πρώτη φορά στην Αθήνα

«Ήρθα για πρώτη φορά στην Αθήνα σαν τουρίστας τον Ιούνιο του 1953 με τη μεγάλη εκδρομή των τελειοφοίτων της… Παλαμαϊκής: Μεσολόγγι, Ρίο, Ισθμός, Αγιοι Θεόδωροι, Αθήνα (Πειραιώς, Πανεπιστημίου, Ακρόπολις, για έναν δεκάρικο του φασίστα γυμνασιάρχη), Ιερά Οδός, Ορχομενός, Δελφοί, Μεσολόγγι…

Την ίδια χρονιά και την επόμενη απορρίφθηκα στις εξετάσεις της Νομικής, λόγω του φακέλου.

Τον Σεπτέμβριο ξαναήρθα για ένα μήνα στα φροντιστήρια Χατζή, όπου οι φροντισταί ήταν λιγότερο καταρτισμένοι από μένα και όπου συνάντησα για πρώτη και τελευταία φορά τον μετέπειτα θρησκευτικό ποιητή Ματθαίο Μουντέ…

Διημέρευα στο πατριωτικό – αιτωλοακαρνανικό καφενείον «Ελλάς», αρχές Αθηνάς (ναργιλέδες, σαράφηδες…) και διανυκτέρευσα στο Αιγάλεω, Λοιμωδών Νόσων, εντός δωματίου από τσιμεντόλιθους μαζί μ’ άλλους τέσσερες. Απέναντι στου «Βλάχου» η Μπέλλου σ’ όλη την ομορφιά και τη δόξα της…»

Το 1954, ήρθα πρώτος στις εξετάσεις της Παντείου, πήγα σε δύο τρία μαθήματα κι από τότε δεν έχω περάσει ούτε απ’ έξω. Δεν επρόκειτο περί σχολής, αλλά περί στάβλου. 500-600 φοιτητές σε μια αίθουσα που βρώμαγε κάτουρο, ποδαρίλα και βομβαρδίζονταν από χιλιάδες στραγάλια και σαίτες.

 

Το μεροκάματο

Ήδη δούλευα μεταφορέας Από το 1955 έως σήμερα, δούλεψα λογιστής, τοιχοτρίφτης, επιμελητής εκδόσεων, μπογιατζής, παλαιοβιβλιοπώλης, συντάκτης στον Ημερήσιο Τύπο («Ανεξάρτητος Τύπος», «Μεσημβρινή», «Εξπρές», «Νέα Πολιτεία»). Ακόμα υπήρξα συντάκτης ή Αρχισυντάκτης στα Περιοδικά «Ρουμελιώτικη Βίγλα», «Ο Λογοτέχνης», «Η τέχνη στην Αθήνα», «Η Καλλιτεχνική», «Μουσικά Θέματα», και σύμβουλος εκδόσεως της «Ποιητικής Αντιανθολογίας». Το 1979 εκπροσώπησα την Ελλάδα στο πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Μπητ στην Όστια της Ρώμης.

Εργασίες μου πολύχρονης έρευνας για το Μεσολόγγι, την Αθήνα, το λαϊκό τραγούδι, τον Καραγκιόζη και την Πρωτοπορία του 1920, παραμένουν στα συρτάρια μου.

 

Στο τυπογραφείο

Για πρώτη φορά μπαίνω σε τυπογραφείο όταν ο Βαγιάνος με στέλνει με μια λογοτεχνική έκδοση εντός κλειστού φακέλου στον ωραίο ποιητή και άνθρωπο Γεράσιμο Αμπάτη, αρχιδιορθωτή και φιλολογικό συνεργάτη της «Ακροπόλεως» – το τυπογραφείο της εφημερίδας πανάρχαιο, όπως και του Χρυσοβέργη στην ίδια στοά Πάππου, κάτω χώμα κι απάνω κεραμίδια, θυμάμαι, είχα φτάσει εκεί μετά ραγδαία βροχή και περπάτησα ως τον Γεράσιμο πάνω σε μαδέρια… επιπλέοντα…

 

 

Το «Πατάρι»

Το «Βυζάντιον» είχε κι αυτό πάτωμα εκ χώματος, έμπαζε από παντού, πλημμύριζε με τη βροχή κι ο Μπάμπης σταμάταγε τους καφέδες, τα τσάγια και τα χαμομήλια και… στέγνωνε το «πάτωμα» εξαπολύοντας τσουβάλια πριονίδι…

Με το τέλος του Εμφυλίου, εκεί στα 1951-52, δημιουργείται ένας πυρήνας από ποιητές κυρίως, αλλά και κάποιους πεζογράφους, ζωγράφους και ηθοποιούς, που θα κρυσταλλωθεί στα 1954-55. Ο ποιητής Τέος Σαλαπασίδης, είναι αυτός που για λίγο καιρό θ’ ανεβαίνει μόνος στο Πατάρι, ανάμεσα σε παλιότερους, πριν αρχίσουν να μαζεύονται γύρω του τα πρώτα στελέχη: Καρούζος και Χριστοδούλου, Πρωταίος και Κατσαρός.

Ο Τάκης, το πρώτο γκαρσόνι, ο μετρ, ο φίλος μας, ευφυολόγος και χλευαστικός, πάντα… κουρασμένος και πάντα ανθρώπινος, γενναιόδωρος στις απενταρίες μας κι αυτός, όπως ο Μπάμπης, είχε κι ένα χάρισμα παραπάνω: όταν δεν σερβίριζε ή δεν γούσταρε καθόταν στο τραπέζι μας… Στην πραγματικότητα το Πατάρι ήταν απαγορευμένος Παράδεισος για κάμποσους που τον ορέγονταν, «διασημότητες» της εποχής κι όσους δεν γουστάραμε, τους κάναμε άγριες φάρσες και κάποτε τους προπηλακίζαμε…

Ο κόσμος της πρωτοπορίας έκανε περάσματα και στα καφέ- ζαχαροπλαστεία και στα μπαρ-ουζερί: Πικαντίλι και Ρωσικόν, Μπραζίλιαν, Απότσος κι Ορφανίδης, ακόμα Ζώναρς και Φλόκα, όπου τάραζε τα νερά, προκαλώντας συχνά επεισόδια, πιο σωστά συμβάντα…

 

 

 


 

Ένας μικρός επίλογος από τον Γιάννη Τριάντη

*** Τη μέρα που έφυγε ο Γκόρπας, σμήνη θανάτου συνέχιζαν τις φρικώδεις περιπολίες στη Μεσοποταμία. Με δυο λόγια, οι ελεεινοί σκότωναν αβέρτα, κρυμμένοι πίσω από τα θλιβερά επιχειρήματα του «ελευθερωτικού» τους ψεύδους (…Βουλιάζουν στο τέλμα της αδίστακτης προπαγάνδας οι συμμορίτες, αλλά απτόητοι συνεχίζουν να ψεύδονται και να σκοτώνουν)

*** Τη μέρα που ο Θωμάς «επέστρεφε» στο χώμα του Μεσολογγιού (Τι κι αν το ξόδι στου Ζωγράφου; Εκεί, στις ντάπιες της Ιερής Πόλεως θα αναπαύεται αιωνίως ο νους του σώματος), όλα χόρευαν στους γνώριμους ρυθμούς: Οι στίχοι των ποιητών αναζητούσαν οξυγόνο, τα πεζά ονειρεύονταν ανθοστόλιστες λεωφόρους υποδοχής και οι άνθρωποι της λογοτεχνίας -οι περισσότεροι, τέλος πάντων- έβλεπαν με εξηγήσιμη πίκρα και αδιάψευστη ζήλια τις συνεχείς πιρουέτες μιας δράκας ομοτέχνων στις ακόρεστες σελίδες της άκρατης προβολής (…Λόγου χάριν, η συμπαθής Σώτη Τριανταφύλλου, με άποψη εκπεφρασμένη επί παντός, δεν αποκλείεται να -κληθεί να- σχολιάσει τις μετεγγραφές Τάτση και Πάντου στον Ολυμπιακό)

*** Τη μέρα που κάποιοι (φίλοι του) έλεγαν ότι «τον Θωμά τον σκότωσε το ηφαίστειο που σιγοβράζει στην ψυχή των ικανών, που συμβαίνει να είναι μοναχικοί και αθώοι», ο υποβολέας θυμήθηκε τις «Σημειώσεις» του Λυκιαρδόπουλου: Ο Γκόρπας διαβάστηκε «μυθοποιητικά, κανιβαλιστικά», και προβλήθηκε σαν ένας «ρεμπέτης μετακαρούζος, μπήτνικ και σουρεαλιστής», έγραψε ο Λυκιαρδόπουλος, παίζοντας άμυνα στις επιθέσεις της ευκολίας

*** Τη μέρα που έφυγε ο Θωμάς Γκόρπας – τζώρας, τρυφερός, «παράλογος», εκτεθειμένος στους βοριάδες και ακάλυπτος, με στόμα απύλωτο και γλώσσα που κεντούσε πέλαγα – ένας μαύρος άνεμος άφηνε ανεξίτηλα στίγματα στην πρόσοψη του Απριλίου…

 


 

ΠΗΓΕΣ
Πηγή 1η Ακακίας Κορδόση, Ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας και το Μεσολόγγι, Πηγή 2η [Περιοδικό «Ιχνευτής» (Δεκέμβριος 1987), με τον τίτλο «Με το Θωμά Γκόρπα στην Αθήνα της αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’50»]. Πηγή 3η [Σπύρου Στάβερη, Το Μεσολόγγι του ποιητή Θωμά Γκόρπα]. Γιάννης Τριάντης, Τα ενεξίτιλα στίγματα, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, φύλλο Τετάρτης 2 Απριλίου του 2003. Φωτογραφία βιογραφικού, πηγή

AgrinioStories