Συνέβη 21 Νοεμβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

21 Νοεμβρίου 2023

Είναι η 325η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 40 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:10 – Δύση ήλιου: 17:10
– Διάρκεια ημέρας: 9 ώρες 60 λεπτά
🌓  Σελήνη 7.3 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Μαριέττα, Μαργετίνα, Μάρω, Μαριωρή, Μαρίκα, Μαριγώ, Μαριγούλα, Μαρούλα, Μαρίτσα, Μανιώ, Μαίρη, Μαρινίκη, Μυρέλλα, Μάνια, Μάρα, Μάριο, Δέσποινα, Δέσπω, Ντέπη, Πέπη, Ζέπω, Εισοδία, Βιργινία, Λεμονιά, Πανωραία, Σουλτάνα, Τάνια και Σουλτάνη.

 

Γεγονότα

 

1877 – Ο αμερικανός εφευρέτης Τόμας Έντισον ανακοινώνει τη δημιουργία του φωνόγραφου, τον οποίο ονομάζει «Ομιλούσα Μηχανή». Ο φωνογράφος, κοινώς γραμμόφωνο, (αγγλ. Phonograph) είναι μια από τις πρώιμες συσκευές για την εγγραφή και αναπαραγωγή ήχου. Κατασκευάστηκε από τον Αμερικανό Τόμας Άλβα Έντισον (Thomas A. Edison) (1847 – 1931) το 1877. Χρησιμοποιούσε μια βελόνα για να καταγράφει τον ήχο σε έναν κύλινδρο με αυλάκια, επικαλυμμένο με αλουμινόχαρτο, ο οποίος περιστρεφόταν με σταθερή ταχύτητα. Η ιδέα της εγγραφής ήχου με παρόμοιο τρόπο υπήρχε από τουλάχιστον μισό αιώνα πριν, αλλά ο Έντισον με την κατασκευή του της έδωσε σάρκα και οστά.
Στο φωνογράφο, η βελόνα που κατέγραφε τον ήχο ήταν συνδεδεμένη με ένα είδος φωναγωγού με τρόπο ώστε να λαμβάνει μηχανικά της δονήσεις που προκαλούσε ο ήχος που περνούσε μέσα σ’ αυτόν. Η βελόνα παλλόταν κάθετα προς την επιφάνεια του κυλίνδρου και διαμόρφωνε το αλουμινόχαρτο δημιουργώντας “κορφές και κοιλίες”. Ο κύλινδρος περιστρεφόταν με το χέρι, με την βοήθεια μιας μανιβέλας, που ήταν προσαρμοσμένη στον άξονά του. Αργότερα ο Έντισον αντί για κυλίνδρους επικαλυμμένους με αλουμινόχαρτο άρχισε να χρησιμοποιεί κέρινους κυλίνδρους στις συσκευές του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την δυνατότητα διαγραφής μιας ηχογράφησης, αφαιρώντας την επιφάνεια του κέρινου κυλίνδρου με την χρήση αιχμηρής λεπίδας.
Με βάση αυτή την πρώτη συσκευή, ο επίσης Αμερικανός Emil Berliner (1851-1929), επινόησε δέκα χρόνια αργότερα μια άλλη συσκευή, το γραμμόφωνο (Gramophone), που αντί για κέρινο κύλινδρο χρησιμοποιούσε μια κυκλική πλάκα (δίσκο) από μίγμα γομαλάκας (shellac) για να καταγράφει τον ήχο.
Το έτος 1877 κατέθεσε αίτηση για απόκτηση τίτλου ευρεσιτεχνίας ο ήδη ευρύτερα γνωστός εφευρέτης Τόμας Άλβα Έντισον, με θέμα μία συσκευή, την οποία ονόμασε φωνόγραφο (phonograph) και ήταν ο πρόδρομος του μεταγενέστερου γραμμοφώνου. Η συσκευή αυτή λειτουργούσε με ένα ξύλινο κύλινδρο που περιστρεφόταν χειρονακτικά με μανιβέλα και ο οποίος ήταν καλυμμένος με ένα λεπτό φύλλο κασσιτέρου (Staniol). Μία μεταλλική βελόνα ήταν σταθερά συνδεμένη με μια μεμβράνη, η οποία πραγματοποιούσε ταλαντώσεις λόγω ηχητικών κυμάτων, με αποτέλεσμα η βελόνα να δημιουργεί βαθουλώματα στο φύλλο κασσιτέρου, άλλοτε μεγαλύτερα και άλλοτε μικρότερα, ανάλογα με την ένταση του ήχου. Ένας μηχανικός οδηγός μετακινούσε τη βελόνα αξονικά στον κύλινδρο, ώστε τελικά προέκυπτε ένα σπειροειδές αυλάκι. Όταν γύριζε ο κύλινδρος και πέρναγε η βελόνα πάνω από τη χαραγμένη επιφάνεια, προκαλούσαν τα βαθουλώματα ταλαντώσεις στη μεμβράνη, οι οποίες μετατρέπονταν σε ηχητικά κύματα.
Όπως περιγράφουν άρθρα εφημερίδων της εποχής, η απόδοση της συσκευής του Έντισον ήταν περίπου «άθλια», αλλά ο φωνόγραφος αυτός, τον οποίο ο εφευρέτης του ονόμαζε μηχανή, έκανε τεράστια εντύπωση. Όταν όμως δοκίμαζε ο κόσμος την ποιότητα ήχου, εξανεμιζόταν ο ενθουσιασμός και θεωρούσε τη συσκευή ένα ακριβό παιχνίδι. Η τοποθέτηση του φύλλου κασσιτέρου ήταν περίπλοκη και η αντοχή του σε πολλαπλή χρήση περιορισμένη.
Το έτος 1881 προσπάθησε ο εφευρέτης του τηλεφώνου Μπελ να βελτιώσει το φωνόγραφο του Έντισον. Για το σκοπό αυτό κάλυψε τον ξύλινο κύλινδρο με κερί, πάνω στο οποίο θα χαρασσόταν το αυλάκι του ήχου. Η προσπάθεια αυτή έδωσε καλύτερα αποτελέσματα, κυρίως όμως δεν επέτρεπε την ηχογράφηση άσχετων θορύβων, όπως η κατασκευή του Έντισον. Το 1886 δήλωσε για ευρεσιτεχνία μια όμοια κατασκευή με επίστρωση κεριού στο κύλινδρο ο Charles Sumner Tainter (Ταίιντερ, 1854-1940) και το ονόμασε γραφόφωνο (graphophone). Εναντίον του Ταίιντερ κινήθηκε δικαστικά ο Έντισον, θεωρώντας ότι επρόκειτο για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας.
Το 1888 αντικατέστησε ο ίδιος ο Έντισον το φύλλο κασσιτέρου με στρώμα σκληρού κεριού και τοποθέτησε στη συσκευή ένα μηχανικό κινητήρα με βαρύδι. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε ένας μηχανικός κινητήρας με ελατήριο και μανιβέλα για κούρδισμα και στη συνέχεια, σε μερικά μοντέλα, ένας ηλεκτρικός κινητήρας, αν και οι ηλεκτρικοί κινητήρες ήταν εκείνη την εποχή και για αρκετές δεκαετίες ακόμα ογκώδεις και ακριβοί. Για την ενίσχυση του ήχου χρησιμοποίησε ο Έντισον το χαρακτηριστικό χωνί που βλέπουμε σε εικόνες και φωτογραφίες του φωνογράφου. Οι κύλινδροι του Έντισον περιείχαν μουσική ή ομιλία διάρκειας περίπου 2 λεπτών.
Η νέα αυτή κατασκευή του Έντισον είχε εμπορική επιτυχία, γιατί προσφερόταν για ιδιωτική καταγραφή της φωνής. Για τη μαζική παραγωγή κυλίνδρων με σύντομες μελωδίες της εποχής η εργασία ήταν όμως πολύ κοπιαστική, γιατί έπρεπε η ορχήστρα ή ο τραγουδιστής να επαναλαμβάνουν με μεγάλη ένταση την εκτέλεση του κομματιού μπροστά σε 7-8 φωνογράφους, οι οποίοι παρήγαγαν από ένα κύλινδρο. Μόλις το 1903 κατασκεύασε ο ίδιος ο Έντισον μια μηχανή, η οποία ήταν σε θέση να αντιγράφει έναν αρχικό κύλινδρο.
Το 1886 πρότεινε ο Emile Berliner (Εμίλ Μπερλίνερ, 1851-1929), Αμερικάνος από το Ανόβερο της Γερμανίας, να αντικατασταθεί ο κύλινδρος με «αυλάκι ήχου» του Έντισον, με μία επίπεδη πλάκα όπου, μετά από διάφορες βελτιώσεις, μία ελικοειδής διαδρομή σχημάτιζε ένα συνολικό αυλάκι σε όλη την επιφάνεια της πλάκας και η βελόνα έκανε ταλαντώσεις, εγκάρσια στην κίνηση. Ενώ δηλαδή η κεφαλή της συσκευής του Έντισον εκτελούσε κινήσεις πάνω-κάτω για να ανιχνεύσει τα βαθουλώματα της επιφάνειας, στη συσκευή του Μπερλίνερ έπαιζαν ρόλο τα τοιχώματα του αυλακιού και η βελόνα πραγματοποιούσε κινήσεις δεξιά-αριστερά. Έτσι, ξεπέρασε ο Μπερλίνερ και τον κίνδυνο να συρθεί ενώπιον δικαστηρίων για καταπάτηση ευρεσιτεχνιών του Έντισον. Ο Μπερλίνερ δήλωσε τη συσκευή του για ευρεσιτεχνία και την ονόμασε γραμμόφωνο (grammophone). Αυτή η μέθοδος είχε δοκιμαστεί ήδη από τον Έντισον και από τον Μπελ, αλλά δεν κρίθηκε αξιοποιήσιμη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 συγχωνεύτηκαν από τις εταιρίες που τις εκμεταλλεύονταν οι ευρεσιτεχνίες του Έντισον και του Μπερλίνερ και έτσι προέκυψε η τεχνολογία των στερεοφωνικών δίσκων.

 

1942 -Ο σκιτσογράφος Μπομπ Κλάμπετ δημιουργεί τον χαρακτήρα κινουμένων σχεδίων Τουίτι Μπερντ, τον αιώνιο στόχο του γάτου Σιλβέστερ, 21 Νοεμβρίου 1942. Ο Τουίτι βασίστηκε σε έναν χαρακτήρα κινουμένων σχεδίων, τον Όρσον, που ήταν καναρίνι με χρώμα ροζ-πορτοκαλί και δεν είχε πούπουλα. Ο Όρσον δεν ήταν καλός χαρακτήρας και το καρτούν απαγορεύτηκε για ανήλικους.
Στη συνέχεια ο Τουίτι έγινε ένα κίτρινο καναρίνι με πούπουλα, που το κυνηγάει ένας γάτος, ο Silvester, όμως ο σκύλος, φίλος του Τουίτι, το προστατεύει, καθώς επίσης και η γιαγιά. Έτσι ο Τουίτι καταφέρνει πάντα να ξεφεύγει. Το 1998 βραβεύτηκαν οι φιγούρες τους από τα Αμερικάνικα ταχυδρομεία με γραμματόσημα , που απεικόνιζε τις φιγούρες. Ο Τουίτι είναι ένα κίτρινο καναρίνι με μεγάλο κεφάλι, μικρά φτερά, μικρόσωμος, μικρά πορτοκαλί πόδια και μπλε μάτια. Παρότι ο Τουίτι έχει λεπτή φωνή και μακριές βλεφαρίδες είναι αρσενικός. Ο Τουίτι φαίνεται να είναι ανήμπορος αλλά είναι πονηρός και καταφέρνει πάντα να ξεγλυστρά από τον Συλβέστερ που τον κυνηγά.

 

 

1954 – Η αντιπολίτευση αναδεικνύεται νικήτρια των δημοτικών εκλογών στην Ελλάδα, με πρωταγωνίστρια την ΕΔΑ. Δήμαρχος Αθηναίων εκλέγεται ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης Παυσανίας Κατσώτας. Στον Πειραιά εκλέγεται ο κοινός υποψήφιος ΕΠΕΚ, ΕΔΑ και Δημοκρατικού Κόμματος Δ. Σαπουνάκης, και στη Θεσσαλονίκη ο Μηνάς Πατρίκιος. Ο Μηνάς Πατρίκιος ήταν ο πρώτος εκλεγμένος Δήμαρχος της Θεσσαλονίκης και εκλέχθηκε σαν σήμερα το 1925. Ο Μηνάς Πατρίκιος έχει συνδέσει το όνομά του με τη μεταπελευθερωτική ιστορία της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε πρόσφυγας. Συνεργάστηκε με την Αριστερά και κέρδισε τις δημοτικές εκλογές του 1925 εν μέσω παγκαλικής δικτατορίας. Κανονικά ανέλαβε καθήκοντα δημάρχου μεταπολεμικά (1955-1959).
Η νίκη του Μηνά Πατρίκιου στην αναμέτρηση του 1925 υπήρξε το πρώτο χαστούκι για τον Θεόδωρο Πάγκαλο, τον «εργατοπρόσφυγα», κατά τον Τύπο της εποχής. Ο δικτάτορας είχε ορίσει υποψήφιο της αρεσκείας του τον Κ. Αγγελάκη. Η τοπική οργάνωση του ΚΚΕ, που γραμματέας της ήταν ο Παστίας Γιατσόπουλος, ανέλαβε πρωτοβουλία για την κατάρτιση συνδυασμού ευρείας αποδοχής. Εθεσε στόχο τη συμμαχία με το προσφυγικό στοιχείο. Προσπάθησε αρχικά να συνεργαστεί με τη Συνομοσπονδία Προσφυγικών Οργανώσεων, βενιζελικής επιρροής. Τα μέλη της χαρακτηρίζονταν συχνά ως συνδικαλιστοπατέρες. Δεν δέχτηκαν καμία σύμπραξη. Αντίθετα, δέχτηκε η αριστερής απόκλισης Ανωτάτη Επιτροπή Προσφύγων, που είχε ηγέτη τον Πατρίκιο. Ο Μηνάς Πατρίκιος κέρδισε τις εκλογές. Η Συμμαχία Εργατών Προσφύγων ανέδειξε 20 δημοτικούς συμβούλους, έναντι 10 του παγκαλικού ψηφοδελτίου.
Η εκλογή του «εργατοπρόσφυγος και κομμουνίζοντος» Πατρίκιου προκάλεσε αναταραχή στον αστικό κόσμο. Η βενιζελική εφημερίδα «Μακεδονικά Νέα» κάλεσε «πολιτικούς και στρατιωτικούς να μην καθίσουν με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στον κίνδυνο που δημιούργησε η άλωση της δημαρχίας από κομμουνιστές». Ο Πάγκαλος αντιδρά με «ειδικό διάταγμα» και ακυρώνει πραξικοπηματικά τις εκλογές στη Θεσσαλονίκη και την Ξάνθη (κι εκεί είχε εκλεγεί «κόκκινος» δήμαρχος). Προκηρύσσει νέες για τις 21 Δεκεμβρίου. Το πρόσχημα είναι ότι ο Πατρίκιος δεν συγκέντρωσε το απαιτούμενο από τον νόμο ποσοστό των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Ο κρατικός μηχανισμός κινήθηκε δραστήρια για να ανατρέψει τα αποτελέσματα στις επαναληπτικές εκλογές. Ο Αγγελάκης εμφανίζεται ως υποψήφιος της κυβέρνησης, αλλά και των βενιζελικών. Ο Συνδίκας αποσύρει την υποψηφιότητά του για να διευκολύνει την επιτυχία του. Ο νομάρχης κάνει ό,τι μπορεί για να επηρεάσει και να νοθεύσει το αποτέλεσμα. Ο ίδιος ο δικτάτορας τις μέρες τις ψηφοφορίας βρίσκεται στη Β. Ελλάδα. Αλλά τα αποτελέσματα ηχούν πάλι σαν κεραυνός.
Ο Πατρίκιος συγκεντρώνει το 50,6% και ο Αγγελάκης μόλις το 31,1% (μικρότερα ποσοστά πήραν οι άλλοι δυο υποψήφιοι που ψήφισαν οι βασιλικοί). Τον νικητή δεν ψήφισαν μόνο οι πρόσφυγες, οι εργάτες και οι κομμουνιστές, όπως στην πρώτη ψηφοφορία. Αυτό το χαστούκι στον Πάγκαλο αποτέλεσε και την πρώτη εμφάνιση των προσφύγων σε εκλογική αναμέτρηση σαν ανεξάρτητος παράγοντας Την άλλη μέρα ο Πάγκαλος σπεύδει στη Θεσσαλονίκη. Με το γνωστό κωμικοτραγικό τρόπο δήλωνε ότι «ελυπήθη σφοδρώς, διότι δεν κατενοήθη υπό του αστικού κόσμου η σπουδαιότης της δημοτικής εκλογής». Πρόσθετε ότι «το ζήτημα είναι εξαιρετικής σοβαρότητος» και θα σκεφθεί τι θα κάνει… Δεύτερη ακύρωση των εκλογών θα τον γελοιοποιούσε τελείως. Γι’ αυτό βρέθηκε άλλη λύση: οι κομμουνιστές σύμβουλοι συνελήφθησαν και εξορίστηκαν!
Ετσι αρχίζει η δημοτική ιστορία της Θεσσαλονίκης, παρουσιάζοντας κατά καιρούς πολλές ιδιομορφίες για να καταντήσει σήμερα. Και για την ιστορία. Προς τιμήν του Πατρίκιου ονομάστηκε το πάρκο που όλοι το λένε Κρήτης, του Συνδίκα μια οδός στα Ανατολικά της πόλης, ενώ του Αγγελάκη κεντρικότατος δρόμος….

 

1955 – Κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα», με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη. Η Στέλλα είναι ελληνική αισθηματική-δραματική ταινία του 1955, σε σκηνοθεσία και σενάριο Μιχάλη Κακογιάννη. Βασίζεται στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», ενώ είναι εμπνευσμένη δραματουργικά από τον μύθο της Κάρμεν. Η παραγωγή ανήκει στη Μήλλας Φιλμ και πρωταγωνιστούν οι Μελίνα Μερκούρη και Γιώργος Φούντας.
Η Στέλλα είναι τραγουδίστρια στο κέντρο Παράδεισος, που διευθύνει η Μαρία. Στο ίδιο κέντρο τραγουδά και μια άλλη τραγουδίστρια, η Αννέτα, που ζηλεύει τη Στέλλα. Το αγόρι της Στέλλας είναι ο Αλέκος, γόνος πλούσιας οικογένειας, που αντιδρά έντονα σε αυτή τη σχέση. Η Στέλλα όμως αποφασίζει να θέσει τέρμα στη σχέση τους, πριν έρθει η φθορά αλλά και επειδή έχει ήδη εμφανιστεί ο Μίλτος, ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, που κέντρισε το ενδιαφέρον της.
Η Στέλλα αρχικά αποδεύγει τη στενή πολιορκία του Μίλτου, αργότερα όμως υποκύπτει στο πάθος και τη γοητεία του. Τον αγαπά· αγαπά όμως και την ελευθερία της. Θα χρειαστεί λοιπόν να κάνει μια σημαντική επιλογή, όταν εκείνος της κάνει πρόταση γάμου. Δέχεται μεν την πρόταση, αλλά με μισή καρδιά, αφού μια τέτοια απόφαση δεν είναι ταιριαστή με την ιδιοσυγκρασία της. Λίγο πριν από τον γάμο, την επισκέπτεται στο σπίτι της όπου βρίσκεται με την Αννέτα η μάνα του Μίλτου. Η γερόντισσα δίνει την ευχή της στη Στέλλα, η οποία, μόλις φεύγει η μέλλουσα πεθερά της, σηκώνεται και φεύγει και αυτή αφήνοντας την Αννέτα πίσω της να φωνάζει. Περνά την υπόλοιπη μέρα αλλά και τη νύχτα της με τον νεαρό θαυμαστή της Αντώνη, μια τυχαία γνωριμία. Τα χαράματα, επιστρέφοντας στο σπίτι της, την περιμένει ο Μίλτος, ο οποίος τη μαχαιρώνει στη μέση του δρόμου και, αμέσως μετά, την αγκαλιάζει φιλώντας την. Μαζεύεται κόσμος, ανάμεσά τους και η Αννέτα, η οποία φωνάζει στον Μίλτο να φύγει για να μη συλληφθεί, ενώ εκείνος συνεχίζει να αγκαλιάζει τη νεκρή Στέλλα, μοιάζοντας να μην ακούει τίποτα.
Μελίνα Μερκούρη – Στέλλα, Γιώργος Φούντας – Μίλτος, Αλέκος Αλεξανδράκης – Αλέκος, Χριστίνα Καλογερίκου – μητέρα Μίλτου, Βούλα Ζουμπουλάκη – Αννέτα, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος – Μήτσος, Τασσώ Καββαδία – αδελφή Αλέκου, Νίτσα Παππά – Ευτέρπη, Κώστας Πομόνης – πατέρας Αλέκου, Κώστας Κακκαβάς – Αντώνης, Σοφία Βέμπο – Μαρία
Τη μουσική έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις, ενώ κλασική είναι η ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη στο τραγούδι “Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι”. Στην ταινία ακούστηκαν για πρώτη φορά τα τραγούδια «Εφτά τραγούδια θα σου πω» και «Το φεγγάρι είναι κόκκινο».  Ηχολήπτης της ταινίας ήταν ο Τάκης Κόντος. Τη σκηνογραφία επιμελήθηκε ο Γιάννης Τσαρούχης. Μια από τις ατάκες που έμειναν γνωστές από την ταινία ακόμα και σήμερα είναι το ‘’Στέλλα, κρατάω μαχαίρι’’ , που ξεστομίζει ο Μίλτος λίγο πριν μαχαιρώσει την αγαπημένη του. Τα γυρίσματα του κέντρου Παράδεισος όπου τραγουδούσει η Στέλλα ήταν, όπως θυμάται ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Ταβέρνα του Κουλού στην οδό Καλλιδρομίου, στα Εξάρχεια. Η ταινία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις κινηματοραφικές αίθουσες στις 21 Νοεμβρίου 1955. Υπήρξε η τελευταία ταινία της Μήλλας Φιλμ, σημειώνοντας αξιοσημείωτη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία (134.142 εισιτήρια). Σε αυτήν πραγματοποίησαν την πρώτη κινηματογραφική εμφάνισή τους η Μελίνα Μερκούρη και ο Κώστας Κακκαβάς. Κυκλοφόρησε και με τη μορφή ντιβιντί στις 11 Νοεμβρίου 2007.
Διακρίθηκε με τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας το 1956 και με το βραβείο καλύτερης ταινίας ρετροσπεκτίβας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1960. Η ταινία ήταν φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών το 1955 και η Μελίνα Μερκούρη για το βραβείο καλύτερης ηθοποιού· δεν κέρδισε όμως κανένα από τα δύο. Το γεγονός αυτό προκάλεσε διαμάχη με αποτέλεσμα η Ίσα Μιράντα, μέλος της κριτικής επιτροπής, να δώσει στη Μερκούρη ένα ειδικό βραβείο ερμηνείας το οποίο ονομάστηκε βραβείο «Ίσα Μιράντα». Ήταν επιπλέον η ελληνική υποβολή για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας του 1956.
Διχασμένοι οι κριτικοί της εποχής, αντιμετώπισαν την ταινία είτε με ευμενή σχόλια, είτε με εξαιρετικά αρνητική κριτική (ειδικά από τον δεξιό Τύπο της εποχής). Στο μόνο που όλοι συμφωνούσαν ήταν η ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη, η οποία επαινέθηκε. Οι περισσότεροι κριτικοί περιέγραψαν την ταινία ως ένα ηχηρό κατηγορητήριο σε βάρος της πατριαρχίας, με την πρωταγωνίστρια να εκπροσωπεί ένα γυναικείο πρότυπο που ήταν αναμφίβολα ξένο προς την ελληνική κοινωνία της εποχής, αλλά και μια διαχρονική ηρωίδα τραγωδίας. Κατά τον ιστορικό Γιάννη Σολδάτο, η Στέλλα εξέφραζε τις επιθυμίες πολλών γυναικών, λίγες από τις οποίες ωστόσο τολμούσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά της. Ειδικότερα, προσωποποιεί τη σύγκρουση των παραδοσιακών αξιών, του ηθικού κώδικα και της τιμής με το ερωτικό πάθος που τελικά δε διασώζεται σε αυτά τα πλαίσια.
Γράφει η εφημερίδα Τα Νέα στις 21 Νοεμβρίου 1955: «Η ηρωίδα, μια τραγουδίστρια της νυχτερινής ζωής, δίνει την προσωπική της μάχη ανάμεσα σε δύο ερωτικές συμπληγάδες – έναν νέο του λεγόμενου καλού κόσμου (σ.σ. Αλέκος Αλεξανδράκης), που συντρίβεται στο πέρασμα της Στέλλας, και έναν παράφορο ποδοσφαιριστή (σ.σ. Γιώργος Φούντας) – για να καταλήξη στο μοιραίο τέλος».
Η ηρωίδα, που διαλέγει το δικό της δρόμο αντιμετώπισης των αντιλήψεών της ενόχλησε τα αριστερά έντυπα Αυγή και Επιθεώρηση Τέχνης, με αποτέλεσμα να επιτεθούν σκληρά κατά της ταινίας. Ο Κώστας Σταματίου γράφει στην Αυγή: «Αυτό που βλέπουμε είναι ένα ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ό,τι χαμηλότερο, ό,τι πιο “λούμπεν”, ό,τι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Είναι ένα καλομελετημένο συνοθύλευμα χυδαίου νατουραλισμού, μοιρολατρίας γαλλικής σχολής (της προπολεμικής εποχής), ψευτοελληνικού λαογραφικού στοιχείου (σερβίρει στους ξένους για Ελλάδα τα τουρκοανατολίτικα μπουζούκια -που κι εδώ πέρασε η μόδα τους-, το νταηλίκι, την σεξουαλική ασυδοσία, το σουγιάδιασμα, την αλητεία κλπ.) ψεύτικης τολμηρότητας(…)». Τα σχόλια του ξένου Τύπου στις Κάννες ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκά για την ηρωίδα-πρότυπο της γυναικείας απελευθέρωσης.

 

1974 – Ο IRA τοποθετεί βόμβα σε παμπ του Μπέρμιγχαμ, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 21 θαμώνες. Θα συλληφθούν 6 άτομα, θα καταδικασθούν ισόβια, αλλά χρόνια μετά θα αθωωθούν. («Οι 6 του Μπέρμιγχαμ») Οι Έξι του Μπέρμιγχαμ ήταν έξι Ιρλανδοί που καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη το 1975 μετά από ψευδείς καταδίκες τους για τις βομβιστικές επιθέσεις σε παμπ του Μπέρμιγχαμ το 1974 . Οι καταδίκες τους κηρύχθηκαν μη ασφαλείς και μη ικανοποιητικές και ακυρώθηκαν από το Εφετείο στις 14 Μαρτίου 1991. Αργότερα επιδικάστηκε στους έξι άνδρες χρηματική αποζημίωση που κυμαινόταν από 840.000 £ έως 1,2 εκατομμύρια £ .
Οι βομβιστικές επιθέσεις σε παμπ του Μπέρμιγχαμ έγιναν στις 21 Νοεμβρίου 1974 και αποδόθηκαν στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA). Αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί τοποθετήθηκαν σε δύο κεντρικές παμπ του Μπέρμιγχαμ: το Mulberry Bush στους πρόποδες της Ροτόντας και το Tavern in the Town – μια παμπ στο υπόγειο στη New Street . Οι εκρήξεις που προέκυψαν, στις 20:25 και στις 20:27, ήταν συνολικά οι πιο θανατηφόρες επιθέσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (μέχρι που ξεπεράστηκαν από την πυρκαγιά στη Δανία το 1980). Σκοτώθηκαν 21 άνθρωποι (δέκα στο Mulberry Bush και έντεκα στην Tavern in the Town) και 182 άνθρωποι τραυματίστηκαν.
Έξι άνδρες συνελήφθησαν: οι Χιου Κάλαχαν, Πάτρικ Τζόζεφ Χιλ, Τζέραρντ Χάντερ, Ρίτσαρντ ΜακΙλκενί, Γουίλιαμ Πάουερ και Τζον Γουόκερ. Πέντε ήταν γεννημένοι στο Μπέλφαστ , ενώ ο Τζον Γουόκερ γεννήθηκε στο Ντέρι . Και οι έξι ζούσαν στο Μπέρμιγχαμ από τη δεκαετία του 1960. Όλοι οι άνδρες εκτός από τον Κάλαχαν είχαν φύγει από την πόλη νωρίς το βράδυ της 21ης ​​Νοεμβρίου από το σταθμό New Street , λίγο πριν τις εκρήξεις. Ταξίδευαν στο Μπέλφαστ για να παραστούν στην κηδεία του Τζέιμς ΜακΝτέιντ, ενός μέλους του IRA που όλοι γνώριζαν.  Ο ΜακΝτέιντ είχε αυτοκτονήσει κατά λάθος στις 14 Νοεμβρίου όταν η βόμβα του εξερράγη πρόωρα ενώ την έβαζε σε ένα τηλεφωνικό κέντρο στο Κόβεντρι .
Το πρωί της 22ας Νοεμβρίου, μετά τις ιατροδικαστικές εξετάσεις και τις ανακρίσεις από την αστυνομία του Morecambe, οι άνδρες μεταφέρθηκαν στη φύλαξη της αστυνομικής μονάδας του West Midlands Serious Crime Squad . Ο Κάλαχαν τέθηκε υπό κράτηση το βράδυ της 22ας Νοεμβρίου.
Ενώ οι άνδρες βρίσκονταν υπό την κράτηση της αστυνομίας των West Midlands , φέρεται ότι στερήθηκαν φαγητό και ύπνο και μερικές φορές ανακρίνονταν για έως και 12 ώρες χωρίς διάλειμμα. Απειλές εναντίον τους έγιναν και υπέστησαν κακοποίηση: μπουνιές, άδεια σκύλων χαλαρά σε ένα πόδι από αυτά, και μια εικονική εκτέλεση. Ο William Power ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε επίθεση από μέλη του Τμήματος Εγκληματικών Ερευνών του Μπέρμιγχαμ . Η κόρη του Richard McIlkenny είπε, «Όταν (η οικογένεια) τον είδαν την επόμενη μέρα, είχε χτυπηθεί τόσο άσχημα που ήταν αγνώριστος».
Ο Πάουερ ομολόγησε ενώ βρισκόταν στο Morecambe, ενώ ο Callaghan, ο Walker και ο McIlkenny το ομολόγησαν στο Queens Road στο Aston του Μπέρμιγχαμ.

 

Γεννήσεις

 

1833 – Δημήτριος Βερναρδάκης. Γεννήθηκε στην Αγία Μαρίνα της Λέσβου στις 21 Νοεμβρίου 1833. Ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος Βερναρδάκης και καταγόταν από την Κρήτη, ενώ η μητέρα του Μελισσηνή, το γένος Τραντάλη. Αδελφοί του ήταν οι λόγιοι Αθανάσιος και Γρηγόριος Βερναρδάκης. Ολοκλήρωσε τη βασική του εκπαίδευση υπό τον Γρηγόριο Γεννάδιο και από το 1849 σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ το 1860 αναγορεύθηκε διδάκτωρ φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου.
Άρχισε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Πανεπιστήμιο Όθωνος) το 1849, με χρήματα που του έδωσε ο μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας Καλλίνικος από την σημερινή Σκοτίνα Πιερίας, και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία με υποτροφία του ομώνυμου μακρινού συγγενή του, του Εθνικού Ευεργέτη Δημητρίου Μπερναρδάκη, πλούσιου μεγαλέμπορου της Πετρούπολης. Πολυγραφότατος, ασχολήθηκε με την κριτική έκδοση τραγωδιών του Ευριπίδη (Φοίνισσαι, Εκάβη, Ιππόλυτος, Μήδεια), αλλά έγινε γνωστός κυρίως χάρη στα έμμετρα δράματά του, με τα οποία θέλησε να δημιουργήσει ένα ρομαντικό ελληνικό θέατρο, επηρεασμένος από τον Σαίξπηρ, την ελληνική μυθολογία και την ελληνική ιστορία. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνική σκηνή έγινε το 1850 με το βραβευμένο από τον Ράλλειο Διαγωνισμό Ποίησης έργο του «Εικασία». Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ιστορικού δράματος στην Ελλάδα. Τα έργα του είχαν μεγάλη επιτυχία στην εποχή τους, αλλά ξεχάστηκαν γρήγορα κυρίως λόγω της αρχαΐζουσας γλώσσας τους.
Το 1861 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής ιστορίας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και στη συνέχεια το 1865 διορίστηκε τακτικός. Η πανεπιστημιακή του καριέρα έληξε στις 27 Αυγούστου 1869, όταν αναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω συνεχιζομένων φοιτητικών αντιδράσεων (Βερναρδάκεια), λόγω συμπαιγνίας των πανεπιστημιακών του αντιπάλων και της τότε πολιτικής εξουσίας. Διορίστηκε ξανά το 1882, αλλά παραιτήθηκε μετά από ένα εξάμηνο, όντας παράλληλα έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Διετέλεσε ακόμη καθηγητής των Βασιλοπαίδων, ενώ ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, καθώς και ο υπουργός παιδείας Αθανάσιος Ευταξίας, του είχαν προτείνει να διευθύνει την Ακαδημία Αθηνών που θα ιδρυόταν τότε, θέση όμως που δεν δέχθηκε.
Ο αδελφός του Αθανάσιος (αντεπιστέλλον μέλος της Académie de Stanislas, Nancy) το 1904 και το 1905 πρότεινε τον Δημήτριο Βερναρδάκη για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η γνωμάτευση του αρμοδίου Julius Centerwall, μεταφραστή της Αμαρυλλίδος του Γ. Δροσίνη, δεν βρέθηκε ποτέ…(Βλ. B.-L. Eklund, «The Story of Modern Greek Literature in Sweden», στον τόμο M. Kupula (επιμ.), Επὶ της ουσίας. Studies in Honour of Jussi Korhonen, εκδ. Books on Demand GmbH, Ελσίνκι, σελ. 17-42 (εδώ, σελ. 37)). Απεβίωσε στις 12 Ιανουαρίου (Ιουλιανό ημερολόγιο) 1907 στη Μυτιλήνη.

 

1898 – Ρενέ Μαγκρίτ. Γεννήθηκε στην πόλη Λεσίν και ήταν γιος εύπορου βιοτέχνη. Καθοριστικό ρόλο στην πορεία του έπαιξαν η τέχνη του Τζόρτζιο ντε Κίρικο αλλά και τραυματικά παιδικά του βιώματα (το 1912, όταν ήταν 14 ετών, η μητέρα του αυτοκτόνησε στον ποταμό Σαμπρ). Σπούδασε για δύο χρόνια στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών, από το 1916 έως το 1918. Εκεί γνωρίστηκε με την Ζωρζέτ Μπερζέ με την οποία παντρεύτηκε το 1922. Ο Μαγκρίτ δούλεψε σε εργοστάσιο που κατασκεύαζε ταπετσαρίες, και σχεδίαζε αφίσες και διαφημίσεις μέχρι το 1926. Τότε υπέγραψε συμβόλαιο με την Galerie la Centaure των Βρυξελλών, γεγονός που του επέτρεψε να ασχολείται συνέχεια με την ζωγραφική.
Το 1926, ο Μαγκρίτ ζωγράφισε τον πρώτο του σουρρεαλιστικό πίνακα, Le jockey perdu, και έκανε την πρώτη του έκθεση στις Βρυξέλλες το 1927. Οι κριτικοί τού επιτέθηκαν μαζικά. Απογοητευμένος με την αποτυχία, μετακόμισε στο Παρίσι, όπου έγινε φίλος με τον Αντρέ Μπρετόν και έγινε μέλος της ομάδας των σουρρεαλιστών.
Όταν η Galerie la Centaure έκλεισε και τα εισοδήματα από το συμβόλαιο σταμάτησαν, ο Μαγκρίτ επέστρεψε στις Βρυξέλλες και εργάστηκε στη διαφήμιση. Κατόπιν, έφτιαξε με τον αδελφό του ένα πρακτορείο με το οποίο έβγαζαν τα προς το ζην. Την εποχή της γερμανικής κατοχής του Βελγίου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρέμεινε στις Βρυξέλλες, χάνοντας την επαφή με τον Μπρετόν. Εκείνη την εποχή αποκήρυξε την βία και την απαισιοδοξία των προηγουμένων έργων του, αν και αργότερα επέστρεψε στα ίδια θέματα.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ ήταν ένας αριστοτεχνικός ζωγράφος και υπήρξε μία από τις πιο ιδιότυπες και χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες του ευρωπαϊκού σουρεαλισμού. Πρώην σχεδιαστής αφισών και διαφημίσεων, δημιούργησε πολύ εντυπωσιακά έργα, τοποθετώντας συχνά οικεία αντικείμενα σε ασυνήθιστα περιβάλλοντα. Πίστευε απόλυτα ότι το “μη πραγματικό είναι το κέλυφος του πραγματικού” και πάνω σε αυτή την πεποίθηση ύφανε τη ζωή και την τέχνη του. Αναζητούσε πάντα το παράξενο και το ασύνηθες, συνδυάζοντας απίθανα μεταξύ τους πράγματα τα οποία απέδιδε με ρεαλιστικό τρόπο. Έτσι στα έργα του μπορεί κανείς να δει ένα κλουβί και μέσα ένα αυγό ή ένα ποτήρι νερό πάνω σε μία ομπρέλα. Στους πίνακές του επιδίωκε να αποκαλύψει τις πολλαπλές όψεις της πραγματικότητας δημιουργώντας εξωπραγματική ατμόσφαιρα με την χρήση ονειρικών και υπερλογικών στοιχείων[21].
Στα έργα του συχνά παραθέτει συνηθισμένα αντικείμενα, ή κάποιο ασυνήθιστο πλαίσιο, δίνοντας νέες ερμηνείες σε γνωστά αντικείμενα. Η χρήση αντικειμένων διαφορετικά απ’ ό,τι φαίνονται, είναι χαρακτηριστική στο έργο του Η προδοσία των εικόνων (La trahison des images), όπου μία πίπα καπνιστή παρουσιάζεται σαν μοντέλο για διαφήμιση μαγαζιού εμπορίας καπνού. Κάτω από την πίπα ο Μαγκρίτ έγραψε την φράση «Αυτό δεν είναι μία πίπα» («Ceci n’est pas une pipe»), που μοιάζει με οξύμωρο, αλλά σημαίνει πως η ζωγραφιά δεν είναι αυτό που φαίνεται. Στο βιβλίο του Αυτό δεν είναι μία πίπα, ο Γάλλος κριτικός Μισέλ Φουκώ αναλύει την ζωγραφική του πίνακα του Μαγκρίτ και αυτό το παράδοξο.
Η τέχνη του Μαγκρίτ δείχνει ένα πιο αντιπροσωπευτικό ύφος του σουρρεαλισμού σε σύγκριση με το «αυτόματο» ύφος που συναντάται σε έργα καλλιτεχνών όπως ο Χουάν Μιρό. Εκτός από φανταστικά στοιχεία, το έργο του είναι συχνά πνευματώδες και διασκεδαστικό. Επίσης ζωγράφισε μια σειρά σουρρεαλιστικής εκδοχής άλλων γνωστών πινάκων. Ο Ρενέ Μαγκρίτ περιέγραψε τα έργα του λέγοντας: Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι — προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει στον εαυτό του αυτήν την απλή ερώτηση: «Τι σημαίνει αυτό;» Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι — είναι απλώς άγνωστο.
Στις ΗΠΑ εκτέθηκαν τα έργα του στη Νέα Υόρκη το 1936 και ξανά στην ίδια πόλη σε δύο εκθέσεις, το 1965 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και το 1992 στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Τέχνης. Ο Μαγκρίτ είχε κοινές πολιτικές απόψεις με τα περισσότερα μέλη του υπερρεαλιστικού κινήματος, αφού δήλωνε κομμουνιστής. Το 1929 εντάχτηκε στο Κομμουνιστικό κόμμα Βελγίου, από το οποίο αποχώρησε μετά από μόλις λίγους μήνες. Είχε ενταχθεί και αποχωρήσει από το κομμουνιστικό κόμμα αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του, λόγω διαφωνιών σχετικά με τις κομματικές αφίσες. Υπήρξε επίσης αγνωστικιστής μέχρι το τέλος της ζωής του.[22][23]
Ο Μαγκρίτ πέθανε από καρκίνο στις 15 Αυγούστου του 1967, σε ηλικία 69 ετών, και τάφηκε στο νεκροταφείο Σάαρμπεκ (Schaarbeek) των Βρυξελλών. Πολλοί από τους γνωστότερους πίνακες του καλλιτέχνη εκτίθενται στο Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών στις Βρυξέλλες, καθώς η συλλογή περιλαμβάνει συνολικά 200 έργα. Το μουσείο φιλοξενεί κάθε είδους έργα, από καμβάδες μεγάλης κλίμακας μέχρι εξώφυλλα περιοδικών, διαφημιστικές αφίσες και σχέδια για ταπετσαρία, συμπεριλαμβανομένων των Η αυτοκρατορία των φώτων (1954) και Η κλέφτρα (1928). Τα έργα εκτίθενται με χρονολογική σειρά, έτσι ώστε να είναι εμφανής η ταχεία εξέλιξη του καλλιτέχνη.
Ιδιαίτερα αξιοσημείωτοι είναι οι πίνακες που χρονολογούνται στην περίοδο (1927-1930), συμπεριλαμβανομένων των έργων Ο μυστικός παίκτης (1927) και Πρόσωπο που διαλογίζεται πάνω στην τρέλα (1928). Εκείνη την εποχή, ο Ρενέ Μαγκρίτ ζούσε στο Παρίσι και ζωγράφιζε έναν καμβά περίπου την ημέρα. Εντυπωσιακοί πίνακες που ζωγράφισε την περίοδο που έμενε στις Βρυξέλλες είναι το απόκοσμο Κτήμα του Αρνχάιμ καθώς και η μελαγχολική Γεύση των δακρύων (1948).
Έργα του Μαγκρίτ φιλοξενούνται επίσης στο Μουσείο Γκρούνινγκε στη Μπρυζ και στο Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών της Αμβέρσας (Μαντάμ Ρεκαμιέ, 1967).

 

1927 – Άννα Συνοδινού (21 Νοεμβρίου 1927 – 7 Ιανουαρίου 2016) ήταν Ελληνίδα δραματική ηθοποιός και πολιτικός. Διακρίθηκε κυρίως σε ρόλους της αρχαίας τραγωδίας αλλά και του νεώτερου ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου. Η ερμηνεία της στην Αντιγόνη του Σοφοκλή το Καλοκαίρι του 1956 στο θέατρο της Επιδαύρου, την καθιέρωσε ως μία από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες τραγωδούς που άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στα πρόσωπα του αρχαίου θεάτρου. Ενσάρκωσε όλες σχεδόν τις τραγικές μορφές, όπως την Πολυξένη, τις δύο Ιφιγένειες, την Άλκηστη, την Ανδρομάχη, την Ελένη, την Ηλέκτρα, την κορυφαία στις αισχύλειες Ικέτιδες, την Ιώ στον Προμηθέα δεσμώτη, την Ιοκάστη στον Οιδίποδα Τύραννο και τις Φοίνισσες, την Κλυταιμνήστρα στην Ορέστεια και την Εκάβη στην ομώνυμη τραγωδία αλλά και στις Τρωάδες του Ευριπίδη. Όλες σε “φυσική ηλικία με τις ηρωίδες”, όπως συνήθιζε να λέει η ίδια, εκτός από τη Μήδεια.
Εμφανίσθηκε, επίσης, σε ελληνικές και ξένες κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές σειρές και θεατρικές παραγωγές για την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Η εμφάνισή της ως Ηλέκτρα στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή από τα Επιδαύρια του 1961 αποτυπώθηκε στο σελιλόιντ, σε κινηματογραφική σκηνοθεσία Τεντ Ζάρπα.
Η Συνοδινού διέθετε σπάνιο μέταλλο φωνή και επιβλητική σκηνική παρουσία. Η Άννα Συνοδινού γεννήθηκε στο Λουτράκι Κορινθίας στις 21 Νοεμβρίου 1927. Ήταν το όγδοο παιδί της οικογένειας της, που καταγόταν από την Αμοργό. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα και στη συνέχεια φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (1947-1949). Στη σκηνή πρωτοεμφανίστηκε το 1948 στο έργο του Εντμόν Ροστάν «Σιρανό ντε Μπερζεράκ», που σκηνοθέτησε για το Εθνικό Θέατρο ο Δημήτρης Ροντήρης. Κατόπιν συνεργάστηκε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Νίκο Χατζίσκο στο ελεύθερο θέατρο.
Έπειτα από μερικές σποραδικές εμφανίσεις με το Εθνικό Θέατρο, υπήρξε μόνιμο στέλεχός του από το 1956 έως το 1964 και διέπρεψε για τις ερμηνείες της πλάι στην Κατίνα Παξινού, τον Αλέξη Μινωτή και τον Θάνο Κωτσόπουλο σε πρωταγωνιστικούς ρόλους της αρχαίας τραγωδίας, αλλά και του νεώτερου κλασικού ρεπερτορίου. Το 1955 και το 1957 τιμήθηκε με το έπαθλο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Ενδιάμεσα παντρεύτηκε τον πρωταθλητή του τριπλούν και έμπορο Γιώργο Μαρινάκη (1921-2009).
Το 1965, η Άννα Συνοδινού ίδρυσε τον θίασο «Ελληνική Σκηνή» και αναζητώντας θεατρική στέγη εκμίσθωσε το παλαιό λατομείο του Λυκαβηττού και δημιούργησε το πασίγνωστο Θέατρο Λυκαβηττού σε σχέδια του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου.
Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967, διέκοψε τη θεατρική της δραστηριότητα. Η Χούντα ανακάλεσε την άδεια χρήσης του Θεάτρου του Λυκαβηττού και της αφαίρεσε το διαβατήριό της, ματαιώνοντας έτσι περιοδεία της στο εξωτερικό. Το διάστημα αυτό εργάστηκε ως δακτυλογράφος στην εμπορική εταιρεία του συζύγου της.
Το 1972 επανήλθε στο θέατρο. Εμφανίστηκε στο ρόλο της Ηλέκτρας στο Ηρώδειο και λίγο αργότερα ανασυγκρότησε την «Ελληνική Σκηνή», στην οποία συνεργάστηκε με τον Θάνο Κωτσόπουλο. Από το 1973 έως το 1975 πραγματοποίησε εμφανίσεις με το Εθνικό Θέατρο και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Μετά την πτώση της δικτατορίας αφοσιώθηκε στην πολιτική. Εξελέγη βουλευτής με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας στην Α’ Αθηνών (1974, 1977, 1981, 1985, 1989) και διετέλεσε υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1977-1980). Κατά τη διάρκεια της πολιτικής της σταδιοδρομίας εισηγήθηκε νομοθετικές προτάσεις για την προστασία των γερόντων, της μητρότητας, των παιδιών και ατόμων με ειδικές ανάγκες. Στον καλλιτεχνικό τομέα εισήγαγε τα μαθήματα καλλιτεχνικής παιδείας στη Μέση Εκπαίδευση, πρότεινε την ένταξη των ηθοποιών στο ΙΚΑ και την ίδρυση της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης. Το 1986 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων με τον συνδυασμό του Μιλτιάδη Έβερτ.
Τον Μάρτιο του 1990 παραιτήθηκε του βουλευτικού της αξιώματος κατά τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και την αντικατέστησε στη Βουλή ο Βάιος Σταθόπουλος. Σε μία από τις ψηφοφορίες, η βουλευτής Οικολόγων Εναλλακτικών Μαρίνα Δίζη, όταν κλήθηκε να ψηφίσει, άνοιξε ένα πανό, το οποίο έγραφε «Φτάνει το θέατρο για το +1, τον Πρόεδρο και το νέφος». Η ενέργεια αυτή εξόργισε την Άννα Συνοδινού, που σε ένδειξη διαμαρτυρίας υπέβαλε την παραίτησή της, τόσο από το βουλευτικό της αξίωμα, όσο και από το κόμμα της. Έκτοτε, δεν ξανασχολήθηκε με την πολιτική.
Τον ίδιο χρόνο επανήλθε στη θεατρική δραστηριότητα, ερμηνεύοντας, εκτός από αρχαίο δραματολόγιο, ρόλους του νεώτερου ελληνικού θεάτρου με το Εθνικό Θέατρο («Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας» του Γρηγόρη Ξενόπουλου, «Ο αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δημήτρη Κορομηλά).
Αξιοσημείωτο ήταν το εκπαιδευτικό της έργο. Δίδαξε στις θεατρικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου, του Πέλου Κατσέλη, της Καλλιτεχνικής Εταιρείας Αθηνών και του Ωδείου Αθηνών. Ήταν η συγγραφέας του αυτοβιογραφικού «Πρόσωπα και Προσωπεία» (Εκδόσεις Βλάση,1998) και του βιβλίου θεατρικών αναμνήσεων «Αίνος στους άξιους» (Καστανιώτης, 1999).
Τιμήθηκε με τα παράσημα Ευποιΐας και τον Ταξιάρχη του Φοίνικος του Ελληνικού κράτους καθώς και με το μετάλλιο της πόλεως των Αθηνών. Τιμές τής έχουν αποδοθεί και από ξένα κράτη για την καλλιτεχνική της προσφορά (Δανία, Γαλλία, Λίβανος, Ιταλία).

 

Θάνατοι

 

1811 – Χάινριχ Φον Κλάιστ (Bernd Heinrich Wilhelm von Kleist, 18 Οκτωβρίου 1777 – 21 Νοεμβρίου 1811) ήταν Γερμανός ποιητής, δραματουργός, μυθιστοριογράφος, συγγραφέας μικρών ιστοριών και δημοσιογράφος του 19ου αιώνα. Τα γνωστότερα έργα του είναι τα θεατρικά Das Käthchen von Heilbronn, The Broken Jug, Amphitryon, Penthesilea και τα μυθιστορήματα Michael Kohlhaas και The Marquise of O. Ο Κλάιστ αυτοκτόνησε μαζί με μια στενή του φίλη που ήταν άρρωστη σε τελικό στάδιο. Το βραβείο Κλάιστ, ένα βραβείο κύρους πάνω στη γερμανική λογοτεχνία, πήρε το όνομά του από αυτόν ; όπως και το Θέατρο Κλάιστ στην ιδιαίτερη πόλη του Frankfurt an der Oder.
Ο Κλάιστ γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια στρατιωτικών και ποιητών. Έχοντας λάβει μια ελάχιστη εκπαίδευση, κατατάχθηκε στον Πρωσικό Στρατό το 1792 και πήρε μέρος στην εκστρατεία του Ρήνου κατά της Γαλλίας το 1796 και το 1799 παραιτήθηκε από τον στρατό με τον βαθμό του υπολοχαγού. Σπούδασε νομική και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Viadrina και το 1800 έλαβε μια θέση στο Υπουργείο Οικονομικών στο Βερολίνο.
Τον επόμενο χρόνο, το νευρικό και ανήσυχο πνεύμα του Κλάιστ έβγαλε τον καλύτερο εαυτό του στη λογοτεχνία αλλά έκανε μια παρατεταμένη αποχή από αυτήν προκειμένου να επισκεφτεί το Παρίσι και αργότερα να εγκατασταθεί στην Ελβετία. Εκεί βρήκε τους στενούς φίλους του Heinrich Zschokke και Ludwig Wieland (1777-1819), γιος του ποιητή Christoph Martin Wieland ; στους οποίους διάβασε το πρώτο δραματικό έργο του, την τραγωδία The Schroffenstein Family (1803).
Το φθινόπωρο του 1802, ο Κλάιστ επέστρεψε στη Γερμανία ; επισκέφτηκε τον Γκαίτε, τον Σίλερ και τον Wieland στη Βαϊμάρη, για μικρό χρονικό διάστημα έμεινε στο Λέιμπνιτζ και στη Δρέσδη, ξαναπήγε στο Παρίσι και τελικά το 1804 επέστρεψε στη θέση του στο Βερολίνο, το οποίο μεταφέρθηκε από το Domänenkammer στο Königsberg. Σε ένα ταξίδι στη Δρέσδη το 1807, ο Κλάιστ συνελήφθη από τις γαλλικές αρχές ως κατάσκοπος. Για να κερδίσει την ελευθερία του, επέστρεψε στη Δρέσδη όπου, μαζί με τον Adam Heinrich Müller (1779-1829), κυκλοφόρησε το περιοδικό Phöbus (Φοίβος) το 1808.
Το 1809, ο Κλάιστ πήγε στην Πράγα και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου συνέγραψε το Berliner Abendblätter. Γοητευμένος από τα μουσικά και πνευματικά επιτεύγματα της άρρωστης Henriette Vogel, ο Κλάιστ συμφώνησε να συμμετάσχει στην απόφασή της και να πεθάνει μαζί της, πραγματοποιώντας το σχέδιό του και σκοτώνοντας πρώτα τη Vogel και ύστερα τον ίδιο στην παραλία Kleiner Wannsee (Little Wannsee) κοντά στο Potsdam, στις 21 Νοεμβρίου 1811.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα εντέκατη έκδοση, “ολόκληρη η ζωή του Κλάιστ ήταν γεμάτη από μια προσπάθεια για ιδανική και απατηλή ευτυχία, και αυτό αποτυπώθηκε στο έργο του. Ήταν ο πιο σημαντικός βορειο-Γερμανός δραματουργός του ρομαντικού κινήματος, και κανένας από τους ρομαντικούς δεν τον πλησιάζει στον τρόπο με τον οποίο εκφράζει την πατριωτική αγανάκτηση.”

 

1998 – Μιχάλης Κατσαρός. Γεννήθηκε το 1919 στην Κυπαρισσία Μεσσηνίας, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Δημοσίευσε στο περιοδικό Διάπλασις των Παίδων το πρώτο του ποίημα το 1929. Το 1937, ήρθε μαζί με την οικογενειά του στην Αθήνα, όπου μπήκε πρότακτος στην Ελληνική Αεροπορία, σε ηλικία 17 ετών. Μέχρι το 1939 ζούσε στο Φάληρο, από όπου μετέβη στη Θεσσαλονίκη. Εκεί τον πρόλαβε ο πόλεμος και η ιταλική επίθεση του 1940.
Λίγο πριν την είσοδο των Γερμανών Ναζί στη Αθήνα, στις 27 Απριλίου 1941, έλαβε άδεια σαράντα ημερών και επέστρεψε στην Αθήνα, ενώ παράλληλα έκανε μια επίσκεψη στη Κυπαρισσία. Στην Αεροπορία επανήλθε μετά την αποχώρηση των Γερμανών στις 12 Οκτωβρίου 1944. Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής έδωσε μάχες μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Αντίστασης. Βασανίστηκε άγρια, όταν τον παρέδωσαν συνεργάτες των Γερμανών στην Γκεστάπο, όπως βασανίστηκε και στις φυλακές «Χατζηκώστα». Ήταν, επίσης, παρών και στα Δεκεμβριανά. Εκελι γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη και ανέπτυξαν στενούς φιλικούς δεσμούς.
Το 1945 έγινε μέλος του Κ.Κ.Ε και η εφημερίδα Ριζοσπάστης δημοσίευσε το ποίημα του Σήμερα έγινα σύντροφος.
Από το 1945 είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Τα χρόνια που έζησε εκεί δεν ήταν εύκολα: Το 1947-1948 μετακόμισε στο Μεσολόγγι όπου φιλοξενήθηκε από την οικογένεια της αδερφής του, της οποίας ο σύζυγος ήταν διευθυντής στην στην Αγροτική Τράπεζα. Με την επιστροφή του στην Αθήνα καταπιάστηκε με διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία των Ενόπλων Δυνάμεων. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νέος Νουμάς, Θεμέλιο, Ποιητική Τέχνη, Τα Νέα Ελληνικά, Αθηναϊκά Γράμματα και το Στόχος. Εν συνεχεία εξέδωσε το Σύστημα, ένα περιοδικό όπου δημοσίευε, καταρχήν, δικά του κείμενα.
Η πρώτη εμφάνισή του στη λογοτεχνία ήταν στις 22 Φεβρουαρίου του 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος «Το Μπαρμπερίνικο καράβι» στο τεύχος 37 του λογοτεχνικού περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα που εξέδιδε ο τότε φίλος της μητέρας και της γιαγιάς του του Δημήτρης Φωτιάδης. Τον Αύγουστο του 1945 δημοσίευσε στον Ριζοσπάστη το ποίημα “Χιροσίμα”, με αυστηρά ανθρωπιστικό και ειρηνευτικό χαρακτήρα, με δηκτικό ύφος απέναντι στους Αμερικανούς και τη στάση τους. Στις 15 Νοεμβρίου 1946 στο τεύχος 55 των Ελεύθερων Γραμμάτων δημοσίευσε, το δεύτερο του ποίημα με τον τίτλο «Βγενιώ». Στις 27 Μαΐου 1947 δημοσίευσε και πάλι στον Ριζοσπάστη ποίημα με τον τίτλο Στον τάφο του Γ. Σιάντου, αφιερωμένο στο ηγετικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε που έφυγε από τη ζωή μια ημέρα νωρίτερα.
Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο “Μεσολόγγι” με την επιμέλεια του Φρίξου Ηλιάδη. Η έκδοση της συλλογής χρηματοδοτήθηκε από τον φίλο και αδερφό της Μαρίας Πολυδούρη, Βαγγέλη Πολυδούρη, ο οποίος υπηρετούσε μαζί με τον Κατσαρό στην αεροπορία. Το 1953 εξέδωσε την συλλογή ποιημάτων, που τον έκανε ευρέως γνωστό με τον τίτλο “Κατά Σαδδουκαίων”. Ο Πολυδούρης ήταν αυτός που ξανά χρηματοδότησε την έκδοση της συλλογής στην οποία περιλαμβάνονται ποιήματα των ετών 1950-1953. Στη συλλογή αυτή ο Κατσαρός εκφράζει τις αριστερές πολιτικές του πεποιθήσεις, κατακρίνοντας παράλληλα και τον τρόπο διαχείρισης της εξουσίας από τον Στάλιν. Σιγά-σιγά άρχισε να απομονώνεται από το Κ.Κ.Ε απο το οποίο ωστόσο δεν έφυγε και ούτε και τον διέγραψε. Πέρασε ένα ακροαριστερά και αναρχοκομμουνιστικά ιδεολογικά μονοπάτια, κρατώντας το στίγμα του προφήτη αγωνιστή. Παράλληλα την ίδια περίοδο ο Μίκης Θεοδωράκης άρχισε να μελοποιεί τα ποιήματα της συλλογής “Κατά Σαδδουκαίων”.
Το 1956 κυκλοφόρησε η συλλογή “Οροπέδιο”. Ακολουθούν και άλλες συλλογές ποιημάτων, “Σύγγραμμα” , “Πρόβα και ωδές(1975), “Ενδύματα” (1977), “Αλφαβητάριο- ποιήματα Α-Ω” (1978), “Ονόματα” (1980), “3Μ+3Μ=6Μ” (1981), “4 μαζινό” (1982), “Μείων ωά” (1985), “Ο πατέρας του ποιητή” (1987), “Κορέκτ, φόβος του ποιητή” (1996) “Εννέα το επτά” (1997). Ο Κατσαρός υπέγραφε τους πίνακές του με το όνομα Michel.

 

2000 – Εμίλ Ζάτοπεκ (Emil Zátopek, 19 Σεπτεμβρίου 1922 – 21 Νοεμβρίου 2000) επονομαζόμενος και «ο άνθρωπος- ατμομηχανή» για το ιδιαίτερο αγωνιστικό του στυλ (έδειχνε έτοιμος να καταρρεύσει, όμως αυτό ήταν μια ψευδαίσθηση), ήταν Τσέχος δρομέας μεγάλων αποστάσεων και ένας από τους σπουδαιότερους αθλητές του 20ού αιώνα. Η πρώτη του εμφάνιση σε Ολυμπιακούς (στο Λονδίνο το 1948) συνοδεύτηκε από την κατάκτηση ενός ακόμη χρυσού μεταλλίου στα 10.000 μ., αλλά και του αργυρού στα 5.000 μ. Ο Ζάτοπεκ ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής των Ολυμπιακών Αγώνων του Ελσίνκι το 1952, αφού κέρδισε 3 χρυσά μετάλλια (στα 5000μ., 10.000μ. και στο Μαραθώνιο δρόμο) με ολυμπιακά ρεκόρ, σε διάστημα 8 ημερών. Ακόμη, ήταν ο πρώτος αθλητής που κατόρθωσε να «σπάσει» το όριο των 29 λεπτών στα 10.000 μ. το 1954, ενώ τρία χρόνια πριν (1951) είχε σπάσει το όριο της μιας ώρας για την απόσταση των 20 χλμ. Πλούσια ήταν η συγκομιδή του και σε δύο Ευρωπαϊκά πρωταθλήματα που έλαβε μέρος. Το 1950 στις Βρυξέλλες κέρδισε χρυσά μετάλλια σε 5 και 10 χλμ., ενώ τέσσερα χρόνια μετά (1954) στη Βέρνη πήρε την πρώτη θέση στα 10.000 μ. και την τρίτη στα 5 χλμ. Επίσης πέτυχε να καταρρίψει 18 φορές τα παγκόσμια ρεκόρ των δρόμων μεγάλων αποστάσεων.
Γεννήθηκε στο Κοπρίβνιτσε της Τσεχοσλοβακίας (σήμερα υπάγεται στην Τσεχία). Όντας ακόμη έφηβος, ξεκίνησε να εργάζεται σε εργοστάσιο παπουτσιών στο Ζλιν. Εκεί, έπειτα από προτροπή του γυμναστή του εργοστασίου, ασχολήθηκε για πρώτη φορά με το τρέξιμο, έχοντας ως πρότυπο τον Φινλανδό δρομέα μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων, Πάαβο Νούρμι. Το 1944, κατέρριψε τα εγχώρια ρεκόρ 2000, 3000 και 5000 μέτρα και με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εντάχθηκε στις τσεχοσλοβάκικες ένοπλες δυνάμεις, γεγονός που του έδωσε την άνεση ώστε να ασχοληθεί με τον πρωταθλητισμό.
Το 1946, συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ανοιχτού Στίβου του Όσλο, όπου κατετάγη έκτος στα 5000 μ., κάνοντας παράλληλα νέο εθνικό ρεκόρ. Το 1948, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στα 10000 μέτρα και το ασημένιο στο αγώνισμα των 5000 μέτρων. Το 1950, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ανοιχτού Στίβου του Βελγίου κατάφερε να αναδειχτεί νικητής τόσο στα 5000 όσο και στα 10000 μέτρα. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 στο Ελσίνκι πέτυχε τον άθλο της κατάκτησης 3 χρυσών μεταλλίων στα αγωνίσματα των 5000μ., 10000μ. και του Μαραθωνίου δρόμου. Το 1954, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Βέρνης, υπερασπίστηκε με επιτυχία τον τίτλο του στα 10000 μέτρα ενώ κατετάγη τρίτος στο αγώνισμα των 5000 μέτρων. Το 1956, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης, συμμετείχε στον μαραθώνιο δρόμο, τερματίζοντας στην έκτη θέση. Τον επόμενο χρόνο αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Ο Ζάτοπεκ αποτελούσε προσωπικότητα με κύρος εντός των κόλπων του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, όμως το 1968, στήριξε με δηλώσεις του το κίνημα της Άνοιξης της Πράγας, με αποτέλεσμα, μετά την κατάπνιξή του, ο ίδιος να αποβληθεί τόσο από το κόμμα όσο και από τις τάξεις του στρατού. Ο Εμίλ Ζάτοπεκ τιμήθηκε μετά θάνατο με το μετάλλιο Πιερ ντε Κουμπερτέν (2000).

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia

AgrinioStories