Ρ. Μ. Ρίλκε: «Οι στίχοι γεννιούνται από τις εμπειρίες»

Ράινερ Μαρία Ρίλκε:
«Γιατί οι στίχοι δεν γεννιούνται,
όπως πιστεύει ο κόσμος, από τα αισθήματα,
αλλά από τις εμπειρίες».

Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Rainer Maria Rilke) ήταν λυρικός ποιητής και πεζογράφος του 20ού αιώνα, που γεννήθηκε στην Πράγα, στις 4 Δεκεμβρίου του 1875. Γνωστότερος περισσότερο μέσα από τις ποιητικές του συλλογές Σονέτα στον Ορφέα (Die Sonette an Orpheus), Ελεγείες του Ντουίνο (Duineser Elegien), το κατά το ήμισυ αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με τίτλο Τα Σημειωματάρια του Malte Laurids Briggeo (Die Aufzeichnungen des Malte Laurids Briggeο) και τη συλλογή 10 γραμμάτων, που δημοσιεύθηκε μετά από τον θάνατό του, με τίτλο Γράμματα σε έναν νέο Ποιητή (Briefe an einen jungen Dichter), ο Ρίλκε συνέγραψε επίσης περισσότερα από 400 ποιήματα στα γαλλικά, που τα αφιέρωσε στο καντόνι Valais της Ελβετίας, μια πόλη που επέλεξε να την κάνει πατρίδα του.

Ο Rainer Maria Rilke γεννήθηκε το 1875 στην Πράγα. Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίζονταν από κακουχίες, αφού ως φιλάσθενος με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και ευαισθησία δυσκολεύονταν να φοιτήσει σε στρατιωτικές σχολές , πράγμα για το οποίο τον προόριζε ο πατέρας του, που αργότερα από τους βιογράφους του χαρακτηρίστηκε εγκληματικό. Το 1892 ξεκινά τις Νομικές Σπουδές και το 1893 αρραβωνιάζεται με τη Valery von David-Rhonfeld,η σχέση του με την οποία έρχεται σε ρήξη μετά τη δημοσίευση της αλληλογραφίας μεταξύ τους από την ίδια[1]. Συνεργάζεται με το περιοδικό «Νέα Γερμανία και Νέο Έζλας» και το 1895 ξεκινά τις Φιλοσοφικές του Σπουδές. Το 1897 γνωρίζεται με τη Lou Andreas-Salome, ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο της ζωής του. Σε ένα ταξίδι του στη Ρωσία γνωρίζει τους: Leo Tolstoi, Drouhin,Pasternak, Vogeles, Becker, και τη γλύπτρια Clara Westhoff, την οποία παντρεύεται το 1901. Το 1905 και για ένα χρόνο διατελεί γραμματέας του διάσημου γλύπτη August Rodin. Η ψύχρανση των σχέσεων τους όμως ένα χρόνο αργότερα συντελεί στην αποχώρηση του Rilke. Το 1907 βέβαια, συμφιλιώνονται ξανά. Το 1914 γνωρίζει τη Lulu Albert-Lasard και συζούν. Εκείνη, το 1915 ζωγραφίζει το μοναδικό πορτραίτο του ποιητή καθήμενου. Το 1919 καταφεύγει στην Ελβετία ζητώντας άσυλο. Το 1926 συναντά τον Paul Valery. Την ίδια χρόνια πληγωμένος στο χέρι, από τα αγκάθια τριαντάφυλλων, που έκοβε, στον κήπο του, εκδηλώνεται οξεία λευχαιμία, από την οποία έπασχε. Μετά από μακρύ αγώνα φεύγει από τη ζωή στις 29 Δεκεμβρίου του 1926 σε ένα νοσοκομείο στην Ελβετία. Όλη του τη ζωή ταξίδεψε σε πάρα πολλές χώρες, αναζητώντας μια πνευματική πατρίδα.

Ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν το έργο του

Ο Rilke έζησε σε μια ταραγμένη εποχή, που χαρακτηρίζονταν από θρησκευτικές διαμάχες, ηθική κατάπτωση ,παγκόσμια αναστάτωση[2] και κοινωνικές ζυμώσεις που κατέληξαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος στιγμάτισε το έργο του. Επιπρόσθετα, οι αναζητήσεις και ανακαλύψεις στην περιοχή των επιστημών του ανθρώπου (Δαρβίνος, Μαρξ, Νίτσε, Μπερζόν, Φρόυντ) οδήγησαν σε μια ραγδαία αλλαγή της ευαισθησίας και μια σειρά καλλιτεχνικών εξεγέρσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται ο γαλλικός ιμπρεσιονισμός όσον αφορά τη ζωγραφική και ο συμβολισμός όσον αφορά την ποίηση που διαμορφώνουν το ύφος και τον στίχο του ποιητή. Βέβαια, πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι στο νεανικό του έργο ήταν εμφανείς οι επιρροές του από τον Τριακονταετή πόλεμο, τους ήρωες και τα μεγάλα πνεύματα εκείνης της εποχής. Επίσης, τα πρώτα του διηγήματα καθορίστηκαν κατά μεγάλο βαθμό από το έργο του Detlev Liliencram και οι πρώτες του δραματικές απόπειρες από το νατουραλισμό.

Έργο

Ο Rilke εντάσσεται στο ρεύμα του συμβολισμού. Παρ’ όλα αυτά παρουσιάζει στα ποιήματά του στοιχεία ρομαντισμού. Όπως αναφέραμε παραπάνω, επηρεάστηκε από το γαλλικό ιμπρεσιονισμό.

Aπό όλα του τα έργα πιο γνωστό είναι οι «Ελεγείες του Ντουίνο», που οφείλουν τον τίτλο τους στον Πύργο του Ντουίνο, κοντά στην Τεργέστη[3] όπου εμπνεύστηκε το έργο τώρα έχει καταστραφεί[4]. Η φιλία του Rilke με την ιδιοκτήτριά του, την Πριγκίπισσα Maria von Thurn und Taxis-Hohenloe, έχει σχολιαστεί πλούσια. Το βιβλίο μεταφράζεται ολόκληρο. Η ευφορία του αισθήματος, των αισθήσεων σε καθαρότητα θαυμαστή, του πνεύματος σε λαμπρότητα ορμής, εξουσιάζουν αμέσων εκείνον που είναι ικανός να αφεθεί, να διαποτιστεί από την αβρότητα της ποίησης αυτής, που ο πυρήνας της είναι εντούτοις μια αδάμαστη δύναμη, γράφει αναφερόμενη στο έργο του αυτό η Ζωή Καρέλλη[5].Ο ρομαντισμός του μας πηγαίνει πολύ μακριά, μας γυρεύει όλο και μια καινούργια συγκατάθεση, μια καινούργια ψυχική βίωση. Κάθε φορά που το ανοίγουμε ξέρουμε πως έχουμε να περάσουμε ένα σύνορο. Και πως ό,τι βρίσκεται πέρα απ’ αυτό, ποτέ δεν είχε πάψει να μας ανήκει[6]. Ή σύμφωνα με τον Κλέοντα Παράσχο, αυτά ιδίως τα δέκα «Ελεγεία του Ντουίνο», το ωραιότερο και πιο ώριμο έργο του Rilke, είναι ό,τι πιο ρευστό, πιο μουσικό, πιο έξω και μακριά από κάθε πλαστικό σχήμα, παρουσίασε η ποίηση των τελευταίων χρόνων, καθαρή ουσία ψυχική και ροή, αν μπορεί κανένας να πει, ψυχική[7] .

Ο Rilke αποτελεί την προσωποποίηση της ευαισθησίας, αποκρυσταλλωμένης σε τόνους τόσο λεπτούς, τόσο μουσικούς, τόσο βαθιά ενοραματικούς, δίνοντας τις πνευματικές αισθήσεις του για να βιώνουμε το άγνωστο, να βλέπουμε πέρα από το ορατό και, για να ακούμε, να παραβιάζουμε αυτή την τρομερή σιωπή των ζωντανών πραγμάτων. Κι όλα αυτά απλά μόνο για αυτό το κάλλος που παιδεύει ηθικά και ολοκληρώνει τον άνθρωπο σε αρετή και κατανόηση. Προκειμένου να μιλήσει κανείς για αυτόν, θα πρέπει να φτάσει στα βάθη της πιο αυστηρής σιωπής, ως τις πιο βαθειές ρίζες της αρχέτυπης ανθρωπιάς ακλουθώντας τον. Η λεκτική μουσική του, ο στίχος του, η τελειότητα της μορφής ου η σχεδόν παρνασσιακή είναι μορφικά στοιχεία που ιδιάζουν και χρωματίζουν ολόκληρο το ποιητικό έργο του Rilke. Ο Rilke είναι ένας ασύγκριτος οραματιστής των πραγμάτων, ένας ποιητής που έδωσε νέα κατεύθυνση στο λυρισμό και τον ανανέωσε, βαφτίζοντάς τον σε βαθύτατες πηγές ενστικτώδους και βαθύτατου μυστικισμού. Ο Rilke είναι από τους ποιητές στους οποίους η μοντέρνα ποίηση οφείλει ένα μέγιστο μέρος της αξίας της και της ουσίας της. Ό,τι έκανε ο Ρεμπώ και ο Γαλλικός Συμβολισμός έως τον Βαλερύ, στη μορφή του ποιητικού λόγου, το έκανε ο Rilke στο εσωτερικό του, στον τομέα που η ψυχή γίνεται άμεσα ποίηση και μύθος. Ποιητής αρχαγγελικός αλλά και σε πολλά απρόσιτος, επιβάλλεται περισσότερο σαν μυστήριο και λιγότερο σα νοητός λόγος. Για να νιώσουμε τον Ρίλκε, πρέπει να έχουμε διαρκώς υψωμένα τα μάτια μας στο βραδινό ουρανό ή να βλέπουμε τον γύρω μας κόσμο, ψάχνοντάς του γνωρίσματα και φωνές και ψιθυρίσματα ουρανίων παραδείσων, όπως σημειώνει σε ραδιοφωνική του εκπομπή ο Αντρέας Καραντώνης.

Θεωρείται σπουδαίος, καθώς έδειξε πόσες άπειρες δυνατότητες περιέχει ακόμα η Γερμανική γλώσσα, η πιο πλούσια σε καίρια έκφραση απ’ όλες τις λατινογενείς γλώσσες της Ευρώπης. Την πλούτισε με καινούργιες λέξεις και εκφράσεις, νεολογώντας κατά τον πιο νόμιμο, αλλά πάντα απίθανα ποιητικό τρόπο, έτσι που, για να τον κατανοήσει κανείς δεν αρκεί πια η γνώση της γλώσσας, αλλά η δημιουργική φαντασία που θα βρίσκεται σε απόλυτη επικοινωνία και σε στενή συνεργασία με τη συμβολογλωσσοπλαστική αντίληψη του ίδιου του ποιητή. Οι δικές του αισθητικές αρχές που διαμόρφωσε, συνέπεσαν με τις αρχές του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, οπότε είναι ο ίδιος και το έργο του αυτοί που βοήθησαν στην εκκόλαψη του εξπρεσιονιστικού κινήματος στη Γερμανία. Τέλος συνέβαλε στην εξέλιξη του ρωσικού ακμεϊσμού, εφόσον αρκετοί ρώσοι λογοτέχνες μελέτησαν και στηρίχτηκαν στο έργο του, όπως: Μαρίνα Τσβετάγεβα, Μπόρις Πάστερνακ και Πάουλ Τσέλαν.

 

Ράινερ Μαρία Ρίλκε – Σε πρώτο πρόσωπο

 

 

«Ρωτάτε αν είναι καλοί οι στίχοι σας. Ρωτάτε εμένα. Ρωτήσατε, βέβαια, κι άλλους πριν. Τους στέλνετε περιοδικά. Τους συγκρίνετε μ’ άλλα ποιήματα, αναστατωνόσαστε όταν κάποιοι αρχισυντάκτες σας γυρνάνε πίσω τα ποιητικά σας δοκίμια. Από δω και μπρος (μια και μου επιτρέψατε να σας δίνω συμβουλές) σας παρακαλώ να τ’ απαρνηθείτε όλ’ αυτά. Η ματιά σας είναι γυρισμένη προς τα έξω, αυτό, προπάντων, δεν πρέπει να κάνετε τώρα πια. Κανένας δε μπορεί να σας συμβουλέψει ή να σας βοηθήσει, κανένας. Ένας μονάχα δρόμος υπάρχει: βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ’ τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: θα πεθαίνατε τάχα, αν σας απαγόρευαν να γράφετε; Τούτο, πρώτ’ απ’ όλα: αναρωτηθείτε, την πιο σιγηλή ώρα της νύχτας σας: Πρέπει να γράφω; Σκαλίστε βαθιά μέσα σας, να βρείτε την ανταπόκριση. Κι αν η απόκριση τούτη αντηχήσει καταφατικά, αν απέναντι στο βαθυσήμαντο τούτο ρώτημα μπορείτε να υψώσετε ένα στέρεο κι απλό Πρέπει, τότε πλάσετε τη ζωή σας σύμφωνα μ’ αυτή την ανάγκη». (Από το βιβλίο του Rainer Maria Rilke «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή» | Μετάφραση Μάριος Πλωρίτης)

 

 

«Το να έχει κανείς έναν κοντινό του άνθρωπο, που να συνδυάζει αντίθετες απόψεις με μια βαθιά, σταθερή φιλία, μπορεί να ευνοήσει θαυμαστά την εξέλιξή του. Διότι όσο είμαστε (όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές απέναντι στους γονείς και σε άλλους, μεγαλύτερους στην ηλικία ανθρώπους) υποχρεωμένοι να θεωρούμε το Άλλο οπωσδήποτε λάθος, κακό, εχθρικό αντί απλώς «Άλλο», δεν καταφέρνουμε να αποκτήσουμε μια χαλαρή και δίκαιη σχέση με τον κόσμο, όπου βεβαίως πρέπει να υπάρχει χώρος για το καθετί, για τη θέση και την αντίθεση, για εμένα και γι’ αυτόν που είναι εντελώς διαφορετικός από μένα. Μόνο δε υπό την προϋπόθεση και την αποδοχή ενός τέτοιου κόσμου, που θα συμπεριλαμβάνει τους πάντες και τα πάντα, μπορεί κανείς να διαμορφώσει και τον δικό του εσωτερικό κόσμο, με τις εσωτερικές αντιθέσεις και αντιφάσεις του, ανοιχτό και ευρύχωρο και ευάερο». (Ράινερ Μαρία Ρίλκε «Η σοφία του Ρίλκε» | Μετάφραση Α. Νικολακόπουλου, Εκδόσεις Πατάκη)

 

 

«[…] Όμως με τους στίχους καταφέρνεις τόσο λίγα όταν αρχίζεις να γράφεις νωρίς. Θα έπρεπε να περιμένει κανείς συλλέγοντας νοήματα και γλυκύτητα μια ζωή ολόκληρη (αν γίνεται μεγάλης διάρκειας), ίσως τότε προς το τέλος να μπορούσες να γράψεις δέκα σειρές της προκοπής. Γιατί οι στίχοι δεν γεννιούνται, όπως πιστεύει ο κόσμος, από τα αισθήματα, αλλά από τις εμπειρίες. Για να γεννηθεί ένας στίχος, θα πρέπει να έχεις δει πολλές πολιτείες, πολλά πράγματα και ανθρώπους, πρέπει να γνωρίσεις τα ζώα, να νιώσεις πώς πετούν τα πουλιά, να ξέρεις τη χειρονομία που κάνουν τα μικρά άνθη όταν ανοίγουν το πρωί. Πρέπει να μπορείς να κοιτάς τα περασμένα, να φέρνεις στο νου σου δρόμους σε άγνωστους τόπους, απρόσμενες συναντήσεις και αποχαιρετισμούς που διαισθανόσουν πως θα ’ρθουν, ημέρες των παιδικών σου χρόνων που παραμένουν αδιευκρίνιστες, τους γονείς που στενοχωρούσες όταν εκείνοι ήθελαν να σου προσφέρουν χαρά που εσύ δεν την καταλάβαινες (ήταν η χαρά για κάποιον άλλον), τις παιδικές αρρώστιες που ξεσπούν τόσο αλλόκοτα με τόσο πολλές, βαθιές και δύσκολες μεταμορφώσεις, τις ημέρες σε ήσυχες, απομονωμένες κάμαρες και πρωινά στη θάλασσα, τη θάλασσα γενικά, τα πελάγη, νύχτες ταξιδιών που φτερούγισαν ψηλά πετώντας με όλα τ’ άστρα – και όλα αυτά δεν είναι αρκετά όταν καταφέρεις να τα σκεφτείς. «Δεν αρκεί να έχεις απλώς αναμνήσεις. Πρέπει να μπορείς να τις ξεχνάς όταν είναι πολλές και πρέπει να περιμένεις υπομονετικά να ξανάρθουν».

«Πρέπει να έχεις αναμνήσεις από πολλές ερωτικές νύχτες ανόμοιες μεταξύ τους, από ουρλιαχτά ετοιμόγεννων γυναικών και από λευκές, ελαφριές, κοιμισμένες λεχώνες που ξανακλείνουν. Πρέπει να έχεις δει ανθρώπους να ξεψυχούν, να έχεις ξενυχτήσει πεθαμένους σε κάποιο δωμάτιο με ανοιχτό παράθυρο και θορύβους κατά διαστήματα. Όμως δεν αρκεί να έχεις απλώς αναμνήσεις. Πρέπει να μπορείς να τις ξεχνάς όταν είναι πολλές και πρέπει να περιμένεις υπομονετικά να ξανάρθουν. Γιατί αυτές δεν είναι ακόμα οι πραγματικές αναμνήσεις. Μόνο όταν μετουσιωθούν μέσα μας σε αίμα, βλέμματα και χειρονομίες, όταν γίνουν ανώνυμες και μη αναγνωρίσιμες από εμάς τους ίδιους, μόνο τότε μπορεί να έρθει κάποια σπάνια στιγμή που θα ξεπηδήσει από μέσα τους η πρώτη λέξη κάποιου στίχου. […]» (Απόσπασμα (σελ. 25) από το μυθιστόρημα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε «Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε». Μετάφραση – Επίμετρο: Αλέξανδρος Ίσαρης. Εκδόσεις Κίχλη, Νοέμβριος 2017).

 

 

«… Ποτέ να μη φτάνεις ως την έβδομη μέρα. Ποτέ να μη θεωρείς πως όλα είναι εντάξει. Η νιότη είναι το ανικανοποίητο. Ο Θεός πρέπει να ήταν ήδη πολύ γέρος όταν ξεκίνησε να δημιουργεί. Ειδάλλως δεν θα είχε σταματήσει το βράδυ της έκτης μέρας. Ούτε καν το βράδυ της χιλιοστής ημέρας. Ούτε καν σήμερα. Αυτό είναι που του καταλογίζω. Που κατάφερε να ξοδέψει όλες του τις δυνάμεις. Που θεώρησε πως το βιβλίο έφτασε στο τέλος του με τη δημιουργία του ανθρώπου και γι’ αυτό κατέθεσε την πένα του και περιμένει πια να δει πόσες επανεκδόσεις θα κάνει. Είναι τόσο λυπηρό που ο Θεός δεν ήταν καλλιτέχνης. Σε κάνει να θέλεις να κλάψεις και να χάνεις το κουράγιο σου για οτιδήποτε. Η ζωή έχει ουσιαστικά φτιαχτεί για να μας εκπλήσσει (όταν βεβαίως δεν μας κατακλύζει με φρίκη). Περνάμε μες απ’ Όλα, όπως η κλωστή μέσα στην ύφανση: δίνουμε σχήμα και μορφή σε εικόνες που εμείς οι ίδιοι τις αγνοούμε.

…Τίποτε δεν μειώνει πιο πολύ την ικανότητά μας να βιώσουμε πραγματικά το Θεό απ’ ό,τι η επιμονή μας να θέλουμε να βλέπουμε δικές του παρεμβάσεις εκεί όπου εκείνος ανέκαθεν απόφευγε ν’ αναμιχθεί. Για να μην πούμε ότι, έτσι καθώς τον φανταζόμαστε να συμμετέχει σε τόσα πράγματα που μας αφορούν, παραβλέπουμε πιθανότατα τα σημάδια των πραγματικών παρεμβάσεών του κάπου αλλού και τις πλέον κραυγαλέες αποδείξεις του». (Ράινερ Μαρία Ρίλκε «Η σοφία του Ρίλκε» | Μετάφραση Α. Νικολακόπουλου, Εκδόσεις Πατάκη)

 

1. «Εικόνες και φύλλα ημερολογίου»  (1893) | 2 www.wikipedia/RainerMariaRilke.com (Ανάκτηση: 20/11/13) | 3. «Rilke, Man and Poet» Nora Wydenbruck | 4. «R.M.Rilke:Oeuvres» Editions du Seuil. | 5. «Καινούργια εποχή». | 6. «Ταχυδρόμος» Αλεξάνδρειας, «Η Τέχνη είναι δύσκολη» | 7. «Καθημερινή»
(Πηγή της βιογραφίας:  Στο δρόμο της Ποίησης ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ: ΕΝΑΣ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΤΗΣ)

AgrinioStories