Ντίνος Δημόπουλος: «Μια εποχή όπου η γνώση είναι περιττή»

Ντίνος Δημόπουλος:
«Μπαίνουμε σε μια εποχή
όπου η γνώση είναι περιττή αν όχι βλαβερή»

  • επιμέλεια κειμένου:
    Λευτέρης Τηλιγάδας

Ο κινηματογράφος του Ντίνου Δημόπουλου ίσως ορίζει τη βασική διαφορά ανάμεσα στην ευγένεια της κινηματογραφικής λαϊκότητας και τη βαρβαρότητα του λαϊκισμού. Εκείνα τα χρόνια που αυτός μόχθησε ήταν μια περίοδος πολύ σκληρή: όλα υπάκουαν σε ευκολίες και σκοπιμότητες, η ομοιογένεια και η συνταγή ήταν στοιχεία απαράβατα. Ορισμένοι κατάφεραν, στα πλαίσια του εφικτού, να παρακάμψουν αυτές τις νόρμες. Και γι` αυτό πρέπει να τους θυμόμαστε και να τους τιμούμε.

Βιογραφικό

Γεννήθηκε στο Πάλαιρο Ακαρνανίας στις 21 Αυγούστου του 1921. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του συνέχισε σπουδές στη Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παράλληλα στη Δραματική Σχολή Γιαννούλη Σαραντίδη από την οποία, λαμβάνοντας το δίπλωμά του, εγκατέλειψε στο τρίτο έτος τη Νομική προκειμένου ν΄ ασχοληθεί με το θέατρο. Στην αρχή εργάσθηκε ως ηθοποιός, «ζεν πρεμιέ», σχεδόν σε όλα τα μεγάλα θέατρα της Αθήνας όπως στο Εθνικό, Κοτοπούλη, Λογοθετίδη, Κατερίνας, Μουσούρη, Αθηνών κ.ά.

Ηταν ο σκηνοθέτης των σταρ του ελληνικού σινεμά, της Τζένης Καρέζη, της Αλίκης Βουγιουκλάκη, του Νίκου Κούρκουλου, του Αλέκου Αλεξανδράκη. Με εκείνον γύρισαν μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους: «Μια τρελή οικογένεια», «Τζένη- Τζένη», «Το κλωτσοσκούφι», «Μανταλένα», «Το αμαξάκι», «Πυρετός στην άσφαλτο», «H Λίζα και η άλλη», «Κατηγορώ τους ανθρώπους», «Κονσέρτο για πολυβόλα», «Ταξίδι», «Λόλα», «Δεσποινίς διευθυντής», «Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη» κ.α.

Ο Ντίνος Δημόπουλος υπήρξε ιδρυτής Δραματικής Σχολής και ήταν μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, ενώ είχε διατελέσει Πρόεδρος της Επιτροπής χορήγησης διπλωμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού, στις Δραματικές Σχολές του θεάτρου και κινηματογράφου. Είχε εκπροσωπήσει την Ελλάδα με ταινίες του σε διεθνή φεστιβάλ όπως στο Φεστιβάλ Βερολίνου, Καννών, Καΐρου, Βιέννης κ.α. Είχε επίσης διακριθεί με δύο ελληνικά κρατικά Βραβεία Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1967), με Έπαινο Κρατικού Βραβείου θεάτρου (1974) καθώς και με Κρατικό Βραβείο θεάτρου (1975), Χρυσό Βραβείο στο Φεστιβάλ Καΐρου (1994), καθώς και Πρώτο Βραβείο φεστιβάλ Βιέννης τον ίδιο χρόνο.

Ο Ντίνος Δημόπουλος ήταν παντρεμένος αρχικά με την Βεατρίκη Δεληγιάννη και αργότερα με την ηθοποιό Φλωρέττα Ζάννα, μιλούσε επίσης αγγλικά και γαλλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Πέθανε στις 28 Φεβρουαρίου του 2003 από καρδιακό επεισόδιο.

 

Σε πρώτο πρόσωπο*

 

 

Star system

Δεν υπάρχει εποχή σ’ αυτό το χώρο (τον κινηματογράφο) χωρίς star. Μονάχα που τώρα οι star δεν είναι -νομίζω- τόσο εμφανείς όσο ήτανε άλλες φορές. Το σύστημα καλλιεργούσε κάποτε το πρόσωπο-σταρ, γιατί αυτό ήταν που έθελγε τον κόσμο. Σήμερα η έννοια star είναι λίγο ανώνυμη, δεν είναι προσωπική. Έχει την έννοια του να κάνω μια ταινία που να είναι από μόνη της star. Σήμερα το καινούριο σύστημα που ελκύει το ενδιαφέρον του κοινού έχει φύγει από τα πρόσωπα και πηγαίνει καθαρά στο προϊόν. Με το ίδιο πάθος, με την ίδια επιμονή και με τον ίδιο τρόπο που κάποτε πρόβαλλαν το πρόσωπο κάνοντάς το σταρ τώρα -νομίζω-προβάλλουν το προϊόν.

Και γι’ αυτό βλέπουμε σήμερα σ’ αυτόν που σε 10-20 χρόνια θα μονοπωλεί πια την έννοια κινηματογράφος -κι εννοώ τον Αμερικάνικο παράγοντα βέβαια- ότι φτιάχνει μια ταινία που του κοστίζει 50 εκατ. δολάρια και δίνει αμέσως άλλα 50 εκατ. για να προβάλλει αυτό το προϊόν ή τους συντελεστές του με τους τρόπους που ξέρει: με τα OSCAR, με τα περιοδικά που αγοράζει, με τις διαφημίσεις. Όπως ακριβώς κάνει και με τα άλλα προϊόντα του,την Coca-Cola, τη Rock, τα τζιν. Έτσι κι ο κινηματογράφος είναι ένα εμπόρευμα το οποίο προωθεί το Αμερικανικό όνειρο. Σ’ αυτό το χώρο δε, ξέρει ότι πετυχαίνει μόνο με το ν’ αλώσει τη συνείδηση του καταναλωτικού κοινού γι’ αυτό κι αν το έργο 50 εκατ. η διαφήμισή του πρέπει να κοστίζει άλλα τόσα.

Συνεπώς σήμερα -πιστεύω- ότι αν αυτοί αποφασίσουν, μέσω αυτού του πλεονεκτήματος που έχουν στη διάθεσή τους, του ελεγκτού της αγοράς δηλαδή, να πούνε: «ούρα αγελάδος είναι το καινούριο μας ποτό που θα αντικαταστήσει την Coca-Cola» θα μπορέσουν θαυμάσια να πετύχουν. Έχουν την ικανότητα να βάλουν χώρο στη συνείδηση του ανθρώπου. Να την εκτρέψουν.

Σήμερα κάνουν κάτι πολύ πιο δυσάρεστο. Περνάνε την αντίληψη ότι κινηματογράφος είναι μόνο ο αμερικάνικος. Με τους ρυθμούς που δρα, παράγεται κι επενεργεί επάνω στη συνείδηση του κόσμου ο αμερικανικός κινηματογράφος, δε φτιάχνει μόνο έργα που να αρέσουν στο κοινό αλλά ταυτόχρονα αποκλείει ένα άλλο είδος, μιας άλλης χώρας και νοοτροπίας να έχει την ίδια υποδοχή μ’ αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι πέρα από την παραγωγή των ταινιών διαμορφώνει και το γούστο του κόσμου. Σήμερα – και σε λίγα χρόνια θα είναι πιο έντονο – βλέπουμε τον παλιό Ρωσικό κίνηματογράφο με τους αργούς ρυθμούς, την ανθρωπιά, την έλλειψη. δράσης και στη μισή ώρα πλήττουμε, γιατί έχουμε μάθει πια το σινεμά να είναι κάτι που ερεθίζει τα νεύρα μας, που μας διεγείρει επί δυο ώρες. Καθετί που είνα: αντίθετο με αυτό δε θα είναι πια σινεμά.

 

 

Γνώση και πληροφορία

Μπαίνουμε σε μια εποχή όπου η γνώση είναι περιττή αν όχι βλαβερή. Όλοι μας πληροφορούμαστε. Δε γνωρίζουμε. Αλλά δεν αναρωτιόμαστε από ποιους πληροφορούμαστε. Έτσι που είναι πλεγμένα τα δίχτυα της πληροφόρησης δεν είναι προφανές ότι υπάρχουν κάποιοι που οργανώνουν την πληροφόρησή μας; Και προφανώς δεν θα πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος γι’ αυτο; Γιατί κάποιος να διοχετεύει τις πληροφορίες; Προφανώς γιατί εχει κέρδος ή γιατί εκπροσωπεί κάποια γενικότερα συμφέροντα. Συνεπώς ο κόσμος, λόγω του ότι ο χρόνος του είναι πια πολύ περιορισμένος με όλα αυτά που έχουν παρεισφρήσει στη ζωή του δεν έχει χρόνο ν’ αποκτήσει γνώσεις κι αποκτά πληροφορίες, που μέσω αυτών διαμορφώνει τον ηθικό και τον πνευματικό του κόσμο. Η πληροφορία όμως είναι επιδερμική.

 

 

Το σινεμά

Δεν αρνούμαι το σινεμά. Υπάρχουν ταινίες για τις οποίες νιώθω ευτυχής που τις είδα. Οι ελληνικές όμως δε μου άρεσαν. Είδα πρόσφατα μια ελληνική ταινία στην οποία έφυγα από τη μέση. Οι καινούριοι σκηνοθέτες νομίζω έχουν μπερδέψει την τέχνη με το κέρδος.

Ήμουνα κάποτε πρόεδρος του φεστιβάλ Θεσσλονίκης κι είχα την ευκαιρία να δω σε μια εβδομάδα κάπου τριάντα ταινίες. Αυτές οι ταινίες ήταν ταπεινές, από την Ουκρανία, την Ταϊβάν, το Ουζμπεκιστάν, χώρες που ούτε τις θυμάσαι. Ταινίες ταπεινές, τρυφερές, άτεχνες αν θέλεις, αλλά όταν τις έβλεπες έκλαιγες, αισθανόσουν να επικοινωνείς με τον άνθρωπο.

Και τέτοιες ταινίες παράγονται αλλά που προβάλλονται; Σε καμιά λέσχη θα ξεπέσουνε, σε κανένα συνοικιακό κινηματογράφο.

Το μονοπώλιο του Αμερικανικού κινηματογράφου έχει αποκλείσει πια και τις αίθουσες, τις έχει αγοράσει. Συνεπώς διαμορφώνει τις συνειδήσεις όπως θέλει αυτός. Και φυσικά μιλάμε για την τέχνη μονάχα. Αε μιλάμε για ευρύτερα πράγματα π.χ για την κλωνοποίηση γιατί τότε θα βρεθούμε ενώπιον μιας φρικτής πραγματικότητας. Βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας εποχής όπου μπορούν να παράγουν λαούς-δούλους. Όχι δούλους που θα θέλουν κάποτε να επαναστατήσουν αλλά δούλους ευτυχείς γιατί οι δούλοι αυτοί θα έχουν το φαγητό τους, το αυτοκίνητο τους, θα έχουν το εξοχικό τους όλ’ αυτά τα υπέροχα πράγματα αλλά δε θα μπορούν ούτε να σκέφτονται, ούτε να ονειρεύονται. Κι αυτή είναι η φοβερότερη δουλεία. Η δουλεία που δε γιατρεύεται. Ας μην είμαστε όμως τόσο απαισιόδοξοι.

 

 

Το ελληνικό σινεμά

Εγώ προσωπικά το επιχείρησα (την ελληνικότατα) από την πρώτη στιγμή που απέκτησα τη δυνατότητα να παράγω μια ταινία έστω και μέσω του παραγωγού. Επειδή δεν είχαμε σεναρίστες ήθελα να εισάγω τη λογοτεχνία στον κινηματογράφο. Ήθελα να πάρω τον Καραγάτση, τον Βενέζη και να γυρίσω τα έργα τους. Το είχα μάλιστα σχεδιάσει. Το πως αλλάξανε τα πράγματα είναι μια άλλη ιστορία.

Ζούσαμε τότε σε μια εποχή λογοκρισίας. Τον απόλυτο έλεγχο είχε ο παραγωγός, χωρίς καμία επιχορήγηση. Ο έμπορος έκανε ταινίες και φώναζε κι εμάς. Εγώ μπόρεσα να παρέμβω σε πολλές ταινίες, χωρίς να το καταλαβαίνει ο .παραγωγός και πιστεύω -αυτό τουλάχιστον κολακεύομαι να το πω- ότι αν οι ταινίες μου δε μιλάγανε ελληνικά θα ήταν εφάμιλλες με τις ευρωπαϊκές ταινίες εκείνης της εποχής. Ήταν ταινίες αξιοπρεπείς, σεμνές και το χιούμορ των «κυριών της αυλής» δεν μπορείς να το βρεις εύκολα. Ασχετα αν αυτές οι ταινίες πλαστογραφούσαν την πραγματικότητα.

Εγώ γύριζα ταινίες όταν εκτελούσαν το Μπελογιάννη. Τριάντα οκτώ χρόνια είχαμε λογοκρισία. Το ’36 και η δικτατορία του Μεταξά, ο πόλεμος, η απελευθέρωση, που κράτησε ένα μήνα και μετά άρχισε ο Δεκέμβρης και οι κυβερνήσεις της Δεξιάς στις οποίες η λογοκρισία ήταν λογοκρισία. Έγινε ένα μικρό διάλειμμα το 1965 κι ώσπου ν’ ανασάνουμε λίγο ελευθερία ήρθε η χούντα. Τι μπορούσε να προκόψει σ’ αυτόν τον τόπο;

Είχαμε κάνει μια αντίσταση σα λαός, η οποία ήταν εφάμιλλη μόνο της αντίστασης που έκανε το Βιετνάμ – η άποψη μου είναι αυτή. Κάναν ταινίες αντίστασης οι ΜΑΚΙ της Γαλλίας που κάναν έναν περίπατο δήθεν, κάναν οι Ιταλοί ταινίες αντίστασης κατά του φασισμού κι εμείς δεν κάναμε καμιά ταινία. Σ’ ότι ταινία κάναμε έπρεπε ο ήρωας της αντίστασης να λέγεται πατριώτης κι όχι αντάρτης– απαγορευότανε αυτή η λέξη· κι αν ανέφερες τη λέξη ΕΑΜ πήγαινες στρατοδικείο. Κι αν υπήρχε κάποιος που έκανε αντίσταση έπρεπε να είναι λοχαγός ή γιος κάποιου ταγματάρχη. Αυτές οι αθλιότητες γινόντουσαν.

Πως να αποκτήσει πρόσωπο ο ελληνικός κινηματογράφος, όπως είχε ο Ιταλικός;

Παρ’ όλα τότε υπήρχε ένα μέτρο. Σήμερα δεν υπάρχει, εκτός κι αν εγώ είμαι πια τόσο μακριά απ’ το χώρο και τα βλέπω με λίγη γκρίνια. Αλλά θα ήμουν ευτυχής να μη γκρίνιαζα. Σήμερα είναι επιλογή μου να μην κάνω ταινίες γιατί δεν προλαβαίνω. Είναι τόσο λίγος ο χρόνος που μου απομένει για να ολοκληρώσω αυτά που θέλω που δεν μπορώ να τον σπαταλώ σε τέτοιες ψυχοφθόρες και κουραστικές διαδικασίες. Έχω επιλέξει τη συγγραφή και τη διδασκαλία γιατί δεν διδάσκω μόνο αλλά διδάσκομαι.

 

 

Η Ευρώπη

Εγώ νομίζω πως δεν έχει μέλλον η Ευρώπη πια. Εκτός αν γίνει μια επανάσταση συνειδήσεων η οποία όμως δεν είναι τόσο έγκαιροφλεγής. Νομίζω ότι αυτός ο οδοστρωτήρας που λέγεται Αμερική και οι αντιδικίες που αναπτύσσονται μεταξύ των Κρατών της Ευρώπης δεν μας επιτρέπουν να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι. Η Ευρώπη έχει κουλτούρα, έχει παράδοση και μια υγιής κοινωνικά Ευρώπη, μια οργανωμένη Ευρώπη – πηγή ενός πολιτισμού που έχει ρίζες είναι η μόνη σωτηρία απέναντι στη λαίλαπα του αμερικανισμού και της επιδερμικής και κατακτητικής νοοτροπίας του. Στην Αμερική η παράδοση ζήτημα είναι να φτάνει 200 χρόνια πίσω. Δεν έχουν τι να δείξουν οι άνθρωποι.

Σ’ ένα βιβλίο μου τη «Μεσαία Όχθη» η ηρωίδα, μια νεαρή Αμερικανίδα ζωγράφος λέει: «Εμείς εδώ έχουμε εύφορο έδαφος και φυτρώνουμε εύκολα. Αλλά δεν έχουμε ρίζες και γι’ αυτό δεν κρατιόμαστε γερά. Κι ακόμα δεν έχουμε μνήμη για ένα λόγο. Γιατί δεν έχουμε τι να θυμηθούμε». Γι’ αυτό κι εμείς εδώ στην Ευρώπη -και λέω εμείς γιατί κι εμείς συμμετέχουμε, όχι με τον τωρινό αλλά με τον παλιό μας πολιτισμό, σ’ αυτό το πολυπολιτισμικό κύτταρο-μπορούσαμε ν’ αποτελέσουμε το αντίπαλ ο δέος στην Αμερική. Όμως, είναι τόσο θελκτική η διάβρωση της Αμερικής στον καθένα από μας, είναι τόσα τα αντιμαχόμενα στοιχεία που φοβάμαι ότι θα έχουμε μεν Ένωση αλλά από πίσω θα καραδοκεί η υποταγή και η άνευ όρων παράδοση στην Αμερική.

Βεβαιωθείτε για κάτι που είναι πολύ απλό. Κι αυτό είναι το ανατριχιαστικό. Πόσα από τα καινούρια κράτη που δημιουργήθηκαν ύστερα από τις διάφορες πολιτικές αλλαγές δε θα θελανε να είναι ένα αστεράκι στην Αμερικανική σημαία; Γιατί λοιπόν να θέλει να κατακτήσει με τα παλιά μέσα η Αμερική τον κόσμο, αφου είναι ήδη κατακτημένος; Σήμερα ο Αμερικανικός τρόπος ζωής εισβάλλει ακράτητος σε κάθε πόλη, σε κάθε χώρα κι όχι μοναχα δεν αποπέμπεται αλλα τον υποδέχονται όπως κάποτε στην Ιερουσαλήμ τον Ιησού Χρίστο. Ευλογημένος ο ερχόμενος.

 

 

 

Από μια συνέντευξη του σκηνοθέτη Ντίνου Δημόπουλου στην Αναστασία Μουτζούρη, στο Άρδην τ. 14-15, Ιούνιος – Σεπτέμβριος 1998

AgrinioStories | Πηγή