Ο μύθος λέει πως η Μπόνι και ο Κλάιντ
ήταν ένα ζευγάρι που περνούσε τη ζωή του,
ληστεύοντας τράπεζες και ζώντας πλουσιοπάροχα
Έφυγαν, αλλά δεν ξεχάστηκαν
Εκείνη ήταν μια όμορφη μικροκαμωμένη
και πνευματώδης κοπέλα,
που λάτρευε την ποίηση, το σινεμά και τις τέχνες.
Εκείνος είχε αδυναμία στη μουσική,
στην κιθάρα και στο σαξόφωνό του.
Η Μπόνι Ελίζαμπεθ Πάρκερ και ο Κλάιντ Μπάροου ήταν Αμερικανοί εγκληματίες που ταξίδευαν στις κεντρικές Ηνωμένες Πολιτείες με την συμμορία τους κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, ληστεύοντας ανθρώπους και σκοτώνοντάς τους όταν στριμώχνονταν ή έρχονταν αντιμέτωποι με τις αρχές. Κατά καιρούς η συμμορία συμπεριλάμβανε το μεγαλύτερο αδελφό του Μπάροου, τον Μπακ Μπάροου και τη σύζυγό του Μπλανς, τον Ρέιμοντ Χάμιλτον, τον W. D. Τζόουνς, τον Τζο Πάλμερ, τον Ραλφ Φαλτς και τον Χένρυ Μέθβιν.
Τα κατορθώματά τους τράβηξαν την προσοχή του αμερικανικού κοινού κατά τη διάρκεια της «Εποχής του εχθρού του λαού» μεταξύ του 1931 και 1935. Αν και είναι γνωστοί σήμερα για τις γύρω στις 12 ληστείες τραπεζών, οι δύο τους προτιμούσαν να ληστεύουν μικρά καταστήματα και αγροτικά βενζινάδικα. Η συμμορία πιστεύεται ότι σκότωσε τουλάχιστον εννέα αστυνομικούς και αρκετούς πολίτες. Το ζευγάρι τελικώς σκοτώθηκε σε ενέδρα από αστυνομικούς, κοντά στην πόλη της Saline, στο Bienville Parish στην Λουιζιάνα. Η φήμη τους αναβίωσε και εδραιώθηκε στην αμερικανική ποπ κουλτούρα το 1967 στην ταινία του Άρθουρ Πενν, Μπόνι και Κλάιντ.
Ακόμη και κατά τη διάρκεια της ζωής τους, η απεικόνισή τους στον Τύπο ήταν σε αντίθεση με την φτωχική πραγματικότητα της ζωής τους στο δρόμο, ειδικά για την Μπόνι Πάρκερ. Ήταν παρούσα σε εκατό ή περισσότερα κακουργήματα κατά τη διάρκεια των δύο ετών που ήταν σύντροφος του Μπάροου, αλλά δεν ήταν ένας δολοφόνος με πολυβόλο, όπως απεικονιζόταν στις εφημερίδες, τα επίκαιρα, και pulp περιοδικά εκείνης της εποχής. Το μέλος της συμμορίας, W. D. Τζόουνς αργότερα κατέθεσε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί ότι την είχε δει ποτέ να πυροβολεί σε όργανα του νόμου. Η φήμη της Μπόνι ως καπνίστρια πούρων με το όπλο στο χέρι εξελίχθηκε από μία παιχνιδιάρικη φωτογραφία την οποία η αστυνομία βρήκε σε ένα εγκαταλελειμμένο κρησφύγετο. Κυκλοφόρησε στον Τύπο και δημοσιεύθηκε σε εθνικό επίπεδο. Ενώ η Πάρκερ ήταν αλυσιδωτή καπνίστρια τσιγάρων Camel, δεν κάπνιζε ποτέ πούρα.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Jeff Guinn, οι φωτογραφίες του καταφυγίου οδήγησαν στην ωραιοποίηση της Πάρκερ και στη δημιουργία θρύλων για την συμμορία. Αυτός γράφει: Ο John Dillinger είχε καλή εμφάνιση και ο Pretty Boy Floyd είχε το καλύτερο ψευδώνυμο, αλλά οι φωτογραφίες του Joplin εισήγαγαν νέους εγκληματίες σούπερ σταρ με το πιο ερεθιστικό σήμα κατατεθέν όλων- παράνομο σεξ. Ο Clyde Barrow και η Bonnie Parker ήταν άγριοι και νέοι και σίγουρα κοιμούνταν μαζί.
Όταν ήταν παιδί, μέλος μιας φτωχής οικογένειας αγροτών, μεγάλη αγάπη του Κλάιντ Μπάροου, ήταν η μουσική. Αγαπημένη του ασχολία ήταν το να κάθεται να τραγουδά, παίζοντας μελωδίες σε μια παλιά κιθάρα. Έμαθε μόνος του πώς να παίζει σαξόφωνο και ονειρευόταν να κάνει καριέρα και να γίνει διάσημος στη μουσική σκηνή. Η κακή επιρροή του αδερφού του ήταν ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες, που σύντομα έστρεψαν το ενδιαφέρον του νεαρού από τη μουσική στις κλοπές αυτοκινήτων.
Ανάλογα παιδικά όνειρα είχε και η μικρή Μπόνι Πάρκερ τα χρόνια που μεγάλωνε στο δυτικό Τέξας. Αγαπούσε τη σκηνή κι όπως ήταν όμορφη και πνευματώδης, συμμετείχε σε πάσης φύσεως σχολικούς διαγωνισμούς και τάλεντ σόου, τραγουδώντας αγαπημένες επιτυχίες από τα μιούζικαλ της εποχής. Φίλοι εκείνοι της εποχής έχουν δηλώσει ότι όνειρό της ήταν να δει μια μέρα το όνομά της σε επιγραφές με φωτεινά γράμματα και τον εαυτό της στην οθόνη.
Η εξέλιξη της ζωής έχει μερικές φορές παράξενο «χιούμορ» απέναντι στα παιδικά όνειρα. Ο Κλάιντ έγινε διάσημος με την εγκληματική δράση του να γίνεται πρωτοσέλιδο και η Μπόνι είδε τον εαυτό της στην οθόνη των τηλεοπτικών ειδήσεων ως ηγετικό μέλος εγκληματικής συμμορίας. Η δόξα τους ήταν τέτοια που στο δρόμο θα μπορούσαν να τους αναγνωρίσουν οι πάντες, γεγονός που έκανε ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή τους και τους επέβαλλε να κρύβονται.
Οι πόθοι που διαμορφώνονται στην παιδική ψυχή, ωστόσο, δύσκολα ξεχνιούνται. Στα κλεμμένα αυτοκίνητα που άλλαζαν, η αστυνομία έβρισκε περιοδικά της Μπόνι με όλα τα νέα από τον κινηματογράφο, ενώ σε έφοδο της αστυνομίας ο Κλάιντ αναγκάστηκε να αφήσει πίσω την αγαπημένη του κιθάρα -την οποία αργότερα ζήτησε όταν βρέθηκε στη φυλακή, όμως του την αρνήθηκαν.
Ο μύθος λέει πως η Μπόνι και ο Κλάιντ ήταν ένα ζευγάρι που περνούσε τη ζωή του, ληστεύοντας τράπεζες και ζώντας πλουσιοπάροχα από τα χρήματα που εξοικονομούσε από αυτές. Η αλήθεια απέχει αρκετά από το μύθο. Αφ’ ενός σε ό,τι αφορά τις ληστείες, το ζευγάρι συμμετείχε σε λιγότερες από 15, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις, έφευγαν με πάρα πολύ λίγα χρήματα -σε μια από τις εφόδους τους σε τράπεζα, έφυγαν με λιγότερα από 80 δολάρια! Η μόνη συμμετοχή της Μπόνι σε κάποιες από αυτές ήταν ότι απλώς οδηγούσε το αυτοκίνητο -στις περισσότερες δεν συμμετείχε καθόλου.
Γι’ αυτούς οι τράπεζες ήταν κάτι συμπληρωματικό, πρωτοβουλία συνήθως των συμμοριτών τους. Όταν ήταν οι δυο τους, σπανίως «χτυπούσαν» τράπεζες, προτιμούσαν μικρά παντοπωλεία και βενζινάδικα, όπου το ρίσκο ήταν μικρότερο όπως βεβαίως και τα κέρδη. Επομένως, η ζωή τους δεν ήταν τόσο λαμπερή ούτε και πολυδάπανη. Δεν ζούσαν στη χλιδή, επενδύοντας σε ταξίδια και κομψά ρούχα, αλλά είχαν μια σκληρή καθημερινότητα, γεμάτη δραματικές αποδράσεις, τραυματισμούς, φυλακή και έγκλημα.
Η πιο διάσημη φωτογραφία της Μπόνι Πάρκερ είναι αυτή που την δείχνει με ένα περίστροφο στο χέρι, μπερέ φορεμένο στραβά, το χέρι και το πόδι ακουμπισμένα πάνω σε ένα Ford και στο στόμα ένα πούρο. Η πόζα έμεινε ως χαρακτηριστικό δείγμα της προσωπικότητας της, μόνο που στην πραγματικότητα η Μπόνι δεν κάπνιζε πούρα. Η συγκεκριμένη πόζα ανήκει σε μια σειρά φωτογραφιών, που το ζευγάρι τράβηξε καθαρά για την πλάκα του, αναπαριστώντας πόζες από γκαγκστερικές ταινίες της εποχής. Η συγκεκριμένη αποτελεί αναπαράσταση από την ταινία του ’31, «Little Caesar» με τον Εντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον. Η αστυνομία τις βρήκε σε φιλμ, το οποίο δεν είχε ακόμα εμφανιστεί. Οι συγκεκριμένες φωτογραφίες, που αναδημοσιεύτηκαν στα πρωτοσέλιδα των μεγαλύτερων εφημερίδων της εποχής, είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για την ανάπτυξη του μύθου και τη διασημότητα που απέκτησαν. Η Μπόνι ήταν καπνίστρια τσιγάρων όπως και ο Κλάιντ (τα Camel ήταν η αγαπημένη τους μάρκα). Επίσης, της άρεσε να πίνει ουίσκι και υπάρχουν πολλοί μάρτυρες που έχουν καταθέσει ότι την είχαν δει μεθυσμένη. Αντιθέτως, ο Κλάιντ απέφευγε το αλκοόλ, γιατί θεωρούσε σημαντικό να είναι σε ετοιμότητα, σε περίπτωση που χρειαζόταν να τραπούν σε άμεση διαφυγή.
Και ο Κλάιντ και η Μπόνι αντιμετώπιζαν προβλήματα με το βάδισμά τους. Ο Κλάιντ προκάλεσε ο ίδιος στον εαυτό του το πρόβλημα -ακρωτηριάζοντας ελαφρά τη φτέρνα του- προκειμένου να αποφύγει την παραμονή στην εξαιρετικά σκληρή φυλακή – φάρμα καταναγκαστικών έργων του Eastham όπου είχε καταδικαστεί για κλοπές αυτοκινήτων και καταστημάτων (το ’30) για 14 χρόνια. Κατά τους 17 μήνες που έμεινε εκεί, υπέφερε από ασιτία, κακοποίηση από τους δεσμοφύλακες και έπεσε θύμα επαναλαμβανόμενων βιασμών από συγκρατούμενο, τον οποίο μετά την αποφυλάκιση του Κλάιντ σκότωσε έτερος κρατούμενος.
Μετά τον ακρωτηριασμό, ο Κλάιντ κούτσαινε ελαφρά από το ένα πόδι και δεν μπορούσε να οδηγήσει με τα παπούτσια -μόνο με κάλτσες. Το πρόβλημα της Μπόνι ήταν μεταγενέστερο και πολύ πιο σοβαρό και αποδίδεται εν πολλοίς στην πολύ γρήγορη οδήγηση που συνήθιζε ο Κλάιντ. Το 1933, το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν έφυγε σε μια στροφή και ντεραπάρισε. Υγρά μπαταρίας εκτοξεύτηκαν και έκαψαν το δεξί πόδι της. Με δεδομένο ότι ήταν ήδη καταζητούμενοι, δεν κατέστη δυνατή η μεταφορά της σε νοσοκομείο. Οι μόνες πρώτες βοήθειες που της δόθηκαν ήταν η τοποθέτηση μαγειρικής σόδας στην πληγή. Το τραύμα επουλώθηκε, όμως, έκτοτε απέκτησε ένα μόνιμο πρόβλημα στο βάδισμα, που είχε αποτέλεσμα συχνά ο Κλάιντ να τη μεταφέρει στην αγκαλιά του.
Ακόμα ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της πραγματικής ιστορίας των διάσημων ληστών είναι ότι ήταν και οι δύο πολύ στενά δεμένοι με τις οικογένειές τους, οι οποίες στάθηκαν δίπλα τους ακόμα και στα χειρότερα. Κατά τη διάρκεια της εγκληματικής δραστηριότητάς τους, η Μπόνι και ο Κλάιντ έκαναν συχνά ταξίδια στο δυτικό Ντάλας, όπου ζούσαν οι οικογένειές τους για να κρατήσουν επαφή μαζί τους (πολλές φορές το μήνα). Η κλασική μέθοδος αυτών των επισκέψεων ήταν η εξής: Ο Κλάιντ οδηγούσε με ταχύτητα έξω από το πατρικό σπίτι του και πετούσε από το παράθυρο ένα άδειο μπουκάλι Κόκα Κόλα, το οποίο περιείχε σημείωμα με οδηγίες για το πού θα συναντηθούν.
Αρκετά μέλη της οικογένειας του Κλάιντ συνελήφθησαν επειδή βοήθησαν το ζευγάρι, ενώ λίγο πριν τους βρει ο θάνατος, και η Μπόνι και ο Κλάιντ προσπαθούσαν να αγοράσουν γη στη Λουιζιάνα στα ονόματα των γονιών τους. Η αίσθηση της αφοσίωσης απέναντι στην οικογένεια στάθηκε μια από τις αιτίες που τους οδήγησε στην ενέδρα. Το μέλος της συμμορίας, Χένρι Μεθβάιν, ζήτησε να επισκεφτεί την οικογένειά του. Εκτιμώντας την αφοσίωση, του το επέτρεψαν. Όταν, όμως, γύρισαν να τον πάρουν, ο Μεθβάιν σε συνεννόηση με τον πατέρα του, είχε ειδοποιήσει την αστυνομία, που τους έστησε τη δολοφονική παγίδα.
Η σύντομη αλλά βίαιη διαδρομή τους άφησε πίσω θύματα, όμως οι μαρτυρίες και η εν γένει στάση τους απέναντι σε πρόσωπα που έπιαναν όμηρους δείχνει πως το έγκλημα δεν ήταν μέσα στις προθέσεις τους, επιστρατεύτηκε όμως ως η τελευταία διέξοδος προκειμένου να αποφύγουν τη σύλληψη. Όταν η αστυνομία τους κυνηγούσε και οι εφημερίδες τους έκαναν πρωτοσέλιδο, η κοινή γνώμη ήταν με το μέρος τους, κυρίως εξαιτίας των μαρτυριών ομήρων που αποκάλυπταν ότι τους απελευθέρωναν σώους και αβλαβείς -σε μερικούς μάλιστα ο Κλάιντ έδινε λεφτά ως ηθική βλάβη!
Η μεγάλη μεταστροφή έγινε μετά τη δολοφονία δύο αστυνομικών την Κυριακή του Πάσχα του 1934. Δύο αστυνομικοί σταμάτησαν το αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν ο Κλάιντ μαζί με τον Μεθβάιν, ο οποίος άνοιξε αμέσως πυρά εναντίον του πρώτου! Ο Κλάιντ σκότωσε τον δεύτερο, έναν νεαρό, ο οποίος έκανε την πρώτη περιπολία του! Στην κηδεία του, τα βλέμματα εστιάστηκαν στο δαχτυλίδι που φορούσε στο χέρι η αρραβωνιαστικιά του. Έκτοτε, η κοινή γνώμη που σε μεγάλο βαθμό «χειροκροτούσε» το θρυλικό ζευγάρι παρανόμων, απαίτησε πια να συλληφθούν -ζωντανοί ή νεκροί.
This is the end…
Η ενέδρα στήθηκε στις 23 Μαΐου 1934. Το αυτοκίνητο του Κλάιντ σταμάτησε για να βοηθήσει το φορτηγό του πατέρα του μέλους της συμμορίας, Χένρι Μεθβάιν, ο οποίος βρισκόταν σε συνεννόηση με την αστυνομία. Πριν τους διαβάσουν τα δικαιώματά τους, ομάδα της χωροφυλακής της Λουιζιάνα γάζωσε το αυτοκίνητό τους με 187 σφαίρες. Δεν απάντησαν ούτε μισή φορά, αφού τα όπλα τους ήταν στο πορτ μπαγκάζ.
Ο επικεφαλής πλησίασε και συνέχισε να αδειάζει το όπλο του πάνω στο -νεκρό ήδη- κορμί της Μπόνι. Το χέρι της κρατούσε ακόμα ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ιατροδικαστικής εξέτασης που δημοσιοποίησαν οι εφημερίδες, στο σώμα του Κλάιντ υπήρχαν 17 και σε αυτό της Μπόνι 26 τρύπες από σφαίρες. Σύμφωνα με μαρτυρίες υπαλλήλων του γραφείου κηδειών όπου μεταφέρθηκαν, τα τραύματα από τις σφαίρες ήταν πολύ περισσότερα.
Κι εδώ υπάρχει άλλη μια μυθιστορηματική λεπτομέρεια: στην προετοιμασία των κορμιών για την κηδεία τους συμμετείχε ο Ντίλαρντ Ντάρμπι, πρόσωπο το οποίο είχαν απαγάγει ένα χρόνο πριν. Πριν τον αφήσουν ελεύθερο, η Μπόνι είχε ρωτήσει τι δουλειά κάνει, κι όταν εκείνος απάντησε πως δουλεύει σε γραφείο κηδειών, ο Κλάιντ του έδωσε χρήματα και του είπε: «Ελπίζω να μας περιποιηθείς καλά, όταν πεθάνουμε…»
Οι φωτογραφίες ήταν ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία, που έδωσαν μυθιστορηματική αίγλη στο παράνομο ζευγάρι. Ένα εξίσου σημαντικό ήταν η ποίηση, που έγραφε η Μπόνι Πάρκερ, από τότε που ήταν κοριτσάκι ακόμα στο σχολείο. Αποσπάσματα από τα ποιήματα της που βρήκε η αστυνομία και δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες έδειξαν ότι δεν έτρεφε αυταπάτες για το μέλλον που τους περίμενε.
Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα με τίτλο «The end of the line», οι στίχοι του οποίου αναφέρουν:
«Δεν πιστεύουν ότι είναι ιδιαίτερα έξυπνοι, ούτε απελπισμένοι..
Ξέρουν ότι ο νόμος κερδίζει πάντα.
Έχουν πυροβοληθεί στο παρελθόν,
αλλά δεν αγνοούν ότι ο θάνατος είναι το τίμημα της αμαρτίας…
Κάποια μέρα θα πέσουν μαζί και θα ταφούν πλάι πλάι.
Για κάποιους θα είναι πένθος,
για το νόμο ανακούφιση.
Θα είναι είναι ο θάνατος της Μπόνι και του Κλάιντ…»
Ακριβώς έτσι τους βρήκε ο θάνατος, με το κεφάλι εκείνης ακουμπισμένο στον ώμο του. Ταφήκαν όμως χωριστά. Στην επιτύμβια πλάκα της Μπόνι υπάρχει η επιγραφή: «Όπως τα λουλούδια γίνονται πιο όμορφα από τον ήλιο και τη δροσιά, έτσι αυτός ο παλιός κόσμος έγινε πιο λαμπερός από τις ζωές ανθρώπων σαν κι εσάς…». Στην αντίστοιχη επιγραφή στον τάφο του Κλάιντ υπάρχει το πιο λιτό: «Έφυγε, αλλά δεν ξεχάστηκε…».