Μάνος Χατζιδάκις – Αποδημία στην αθανασία

«Ναι, ο Χατζιδάκις ήταν ο λυτρωτικός αντιστρεπτής
του παγερού συναισθήματος.
Έδωσε σχήμα και μορφη
στην ευαισθησία του ανθρώπου και την άφησε ελεύθερη

Στις μελωδίες του αναγνωρίζουμε τον εσωτερικό μας παλμό.
Η ευαισθησία είναι η επίγνωση του συναισθήματος.
Από αυτή την άποψη η θέση του είναι δίπλα στον Καβάφη.
Είναι ο πρώτος και παραμένει ο ένας και μοναδικός.
Κανείς δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον ευαισθητοποιημένο ορίζοντα που δημιούργησε.
Γι’ αυτό μας λείπει τόσο!» (Στέλιος Ράμφος)

 

Επιλογή κειμένων – Επιμέλεια: Λευτέρης Τηλιγάδας

 

Αυτοβιογραφικόν

…πουλώ «λαχεία στον ουρανό»…
Νοέμβριος 1980 – Μάρτιος 1981

 

 

«Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ’ όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες.

Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ’ την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ’ την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το ’32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.

Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ’ επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ’ απομάκρυναν ύπουλα απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ’ το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.

Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ’ ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.

Το ’66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς – ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το ’72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε «Πολύτροπον», ίσαμε τη μεταπολίτευση του ’74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων – μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.

Από το ’75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ’ έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ’ ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού, εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα.

Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι:

Α δ ι α φ ο ρ ώ   για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Π ι σ τ ε ύ ω   στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.
Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ   αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.

Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.

 

Σε πρώτο προσωπο

Ο Μίκης Θεοδωράκης για τον Μάνο Χατζιδάκι*

 

 

Η πρώτη μας συνάντηση με τον Μάνο Χατζιδάκι έγινε την άνοιξη του 1945. Ήμαστε και οι δυο εν τη γενέσει μας συνθέτες, με κοινά πρότυπα τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής. Η Ελλάδα ήταν τότε μια κατεστραμμένη χώρα και, το πιο σοβαρό, με αβέβαιο μέλλον. Μπορεί οι Γερμανοί να είχαν φύγει και ο λαός να ζούσε τη χαρά της απελευθέρωσης, όμως όλοι ή σχεδόν όλοι γνωρίζαμε ότι η ευτυχία μας ήταν προσωρινή και ότι καινούργιες συμφορές ήταν μπροστά μας.

Η πρώτη μας συνύπαρξη με τον Μάνο έγινε στις κουίντες του θεάτρου της Βρετάνιας. Αυτός είχε γράψει τη μουσική για «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε» του Αλέξη Δαμιανού κι εγώ διηύθυνα τη μικρή χορωδία από Επονίτες. Κάπου κάπου τον αντικαθιστούσα στο αρμόνιο. Ο θίασος των Ενωμένων Καλλιτεχνών ήταν ο επίσημος θίασος της Αριστεράς, του EAM, κι αυτό από μόνο του έδειχνε το ιδεολογικό στρατόπεδο στο οποίο ανήκαμε και οι δύο. Άλλωστε αυτό ήταν κάτι το αυτονόητο για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής νεολαίας και ιδιαίτερα της σκεπτόμενης. Τότε ο Μάνος έκανε τα πρώτα του βήματα προς τη δημοσιότητα, προς τη φήμη, για να φτάσει συντομότερα από κάθε άλλον στην κορυφή.

Όταν αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε ο ένας το σπίτι του άλλου, αυτός να έρχεται στη Σμύρνης 39 στη Νέα Σμύρνη κι εγώ στη Μάνου 3 στο Παγκράτι, ήταν φυσικό να παίζουμε ο ένας στον άλλο τις συνθέσεις μας στο πιάνο. Ακολουθούσε συζήτηση στην αρχή για τη μουσική, με κατάληξη στην πολιτική. H διαφορά μας τότε ήταν ότι εγώ ήμουν οργανωμένος και γι’ αυτό θα έλεγα φανατισμένος. Δεν ήθελα να δω την πραγματικότητα που μου ανέλυε με την τετράγωνη λογική του ο Μάνος, όμως αυτές οι διαφωνίες μας, αντί να μας απομακρύνουν, μας έφερναν πιο κοντά: Εγώ τον εκτιμούσα ακόμα πιο πολύ γιατί συμφωνούσα στο βάθος με την ορθότητα και την εντιμότητα της σκέψης του. Εκείνος πάλι έβλεπε ότι ήμουν πιασμένος στο δόκανο ενός «πρέπει» που με οδηγούσε πέρα από τη λογική… Οταν βρέθηκα στα 1947 εξόριστος στην Ικαρία, μου έγραψε: «Έχω τύψεις που εσύ είσαι εκεί κι εγώ έμεινα εδώ…».

 

 

Ο Μάνος ήταν ένας συμφωνιστής…

 

Θυμάμαι σαν και τώρα τα καυτά μεσημέρια του θέρους του 1946, μόνοι μας στα τελευταία καθίσματα του λεωφορείου που ανέβαινε τη Συγγρού. Κάθε μεσημέρι η μητέρα μου μας έκανε το τραπέζι και μετά πηγαίναμε για τις δουλειές ή τις σπουδές μας στην Αθήνα. Ο Μάνος μού μιλούσε ασταμάτητα για τα συμφωνικά έργα που είχε στο μυαλό του και για τους πιο απίθανους συνδυασμούς οργάνων που θα χρησιμοποιούσε. Π.χ., τρία τρομπόνια και δύο άρπες για το ένα, ορχήστρα πνευστών με σόλο τσέλο για το άλλο… και ούτω καθ’ εξής.

Στο μεταξύ όμως η ζωή γινόταν όλο και πιο δύσκολη… Εκείνος άρχισε να δουλεύει στου Fix (εργοστάσιο πάγου) κι εγώ εφημεριδοπώλης, για το μεροκάματο. H αλήθεια είναι ότι ο δικός μου πατέρας μού εξασφάλιζε το καθημερινό πιάτο, όμως δεν ήθελα να τον επιβαρύνω για τα έξοδα των σπουδών μου, ενώ ο Μάνος ήταν ο ίδιος πατέρας, γιος και αδελφός. Επρεπε αυτός να δουλέψει για να ζήσει τη μικρή του οικογένεια. Ενα βαρύ καθήκον που έμελλε να τον κυνηγά για πολλά χρόνια και τελικά θα τον απομακρύνει από τη μεγάλη του αγάπη, τη συμφωνική μουσική. Μονάχα στην τελευταία περίοδο της ζωής του με την ίδρυση της Ορχήστρας των Χρωμάτων θα μπορέσει να αφεθεί ολοκληρωτικά στο μεγάλο του πάθος διευθύνοντας συμφωνικά έργα.

Μήπως όμως δεν είχε μια από τις καλύτερες δισκοθήκες στον κόσμο; Χιλιάδες δίσκοι, κυρίως «κλασικοί». Και το σπουδαιότερο: τους άκουγε όλους! Ετσι μπορώ να πω ότι κανείς στην Ελλάδα δεν γνώριζε καλύτερα τη μουσική του 20ού αιώνα (πέραν των κλασικών εννοείται), τους σύγχρονους ερμηνευτές, τις φημισμένες ορχήστρες, τις μουσικές σχολές και όλες τις ιδιαιτερότητες της σύγχρονης μουσικής.

 

 

Με έκρυβε από τον θάνατο

 

Μετά τον Εμφύλιο ο Χατζιδάκις ήταν ήδη πολύ γνωστός κυρίως από τις μουσικές που έγραψε για το θέατρο. Οταν ξεκινούσε με τον Κάρολο Κουν, με τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, στα 1948, δεν μπόρεσα να αντισταθώ και πήγαμε με τη Μυρτώ στην πρεμιέρα. Ημουν παράνομος και κινδύνευα την ίδια τη ζωή μου. Καθήσαμε στα πίσω καθίσματα, για να κρύβομαι, και μαγεμένος από τη θεσπέσια μουσική του, τού έστειλα ένα μικρό σημείωμα που το είχε φυλάξει και μου το έδειχνε συχνά με μεγάλη πάντα συγκίνηση. Υποθέτω τόσο για τα καλά μου λόγια όσο και γιατί γνώριζε τους κινδύνους που αψήφησα για να είμαι κοντά του σ’ εκείνη την ξεχωριστή για κείνον στιγμή. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί σήμερα την ιδιαιτερότητα εκείνων των καιρών. Πόσο ο θάνατος σεργιανούσε στις γειτονιές της Αθήνας και πόσο διακινδύνευες αν τύχαινε να βοηθήσεις κάποιον… μελλοθάνατο. Και ο Μάνος ήταν από τους λίγους που στην περίπτωσή μου δεν φοβήθηκε τις συνέπειες. Μου άνοιξε το μικρό του σπίτι στο Παγκράτι και με έκρυβε συστηματικά. Πόσο όμορφες ήταν εκείνες οι μέρες που ο θάνατος καιροφυλακτούσε, όμως εμείς – ίσως γι’ αυτό – παίζαμε αμέτρητες ώρες στο πιάνο τις συνθέσεις μας, ανταλλάσσαμε απόψεις και όνειρα, επιθυμίες και σχέδια, αδιαφορώντας αν μια στιγμή αργότερα όλα θα είχαν τελειώσει…

 

 

Τα παιδικά μας τραγούδια

 

Είχαμε συνθέσει και οι δύο «παιδικά» τραγούδια. Γιατί «παιδικά»; Ισως γιατί οι στίχοι έβγαιναν από σχολικά βιβλία με τους εθνικούς μας ποιητές. Ισως γιατί το ύφος ήταν απλό, διάφανο, άμεσο για να τραγουδηθεί από παιδιά και μεγάλους… Πόσες και πόσες μελωδίες από τις «παιδικές» μας συνθέσεις δεν έγιναν αργότερα γνωστά τραγούδια… Ο Μάνος τα χρησιμοποίησε στο θέατρο. Εγώ στις… όπερες! Γραμμένα όλα στα είκοσί μας χρόνια ήταν, θα λέγαμε, η μουσική μας ταυτότητα. Πράγματι, τα ακούσματά μας ήταν ακόμα λίγα και οι ξένες επιρροές λιγότερες, έτσι μέσα σ’ αυτά τα έργα ήμαστε «εμείς»… Κάποτε αποφασίσαμε να τα πάμε στο υπουργείο Παιδείας. Υπήρχαν πολλοί φίλοι που μας προέτρεπαν. «Αυτά θα πρέπει να τα μάθουν τα ελληνόπουλα» μας έλεγαν.

Πόσο όμως ντροπιαστήκαμε όταν διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρχε κατάλληλη διεύθυνση, υπάλληλοι, αρμόδιοι… Ολοι μάς κοίταζαν έκπληκτοι. Οι περισσότεροι θα μας θεώρησαν ψώνια… «Ακούς εκεί παιδικά τραγούδια»… Τέλος, τα αφήσαμε σε κάποιο γραφείο, όπου οι υπάλληλοι τα έθαψαν κάτω από σωρούς εγγράφων. Ομως σε πείσμα τους εκείνα κατάφεραν να επιζήσουν με άλλο τρόπο, να γίνουν γνωστά και να αγαπηθούν από τους Ελληνες.

Για να δώσω ένα πρόχειρο παράδειγμα, θυμάμαι πως ο Οδυσσέας Ελύτης είχε ενθουσιαστεί με κάποιο τραγούδι που έγραψα επάνω σε ποίηση Βαλαωρίτη στα 1938… Ετσι αργότερα έβαλε νέους δικούς του στίχους και έγινε το τραγούδι «Ανάμεσα Σύρο και Τζια». Ο Μάνος χρησιμοποίησε τις μελωδίες από τα δικά του «παιδικά» στη «Μικρή Λευκή Αχιβάδα» (κι από κει στο «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε» ή το ανάποδο), στον «Ματωμένο γάμο», στα τραγούδια για τον Μπρεχτ και ποιος ξέρει σε πόσα άλλα γνωστά τραγούδια.

Ημαστε λοιπόν βασικά μελωδιστές με κοινή φιλοδοξία να συνθέσουμε συμφωνικά έργα. Και το τραγούδι; Το ελαφρό τραγούδι που δέσποζε τότε δεν παρουσίαζε για μας το παραμικρό ενδιαφέρον σαν αντικείμενο σοβαρής μουσικής ενασχόλησης. Οσο για το λαϊκό, θυμάμαι ότι από το 1946 ο Μάνος μάς έπαιζε σε πιάνο τις διασκευές του πάνω σε τραγούδια του Μητσάκη και άλλων. Ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο απέδιδε πιανιστικά τις πενιές των μπουζουκιών με τις επαναλαμβανόμενες νότες έγινε σχολή… Ομως για μας τους ορκισμένους συμφωνιστές η μεταγραφή λαϊκών μελωδιών στο «ευρωπαΐζον» πιάνο δεν πήγαινε πέρα από το στοιχείο της γραφικότητας. Το ίδιο και με τις «Εξι Λαϊκές Ζωγραφιές». Και όμως ένα μυστηριώδες κύμα μιας κρυφής γοητείας μάς κατακυρίευε σιγά σιγά. Γιατί, αλήθεια, τόσο μεγάλη και βαθιά συγκίνηση για πράγματα τόσο απλά; Τι ήταν αλήθεια τα έργα αυτά μπροστά σε έναν Στραβίνσκι, έναν Μπάρτοκ, έναν Σοστακόβιτς, για να μας συγκινούν και να μας καθηλώνουν;

Στο σημείο αυτό χώρισαν οι δρόμοι μας με τον Μάνο, για να ξανασμίξουν λίγα χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του ’60.

 

 

Η λύτρωση από τις φαντασιώσεις

 

Νομίζω ότι ο Μάνος βρήκε τότε, στη δεκαετία του ’50, τον δρόμο του που αργότερα θα γινόταν και δικός μου δρόμος. Το θέατρο, το Ελληνικό Χορόδραμα και αργότερα ο κινηματογράφος τον βοήθησαν να λυτρωθεί από τις φαντασιώσεις των προτύπων της ευρωπαϊκής μουσικής και να ακολουθήσει έναν δρόμο μοναδικό, προσωπικό, πρωτότυπο και βαθιά ελληνικό. Ο «Καραγκιόζης» ήταν ένα καθαρό αριστούργημα γεμάτο μελωδικές ιδέες, η μια πιο φωτεινή απ’ την άλλη, και ρυθμικές παραλλαγές γεμάτες πρωτοτυπία και λάμψη. H πρώτη γραφή του για πιάνο ήταν για μένα και η πιο γνήσια και αποκαλυπτική. Οταν ακολούθησε η ενορχήστρωση, τότε άρχισαν και τα προβλήματα που παραμένουν άλυτα έως σήμερα. Πώς μπορείς να ενορχηστρώσεις ένα καθαρά ελληνικό έργο χωρίς να προδώσεις τον βαθύτερο χαρακτήρα του;

Στο μεταξύ η δική μου αγωνία συνεχιζόταν παίρνοντας όλο και πιο δραματική μορφή για μένα. Με το ένα μάτι στη Δύση και με το άλλο στην Ελλάδα… Τι να κάνω; Πώς να το κάνω; Πώς να συνδυάσω, πώς να παντρέψω αυτούς τους δύο κόσμους;

Οταν άκουσε ο Χατζιδάκις τη δική μου «Ελληνική Αποκριά» (1953, Ελληνικό Χορόδραμα), τον είδα με μεγάλη μου ανακούφιση να συμφωνεί. Αλλωστε το έπαιζε συχνά με την Ορχήστρα των Χρωμάτων και είχε κάνει απόπειρες να ολοκληρώσει μια ηχοληψία όπως ο ίδιος την ήθελε: με τελειότητα. Τι ήταν εν τέλει το έργο αυτό; Νομίζω μια πρόταση για ενορχήστρωση ενός καθαρά ελληνικού μουσικού υλικού…

Ευτύχησα να είμαι μαζί του στην Οπερα της Ρώμης στα 1953, όταν ο Ανδρέας Παρίδης διηύθυνε με τους ιταλούς μουσικούς τον «Καραγκιόζη» και την «Ελληνική Αποκριά». Βγαίναμε και οι δύο για πρώτη φορά στην εμβληματική Ευρώπη των μεγάλων συμφωνιστών! Την επομένη εγώ θα πήγαινα στο Παρίσι να δαμάσω επιτέλους τα φαντάσματα της συμφωνικής μουσικής που με βασάνιζαν, ο δε Μάνος θα γύριζε στην Ελλάδα ακολουθώντας έναν δρόμο που ο ίδιος είχε στρώσει και που θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση μιας κορυφής που ήταν ίσως η πιο ψηλή για όλους μας: Το Ελληνικό Τραγούδι.

 

Η «Στέλλα» και ο «Επιτάφιος»

 

Συνθέτοντας συνεχώς συμφωνικά έργα βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ σ’ έναν μουσικό κόσμο που στο βάθος με απομάκρυνε από την Ελλάδα. Ισως γι’ αυτό δεν χαιρόμουν πια με τις όποιες επιτυχίες μου, γιατί η αναγνώριση προερχόταν από ένα κοινό που δεν με αφορούσε.

Όταν πήγα και είδα τη «Στέλλα», θυμάμαι ότι μέθυσα κυριολεκτικά με τις μελωδίες του Χατζιδάκι. Πήγα και ξαναπήγα έως ότου τις μάθω καλά για να τις παίζω στο πιάνο. Πόσο τυχερός είναι, έλεγα μέσα μου, που μπορεί να εκφράζεται 100% ελληνικά, χωρίς φιοριτούρες, πολύπλοκες κατασκευές και σκοτεινές συγχορδίες. Πόσο ήμουν δυστυχισμένος σε εκείνη την πρώτη διεθνή αναγνώριση, ιδιαίτερα μετά την «Αντιγόνη» στο Κόβεντ Γκάρντεν. Χαιρετώντας από τη σκηνή το αριστοκρατικό κοινό της πρεμιέρας, αποφάσισα ακριβώς εκείνη τη στιγμή να το βάλω στα πόδια και να γυρίσω στη φυσική μου κοίτη, στην πατρίδα μου.

Λες και μάντεψε τη σκέψη μου ο Γιάννης Ρίτσος, μου έστειλε τότε τον «Επιτάφιο» (1958). Ευθύς μόλις έγραψα τα τραγούδια, τα έστειλα – πού αλλού – στον Χατζιδάκι. Οταν τον συνάντησα τον άλλο χρόνο στο σπίτι του στο Παγκράτι, έβγαλε και μου έδειξε τους μαγικούς δίσκους Fidelity με τα πρώτα του τραγούδια. Πόσο ήταν πλήρης, ευτυχής, ολοκληρωμένος. Κι εγώ πόσο τον ζήλεψα εκείνη τη στιγμή: Ένα κοινό εφηβικό μας όνειρο, να πάει η μουσική μας παντού, εκείνος το πραγματοποιούσε. Τότε τον ρώτησα: «Πήρες τον «Επιτάφιο», Μάνο; Τι γνώμη έχεις;». Δεν τόλμησα να τον ρωτήσω αν μπορεί να ηχογραφηθεί… Όμως εκείνος φαίνεται ότι έβλεπε στο πρόσωπό μου τη συνέχιση του κοινού μας ονείρου, του συμφωνιστή:

Εσύ γράφεις συμφωνικά έργα και πας πολύ καλά. Κατάφερες αυτό που και οι δύο επιθυμούσαμε τόσο. [Ωστόσο εγώ τα έβλεπα ανάποδα, πίστευα πως εκείνος τα είχε καταφέρει καλύτερα.] Τώρα παίζεται στην Επίδαυρο η μουσική σου για τις «Φοίνισσες», συνέχισε. Εχεις παραγγελίες, μπαλέτα, γίνεσαι γνωστός στην Ευρώπη. Ναι, γνωρίζω τον «Επιτάφιο», όμως πρέπει να σου πω ειλικρινά ότι δεν είναι αντάξιός σου…

 

 

Το φαινόμενο Χατζιδάκις

 

Βαθιά γοητευμένος δεν είπα λέξη. Ο Μάνος μάς είχε καλέσει με τη Μυρτώ σε γεύμα στην Πλάκα. Έλαμπε. Ο κόσμος τον αναγνώριζε. Τον θαύμαζε. Τον αγαπούσε. Το φαινόμενο Χατζιδάκις δέσποζε ήδη στο κέντρο του εθνικού μας στερεώματος.

Τον επόμενο χρόνο εν τούτοις ο Μάνος ηχογράφησε πρώτος τα τραγούδια του «Επιτάφιου», κάνοντας έτσι τις πορείες μας παράλληλες. Το πόσο ήταν όχι μόνο παράλληλες αλλά και παρόμοιες το δείχνει η κοινή μας αγάπη τόσο για το τραγούδι όσο και για τη συμφωνική μουσική. Εγώ την έδειξα με συμφωνικές συνθέσεις, ενώ ο Μάνος με τη διεύθυνση συμφωνικών έργων.

Άλλωστε μήπως δεν υπήρξε διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας, της Λυρικής Σκηνής, του Γ’ Προγράμματος και δεν είχε σειρά άλλων δραστηριοτήτων που έδειχναν τα πραγματικά του ενδιαφέροντα; Μήπως η πνευματική του καλλιέργεια, τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα, οι κοινωνικές του ευαισθησίες δεν εκδηλώνονταν κάθε τόσο, με την έκδοση, λ.χ., του «Τέταρτου», καθώς και με τις καίριες παρεμβάσεις του σε φλέγοντα θέματα, παρεμβάσεις που συχνά έβαζαν στα γεγονότα τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του; Μιας προσωπικότητας που είχε την πολυτέλεια να δηλώνει προσωπικός φίλος του Καραμανλή και παράλληλα να υποστηρίζει θέσεις πέραν ακόμα των επισήμων απόψεων της Αριστεράς.

 

 

Διαφορετικός παντού και σε όλα

 

Ο Χατζιδάκις ήταν «διαφορετικός» και ήταν περήφανος γι’ αυτό και είχε τη μεγάλη δύναμη να το δείχνει σε πολύ δύσκολους καιρούς, γιατί το θεωρούσε πράξη ελευθερίας και ολοκλήρωσης. Θα έλεγα ότι ήταν διαφορετικός παντού και σε όλα. Το εκπληκτικό ήταν ότι το εγνώριζε πριν ακόμα το υποψιαστούν οι άλλοι. Ηταν οικείος, πάντα μέχρι του σημείου που εκείνος ήθελε, ήταν εκείνος που σε κάθε περίπτωση έθετε τους «κανόνες του παιχνιδιού», και είχε μια «μεγαλοπρέπεια» θα έλεγε κανείς και ένα κύρος που μπροστά του δεν υπήρχε δεύτερη γνώμη. Γιατί ο Χατζιδάκις δεν έγινε μεγάλος. Γεννήθηκε μεγάλος! Και ακόμα, είχε το προσόν να επιβάλλει στους άλλους αυτή την πραγματικότητα. Οταν μιλούσε, διατύπωνε τόσο άρτια, με τόσο άψογα ελληνικά και τόσο τέλεια τεκμηριωμένα οτιδήποτε έθιγε, που σε έπειθε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ηταν μια αυθεντία. Μια μοναδική περίπτωση ανθρώπου που σε καθήλωνε μονάχα με ένα βλέμμα.

Εμένα προσωπικά, πέραν όλων των άλλων, με γοήτευε. Ναι, ήταν ένας γόης. Ως άνθρωπος, ως διανοούμενος και ως συνθέτης. Και νομίζω ότι αυτή η γοητεία αποτελεί την πεμπτουσία της μουσικής του που αναστατώνει τις αισθήσεις και τη σκέψη μας. Τον κάνει απολύτως οικείο και παράλληλα τόσο διαφορετικό – τόσο πιο σημαντικό – από όλους εμάς. Ενα δώρο των θεών στη χώρα μας, που με μικρούς συνδυασμούς ήχων τόσο προσωπικών, δηλαδή με τις μαγικές του μελωδίες, φτάνει στα βάθη της εθνικής συλλογικής μας ευαισθησίας, ρουφάει το μεδούλι της και μας το δωρίζει με αθάνατα έργα που θα φωτίζουν πάντα τους ανθρώπους, έλληνες και αλλοδαπούς.

 

* Το κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη που δημοσιεύουμε σήμερα, αποτελεί μια από καρδιάς εξομολόγηση για τον φίλο που πέρασε στην αθανασία. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 15 Ιουνίου του 2003, για την επέτειο των 9 ετών από το θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι.

AgrinioStories