Ο Καραγάτσης πεθαίνει 14 Σεπτεμρβίου 1960
και κηδεύεται την ίδια μέρα. Στον τάφο του χαράζεται
το επίγραμμα από το έργο του Το μεγάλο συναξάρι:
«Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».
- Βιογραφικό
Μ. Καραγάτσης: Φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου. Από τους πιο προικισμένους πεζογράφους της γενιάς του, συνεχιστής και ανανεωτής της παράδοσης που άφησαν με τα νατουραλιστικά τους διηγήματα ο Καρκαβίτσας και ο Θεοτόκης. Ο Καραγάτσης επέβαλε νωρίς την παρουσία του στην πεζογραφία μας με τα μυθιστορήματά του Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν (1933) και Γιούγκερμαν (1938), τα οποία έγραψε σε νεανική ηλικία. Οι ήρωές του κατέχονται από μεγάλα πάθη, πρωτόγονο και ανικανοποίητο ερωτισμό, ανεξάντλητη ζωική ορμή και δραστηριότητα.
Ο Καραγάτσης παρουσιάζει με γνώση και ρεαλισμό την ασφυκτική ζωή της επαρχιακής κοινωνίας και αποκαλύπτει πολλές καθημερινές σκληρές όψεις της. Ο θεσσαλικός κάμπος, που τον περιγράφει με εντυπωσιακή δύναμη, γίνεται ένα τεράστιο νατουραλιστικό σκηνικό, κατάλληλο να πλαισιώσει τους μύθους του. Από εδώ κυρίως αντλεί την ανεξάντλητη έμπνευσή του. Είναι από τους πολυγραφότερους πεζογράφους μας.
Έργα του: α) Μυθιστορήματα: Χίμαιρα (1940), Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου (1944), Ο Μεγάλος Ύπνος (1946), Aίμα Χαμένο και Κερδισμένο (1947), Ο Αντιπλοίαρχος Βασίλης Λάσκος (1948), Τα Στερνά του Μίχαλου (1949), Ο Θάνατος και ο Θόδωρος (1954), Ο Κίτρινος Φάκελος (1956), Σέργιος και Βάκχος (1959), Το 10 (1960).
β) Διηγήματα: Το Συναξάρι των Αμαρτωλών (1935), Λιτανεία των Ασεβών (1940), Νυχτερινή Ιστορία (1943), Πυρετός (1945), Το Νερό της Βροχής (1950), Το Μεγάλο Συναξάρι (1952).
Σε πρώτο πρόσωπο
«Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιό. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια-σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι- τους διαφόρους ‘αρμοδίους’, όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα το Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: «Τράβα και σύ Καραγάτση, όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά. Όπως βλέπετε το κυριότερο γνώρισμά μου είναι η μετριοφροσύνη.
Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πως, υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριες μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην ‘γυναίκα των ονείρων μου’. Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές.
Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα- ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω…αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά… Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ. Καθηγητής -γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου για να μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διάνθησης. Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών…
Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ. Πέτρον Χάρην, Άγγελο Τερζάκην, Γιώργο Θεοτοκάν, Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτην, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία τους- όπως και εγώ εξάλλου. Ο ισχυρισμός του κ. Κλ. Παράσχου ότι υπήρξε συμφοιτητής μου είναι ανακριβέστατος. Όταν ο νεαρότατος κ. Παράσχος γράφτηκε πρωτοετής στη νομική, εγώ ήμουν κιόλας δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Έφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα τόριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί…»
Έγραψα πολλά και διάφορα διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωές μου λοιπόν –Λιάπκιν, Μαρίνα Ρεΐζη και ιδίως Γιούγκερμαν– είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι και στέκουν ψηλότερα από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πώς το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μου έδωσε ακόμα το βραβείο Αρετής, πως δεν με εκάλεσε ακόμα να παρακαθίσω στους ενάρετους κόλπους της κοντά στον κ. Σπύρο Μελά. Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης. Είμαι βέβαιος πως ο Θεός θα με κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο. Αμήν»
«Η σημερινή εποχή είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, και δε θ’ άλλαζα με τίποτα την φυσική χρονολογική τοποθέτηση της ζωής μου. Η Μοίρα, για να με γεννήσει το 1908 και να με πεθάνει όταν με πεθάνει, ήξερε τι έκανε. Το παρελθόν το γνωρίζω, ώστε να μη με γοητεύει. Το μέλλον είναι σκοτεινό, ώστε να με τρομάζει. Αγαπώ το φωτεινό, το γνωστό Σήμερα. Όταν κλείνουμαι στο γραφείο μου, μπροστά σ’ ένα λευκό χαρτί και με μερικές ιδέες στο κεφάλι, αισθάνουμαι μια τεράστια ηδονή: Όπως ο γυναικάς πλάι στην ερωμένη του, κι ο μπέκρος μπροστά στο εκατοσταράκι. Εξάλλου, τίποτα δεν μ’ αναγκάζει να γράφω από υποχρέωση για να πέσω στη ρουτίνα. Γράφω μόνον όταν έχω κέφι». (Μ. Καραγάτσης αποσπάσματα από συνέντευξη που έδωσε στον ΘΑΛΗ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (περιοδικό “Νεοελληνικά Γράμματα”, αρ. 48, Οκτ. 1937), η οποία επαναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 27/6/2008).
Η διαμάχη Καραγάτση – Λαπαθιώτη
«Περί ψευδωνύμων»
Η διαμάχη μεταξύ Καραγάτση – Λαπαθιώτη διεξήχθη στα 1943, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Νέα Εστία, και ξεκίνησε όταν ο Καραγάτσης με επιστολή του στον Π. Χάρη, τότε διευθυντή της Νέας Εστίας, έγραφε για την απόφασή του να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο:
Η αρχή της διαμάχης
«(…) θα ήθελα να σου ξομολογηθώ την κωμικοτραγικήν ιστορία του ψευδωνύμου μου.
Ήμουνα κι εγώ από τους νέους εκείνους που είχαν πολλούς δισταγμούς για το πρωτόλειό τους έργο. Δε με φόβιζε όμως η γνώμη των συνανθρώπων μου. Με το δονκιχωτικό θράσος των δειλών, ήμουνα έτοιμος να δώσω τη μάχη με το πραγματικό και τόσο -κατά τη γνώμη σου- καλαίσθητο όνομά μου. Με τη διαφορά πως το όνομα αυτό δεν ήταν μόνο δικό μου, αλλά και του μακαρίτη του πατέρα μου, ενός ανθρώπου μ’ εξαιρετικήν αξία και μεγάλα πνευματικά και ηθικά χαρίσματα. Αλλά και παθολογικά εγωκεντρικού, που πίστευε ακράδαντα πως κάθε άλλος έξω από το δρόμο που ακολούθησε αυτός στη ζωή του, είχε μέσα του το σπέρμα της κατωτερότητας, της αποτυχίας. Και σαν καλός πατέρας που ήταν, σπατάλησε τις δυνάμεις του και την περιουσία του για να με κάνει ό,τι ήταν κι αυτός. Δηλαδή ένα σοβαρό και πρακτικό επιστήμονα πολιτικό.
Καταλαβαίνεις τη βαθειά του απογοήτευση όταν είδε τις βιολογικές και διαμορφωτικές του προσπάθειες να πάνε χαμένες. Χωρίς να έχουμε μιλήσει ποτέ καθαρά, καταλάβαινε πως η λογοτεχνική προοπτική ήταν το μεγάλο μου πάθος. Και συννέφιαζε…
Έτυχε ο μακαρίτης να έχει φίλο γκαρδιακό ένα συνομήλικό του στρατιωτικό, που ο γιος του, καλός κι ορθόδοξος ποιητής, ακολούθησε κάποιον αιρετικό σε άλλες βιοκοινωνικές του εκδηλώσεις δρόμο[1]. Και γεννήθηκε στη φαντασία του πατέρα μου η πλάνη πως ο κάθε νεοέλληνας λογοτέχνης πρέπει νάχει όλα τα γνωρίσματα που ξεχώριζαν το γιο του γερο-φίλου του από τους άλλους ανθρώπους. Με φώναξε λοιπόν μια μέρα και μου εδήλωσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο:
-Το όνομα που σου έδωσα είναι ακηλίδωτο και σου απαγορεύω να το κηλιδώσεις! Δε θάχουμε στην οικογένειά μας τα ρεζιλίκια του Παυσανία!
Έσκυψα το κεφάλι με τον πρεπούμενο υικό σεβασμό:
-Να μείνετε ήσυχος. Θα πάρω ψευδώνυμο…
Κι έτσι από Ροδόπουλος γίνηκα Καραγάτσης.
Ύστερ’ από λίγο καιρό κυκλοφόρησε ο “Συνταγματάρχης Λιάπκιν”. Ο μακαρίτης αγνοούσε επισήμως το φοβερό μου στραβοπάτημα. Όταν όμως διάβασε τις κριτικές, όταν άκουσε τους επαίνους των ανίδεων για την πεισματωμένη αντίληψή του γνωστών και φίλων, άρχισε να κλονίζεται. Και μια μέρα αγόρασε το “Λιάπκιν” και τον διάβασε κρυφά. Μάλιστα κρυφά.
Και κατάλαβε. Γιατί, όπως είπαμε, ήταν άνθρωπος με ανώτερην αντίληψη, ο μακαρίτης.
Με φώναξε, λοιπόν, πάλι στο γραφείο του και μου είπε τον παρακάτω μνημειώδη λόγο:
-Κηλιδωμένο όνομα σου έδωσα και πήρες ψευδώνυμο;
Έτσι, το ψευδώνυμό μου χρωστιέται όχι σε δικό μου, αλλά σε πατρικό complexe d’ infériorité για λογαριασμό του οικογενειακού ονόματος. Με τη διαφορά πως όταν γίνηκε φανερό πως δεν υπήρχε φόβος να κηλιδώσω με την πέννα μου το όνομα των Ροδοπουλέων, ήταν πια πολύ αργά. Κι έτσι απόμεινα Καραγάτσης. Ας όψεται ο γιος του Παυσανία… (Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 379 (15/3/1943)
[1] Εδώ ο Καραγάτσης “φωτογραφίζει” το γνωστό ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ο οποίος μάλιστα συνεργαζόταν συχνά με το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Ο πατέρας του Λαπαθιώτη λεγόταν Λεωνίδας και ήταν ανώτατος στρατιωτικός, ενώ το 1909 έγινε υπουργός των εξωτερικών και αργότερα βουλευτής.
Η απάντηση του Λαπαθιώτη δημοσιεύτηκε στο μεθεπόμενο τεύχος.
Εκεί ο Λαπαθιώτης γράφει, μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στον Καραγάτση:
«[…] Στο τελευταίο γράμμα του, για τα ψευδώνυμα, αφηγούμενος το πώς αναγκάστηκε να πάρη το ψευδώνυμό του, αναφέρει πρόσωπα που μου τυχαίνουν γνώριμα, και μάλλον προσφιλή: τον πατέρα του, το φίλο του πατέρα του (Παυσανία, Πελοπίδα, είτε Λεωνίδα στρατηγό), και το γιο του φίλου του πατέρα του. Κι επειδή αυτός ο γιος του φίλου του πατέρα του δε μπορεί ο ίδιος να μιλήση, θ’ αναλάβω να μιλήσω αντ’ αυτού σα να ήμουν εντελώς στη θέση του. Δεν ξέρω τίνος είδους αντιπάθεια είχε ο πατέρας του Μ. Καραγάτση για το “στραβό δρόμο” που είχε πάρει ο γιος του καλού του φίλου Λεωνίδα, αλλά, καθώς θυμάμαι, δεν του την έκανε ποτέ γνωστή, σε ιδιαίτερές τους συζητήσεις, και δε μπορώ να λησμονήσω το θερμό και πατρικό του φέρσιμο προς το γιον αυτό, τον “παραστρατημένο”, τις φορές που έτυχε να βρίσκωμαι παρών!
Κι ακόμα, ξέρω αρκετά καλά πως ο ίδιος ο στρατηγός ο Λεωνίδας ήταν, ως το τέλος της ζωής του, -κι εκείνος, κι η γυναίκα του, άνθρωποι μορφωμένοι και πολιτισμένοι- υπερήφανος για το δρόμο που πήρε το παιδί τους, μάλιστα κάπως υπερβολικά (αν κι εδώ που τα λέμε, δεν πιστεύω ν’ αρνηθή ο φίλος Καραγάτσης ότι κι οι δυο τους είχαν και λίγο δίκιο!).
Τώρα αν στις οικογενειακές τους συζητήσεις, ο πατέρας του φίλου Καραγάτση έλεγε τ’ αντίθετα (γιος και πατέρας, βέβαια, αλλιώς κουβεντιάζουν μεταξύ τους), – αυτό επίσης, δε βρίσκομαι σε θέση να το ξέρω, και το πιστεύω, όπως το λέει ο φίλος Καραγάτσης… Τόση, βλέπεις, ήταν η πνευματική διαφορά των δυο εκείνων φίλων πατεράδων (και συμβουλευτών, ένα διάστημα), ώστε, ενώ ο ένας είχε την αφέλεια να απαγορεύση στο παιδί του να γίνη λογογράφος για να μη μοιάση με το γιο του φίλου του, ο άλλος είχε την αντίθετην αφέλεια, όταν ο γιος του ήταν δώδεκα χρονών, να του τυπώση, σε βιβλιαράκι, από δική του εντελώς πρωτοβουλία, ένα παιδικό του δραματάκι, έμμετρο και ομοιοκατάληκτο, – τον… περίφημο “Νέρωνα τον Τύραννο”, και να το μοιράζη στους γνωστούς του…
Αλλά, στα τελευταία, θα μου πήτε, τι βγαίνει απ’ αυτή την ιστορία; Θα σας το πω κι αυτό αμέσως: Βγαίνει πως ο φίλος Καραγάτσης, μην έχοντας πρόχειρη άλλην αφορμή, βρήκε τον τρόπο, γι’ άλλη μια φορά, να ικανοποιήση αξιόλογα το, ας το πω χαριτωμένο, “βίτσιο” του, της φιλάρεσκης περιαυτολογίας, θυσιάζοντας σ’ αυτό, δίχως ίχνος τύψεως, και το γιο του φίλου του πατέρα του, -κι ακόμα και τον ίδιο τον πατέρα του, που μας τον παρασταίνει αφελέστατο και με πρωτόγονη, σχεδόν, απλοϊκότητα, ενώ τον ξέραμε, ως τώρα, σοβαρά και πολιτισμένα μορφωμένο… Χαλάλι του! Σήμερα, άλλωστε, τέτοιο είναι και της εποχής το δόγμα: Ο σκοπός ν’ αγιάζη τα μέσα! Κι εγώ, τώρα, για να τον ευχαριστήσω, υπερακοντίζω τους σκοπούς του…
Μόνο, ακόμα, που θα παρατηρήσω πως, αν ο γιος του φίλου του πατέρα του είναι ο… ανήθικος υπεύθυνος για το πάρσιμο αυτού του ψευδωνύμου του, -δεν είναι όμως, και καθόλου, υποθέτω, για τη φρικώδη ακαλαισθησία της ευρέσεως αυτού του ψευδωνύμου! Γι’ αυτήν είναι υπεύθυνος ο ίδιος, – ο ίδιος που το βρήκε, και που τόχει…
Με συγχωρείς, “Νέα” μου “Εστία”, που τόσο σ’ απασχόλησα με μιαν υπόθεση πολύ προσωπική, – αλλά. πρώτος, ο φίλος Καραγάτσης άνοιξε και τούτο το μπελά, όπως κάνει, κατ’ αρχήν, σ’ αυτές τις περιστάσεις!
Εγώ, δεν κάνω, παρά να τον κλείσω.
Εκτός αν έχη όρεξη και γι’ άλλο… Εγώ δεν έχω, – αλλά τι να κάνω! Γιατί να του χαλάσω την καρδιά;…» (Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 381 – 15/4/1943)
Ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα
Δείτε ένα επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ «ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ» αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του συγγραφέα της γενιάς του ’30 Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ (ΔΗΜΗΤΡΗ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ) (γεν.1908-θαν.1960). Παρατίθενται βιογραφικά στοιχεία του λογοτέχνη, πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή του και τη ζωή των προγόνων του, τους τόπους όπου έζησε και τον επηρέασαν, καθώς και την προέλευση του ονόματός του. Παρουσιάζονται τα λογοτεχνικά του έργα με έμφαση στους ήρωες και την πλοκή τους, με αφετηρία το διήγημα «Η κυρία Νίτσα» που αποτελεί την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα το 1927, και σταθμούς τα μυθιστορήματα «Γιούγκερμαν» και «Η Μεγάλη Χίμαιρα». Παράλληλα οι συγγραφείς ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΚΟΥΦΑΣ, ο καθηγητής και κριτικός θεάτρου ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ και η ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ, κόρη του πεζογράφου, σχολιάζουν την προσωπική του γραφή, τα μοτίβα του έργου του και τα στοιχεία που συνιστούν την σπουδαιότητά του. Το ντοκιμαντέρ αναφέρεται μεταξύ άλλων στην επαγγελματική ιδιότητα του Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ ως διαφημιστή στην διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ (1952) και την ενασχόλησή του με την πολιτική και την υποψηφιότητά του με το κόμμα των Προοδευτικών το 1956 και το 1958. Πλούσιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό συνοδεύει τις αφηγήσεις ενώ προβάλλεται στιγμιότυπο από την κινηματογραφική ταινία «ΚΑΤΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟΝ» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ. Στην εκπομπή περιέχονται επίσης, αποσπάσματα ηχητικού ντοκουμέντου ραδιοφωνικής συνέντευξης του Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ και αναγνώσεις από τα έργα του.
Πηγές: Μ. Καραγάτσης: «Αυτοβιογραφία» (1908–1960) | Χρήστος Χωμενίδης, Γιατί ο Μ. Καραγάτσης ήταν ένας “κακός λογοτέχνης” και πώς αυτό ήταν στ’ αλήθεια καλό | Άντεια Φραντζή, Ένας φιλολογικός καβγάς στην Αθήνα του 1939 και μια συνάντηση που δεν πραγματοποιήθηκε | youtube.com
AgrinioStories | Επιμέλεια Λ.Τ.