Ερνέστο Σάμπατο:
«Να σταματήσουμε να κλεινόμαστε μέσα σε τείχη,
να λαχταράμε έναν κόσμο ανθρώπινο
και να είμαστε κιόλας στο δρόμο»
- επιμέλεια κειμένου: Λευτέρης Τηλιγαδας
Βιογραφία
Ο Ερνέστο Σάμπατο, γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου 1911 και πέθανε στις 30 Απριλίου του 2011, μόλις δύο μήνες πριν τα 100α του γενέθλια. Ο μεγάλος αργεντινός μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, με ιταλική και ισπανική καταγωγή, ανήκει στη γενιά των συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής που, όπως έχει γραφτεί, έκαναν τη λογοτεχνία τους το αξιολογότερο προϊόν εξαγωγής αυτών των χωρών προς τον υπόλοιπο κόσμο.
Υπήρξε κεντρική προσωπικότητα όχι μόνο στη λογοτεχνική ζωή της Αργεντινής στον 20ο αιώνα, αλλά και στον πολιτικό και δημόσιο βίο της. Μετά την πτώση του καθεστώτος Βιντέλα που είχε προκαλέσει την εξαφάνιση χιλιάδων ανθρώπων, ο Σάμπατο ορίστηκε, το 1984, επικεφαλής της επιτροπής που ερεύνησε τα εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα τα οποία διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του καθεστώτος.
Ως μυθιστοριογράφος με τεράστια αναγνώριση ήταν ένα από τα λίγα δημόσια πρόσωπα που είχαν το ηθικό κύρος και την ανεξαρτησία στην Αργεντινή εκείνης της εποχής. Η Εθνική Επιτροπή για την Εξαφάνιση Προσώπων εξέδωσε τα πορίσματά της τον Σεπτέμβριο του 1984, με τον τίτλο «Ποτέ ξανά» (Nunca Mas). Οι αναφορές της ήταν λεπτομερείς, τρομακτικές και αδιαμφισβήτητες. Μετά τις αποκαλύψεις των πορισμάτων οι στρατηγοί οδηγήθηκαν σε δίκη. Ήταν λοιπόν η έκθεση του Σάμπατο που έκανε τον λαό της Αργεντινής να μάθει και να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της καταστροφής που είχε συμβεί στη χώρα τους.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Σάμπατο είναι «Το Τούνελ» (1948 και 1978) με το οποίο έγινε αμέσως γνωστός. Πρόκειται για την εξομολόγηση του ζωγράφου Χουάν Πάμπλο Καστέλ, ο οποίος έχει δολοφονήσει τη μοναδική γυναίκα που μπορούσε να τον κατανοήσει. Σε όλο το μυθιστόρημα ο Καστέλ προβληματίζεται για τις πράξεις του και για τις πράξεις των άλλων. Ως αφηγητής, ο Καστέλ περιγράφει με λεπτομέρεια γιατί σκότωσε την ερωμένη του, τη Μαρία Ιριβάρνε.
Όπως γράφει στην ελληνική έκδοση του βιβλίου ο Φ. Δ. Δρακοντειάδης, «Το Τούνελ» είναι έργο παλιό αλλά και σύγχρονο. Κυκλοφόρησε το 1948 και αναγνωρίστηκε ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της λογοτεχνίας της Αργεντινής. Το 1978, ο Σάμπατο του έδωσε την τελική του μορφή. Όταν έγραψε αυτή τη νουβέλα, ο Αλμπέρ Καμύ είχε γράψει τον «Ξένο», ο Ζαν Πωλ Σαρτρ πότιζε το δέντρο του υπαρξισμού και ο Σάμουελ Μπέκετ καταπιανόταν με το «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Σε πρώτο πρόσωπο
«Αυτή τη νύχτα λοιπόν, η αντιπάθειά μου για την ανθρωπότητα φαινόταν να έχει καταργηθεί ή, τουλάχιστον, παροδικά, ν’ απουσιάζει. Μπήκα στο καφέ Μαρσότο. Υποθέτω πως εσείς ξέρετε ότι ο κόσμος πάει εκεί για ν’ ακούσει τανγκό, αλλά να τ’ ακούσει όπως κάποιος που πιστεύει στο Θεό ακούει το «κατά Ματθαίο Πάθη»[1]
«Θυμάμαι τόσες συμφορές, τόσα πρόσωπα, κυνικά και σκληρά, τόσες κακές πράξεις, που η μνήμη είναι για μένα το τρομερό φως που φωτίζει το ρυπαρό μουσείο της ντροπής»[2].
«Αλλά είναι αρκετά παράξενο που σ’ έναν άνθρωπο δεν αρκεί να έχει γλυτώσει τα μαρτύρια και το θάνατο, για να ζει ευχαριστημένος. Όταν αρχίζει να αποκτάει ξανά ασφάλεια, η περηφάνεια, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, που, φαινομενικά, είχαν εξαφανιστεί για πάντα, αρχίζουν να φανερώνονται ξανά, σαν ζώα που είχαν φύγει τρομαγμένα. Και, κατά κάποιον τρόπο, ξαναγυρίζουν με μεγαλύτερη έπαρση, σαν να ντρέπονταν που δεν είχαν πέσει τόσο χαμηλά»[3].
«Είναι μέρες που σηκώνομαι από το κρεβάτι με μια τρελή ελπίδα, στιγμές που νιώθω ότι οι δυνατότητες για μια πιο ανθρώπινη ζωή είναι κοντά μας, φτάνει ν’ απλώσουμε το χέρι μας. Μια τέτοια μέρα είναι η σημερινή. Κι έτσι, κάθισα το χάραμα να γράψω σχεδόν ψηλαφιστά, βιαστικά, σαν κάποιος που βγαίνει στο δρόμο να ζητήσει βοήθεια μπροστά στην απειλή μιας πυρκαγιάς ή σαν πλοίο που, λίγο πριν βυθιστεί, στέλνει έναν ύστατο, φλογερό μήνυμα σε κάποιο λιμάνι που ξέρει που βρίσκεται εκεί κοντά, αλλά έχει κουφαθεί από το θόρυβο της πόλης και από την ποσότητα των επιγραφών που θολώνουν τη ματιά.
Σας ζητώ να κοντοσταθούμε να σκεφτούμε το μεγαλείο που μπορούμε ακόμα να αναζητάμε, αν τολμήσουμε να αξιολογήσουμε τη ζωή με άλλο τρόπο. Μας ζητώ αυτό το κουράγιο που μας τοποθετεί στην πραγματική διάσταση του ανθρώπου. Όλοι μας, κάποιες φορές, υποτασσόμαστε. Όμως, υπάρχει κάτι που δε λαθεύει ποτέ: είναι η πεποίθηση ότι -μονάχα- οι αξίες τού πνεύματος μπορούν να μας σώσουν απ’ αυτό το σεισμό που απειλεί την ανθρώπινη υπόσταση.
Αν αντί να τροφοδοτούμε τις εστίες της απελπισίας και της αγωνίας, παθιαζόμασταν αποκαλύπτοντας έναν ενθουσιασμό για το καινούργιο που να εκφράζει την εμπιστοσύνη που ο άνθρωπος μπορεί να δείξει στην ίδια τη ζωή, το αντίθετο ακριβώς από την αδιαφορία! Να σταματήσουμε να κλεινόμαστε μέσα σε τείχη, να λαχταράμε έναν κόσμο ανθρώπινο και να είμαστε κιόλας στο δρόμο».
«Ενώ οι πιο άτυχοι πνίγονται στα βαθιά νερά, σε κάποια γωνιά, κάνοντας τους εντελώς ανυποψίαστους για την καταστροφή, στο κέντρο ενός χορού μεταμφιεσμένων, οι άνθρωποι της εξουσίας εξακολουθούν να χορεύουν, σκασμένοι στα γέλια από τις ίδιες τους τις χοντράδες».
«Οφείλουμε ν’ αντισταθούμε στο άδειασμα της κουλτούρας μας, της ρημαγμένης από εκείνους τους οικονομολόγους που το μόνο που καταλαβαίνουν είναι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν».
«Η εκπαίδευση είναι ό,τι λιγότερο υλικό υπάρχει, αλλά και η πλέον καθοριστική για το μέλλον ενός λαού, δεδομένου ότι αποτελεί το πνευματικό του προπύργιο».
«Για τους απόκληρους δεν υπάρχει δικαιοσύνη να τους υπερασπιστεί».
«Και τότε αναρωτήθηκα τι είδους κοινωνία είναι αυτή, τι δημοκρατία έχουμε όταν οι διεφθαρμένοι ζούνε μέσα στην ατιμωρησία, ενώ η πείνα του λαού θεωρείται υπονομευτική».
«Η σοβαρότητα της κρίσης μας επηρεάζει κοινωνικά και οικονομικά. Και ακόμα χειρότερα: ο ουρανός και η γη έχουν αρρωστήσει. Η φύση, αυτό το αρχέτυπο κάθε ομορφιάς, διαταράχτηκε».
«Οι νέοι υποφέρουν: δεν θέλουν πλέον ν’ αποκτήσουν παιδιά. Δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερος σκεπτικισμός».