Γραμμένη Οξιά: Κλέφτες γράψαν το όνομά της

Η Γραμμένη Οξιά, είναι κρυμμένη
μέσα σε αγκαλιές βουνών και δασών,
όπου το μόνο αγαθό που έχει σε αφθονία
είναι η άγρια ομορφιά των τοπίων της.

Το ορεινό αυτό μικρό χωριουδάκι της Αιτωλοακαρνανίας βρίσκεται στις βορειοδυτικές πλαγιές των Βαρδουσίων, χτισμένο στα 1.130 μέτρα. Είναι ένα χωριό με μονοψήφιο αριθμό κατοίκων το χειμώνα, μα με εκατοντάδες ανθρώπων που το έχουν στην καρδιά τους, και το καλοκαίρι, και όχι μόνο, το γεμίζουν με φωνές, γέλια και οικογενειακές στιγμές.

 

 

Η μικρή πλατεία του χωριού, σημείο αναφοράς για μικρούς και μεγάλους, ανταμώνει τις παλιές και νέες γενιές, προσφέροντας στιγμές απλής και ήρεμης ζωής. Ο Αύγουστος με το πανηγύρι είναι το αποκορύφωμα της ζωής του.

Σήμερα η Γραμμένη Οξυά απαρτίζεται από το “πάνω” και το “κάτω” χωριό. Τρία μαγαζιά επάνω στην πλατεία αποτελούν το κέντρο της κοινωνικής και εμπορικής ζωής του χωριού. Απομονωμένο, εδώ ο επισκέπτης θα βρει γαλήνη και ηρεμία, φύση. Όποιος ανέβει τους καλοκαιρινούς μήνες στο χωριό, θα δει την πλατεία, τα σοκάκια, τα περβόλια και τα σπίτια, παλιά και νέα, να σφύζουν από ζωή.

Σύμφωνα με την άποψη του Αρτοτινού λαογράφου Δημήτρη Λουκόπουλου, η ονομασία Γραμμένη Οξιά οφείλεται στην παρακάτω παράδοση:

«Μια σημαδιακή οξιά, στην άκρη από τα σιτιστιανά βουνίσια λιβάδια, ως σήμερα, νοματίζεται Γραμμένη Οξιά και αναδίδει ηρωικό θρύλο και λάμψη. Κοντά της λημέριαζε κάποιο καλοκαίρι ο περίφημος κλέφτης με τα παλληκάρια του και γκιζερούσε τους μαραζιάρικους απ’ την σκλαβιά θεσσαλικούς κάμπους και του γερο-Όλυμπου την ξέμακρη στην καταχνιά της χωμένη σιλουέτα. Ξάφνου, δυνατός άνεμος, όχι ασυνήθιστος στην ξεμέιντανη ‘κείνη ράχη, σηκώνεται και γίνεται ανεμοστρόφιλος[1], πρωτόφαντος και πρωτάκουστος.

 

 

Σηκώνει κοτρώνια και τα πετάει, σαν κανονιού μπόμπες, πέρα… μακριά, ξερριζώνει αδύνατες οξιές και τις ρίχνει, σαν καλαμποκιές, στο χωράφι. Σηκώνει και τους ανθρώπους, σαν βότσαλα, και τους πετάει μακριά και τους σκοτώνει. Χαλασμός κόσμου απρόσμενος. Ο Τσαμ’ Καλόγερος κι όσοι απ’ τους συντρόφους του πρόφτασαν να σιμώσουν και ν’ αγκαλιάσουν την γραμμένη, κατόπιν, ακλόνητη οξιά, γλίτωσαν.

Έναν τον πέταξε το θεριακό κάπου βαθειά στον λόγγο και τον διχάλωσε στα κλωνάρια της γέρικης οξιάς κι έγινε κομμάτια, την άλλη άνοιξη τον βρήκαν πεθαμένο και τον έθαψαν. Άλλος, που πήρε ο ανεμοστρόφιλας[2] και τον στροβίλιζε, σαν φύλλο, ράχη-ράχη, έπεσε πολύ μακριά κι έγινε κομμάτια.

Πέρασε το θεριακό κι η ιστορία έπρεπε να πάρει τον λόγο. Ο Τσαμ’ Καλόγερος, δοξάζοντας τον Θεό για το σωμό τους, βγάζει απ’ το σελάχι το μαχαίρι και ξεφλουδίζει λίγο της σώτειρας οξιάς τον κορμό και χαράζει με βαθειά γράμματα τ’ όνομά του και την μερομηνία. Η φλούδα και πάλι σκέπασε το ξεφλουδισμένο μέρος, μα η οξιά από τότε κι ως σήμερα έχει το όνομα Γραμμένη Οξιά. Και Γραμμένη Οξιά μετονόμασαν την Σιτίστα, τα τελευταία χρόνια κι έτσι την γράφουν στα χαρτιά».

Μια παραλλαγή, σχετική με την ονομασία Γραμμένη Οξιά, αναφέρει και ο συγγραφέας Κώστας Σφυρής:

«…Οι αρματολοί και οι κλέφτες, διερχόμενοι και εν καιρώ χειμώνος την χιονισμένη Οξιά, όπου το παχύ στρώμα του χιονιού έφθανε ως τα κλαδιά των πανύψηλων δέντρων της οξιάς, έγραφαν με τα σπαθιά επάνω στους λείους φλοιούς των δέντρων αυτών τα ονόματά των και άλλα εθνικά συνθήματα. Όταν το χιόνι έλειωνε, τα γράμματα εφαίνοντο ψηλά εκεί, όπου δεν ήτο δυνατόν να φθάσει εύκολα και να γράψει κανείς χωρίς το χιόνι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συν τω χρόνω, πολλές οξιές ευρέθησαν γραμμένες, σαν βιβλία. Από το γεγονός αυτό, το διάσελο εκείνο του βουνού με τις γραμμένες οξιές, πήρε το όνομα Γραμμένη Οξιά. Η τοποθεσία αυτή χάρισε κατόπιν το ίδιο όνομα και στο χωριό, διότι προηγουμένως ελέγετο Σιτίστα… Το βέβαιο είναι πως το σημερινό όνομα του χωριού το εχάρισε το σπαθί των κλεφτών…».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1. Ανεμοστρόφιλος = ανεμοστρόβιλος. | 2. Ανεμοστρόφιλας = ανεμοστρόβιλος.
Πηγή κειμένου | Πηγή φωτογραφιών

AgrinioStories