...
Ο γέγονε… Γέγονε
| Γεγονότα
1821 – Οι Τούρκοι απαγχονίζουν στην Κωνσταντινούπολη τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, σε αντίποινα για την Ελληνική Επανάσταση.
Γεννήθηκε το 1745 ή 1746 στη Δημητσάνα από φτωχή οικογένεια και το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος. Γονείς του ήταν ο βοσκός Ιωάννης και η Ασημίνα Αγγελοπούλου. Μετά τις βασικές σπουδές στο χωριό του, το 1765 πήγε στην Αθήνα για δύο χρόνια, όπου μαθήτευσε παρά τον Δημήτριο Βόδα, ιεροκήρυκα από τα Ιωάννινα.
Το 1767 μετέβη στη Σμύρνη, όπου ένας θείος του που υπηρετούσε νεωκόρος στο ναό του Αγίου Γεωργίου τον βοήθησε να σπουδάσει στο περιώνυμο Γυμνάσιο της πόλης για πέντε χρόνια.
Από την παιδική του ηλικία ο Γεώργιος Αγγελόπουλος είχε σχέση με τη Μονή Φιλοσόφου της Αρκαδίας, μέσω της οποίας ενισχύθηκε ο έμφυτος ασκητισμός του. Έτσι, αποσύρθηκε στις Στροφάδες και στην εκεί Μονή του Αγίου Διονυσίου εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Γρηγόριος.
1924 – Στις 10 Απριλίου 1924 πραγματοποιείται η πρώτη ένοπλη ληστεία με λεία σε ελληνικό τρένο. Η δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου στην Ελλάδα ξεκίνησε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα έπειτα από πρωτοβουλία των κυβερνήσεων του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος θεωρούσε πως η συγκρότηση σιδηροδρομικού δικτύου αποτελούσε θεμέλιο λίθο για τον επιδιωκόμενο εκσυγχρονισμό του κράτους. Με την πάροδο των ετών το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας άρχισε να εξαπλώνεται και να μεγαλώνει συνδέοντας τις μεγάλες πόλεις της ηπειρωτικής χώρας.
Λίγα χρόνια αργότερα, στις 10 Απριλίου 1924 σημειώθηκε η πρώτη ληστεία σε ελληνική αμαξοστοιχία. Το τρένο που πραγματοποιούσε το δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη ήταν σταθμευμένο στην περιοχή του Δοξαρά στη Λάρισα, όταν εισέβαλλαν σε αυτό τέσσερις ένοπλοι άνδρες μεταμφιεσμένοι φορώντας ψεύτικα μουστάκια και περούκες.
Οι εισβολείς, αφού εισήλθαν στην αμαξοστοιχία λήστεψαν τους επιβάτες της πρώτης θέσης, στην οποία ταξίδευαν οι μεγαλοαστοί και επιχειρηματίες. Ανάμεσα στους ληστευθέντες συγκαταλέγονταν ο τότε Υπουργός Υγείας Δημήτριος Πάζης και ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας Ιωάννης Βηλαλάς. Υπολογίζεται ότι η λεία των κακοποιών ανήλθε στο ιδιαίτερα σημαντικό για την εποχή ποσό των 200.000 δραχμών. Οι έρευνες της αστυνομίας περιστράφηκαν γύρω από την τοπική συμμορία των Παγιούλα – Παπαγεωργίου.
Γεννήσεις
1847 – Τζόζεφ Πούλιτζερ (10 Απριλίου 1847 – 29 Οκτωβρίου 1911) ήταν Ουγγρικής καταγωγής Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδων. Η πιο γνωστή εφημερίδα που εξέδωσε ήταν η New York World. Τα Βραβεία Πούλιτζερ ήταν πρόνοια της διαθήκης του Πούλιτζερ.
Ο Πούλιτζερ (προφερόμενος σωστά ως ‘πουλ-ιτ-σερ’) μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1864, όπου υπηρέτησε στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο με την πλευρά των Βορείων. Έπειτα εγκαταστάθηκε στο Σαιντ Λούις στο Μισούρι, όπου το 1868 άρχισε να δουλεύει για μια γερμανόφωνη καθημερινή εφημερίδα, την “Westliche Post”.
Έγινε μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και εκλέχτηκε στο Πολιτειακό Νομοθετικό Σώμα του Μισσούρι το 1869. Το 1878 ο Πούλιτζερ αγόρασε δυο καθημερινές εφημερίδες του Σαιν Λούις, την “St. Louis Post” και την “St. Louis Dispatch” και τις συγχώνευσε δημιουργώντας την “St. Louis Post-Dispatch”, η οποία παραμένει μέχρι σήμερα η καθημερινή εφημερίδα του Σαιντ Λούις.
Όντας πλούσιος μέχρι το 1883, ο Πούλιτζερ αγόρασε για 346.000 δολάρια την Νεο-υορκέζικη εφημερίδα “New York World”,μια εφημερίδα που έχανε ετησίως 40.000 δολάρια. Ο Πούλιτζερ άλλαξε την θεματολογία της εφημερίδας προσφέροντας καθημερινές ή περίεργες ιστορίες που ενδιέφεραν τους ανθρώπους, σκάνδαλα και κιτρινισμό. Το 1885, την ίδια χρονιά που εξελέγη στο Αμερικανικό Σώμα Αντιπροσώπων, προσέλαβε τον Ρίτσαρντ Φ. Άουτκολτ για να σχεδιάσει καρτούν βασισμένα στις φτωχογειτονιές, και η κυκλοφορία άγγιξε τις 600.000 (από κυκλοφορία 15.000 φύλλων όταν αγόρασε την εφημερίδα) καθιστώντας την την μεγαλύτερη εφημερίδα στη χώρα. Το 1887 προσέλαβε την διάσημη μετέπειτα, δημοσιογράφο έρευνας Νέλι Μπλάι (Nellie Bly).
Το 1895 ο Γουίλλιαμ Ράντολφ Χερστ αγόρασε τη New York Journal, πράγμα που οδήγησε σε έναν δημοσιογραφικό πόλεμο μεταξύ της World του Πούλιτζερ και της Journal του Χερστ. Ο ανταγωνισμός αυτός με τον Χερστ, ιδιαίτερα η κάλυψη πριν και κατα τη διάρκεια του Ισπανο-Αμερικανικού Πολέμου, συνέδεσε το όνομα του Πούλιτζερ με την κίτρινη δημοσιογραφία. Το 1896, η World εισήγαγε ένα έγχρωμο παράρτημα, καινοτομία για την εποχή.
Το 1909 η World αποκάλυψε μια οικονομική απάτη στην οποία ήταν αναμεμειγμένη η Αμερικανική κυβέρνηση. Ο Πούλιτζερ κατηγορήθηκε για δυσφήμηση εναντίον του Θίοντορ Ρούζβελτ και του Τζ. Π. Μόργκαν. Τα δικαστήρια απέρριψαν τις κατηγορίες, γεγονός που κατεγράφη ως νίκη για την ελευθερία του τύπου.
Το 1892 ο Πούλιτζερ προσέφερε στον πρόεδρο του Πανεπιστημίου Κολούμπια, Σεθ Λόου, χρήματα για τη δημιουργία της πρώτης παγκοσμίως σχολής δημοσιογραφίας. Το πανεπιστήμιο αρχικά απέρριψε τα χρήματα, προφανώς ανεπηρέαστοι από τον ανενδοίαστο χαρακτήρα του Πούλιτζερ. Το 1902 ο νέος πρόεδρος του Κολούμπια, ο Νίκολας Μάρρεϋ Μπάτλερ, ήταν περισσότερο δεκτικός στο σχέδιο για μια σχολή και βραβεία, αλλά μόνο μετά το θάνατο του Πούλιτζερ το όνειρο αυτό πραγματοποιήθηκε. Ο Πούλιτζερ άφησε στο πανεπιστήμιο 2 εκατομμύρια δολάρια στη διαθήκη του, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία το 1912 της Μεταπτυχιακής Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, αλλά μέχρι τότε η πρώτη σχολή δημοσιογραφίας είχε ήδη δημιουργηθεί στο Πανεπιστήμιο του Μισούρι. Η Μεταπτυχιακή Σχολή Δημοσιογραφίας του Κολούμπια παραμένει μία από τις πιο περίβλεπτες σχολές παγκοσμίως.
1870 – Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ (Влади́мир Ильи́ч Улья́нов, 22 Απριλίου 1870 – 21 Ιανουαρίου 1924), γνωστός με το ψευδώνυμο Λένιν (Ле́нин), ήταν Ρώσος κομμουνιστής επαναστάτης, πολιτικός και πολιτικός θεωρητικός.
Ήταν ηγέτης της Ρωσικής Επανάστασης και επικεφαλής της Ε.Σ.Σ.Δ. (1922-1924), ηγέτης της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του μπολσεβικικού κόμματος.
«Λένιν» ήταν ένα από τα επαναστατικά ψευδώνυμα του Βλαντίμιρ Ουλιάνοφ. Λέγεται ότι επέλεξε αυτό το όνομα για να παρουσιάσει την αντίθεσή του με το Γκεόργκι Πλεχάνοφ που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Βόλγκιν, παρμένο από τον ποταμό Βόλγα.
Έτσι, ο Ουλιάνοφ επέλεξε τον ποταμό Λένα, ο οποίος είναι μακρύτερος και ρέει στην αντίθετη κατεύθυνση, μιας και διαφωνούσαν σε ορισμένα θέματα οικονομικής κυρίως φύσης.
Θάνατοι
1585 – Γρηγόριος 13ος, Πάπας της Ρώμης (Papa Gregorio XIII, 7 Ιανουαρίου 1502 – 10 Απριλίου 1585), κοσμικό όνομα Ούγος Μπονκομπάνι (Ugo Boncompagni), ήταν πάπας από το 1572 έως το 1585. Ήταν ο πάπας που στις 5 Οκτωβρίου του 1582 αποφάσισε να διορθώσει το ημερολόγιο, διατάζοντας η συγκεκριμένη ημερομηνία να ονομαστεί 15 Οκτωβρίου 1582. Το νέο αυτό Ημερολόγιο, το οποίο προς τιμήν του ονομάστηκε Γρηγοριανό, το υιοθέτησαν αμέσως οι Ρωμαιοκαθολικές χώρες, αλλά οι Ορθόδοξες και κάποιες Διαμαρτυρόμενες, για λόγους καθαρά θρησκευτικούς, αντέδρασαν. Στην Ελλάδα το νέο αυτό ημερολόγιο καθιερώθηκε με νόμο στις 16 Φεβρουαρίου του 1923 και η συγκεκριμένη ημερομηνία ονομάστηκε 1 Μαρτίου 1923, αλλά η Εκκλησία αντέδρασε, με αποτέλεσμα, όταν έφτασε η 25η Μαρτίου, να επέλθει σύγχυση και να χρειαστεί να χωριστεί η Εορτή της Εθνεγερσίας απ’ αυτή του Ευαγγελισμού. Μετά από πιέσεις της Πολιτείας όμως αναγκάστηκε κι αυτή να συμμορφωθεί και στις 10 Μαρτίου του 1924, που ονομάστηκε 23 Μαρτίου 1924, το εκκλησιαστικό Ημερολόγιο συνταυτίστηκε με το πολιτικό, χωρίς όμως τη μετακίνηση του Πασχαλίου Κύκλου, ο οποίος εξακολουθεί να εξαρτάται από το Ιουλιανό Ημερολόγιο.
1826 – Πήλιος Γούσης. Ο Αλή Πασάς κατά την 3η εκστρατεία του κατά των Σουλιωτών (1803) όταν διαπίστωσε ότι με τα όπλα δεν πετύχαινε τίποτα προσπάθησε τότε με δωροδοκίες και διαφθορές να εκπορθήσει το Σούλι. Στη προσπάθειά του αυτή ήρθε συνεργός στον γιο του Αλή, τον Βελή Πασά, ο Πήλιος Γούσης, που υπηρετούσε ως έμπιστος του Τουρκαλβανού στρατηγού Ζελιχτάρ Μπόττα, ο οποίος και υπέδειξε στους Τουρκαλβανούς που επιχειρούσαν τον αποκλεισμό των Σουλιωτών ένα ιδιαίτερο αφύλακτο μονοπάτι που οδηγούσε στο Κούγκι. Όταν ένα τμήμα των Τουρκαλβανών ανέβηκε αυτό το μονοπάτι οι μαχόμενοι Σουλιώτες βρέθηκαν ανάμεσα στα πυρά τους όπου αναγκάστηκαν πλέον να υποχωρήσουν, να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους και τελικά, λόγω και έλλειψης τροφών και πολεμοφοδίων να συνθηκολογήσουν και να εκπατριστούν στη συνέχεια στη ρωσοκρατούμενη τότε Πάργα και από εκεί στη Κέρκυρα. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο ποίημά του «Ο Καλόγερος» που αναφέρεται στον μοναχό Σαμουήλ που ανατίναξε την μπαρουταποθήκη στο Κούγκι, εμφανίζει τον Πήλιο Γούση να καλεί τον καλόγερο να παραδοθεί στο Βελή πασά. Την προδοσία αυτή του Πήλιου Γούση που συνέβαλε και ο συμπέθερός του Κουτσονίκας, έχει καταγράψει ο Χ. Περραιβός, που χρεώνει και ένα μέρος της προδοσίας στον Κίτσο Μπότσαρη.