Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου | Όχι συμβόλαια με εταιρείες!


.

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

Όχι συμβόλαια με εταιρείες!

«Πάντως, μια συμβουλή έχω να δώσω
στους νέους στιχουργούς. Όχι συμβόλαια με εταιρείες!»


Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες στιχουργούς της χώρας μας και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, όμως αναγκάστηκε να έρθει στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή.

Η ζωή της ήταν ιδιαίτερα περιπετειώδης. Ξεκίνησε ως ηθοποιός, δασκάλα και ποιήτρια, με τα χρόνια όμως αναδείχθηκε σε σπουδαία λαϊκή στιχουργό. Ξεκίνησε να γράφει στίχους το 1948 εξαναγκαζόμενη από το προσωπικό της πάθος (Χαρτοπαιξία), τροφοδοτώντας με αυτό τον τρόπο, έναντι ευτελούς οικονομικής αμοιβής, όλους τους επώνυμους συνθέτες της εποχής της με αριστουργηματικά τραγούδια.

Όπως είχε παραδεχτεί σε συνέντευξή της η επιτυχία της οφειλόταν στην ειλικρίνεια και τη φυσικότητα με την οποία έγραφε τους στίχους των τραγουδιών της. Ενώ είχε παραδεχτεί πως τα γράφει σε μια μέρα, συνήθως. Στην ίδια συνέντευξη είχε δηλώσει μάλιστα “Αλίμονο στον άνθρωπο που ζει με αναμνήσεις. Είναι σωστός θάνατος, όταν θυμάσαι τις ευχάριστες μέρες που δεν θα ξανάρθουν”.

Η ίδια απέφευγε να μιλάει για τις δύσκολες στιγμές του διωγμού, όπου ξεριζώθηκε από την πατρίδα της καθώς την πόναγε πολύ. “Μας ξεριζώνουν απ’ την ίδια μας τη γη. Ξαφνικά ακούγεται φοβερό βουητό, δίνεται το σύνθημα, αρχίζει το ποδοπάτημα, ποιος θα προλάβει να πρωτομπεί μες στο καράβι, σε σπρώχνουν, σε πονούν. Και έρχονται καράβια και μια θάλασσα άγρια σαν να θέλει να σε πνίξει κι αυτή μες στον καημό σου”

Η Μαίρη Νικολαΐδου, η κόρη της Ευτυχίας ήταν ένα πρόσωπο που σημάδεψε τη ζωή της σπουδαίας στιχουργού, ενώ ο θάνατός της δημιούργησε μια πληγή που δεν έκλεισε ποτέ. Η Μαίρη πέστη εγκεφαλικό επεισόδιο κλείνοντας τα μάτια της για πάντα. Είναι γνωστή στο ελληνικό κινηματογραφόφιλο κοινό για τη συμμετοχή της στην ταινία Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, όπου υποδυόταν μία από τις τσιγγάνες που πλαισίωναν τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Βασίλη Αυλωνίτη. Τσακισμένη από την τραγική απώλεια, η Ευτυχία βρήκε παρηγοριά στη χαρτοπαιξία η οποία ήταν και ένα είδος καταφύγιου για τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο της κόρης της. Αγαπημένο της παιχνίδι ήταν η πόκα, που συνήθιζαν να παίζουν μόνο άνδρες.

Η μεγάλη στιχουργός έγραφε για τα βάσανά της και τις κακουχίες που έζησε. “Γράφω όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση, όταν με βαραίνει ο πόνος. Για μένα το γράψιμο είναι ένας τρόπος για να ξεφύγω από τούτο το θλιβερό περιβάλλον. Στην ηλικία μου, βλέπεις, ο άνθρωπος ζει με τις αναμνήσεις του. Και οι δικές μου είναι πολύ πικρές”, όπως είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή της.

Μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της είναι το “Πετραδάκι πετραδάκι”, “Περασμένες μου αγάπες”, “Όνειρο απατηλό”, “Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις“, “Δύο λόγια της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου”, “Τι έχει και κλαίει το παιδί” και “Είμαι αυτός χωρίς φτερά”.

Η Ευτυχία έκλεισε τα μάτια της σε ηλικία 79 ετών στις 7 Ιανουαρίου 1972, έχοντας στο πλευρό της, την εγγονή της Ρέα, που τη φρόντισε ως τα γεράματά της. Τελευταία της επιθυμία ήταν να της τραγουδήσουν το “Άμαξα μέσ’ στη βροχή”.

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου:
«Το λαϊκό τραγούδι είναι δύσκολο και αμείλικτο»

Συνέντευξη του 1970 στη Μαργαρίτα Μανασίδου
για το περιοδικό «Επίκαιρα»

Μεταγραφή παρουσίαση: Φώντας Τρούσας | Lifo 22.12.2019

«Με έβλεπε με εκείνα τα μάτια της που είδαν πολλά» γράφει η Μανασίδου στην εισαγωγή της συνέντευξης, «πάρα πολλά, και γι’ αυτό είναι άλλοτε κοροϊδευτικά και άλλοτε τρομαγμένα. Ύψωνε τον μακρύ, υπερήφανο λαιμό της σαν πουλί αιφνιδιασμένο από κάποιο θόρυβο, και το αεικίνητο κεφάλι της –κεφάλι καλλονής– έμοιαζε να θέλει να πετάξει, να απαλλαγεί από την αναγκαστική ακινησία του κορμιού της. Με δέχτηκε στο κρεβάτι της, εκεί όπου τα βρογχικά την έχουν καθηλώσει εδώ και πολύ καιρό. Δεν σταμάτησε να μιλάει μ’ εκείνη την γοητευτική μπάσα φωνή της, χρωματίζοντας τα λόγια της σαν να ήταν μπαλάντες και τραγούδια.

»Τι μπορείς τώρα να ζητήσεις σε μια συνέντευξη από τη γυναίκα αυτή, που, στα 75 της χρόνια (σ.σ. στα 77 της), ο πόνος τής ξερίζωσε τα σωθικά (με τον χαμό της κόρης της), που πάλεψε μαζί του και τον έκανε τραγούδι – το υπέροχο εκείνο τραγούδι της Δυο πόρτες έχει η ζωή; (σ.σ. δεν ισχύει αυτό, το τραγούδι βγήκε ένα χρόνο πριν τον θάνατο της κόρης της)

»Το λαϊκό τραγούδι είναι δύσκολο και αμείλικτο. Θέλει ρωμαλεότητα και λεβεντιά. Για να γράψεις λαϊκό τραγούδι πρέπει να μπεις στην ψυχή του λαού, να του την πάρεις, και μαζί να του πάρεις και την καρδιά του! Σπάνια μια συνέντευξη χρειάσθηκε τόσο λίγες ερωτήσεις, όσες αυτή εδώ με την κυρία Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Ο μακρύς, απογυμνωτικός μονόλογός της μιλάει μόνος του, αποκαλύπτοντας μια προσωπικότητα συγκινητική και απλησίαστη, απρόβλεπτη και πλούσια.»

— Η εταιρεία δίσκων με την οποία είχατε υπογράψει συμβόλαιο (σ.σ. μάλλον στην Columbia αναφέρεται) δεν δέχεται τώρα τους στίχους σας, και συγχρόνως σας απαγορεύουν τη συνεργασία με άλλη εταιρεία…

Έξι μήνες έχουν να ακουσθούν τα τραγούδια μου. Μπήκα στον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού με τα «Καβουράκια» και φεύγω με το «Όνειρο απατηλό». Όλοι εμείς που ασχολούμαστε με το τραγούδι είμαστε δέσμιοι των εμπόρων. Ο Σωκράτης όλους αυτούς τους κατέτασσε στην τελευταία τάξη. Αυτοί μας υψώνουν και οι ίδιοι μας ρίχνουν στα τάρταρα της ανυπαρξίας. Είμαι 75 ετών και όχι 80 όπως πιστεύουν μερικοί, είμαι άρρωστη και ανήμπορη να τα βάλω μαζί τους, μα ένα μονάχα τους λέω: το πνεύμα δεν φυλακίζεται, δεν δεσμεύεται!

— Εξακολουθείτε λοιπόν και τώρα να γράφετε;

Και βέβαια γράφω. Αν είμαι ζωντανή ακόμη μετά από δυο χρόνια που λήγει το συμβόλαιό μου θα δώσω τους στίχους μου σε άλλες εταιρείες. Αλλιώς θα αναλάβει ο εγγονός μου την έκδοσή τους. Πάντως, μια συμβουλή έχω να δώσω στους νέους στιχουργούς. Όχι συμβόλαια με εταιρείες!

— Θυμίστε μας σας παρακαλώ μερικά τραγούδια σας…

Ναι παιδάκι μου να σου θυμίσω: «Τα καβουράκια», «Πήρα την στράτα κι έρχομαι», «Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι», «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Ηλιοβασιλέματα», «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Περασμένες μου αγάπες», «Είμαι αητός χωρίς φτερά» και πολλά άλλα… πού να τα γράφετε όλα;

— Αρχίσατε πριν 20 χρόνια να γράφετε τους στίχους σας, δηλαδή σχετικά αργά…

Ναι, μα τότε νόμιζα πως το λαϊκό τραγούδι είναι χαμηλά. Τώρα συγχαίρω τον Δήμο Μούτση που έβαλε το μπουζούκι και το τσίμπαλο στο αρχαίο θέατρο… Μπράβο του! (σ.σ. αναφέρεται στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Νεφέλαι» του Αριστοφάνη, που είχε ανεβεί στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, τον Ιούνιο του 1970, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού και με μουσική Δήμου Μούτση). Το μπουζούκι είναι πάντα πρώτο. Προέρχεται από τους Βυζαντινούς. Μα τώρα όσο πάει και νοθεύεται (σ.σ. υπαινισσόταν το ελαφρολαϊκό, που έπαιρνε κεφάλι).

— Ίσως γιατί δεν μπορούν…

Το λαϊκό τραγούδι είναι δύσκολο και αμείλικτο. Θέλει ρωμαλεότητα και λεβεντιά. Για να γράψεις λαϊκό τραγούδι πρέπει να μπεις στην ψυχή του λαού, να του την πάρεις, και μαζί να του πάρεις και την καρδιά του!

— Ακούτε την μελωδία, πριν αρχίσετε να γράφετε τους στίχους σας; Σας εμπνέει η μουσική;

Δεν μπορώ να γράψω, όταν μου δώσουν την μουσική. Γράφω πρώτα τους στίχους. Όταν ο συνθέτης κατορθώσει να μπει στο πετσί τού στιχουργού δημιουργείται μια επιτυχία. Είναι λάθος να γράφεται πρώτα η μουσική. Δεσμεύεται ο στιχουργός και το τραγούδι βγαίνει όπως-όπως. Εξάλλου, όλα τα μεγάλα αριστουργήματα της μουσικής γράφτηκαν πάνω στα λιμπρέτα.

— Έχετε τη γνώμη πως το τραγούδι κάνει τον τραγουδιστή;

Φυσικά. Πού είναι τώρα η Μοσχολιού, αυτή η γνήσια λαϊκή φωνή; Με τα τραγουδάκια που την βάζουν να τραγουδάει θα την εξαφανίσουν σιγά-σιγά (σ.σ. βέβαια η Μοσχολιού δεν εξαφανίστηκε, γιατί έκανε τη σωστή κίνηση να στρίψει προς το «έντεχνο», λέγοντας τραγούδια των Μούτση, Μαρκόπουλου, Σπανού, Ξαρχάκου κ.ά.). Μοσχολιού ήταν η «πέτρα» (σ.σ. «Χάθηκε το φεγγάρι» των Στ. Ξαρχάκου-Βαγγέλη Γκούφα, «του ήλιου σβήστηκε το φως / εχάθη το φεγγάρι») και όλα όσα τραγούδησε με τον Ξαρχάκο και τον Καλδάρα. Την θυμάστε; Και σας ρωτώ. Την αναγνωρίζετε σήμερα;

— Ποιοι τραγουδιστές σας συγκινούν τώρα;

Μια Ρίτα Σακελλαρίου (σ.σ. το «μια» σημαίνει πως την είχε ανακαλύψει εκείνη την εποχή με το «Κάθε ηλιοβασίλεμα»), ο Νταλάρας, ο Βιολάρης, ο Πουλόπουλος, ο Βοσκόπουλος! Τι καλλιτέχνης αυτό το παιδί! Δίκαια πλούτισε. Μάλιστα! (σ.σ. αυτά πριν ο Βοσκόπουλος στρίψει προς το ελαφρολαϊκό).

— Σας συγκινεί το ότι είστε η πρώτη, η μεγαλύτερη στιχουργός;

Δεν είμαι εγώ η πρώτη. Πρώτος είναι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και σ’ αυτόν βλέπω την διαιώνιση του λαϊκού τραγουδιού! (σ.σ. μεγάλη κουβέντα, ειπωμένη με απλοχεριά και γενναιοδωρία, από μία ατρόμητη γυναίκα!).

— Και το Νέο Κύμα;

Μα τι ωραία πράγματα που γράφουν αυτά τα παιδιά! Γράφουν μεγάλα πράγματα, αλήθεια! Δυστυχώς δεν έχουν απήχηση… τουλάχιστον τόση, όση τους αξίζει. Ο Κώστας Χατζής για παράδειγμα είναι κάτι που θ’ αργήσει να ξαναφανεί (σ.σ. δεν ξαναφάνηκε). Κι εκείνος ο Γιώργος Μαρίνος, τι φαινόμενο! (όντως!). [σ.σ. Και ο Χατζής και ο Μαρίνος ήταν τραγουδιστές των μπουάτ, και γι’ αυτό η Παπαγιαννοπούλου τους αναφέρει σε σχέση με το Νέο Κύμα]

— Για τον εαυτό σας κυρία Παπαγιαννοπούλου δεν θα μας πείτε κάτι;

Τι να σας πω εγώ; Μιλάνε τα τραγούδια μου.

— Πού λέτε ότι οφείλεται η επιτυχία σας και η απήχησή τους;

Μα στην ειλικρίνεια, στην φυσικότητα με την οποία τα έγραψα.

— Και… πόσους μήνες χρειάζεστε για ένα σας τραγούδι;

Συνήθως τα γράφω σε μια μέρα!

Μα γιατί ετοιμάζεσαι να φύγεις παιδάκι μου; Κάτσε, θέλω να μιλώ, δεν έρχεται τώρα πολύς κόσμος να με δει.

Και κάθισα. Μου πρόσφερε παγωτό, γλυκά και λυπόταν που δεν είχε άλλα τόσα να μου προσφέρει. Πριν φύγω της έκανα μια ερώτηση ακόμη…

— Τι νομίζετε κυρία Παπαγιαννοπούλου πως υπάρχει πέρα από την ανάμνηση στη ζωή;

Αλίμονο στον άνθρωπο που ζει με αναμνήσεις. Είναι σωστός θάνατος, όταν θυμάσαι τις ευχάριστες μέρες που δεν θα ξανάρθουν. «Αχ και να είχα τα νιάτα σας», είπε, και μου έδωσε το χέρι ευχαριστώντας με για τη συντροφιά. Ψιθύρισα ένα αδέξιο «καληνύχτα».

 

Βίντεο

 

——–————————————————
Κείμενο: news247.gr
Συνέντευξη Lifo-ΕΠΙΚΑΙΡΑ, τεύχος 107, 21-28 Αυγούστου 1970
Επιμέλεια Λ.Τ.