Μεγάλη Παρασκευή 1950 – Το πρώτο μου χαλκούνι –

Εκείνη τη χρονιά, το 1950,
είχα φτιάξει και το πρώτο μου μικρό χαλκούνι

Ήμουν ο πρώτος χαλκουνάς
που πέταξαν στο κρατητήριο

 

του Βαγγέλη Κρικοχωρίτη


 

Mεγάλη Παρασκευή 2003. Στο μπαλκόνι του «Ασφάλειαι Φοίνιξ», φάτσα πλατεία, όπου σε λίγο αναμένεται ο σύγχρονος «ελεγχόμενος» χαλκουνοπόλεμος. Ο Μπόμπιρας ανεβασμένος στην αγκαλιά μου για να βλέπει καλύτερα κι εγώ στριμωγμένος σε ένα παράταιρο πλήθος, ρόγα σε πυκνόρωγο ανθρώπινο σταφύλι, στο αδιαχώρητο του εξώστη.

Δίπλα τα γραφεία του τοπικού ΚΚΕ κλειδαμπαρωμένα. Πάντα κλειστά τέτοια μέρα. Πλήρης αποστασιοποίηση από το έθιμο που γίνεται στην πλατεία. Παρένθεση: Σκέπτομαι ότι η αριστερά ποτέ δεν «πήγαινε» το έθιμο. Γιατί άραγε; Ιδού πεδίον ερεύνης και ανάλυσης φίλοι εξιδικευμένοι συντάκτες· κλείνει η παρένθεση.

– Γιατί παππού βγάζουν φωτιές από τα χέρια τους και τις ρίχνουν στους άλλους; Ρόμποκοπ είναι;

Το σπόρο τον βάφτισα ο ίδιος, για να μην με φωνάζει παππού αλλά ΝΟΝΟ. Αυτός όμως το βιολί του. Περισσότερο όμως με πειράζει, που φωνάζει τη γυναίκα μου, γιαγιά. Καταρρέω όταν σκέφτομαι ότι έχω για γυναίκα μια ΓΙΑΓΙΑ.

Η μάχη κάτω και πέρα από τις ταλαίπωρες νερατζιές της πλατείας, στο κέντρο της έχει ανάψει για τα καλά. Νέοι λάτρεις, ατίθασοι, φλογεροί και λίγοι πιο παλιοί μπαινοβγαίνουν με τα πολεμοφόδια στα χέρια στην πίστα. Από δύο τρία χρόνια τώρα μπήκαν στο χορό και οι γυναίκες. Δεν νομίζω όμως πως κολλάει στο έθιμο αυτό η γυναικεία συμμετοχή. Τα χαλκούνια είναι καθαρόαιμο αντρικό έθιμο. Τα χαλκούνια είναι αγριάδα είναι επίθεση, είναι ορμή, είναι μεθύσι, είναι έκσταση είναι αντρίκια υπόθεση. Εγώ θα έλεγα πως έχει κι απ’ τα αρχαία Διονύσια τις ρίζες του. Τα Χαλκούνια δεν είναι σόου, αν τώρα σιγά – σιγά πήραν έναν τέτοιο χαρακτήρα, αν μπουν και οι γυναίκες μέσα, ξόφλησαν, εκφυλίστηκαν. Ξεστράτισαν.Είναι στιγμές που η πλατεία χάνεται μέσα στη φλόγα, στον καπνό και την αλιμαδούρα, στη μυρωδιά της κουφομπάρουτης.

Τα μάτια μας κλαίνε από τον καπνό, το κεφάλι αρχίζει να ζαλίζεται, τα πόδια δεν αντέχουν και το βάρος του μικρού, είναι και το στρίμωγμα, μπαίνω μέσα στο γραφείο που είναι πλημμυρισμένο στο μπαρουτοκάπνισμα, σωριάζομαι σε μια πολυθρόνα κι ονειρεύομαι σε πλήρη αγρύπνια.

Μεγάλη Παρασκευή 1950. Πριν από την περιφορά του επιταφίου. Στήνω απάν’ πλατεία, έξω απ’ του Αγγελόπουλου. Πριν καν πέσει το πρώτο χακλούνι. Κάτι λιανοσαλιόρες μόνο σαΐτιζαν δεξόζερβα κι αντράλιαζαν το πλήθος. Κάπου – κάπου έπεφτε και κανένα φισέκι κι αυτό αμολημένο, έτοιμο να κάψει ποδάρια, φουστάνια, πανταλόνια, μανίκια. Όλοι περιμέναμε την περιφορά των επιταφίων για ν’ αρχίσει η μεγάλη μάχη.

Και οι δυο πλατείες γεμάτες κόσμο. Στην απάνω (Στράτου) περιμένουμε τον Επιτάφιο του Αγίου Χριστοφόρου που τον έφερνε ο Παπαποστόλης μέχρι αρχή πλατείας, άντε μέχρι το καφενείο Αρκουμάνη και αμέσως γρήγορα επιστροφή με τους εναπομείναντες φοβισμένους πιστούς της ακολουθίας. Όπως έλεγαν οι παλιότεροι, τα προπολεμικά χρόνια στην απάνω πλατεία γινόταν ο μεγάλος άγριος χαλκουνοπόλεμος μεταξύ των χαλκουνάδων Αγίου Χριστοφόρου και αυτών του Αγίου Δημητρίου. Όταν οι επιτάφιοι των δύο ενοριών στην περιφορά συναντιόνταν σ’ αυτή την πλατεία, έπαιρναν φωτιά οι κάπες τους. Καλυμμένοι με τρίχινες βρεγμένες για ασπίδα κάπες κι από κάτω φορτωμένοι με σακούλια τα χαλκούνια, οι μαχητές ορμούσαν στον «εχθρό» και οι μάχες κρατούσαν ώρες. Συχνά τα τραύματα, δάκτυλα, χέρια, πόδια, στο πεδίο της μάχης.

Στην κάτω πλατεία (Μπέλλου) συναντιόνταν οι επιτάφιοι του Αγιωργιού και της Αγίας Τριάδας κι αυτοί ξώπετσα έφταναν μέχρι την άκρη της πλατείας και γρήγορα επιστροφή στην εκκλησία με υπολείμματα της ακολουθίας. Αυστηρή εντολή του Δεσπότη και φόβος που φυλάει τα έρμα.

Στη Μεγάλη Παρασκευή του ΄50 πάλι.

Δεκατεσσάρης με κοντά παντελόνια. Μακριά αντρίκια παντελόνια φορούσαμε από την έκτη γυμνασίου και πάνω. Όχι μονάχα που δεν είχαμε, αλλά και από ντροπή που νοιώθαμε μήπως και μας κολλήσουν τη ρετσινιά του «κοντοαντρούλη». Έτσι κοροϊδεύαμε τον Πίπη τον Ζόλδερ που φορούσε (γιατί είχε) μακριά παντελόνια από τα δέκα του χρόνια, γι’ αυτό και δεν μπόρεσε ποτέ να μπει στην παρέα. Μπαρουτομυρωδιά! Τι αναμνήσεις!

Στο ταμπάκικο του Μπάρμπα – Θόδωρου που είχε τις μεγάλες χειροκίνητες μυλόπιτες για να σπάζουν το βελανίδι, μαζεύονταν οι μεγάλοι χαλκουνάδες (Κουτρουμπούσηδες, Γιωτοπουλαίοι κ.λπ.) παραμονές των Βαΐων για να σπάσουν τη μπαρούτη (κουφομπάρουτη, την λέγανε) που ήταν η πρώτη ύλη για τα χαλκούνια. Άπλωναν με τις χούφτες τη μαύρη σβολιασμένη με γυαλιστερούς και λαμπερούς ρεβυθένιους σβώλους μπαρούτη και την έτριβαν με το κατέβασμα της μυλόπετρας.

Όταν έτριβαν την μπαρούτη μια ψιλή σκόνη γέμιζε τον αέρα και η μυρωδιά της συνδέθηκε από τότε με τη μεγάλη Παρασκευή, το μυστήριο, το πένθος και την ιερότητά της.

Από κείνους τους μεγάλους μαστόρους και μύστες των χαλκουνιών έμαθα κι εγώ να φτιάχνω στην αρχή τρίγωνα (μικρά τρίγωνα, βαρελότα) με αγνή «νόμπελ» κυνηγίου την αγοράζαμε κρυφά από τον Χριστοδούλου στην πάνω πλατεία και αργότερα φτιάχναμε βαρελότα με μείγμα που ήταν πολύ ισχυρό εκρηκτικό που μας τα προμήθευε ο κυρ Πάνος ο Ραυτόπουλος, που ήταν φαρμακοτρίφτης στου Πύρρου το φαρμακείο. Τα βαρελότα ήταν πολύ επικίνδυνα, γι’ αυτό τα έφτιαχναν οι μεγαλύτεροι.

Μικρογραφίες των χαλκουνιών ήταν οι σαλιόρες και τα φισέκια που άρχισα να κατασκευάζω μόνος μου με τυλιγμένα ρολό τραπουλόχαρτα και γέμισα με κουφομπάρουτη. Το ίδιο γινόταν και με φισέκια κυνηγίου, που τα γεμίζαμε με τον ίδιο τρόπο. Εκείνη τη χρονιά, το 1950, είχα φτιάξει και το πρώτο μου μικρό χαλκούνι.

Έξω λοιπόν, από το καφεκοπτείο του Αγγελόπουλου εκείνο το βράδυ είπα να ρίξω το πρώτο μου χαλκούνι. Δεν πρόλαβα όμως να ανάψω το χύμα από μπαρούτι «φυτίλι» (Αβζότ το λέγαμε).

– Έλα εδώ εσύ με το χαλκούν’…

Ο χωροφύλαξ με συνέλαβε τον γνώριζα από παλιότερα που σύχναζε σ’ ένα ουζερί του μπάρμπα μου και νόμισα να έκανε πλάκα, αλλά με βουτάει απ’ το χέρι βίαια και με κατεβάζει εν μέσω πλήθους Παπαστράτου – Πλατεία Μπέλλου – Κέντρου και πλησιάζαμε στη Διοίκηση, που ήταν στη συμβολή Κέντρου και Δαγκλή. Σκέφτηκα να το σκάσω, όταν κατάλαβα, ότι ετούτος να τον είχε κατσούλα, αλλά είχαμε ήδη πλησιάσει στη Διοίκηση, όπου όλη η ιεραρχία στο μέσο, ο Διοικητής μας υποδέχθηκε ασμένως.

– Κύριε Διοικητά συνέλαβα αυτόν το χαλκουνά.

Ο κ. Διοικητής με κοίταξε περίεργα, με περιεργάσθηκε για λίγο, τι είναι ετούτος ο χαλκουνάς, θα σκέφτηκε, ένα παιδαρέλι, κοντοπαντέλονο, κεφάλι γουλί, ισχνό και τρομαγμένο.

– Βάλ’ τον μέσα.

Με πέταξαν σε ένα κρατητήριο, όπου γνώρισα από μέσα πώς είναι… η ψιλή. Ένα μπουντρούμι σκοτάδι, κρύο και ένας πρωτόγνωρος φόβος. Φόβος όχι για τις σωματικές διαδικασίες, αλλά για τις μετέπειτα συνέπειες με το Γυμνάσιο, τον Κρέοντα το σπίτι κ.λπ. Και μια ντροπή αισθανόμουν, έναν εξευτελισμό, μια διαπόμπεψη να με περάσουν μέσα από όλη την πόλη σαν εγκληματία, μέσα από τον κόσμο που λίγο πολύ όλοι με γνώριζαν.

Ήμουν ο πρώτος χαλκουνάς που πέταξαν στο κρατητήριο. Ήμουν μόνος, πολύ φοβισμένος. Είχε πέσει καλά η νύχτα και έκανε και ένα κρύο εκείνο τον Απρίλιο. Μόνος μέσα στις μαύρες σκέψεις μου, ώσπου σε κάμποση ώρα, που μου φάνηκε αιώνας, έφεραν κάποιους μεγάλους αυθεντικούς επαγγελματίες του είδους, έναν τον θυμάμαι, το Βασίλη το Μιχοπάνο, που με ενθάρρυνε πως δεν έπρεπε να φοβάμαι, γιατί ήξερε πως θα μας έβγαζαν απόψε.

Μετά από λίγο άκουσα γνωστή φωνή απ’ έξω, ήταν ο Πρόεδρος, ο Γιατρός ο Μπούκαρης, που έμαθε για την σύλληψή μου και μιλούσε με τον Διοικητή.

– Άφησε το μικρό, δεν είναι χαλκουνάς. Αυτό το παιδί είναι το μελλοντικό αστέρι του Παναιτωλικού.

Με έβγαλαν όταν είχε τελειώσει ο χαλκουνοπόλεμος. Πλησίαζαν μεσάνυχτα, κατηφόρισα για το σπίτι μέσα από τα σοκάκια τρέμοντας από τον φόβο και την λαχτάρα ενώ με συνόδευε αυτή η γνώριμη μυρωδιά της μπαρουτοκαπνισμένης Μεγάλης Παρασκευής, αναμεμειγμένη με τις νυχτερινές ευωδιές του Απρίλη.

– Παππού, τελείωσε ο πόλεμος με τις ρουκέτες; Αλήθεια, παππού, τι είναι αυτές οι φωτιές που βγαίνουν από τα χέρια τους;

– Πύραυλοι είναι, αγόρι μου. Πύραυλοι που θα σε μάθω κι εσένα να φτιάχνεις, όταν μεγαλώσεις και με αυτούς θα ταξιδεύουμε μαζί στ’ αστέρια.

Ο μικρός μου ξέφυγε πάλι απ’ το χέρι τρέχοντας για ένα παραπεταμένο, χαρτονένιο, καφετί κύλινδρο, καμένο κει κάτω στη νερατζιά.

– Μη, Αιμίλιε, μη, μη, μη… Πάλι σου ‘φυγε το παιδί.

 

Φωτογραφία: 
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Μαρτυρίες
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Μαρτυρίες