Η ζωή στο Ξηρόμερο: «Δύσκολα χρόνια…»

Η ζωή στο Ξηρόμερο*:
«Δύσκολα χρόνια, μα δεν τα σκιάχτηκε…»

  • της Μάγδας Παπαδημητρίου

Μπαμπίνη 13 Απρίλη 1916 Ξηρόμερο

Ο ήλιος είχε αρχίσει να ξαπλώνει πίσω από τα βραχώδη Ακαρνανικά Όρη. Κουράστηκε κι αυτός ο άμοιρος, να βλέπει τους ταλαιπωρημένους αγρότες, να ψήνονται κάτω από τις αχτίδες του, χωρίς έλεος. Σε λίγο θα έδινε τη θέση του στο φεγγάρι, που άρχισε να φαίνεται παίζοντας κρυφτούλι με τα αστέρια. Ήθελε να τους διώξει. Τους λυπόταν. Τους είχε δει από τα χαράματα, πριν δώσει τη θέση του στο ζωοδότη, μα τόσο σκληρό ήλιο, το φεγγάρι. Ακόμη δεν είχε φύγει από τον έναστρο ουρανό και είχαν καταφτάσει με τα άλογα για το όργωμα. Τώρα ξανά τους βρίσκει εκεί, κουρασμένους και ηλιοκαμένους. Τα καπνοχώραφα είχαν οργωθεί και ταλαιπωρηθεί μπήγοντας το υνί στα σπλάχνα τους, το άροτρο σκάλιζε τη καρδιά τους μέχρι να βγάλει τις πέτρες και τα χόρτα. Όλα τα παράσιτα έπρεπε να ξεριζωθούν. Ούτε ένα δέντρο δεν υπήρχε να τα σκιάζει, απόκαμαν. Μόνο το γλυκό φεγγάρι ξανά θα τα ηρεμούσε.

Οι αγρότες ήδη ήταν έτοιμοι να αποχωρήσουν προκειμένου να ετοιμαστούν για το βραδινό πανηγύρι του Αϊ-Γιώργη της Πόρτας. Το Μοναστήρι του Αϊ-Γιώργη, της επονομαζόμενης Πόρτας, ήταν σκαρφαλωμένο πάνω στο λόφο, λίγο έξω από το χωριό. Μεγάλη η ιστορία, πολυτρικυμισμένη και τραβούσε πολύ κόσμο στον αυλόγυρό της. Από χέρι σε χέρι πήγαινε η περιουσία, που θα μπορούσε να συντηρήσει πολλές φαμίλιες, μα η πίστη των χωρικών ήταν δυνατή και δεν κοιτούσαν ποιος διαχειριζόταν την περιουσία της. Μόνο η πίστη τους κρατούσε.

Τόσες γιορτές του Αϊ-Γιώργη περάσανε, κάθε χρονιά η κούραση των χωρικών αβγάταινε περισσότερο από τις αγροτικές δουλειές, τον καβαλάρη όμως τον Αϊ-Γιώργη με το λευκό άλογο που τους προστάτευε τόσα χρόνια, ποτέ δεν τον ξεχνούσαν. Από τότε που ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν σε τούτο το τόπο οι πρόγονοι τους, το γιόρταζαν και ήταν σε κακό μια φορά να το αμελούσαν. Κουρασμένοι από τον κάματο της ημέρας, με τα βρώμικα ρούχα και το μαντίλι στο σβέρκο να ρουφά το βρώμικο ιδρώτα, άφησαν ανήμερα τα οργωμένα χωράφια να συνεχίζουν μουρμούρικα, καταπονημένα και βαριεστημένα κάτω από το μελαγχολικό αχνό φεγγάρι. Οι γυναίκες θα ετοιμάζονταν κι αυτές για τον εσπερινό και μετά για το πανηγύρι. Θα το ξεκούραζαν από το βάρος του αρότρου.

Ο Νώντας ακούμπησε τα σύνεργα στο χώμα μέχρι να μπουν όλα τα εργαλεία στη θέση τους στη μικρή αποθηκούλα, στην άλλη άκρη του χωραφιού. Θα ελευθερωνόταν επιτέλους το άλογο, θα ένιωθε το καψερό σαν τους δούλους όταν τους έβγαζαν τα βάρη, τις αλυσίδες από τα χέρια και τα πόδια μετά από εξοντωτική δουλειά. Το πρόσεχαν, δεν είχε παράπονο, το ετάιζαν και το πότιζαν μα το κουράγιο δε περίσσευε.

Σήκωσε τα μπροστινά πόδια του ψηλά για να τεντώσει την πλάτη. Τα παιδιά της φαμίλιας του ήξεραν πια την ώρα της επιστροφής. Γι’ αυτά ήταν γιορτή της χρονιάς, θα ξεγλιστρούσαν από το σπίτι, θα έπαιζαν ανέμελα μέχρι τις πρώτες ώρες. Μα περισσότερη χαρά έκαμαν που θα έβαζαν τα Πασχαλιάτικα παπούτσια, τη περυσινή φορεσιά που τους είχαν πάρει οι νονοί τους στις γιορτές και το κυριότερο, θα έκαμαν μπάνιο για δεύτερη φορά τούτη την εβδομάδα. Μεγάλη η χαρά που θα έβραζαν νερό στο καζάνι για δεύτερη φορά μετά το Σαββατιάτικο καθάρισμα, που μόνο η βούρτσα του αλόγου θα έβγαζε το χώμα από πάνω τους. Περίμεναν τη μάνα, έτοιμα όλα , ότι τα είχε παραγγείλει από νωρίς στη πεθερά της .

Η γιαγιά, από τη πλευρά του πατέρα τους, έμενε με το γιο στο σπίτι και προσπαθούσε να βοηθήσει όσο μπορούσε. Μόνο που είχε την έννοια της για τα παιδιά, ήταν μεγάλη βοήθεια στη νύφη της, τη Θεοδώρα, που κινούσε από τα χαράματα για τα χωράφια. Οι κόρες της ήταν παντρεμένες στο διπλανό χωριό μα αυτές είχαν τις δικές τους πεθερές. Έτσι ήταν το σωστό, ο γιος έπαιρνε την περιουσία, ο γιος θα κοιτούσε τη μάνα, αφού ο πατέρας, τους είχε αφήσει χρόνους. Νόμος, προσταγή και έθιμο προς το γιο.

Το απόγευμα λοιπόν της μεγάλης γιορτής, μόλις σουρούπωσε και τα χρώματα του ουρανού στο Ξηρόμερο είχαν πάρει τη θέση τους, ο Νώντας έδιωξε τη Θεοδώρα για να ετοιμαστεί και να τακτοποιήσει αυτά που τη περίμεναν. Μόλις θα τελείωνε τα μαζέματα θα την ακολουθούσε στο σπίτι.

Τον υπάκουσε πιστεύοντας τα λόγια του. Ήταν ζήτημα χρόνου να φα-νεί στη είσοδο του χωριού σέρνοντας ξοπίσω της το κουρασμένο άλογο. Δεν άντεχε άλλο το έρμο, μόλις μπήκε στο στάβλο ακούμπησε να ξαπλώσει, να ξαποστάσει. Το νερό είχε μπει καθαρό στην ποτίστρα του ενώ το σανό ήταν κι αυτό απλωμένο πριν καλά – καλά μπει στον αχυρώνα. Μα δεν είχε άλλο κουράγιο. Ούτε καν να δροσιστεί. Αφού τακτοποίησε και τα υπόλοιπα ζωντανά, έκλεισε το λουκέτο και κοίταξε τον ουρανό. Προσευχήθηκε και ευχαρίστησε το Θεό που της έδωσε ακόμη μια μέρα τη δύναμη να τελειώσει. Θα έκαμε κι αυτή αργότερα την πάστρα της, μέχρι να γυρίσει ο Νώντας.

Εκτός από όλα τα άλλα, ήταν και πρακτική μαμή η Θεοδώρα. Είχε μάθει τη δουλειά από ένα περαστικό γιατρό από τα μέρη. Όπου έβρισκαν γυναίκα που το έλεγε η καρδούλα της να μπορεί να κουμαντάρει και τις δύσκολες γέννες, της τα μάθαιναν. Πού να πήγαινε τότε κάποια ετοιμόγεννη στη μεγάλη πόλη. Ούτε η ίδια μα ούτε τα άλογα δεν ήταν σίγουρο ότι θα άντεχαν ένα τέτοιο μεγάλο ταξίδι. Όποια ετοιμόγεννη γεν-νούσε και τη φώναζαν, ήταν έτοιμη να προσφέρει. Αν η γέννα ήταν δύσκολη, το παιδί θα χανόταν, γι’ αυτό το λόγο κάθε οικογένεια είχε από τρία κουτσούβελα το λιγότερο να γυροφέρνουν στα πόδια τους σα μελίσσια. Και τα χωράφια ήθελαν χέρια, μόλις πήγαιναν στο σχολαρχείο, ήταν έτοιμα να δουλέψουν τα καλοκαίρια στα τσεμπέλια.

Δεν τη φόβιζε λοιπόν τη Θεοδώρα η κούραση, δεν σκιαζόταν για το μεγάλωμα των παιδιών ούτε για τα καπνά, πώς θα μεγαλώσουν, είχε την έννοια. Είχε μόνο την σκοτούρα εκείνο το απόγευμα για την ετοιμόγεννη του χωριού που δεν ήταν άλλη από τη πρεσβυτέρα που μετρούσε ώρες. Και για κάθε ετοιμόγεννη που εξαρτιόταν από την ίδια, ο πόνος, η φροντίδα, όλα περνούσαν από την ίδια, μεγάλο φορτίο στην ψυχή της. Τα είχε μάθει όλα από τα παιδικά της χρόνια, είχε συνηθίσει αυτή τη ζωή από το πατρικό της, είχαν πάρει όλα το δρόμο τους χωρίς να κρατά το τιμόνι. Ακόμη και για το γάμο της, άλλοι κρατούσαν το τιμόνι.

Μέσα στα τσεμπέλια ήπιε το πρώτο της γάλα από το στήθος της μάνας της, εκεί την κουβαλούσε η μάνα της φασκιωμένη, ημερών ακόμη, μη έχοντας πού να την αφήσει. Μεγάλωσε στα χωράφια κάνοντας συντροφιά τα πουρνάρια στους μεσημεριανούς ύπνους. Δύσκολα χρόνια μα δεν τα σκιάχτηκε. Ήξερε τη μοίρα της, όπως και τόσες άλλες συγ-χωριανές της. Δεν είχαν άλλη επιλογή.

Ο Νώντας αποκαμωμένος, έμεινε πίσω, ήθελε να χαρεί τη γη του οργωμένη και δουλεμένη για περισσότερη ώρα. Σήκωσε τα μάτια και τα χέρια του στον ουρανό χαζεύοντας δυο αετούς που τον διέσχιζαν εκείνη τη στιγμή. Τραβούσαν προς το βουνό μήπως βρουν τροφή να ξεγελάσουν τη πείνα τους. Η γη ήταν έτοιμη να σπαρθεί. Δεν τον ένοιαζε αν δεν φορούσε τα καλά του, μπορούσε να καθυστερήσει ακόμη λίγο. Ο Άγιος δεν έκανε διαχωρισμούς, οι γυναίκες έκαμαν. Ήθελαν να καμαρώνουν δίπλα στους άντρες τους στο πανηγύρι, αυτός και να μην ετοιμαστεί…

Έτσι κι αλλιώς με την εκκλησία δεν τα πήγαινε και πολύ καλά, δεν χολοσκούσε κιόλας, αν δεν προλάβαινε. Ο Εσπερινός έκαμε μια ώρα να αρ-χίσει και θα προλάβαινε. Ήθελε να μελετήσει τον καιρό, πότε θα έρχονταν οι βροχές, πότε θα έβλεπε το σπόρο να τρυπά τη γη και να ζωντανεύει. Να μείνει μόνος, να αγναντέψει τον ατέλειωτο ουρανό και τα χρώματά του, να σκεφθεί, να βάλει στη σειρά αυτά που δεν μπορούσε, όταν υπήρχαν κι άλλοι μπροστά και τον ζάλιζαν με τη φλυαρία τους. Λαχταρούσε να απλώσει το σώμα του στο χώμα που τον γέννησε και να κάνει ένα τσιγάρο να απολαύσει τους κόπους του. Είχε κρατήσει λίγο καπνό από τα περυσινό και χαρτί για ώρες ανάγκης στις χιλιομπαλωμένες τσέπες του. Το είχε ανάγκη εκείνη τη στιγμή του ηλιοβασιλέματος. Πήρε το χαρτί, το σάλιωσε και πήρε στη χούφτα του λίγο τσεμπέλι. Το μύρισε και ετοιμαζόταν να το καπνίσει πριν ξεκινήσει για το σπίτι. Όλες οι μυρωδιές είχαν περάσει από τις ίνες των μπαλωμένων ρούχων του. Το παντελόνι του μύριζε καπνό, χώμα και το πουκάμισο ιδρώτα, μαύρο ταλαιπωρημένο ιδρώτα.

Στην περιοχή αυτή, λέγανε τότε οι γραμματιζούμενοι και οι παρατρεχάμενοι των εμπόρων που γνωρίζανε τα του καπνού, για να τους πείσουν να βάλουν τα τσεμπέλια στη γη τους, η φύση κατέβαλλε τις καλύτερες προσπάθειες για να ευδοκιμήσει στα ορεινά και ημιορεινά εδάφη της μόνο αυτή η ποικιλία του καπνού. Και δεν είχαν άδικο. Η γλυκιά γεύση του, το έντονο άρωμα, έδιναν στο Νώντα μια διαφορετική γλύκα στον ουρανίσκο κι όταν ακόμη έπρεπε να ανακατέψει το χαρμάνι του με άλλα καπνά, ακόμη και τότε δεν έχανε την δύναμή του. Μα ο Νώντας δεν έκαμε μείγμα, ούτε και οι άλλοι συντοπίτες του.

Ήθελαν το δικό τους καπνό, το δικό τους κόπο. Ίσως τους έμενε λίγο, μα προτιμούσαν να μη το νοθέψουν. Καθόταν ώρες κάτω από τα πουρνάρια και πρόσεχε τις λεπτές νευρώσεις του και γευόταν το πιπεράτο άρωμά του. «Σ’ αυτά τα χώματα μόνο αυτή η ποικιλία γεμίζει τις τσέπες του φτωχού σαν εμένα. Εμείς που παράγουμε τον καπνό, οι άνθρωποι του πικρού μόχθου, δεν παύουμε να λατρεύουμε το μέρος που γεννηθήκαμε. Άσε τους εμπόρους να ζουν πλουσιοπάροχα στις πλάτες μας. Να μας αγοράζουν τζάμπα τους κόπους σαν να τους χρωστάμε, αυτοί μας χρωστούνε».

Έτοιμος ήταν να τα «βάλει» με τον εαυτό του μα συγκρατήθηκε. Ήταν μέρα γιορτής σήμερα και δεν θα ήταν πρέπον να θυμώσει με τον Άγιο. Πρώτα η υγειά τους και μετά η σοδειά που θα ζούσαν όλο το χρόνο. Αυτά έπρεπε να τον νοιάζουν. Πρώτα η υγειά τους. Δεν έπρεπε να ανοίξει κακές παρτίδες με τα Άγια, ήταν καλά η φαμίλια του κι αυτό είχε σημασία. Σηκώθηκε, έριξε μια τελευταία ματιά στην οργωμένη γη, είδε αν ήταν όλα στη θέση τους, έβγαλε το μαντίλι να σκουπιστεί, έβαλε το σακάκι στον ώμο και ξεκίνησε για το σπίτι.

Κάποια στιγμή κοντοστάθηκε και αγνάντεψε πάλι τη γη. «Μέχρι πότε θα αγωνιζόμαστε για τούτη τη γη, για τούτα τα χώματα, μέχρι πότε τα τσεμπέλια θα μας ανασταίνουν, μέχρι πότε αυτή η ποικιλία θα χορταίνει τη γη, μέχρι πότε θα ζούμε τη φαμίλια μας έτσι οι Ξηρομερίτες. Καπνά και αμπέλια, βοσκοτόπια και πουρνάρια, αγριαχλαδιές και βελανίδια. Άντε και ελάχιστες αριές για τα πολύ χρειαζούμενα. Θαρρείς, κάποιος το όρισε για να ζήσει φτώχεια τούτο το μέρος. Κάποιος μας τιμώρησε», έλεγε και ξαναέλεγε.

Ο σπόρος για τον καπνό στα περισσότερα χωράφια περίμενε να μπει στη μάνα – γη για να βγάλει σιγά-σιγά τα πρώτα φύλλα. Την ημέρα του Αϊ-Γιώργη έκαμαν τα τελευταία οργώματα, ευλογημένη ημέρα. Έπρεπε να ξεκουραστεί η γης, είχε την ανάγκη της βροχής για να μοσχοβολήσει ο τόπος, να μαλακώσει και να δεχθεί το σπόρο. Είδε τις ατέλειωτες εκτάσεις και θυμήθηκε τα λόγια του παππούλη του, σαν παραμύθια του τα αφηγούνταν τις νύχτες κάτω από το φεγγάρι, μετά τον κάματο, όταν ήταν μικρό παιδί. Στην ίδια γη, έφυγε χρόνους τώρα και τον αποθύμησε. Οι συμβουλές του είχαν μείνει για πάντα σφραγίδα στο νου του. «Γύρω στο 1830 το χωριό μας είχε 250 στρέμματα αμπέλια, ενώ το υπόλοιπο Ξηρόμερο είχε όλο μαζί 200 στρέμματα». Τούτα τα λόγια, τα ίδια τα έλεγαν συνέχεια.

Στα εγγόνια και τα δισέγγονα ακούγονταν πάντα τα καλύτερα για το κρασί της Μπαμπίνης με λίγες παραλλαγές ανάλογα με την εποχή. Νόμιζε ο Νώντας ότι τα άκουγε για χιλιοστή φορά μα… «Το κρασί της ήταν περίφημο και ξακουστό, από την εποχή που πάτησαν οι άπιστοι τη γη μας. Το στέλναμε έξω, στην Ευρώπη. Μα και τότε δεν είχανε λεφτά οι πατεράδες μας. Τους τα έτρωγαν οι εμπόροι. Εμείς, γράμματα δεν ξέραμε να κάνουμε λογαριασμούς. Έξω το εκτιμούσαν περισσότερο, μα δεν ξεραμε πώς να πάρουμε τα λεφτά που αξίζανε.

 

Το παραπάνω κείμενο είναι ένα μικρό απόσπασμα από την βιογραφία του Γιώργου Παπαδημητρίου, που έγραψε η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη με τίτλο: Ο Ασυμβίβαστος


AgrinioStories

Διαβάστε όλες
τις ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ του «ΑΡΧΕΙΟΝ ΑΓΡΙΝΙΟΥ»
κάνοντας clik πάνω στη διαφήμιση που ακολουθεί