Στις αρχές του Οκτώβρη (4/10/1898) ξεκίνησε τις εργασίες της στην Πάτρα η 2η Σύνοδος του Σταφιδικού Συνεδρίου, που διοργάνωσαν η «Ένωσις Σταφιδοκτημόνων» και ο Δήμος Πατρέων, στο Δημαρχιακό μέγαρο της Πάτρας. Σ’ αυτό παραβρέθηκαν σύνεδροι από όλες τις σταφιδοπαραγωγικές περιοχές της νοτιοδυτικής Ελλάδας, ο Άγγλος πρόξενος με το συμπατριώτη του οικονομολόγο Λόου, καθώς και εκπρόσωποι των τοπικών και πανελλαδικών εφημερίδων. Τους σταφιδοπαραγωγούς του Αγρινίου στη σύνοδο εκπροσώπησε ο δικηγόρος του Μεσολογγίου Τριγώνης, ο οποίος παραβρέθηκε ως εκπρόσωπος της επαρχίας Τριχωνίας.
Ο Τριγώνης, πήρε το λόγο την έβδομη μέρα της συνόδου και αναφέρθηκε σε όλα τα θέματα που απασχολούσαν τον κλάδο. Σημείωσε ότι η παρακράτηση (μέθοδος που επιλέχθηκε για τη διατήρηση της τιμής σε υψηλά επίπεδα) δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική λύση του προβλήματος και ζήτησε διακανονισμό των χρεών των σταφιδοπαραγωγών. Πρότεινε στο σώμα να συστήσει στο Κοινοβούλιο, να διακανονίσει με νόμο τα χρέη των σταφιδοπαραγωγών. (ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ, φυλ. 11.10.1898, Σελ. 2)
Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι «η κορινθιακή σταφίδα[1] καλλιεργήθηκε κατά κόρον στη Νότια Αιτωλία. Tην περίοδο του 17ου-18ου αιώνα οι κάτοικοι των περιοχών αυτών καταγίνονταν αποκλειστικά µε την καλλιέργεια της σταφίδας, ενώ υπήρξε περίοδος που η σταφιδοκαλλιέργεια αποτέλεσε μονοκαλλιέργεια τα έτη 1742-1770 λόγω της μεγάλης ζήτησης από τις ξένες αγορές (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, ∆ανία). Σύμφωνα με την εκτίμηση περιηγητών της εποχής ήταν «ωραία σε εμφάνιση, καλή σε ποιότητα και δυο φορές πιο χοντρή από τη σταφίδα της Ζακύνθου», που φημιζόταν για τη σταφίδα της (Spon & Wheler, 1678, τ. Ι:144).
Οι Άγγλοι έμποροι δάνειζαν άτοκα τους Αιτωλούς παραγωγούς και μάλιστα άτοκα σε ομάδες των 5-10 καλλιεργητών, χωρίς να προσδιορίζεται η εξόφληση την εποχή της συγκομιδής ούτε να υποδηλώνεται στη δικαιοπραξία το δάνειο ως είδος προαγοράς. Οπωσδήποτε όμως η άτοκη δανειοδότηση αποτελούσε δέσμευση για τους παραγωγούς που επιβαλλόταν από το μονοπωλιακό τρόπο διενέργειας του σταφιδεμπορίου και άφηνε περιθώρια κερδοσκοπίας κατά την αγορά του προϊόντος. Με αυτό τον τρόπο χρηματοδοτούνταν εμφυτεύσεις σταφιδοφυτειών ή παρέχονταν διευκολύνσεις ενόψει της συγκομιδής (Γιαννακοπούλου, 1991).
Το Αιτωλικό θεωρείται το λίκνο της σταφιδοκαλλιέργειας (Γιαννακοπούλου, 1991). Τον 17ο αιώνα η καλύτερης ποιότητας σταφίδα περιοχής Αιτωλικού και Μεσολογγίου αναφέρεται ότι εξαγόταν στη Γαλλία και την Αγγλία, ενώ στα μέσα του 18ου αιώνα η παραγωγή της περιοχής – μεγαλύτερη στο Αιτωλικό – είχε τριπλασιαστεί. Το 1742 ο Μεσολογγίτης Αθανάσιος Τζάλας άνοιξε πρώτος και την αγορά της Τεργέστης για το προϊόν, ενώ σύντομα τον ακολούθησαν και άλλοι συμπατριώτες του. Η σταφίδα από την Αιτωλοακαρνανία πωλείται πλέον σε εμπορικούς οίκους της Τεργέστης, του Λιβόρνου και της Μασσαλίας ή εξάγεται κατευθείαν στην Αγγλία, την Ολλανδία και τη ∆ανία. Η παραγωγή στο Μεσολόγγι κυμαινόταν από 75.000 κιλά τα έτη αφθονίας έως 30.000 κιλά τα έτη ξηρασίας, ενώ στο Αιτωλικό οι τιμές αυτές κυμαίνονταν αντίστοιχα από 400.000 το χρόνο έως 200.000 κιλά (Γιαννακοπούλου, 1991). Η πώληση της σταφίδας γινόταν συλλογικά από όλους τους σταφιδοπαραγωγούς µε επικεφαλής το Βοεβόδα (διοικητής περιφέρειας) Μεσολογγίου και Αιτωλικού, γεγονός που υποδηλώνει προηγμένη διαμόρφωση συλλογικής δράσης.
Επόμενο ήταν η αύξηση της ζήτησης να µμετατρέψει την Αιτωλοακαρνανία σε πόλο έλξης εργατικών χεριών. Έτσι, εκτός από τους εποχιακούς επτανήσιους εργάτες – ενδημικό φαινόμενο στην περιοχή ως τις αρχές του εικοστού αιώνα – μαρτυρείται μετοικεσία Κεφαλλήνων και Ζακυνθινών στο Μεσολόγγι, που επιδίδονταν συστηματικά στη σταφιδοκαλλιέργεια. Κι εκτός από την ντόπια παραγωγή, το Μεσολόγγι, ως εξαγωγικό κέντρο λόγω της ναυτιλίας του συγκέντρωνε και την παραγωγή της ενδοχώρας από την κοιλάδα του Βραχωριού ως τη Ναύπακτο, όπου είχε επίσης αρχίσει να διαδίδεται η σταφιδοκαλλιέργεια.
Η άνθηση ωστόσο της σταφιδοκαλλιέργειας θα διακοπεί απότομα εξαιτίας των Ορλωφικών, που θα αποτελέσουν οριακό σημείο για το σταφιδεμπόριο. Αφενός η πυρπόληση του Μεσολογγίτικου στόλου που θα στερήσει τη δυνατότητα εξαγωγικού εμπορίου, αφετέρου οι πυρπολήσεις των αγρών που θα καταστρέψουν τις φυτείες και θα μειώσουν την παραγωγή, θα αλλάξουν το τοπίο και θα προκαλέσουν στην κυριολεξία ανακοπή του σταφιδεμπορίου, το οποίο θα αρχίσει να βρίσκει διέξοδο στις απέναντι ακτές της Πελοποννήσου (Γιαννακοπούλου, 1991). Το ξερίζωμα της σταφίδας και η προοδευτική αντικατάστασή της από την ελιά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου θα σημάνουν το τέλος μιας εποχής για τη Νότια Αιτωλία µε απόλυτη κυρίαρχο την άμπελο.
Έκτοτε, οι όποιες αναφορές περιηγητών κάνουν λόγο για παραγωγή σταφίδας που προερχόταν κυρίως από το Βραχώρι (Αγρίνιο) (Leake, 1830:105, Pouqueville, 1826:544), ενώ ήδη από τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης αναφέρεται καλλιέργεια κυρίως καλαμποκιού (Dodwell, 1819:95) καπνού, βαμβακιού και σουσαμιού για την περιοχή του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού.»