Εμφυλιοπολεμική Αιτ/νία – Φυλακές «Κρυονερίου»

Οι «Φυλακές Κρυονερίου»
ήταν οι «Φυλακές Μεσολογγίου» που έχουν γκρεµιστεί.
Μια πολύχρονη έρευνα για ένα «δύσκολο» θέμα,
όπως ο ελληνικός εμφύλιος, και µε ένα «δύσκολο» αρχείο
έδειξε τα όρια ακόμα και των πιο επίμονων ερευνητικών προσπαθειών

  • της Τασούλας Βερβενιώτη*
    και της Χρυσούλας Σπυρέλη**

Το τελευταίο από τα τρία παραδείγματα που αφορούν στις μνήμες και τις αμνησίες στην εµφυλιοπολεμική Αιτωλοακαρνανία αναφέρεται σε µια φωτογραφία, αυτή που κοσμούσε την αφίσα του Επιστημονικού Συνεδρίου που έγινε στο Αγρίνιο το 2008 [41] (βλ. φωτογραφία της ανάρτησης). Η αμνησία εντοπίζεται κυρίως στη μνήμη των αρχείων. ∆ιαφέρει από την προηγούμενη περίπτωση των Παιδοπόλεων, όπου ένα μέρος των αρχείων καταστράφηκε και το υπόλοιπο βρίσκεται εγκιβωτισμένο και µη προσβάσιμο στους ερευνητές. Στη περίπτωση των φυλακών «Κρυονερίου» είναι το ίδιο το αρχείο που µας δυσκόλεψε στην ανάγνωση και την ανάπλαση της ιστορίας. Και δεν είναι το µόνο. Τα «γνήσια» εμφυλιοπολεμικά αρχεία απαιτούν μεγαλύτερη προσοχή στην αξιολόγηση και τη διασταύρωσή τους σε σχέση µε τα υπόλοιπα, γιατί είθισται να αποκρύβουν την πραγματικότητα και να παραπλανούν τον ερευνητή.

Η συγκεκριμένη φωτογραφία απεικονίζει ανθρώπους, άντρες, γυναίκες και παιδιά που κοιτούν ένα κτίριο. Μερικοί κρατούν στα χέρια τους καλάθια, ντορβάδες ή άλλου είδους δέματα και μερικοί τα έχουν ακουμπήσει κάτω. Κάποιες από τις γυναίκες φορούν μαντήλι και κάποιοι είναι ξυπόλητοι. Οι άνθρωποι δεν κοιτούν προς το φακό, δε βλέπουμε τα πρόσωπά τους. Όλοι είναι στραμμένοι προς το κτίριο, το οποίο κοιτούν µε μεγάλη προσήλωση, όπως δείχνει η στάση του σώματός τους. Πάνω στο κτίριο διακρίνεται ένας άνθρωπος σε ένα πλατύσκαλο, ένα είδος βεράντας, στο τέλος μιας σκάλας.

Το φωτογραφικό υλικό, ως ιστορικό ντοκουμέντο, θεωρείται πολύτιμο, αλλά παρόλο που συνηθίζεται να λέγεται ότι «µία φωτογραφία είναι χίλιες λέξεις» αυτό δεν είναι αλήθεια. Ούτε ξέρουμε γιατί οι άνθρωποι έχουν δέματα, ούτε γιατί κοιτάζουν µε τέτοια προσήλωση προς το κτίριο, ούτε ποιο είναι το κτίριο. Θα πρέπει να ερευνήσουμε ποιος, πού, πότε και γιατί τράβηξε τη φωτογραφία.

Η απάντηση στο ερώτημα «ποιος» µας είναι γνωστή. Τη φωτογραφία έχει τραβήξει η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου, η οποία, πριν πεθάνει, άφησε το φωτογραφικό της αρχείο στο Μουσείο Μπενάκη[42]. Το αρχείο της αποτελείται από τα αρνητικά των φωτογραφιών που έχει τραβήξει και από ντοσιέ που το καθένα περιέχει χαρτονένιες σελίδες, όπου επάνω σε κάθε σελίδα βρίσκονται κολλημένες 10-15 φωτογραφίες μικρού μεγέθους: κοντάκτ. Σε αρκετές από τις σελίδες, στο πάνω μέρος είναι γραμμένες µε το χέρι – συνήθως µε μολύβι – κάποιες λέξεις, ως τίτλος, που αφορά στις φωτογραφίες της συγκεκριμένης σελίδας. Η φωτογραφία που µας ενδιαφέρει βρίσκεται στο Φωτογραφικό Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Βούλας Παπαϊωάννου, Ντοσιέ 5, σ. 37. Στο πάνω μέρος της η σελίδα γράφει: Κρυονέρι.

Παρόλη την ύπαρξη αρχείου και πρόσβασης σε αυτό από τα τέσσερα ερωτήματα «ποιος, πού, πότε και γιατί» είχε απαντηθεί µόνο το ένα. Ήταν εμφανές ότι το «Κρυονέρι» σήμαινε τον τόπο, αλλά ποιο Κρυονέρι ήταν αυτό και πού βρισκόταν, δεν ήταν εμφανές. Τα κοντάκτ που βρίσκονταν στη ίδια σελίδα και έδειχναν ένα τζιπ να βγαίνει από το φέρυ-μποτ, καθώς και το κοντάκτ που απεικονίζει ένα τοπίο μπέρδευαν µάλλον παρά διευκόλυναν την έρευνα. Τα υπόλοιπα κοντάκτ µε τη φωτογραφία του φρουρού και τα κάγκελα στα παράθυρα του κτιρίου µας διαβεβαίωναν ότι πρόκειται για φυλακές. Άρα οι άνθρωποι που δεν κοιτούσαν το φακό πρέπει να ήταν συγγενείς των κρατουμένων που βρίσκονταν στη φυλακή και περίμεναν να αρχίσει το επισκεπτήριο, να δώσουν τα τρόφιμα που είχαν στα δέματα και να δουν τους δικούς τους. Τα ρούχα τους και η όλη εμφάνισή τους έδειχνε χωρικούς.

Το σκεπτικό αυτό καθόριζε εν πολλοίς, έστω και µε την «εις άτοπον απαγωγή» το χρόνο, το «πότε», τραβήχτηκε η φωτογραφία. Αυτή η φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου δεν μπορούσε να έχει τραβηχτεί στη διάρκεια της Δικτατορίας του Μεταξά (1936-1940), γιατί τότε η φωτογράφος ξεκινούσε την καριέρα της φωτογραφίζοντας τις ομορφιές της Ελλάδας για το υπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Δεν μπορούσε να έχει τραβηχτεί ούτε στην Κατοχή (1941-1944), γιατί οι κατακτητές δεν επέτρεπαν την ελεύθερη χρήση των φωτογραφικών μηχανών. Η φωτογραφία αυτή ήταν σχεδόν βέβαιο ότι αφορούσε στη µεταπολεµική Ελλάδα. Τότε ήταν που όλη η χώρα είχε γεμίσει φυλακές[43]. Η έρευνα προχώρησε και στις διπλανές σελίδες του Ντοσιέ 5, καθώς και στα αρνητικά που είχε παραδώσει η φωτογράφος στο Μουσείο Μπενάκη. Ωστόσο πολλά αρνητικά έλειπαν, όχι µόνο από τη σελίδα 37, η οποία µας ενδιέφερε, αλλά και από άλλες σελίδες (βλ. φωτογραφία Νο 2). Οι φωτογράφοι όμως δε συνηθίζουν να δίνουν τα αρνητικά τους. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν ένας ζωγράφος να κρατάει το αντίγραφο ενός πίνακα που ζωγράφισε και να δίνει το πρωτότυπο.

Τα αρνητικά των φωτογραφιών είτε είχαν καταστραφεί, είτε είχαν δοθεί κάπου αλλού. Αρχικά εξετάστηκε το θέμα της καταστροφής τους, γιατί η ίδια η φωτογράφος είχε πει σε µια συνέντευξή της ότι κατέστρεψε πολλά αρνητικά από φωτογραφίες που είχε τραβήξει στην εμφύλια σύγκρουση του Δεκέμβρη 1944, στη μάχη της Αθήνας. Από προφορικές μαρτυρίες γνωρίζαμε ότι και πολλοί άλλοι κάτοικοι της Αθήνας κατέστρεψαν τότε ή αργότερα τα αρχεία τους. Επιπλέον, µία κυρία που γνώριζε τη φωτογράφο διαβεβαίωνε ότι την είδε να καταστρέφει αρνητικά, κόβοντάς τα µε ένα ψαλίδι. Και – τελευταίο αλλά πολύ σημαντικό, εάν δεν πρόκειται για απλή σύμπτωση – στη σ. 39 του Ντοσιέ 5 τα νούμερα που είχαν οι φωτογραφίες, τα οποία έπρεπε να συμπίπτουν µε αυτά των αρνητικών, δεν συνέπιπταν. Ενώ οι φωτογραφίες στα κοντάκτ αφορούσαν στην περίοδο του εμφυλίου, είχαν αντικατασταθεί µε φωτογραφίες που απεικόνιζαν την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Ήταν βέβαιο ότι η ίδια η φωτογράφος είχε καταστρέψει ένα μέρος από το αρχείο της, όπως και πολλοί άλλοι συνομήλικοί της, και είχε αντικαταστήσει τα αρνητικά μιας τραγικής ιστορικής περιόδου, µε την «αθάνατη» εικόνα του Παρθενώνα.

Η έρευνα για τα χαμένα αρνητικά, δεν αφορούσε στη συγκεκριμένη φωτογραφία µε τους συγγενείς των κρατουμένων έξω από τη φυλακή, γιατί είχε αρνητικό, υπήρχε όμως η πιθανότητα να µας βοηθήσει να ταυτοποιήσουμε τη φωτογραφία και να μάθουμε περισσότερα για τις φυλακές που βρίσκονταν στο Κρυονέρι. Στην πράξη έμενε να ερευνηθεί όχι τόσο το εάν είχαν δοθεί τα αρνητικά και πού, αλλά πού αλλού βρίσκονταν φωτογραφίες, δηµοσιευμένες ή µη, της Βούλας Παπαϊωάννου μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν γνωστό ότι η φωτογράφος μεταπολεμικά είχε δουλέψει ως επαγγελματίας φωτογράφος στην UNRRA, οργάνωση του νεοσύστατου ΟΗΕ που είχε αναλάβει την αποστολή βοήθειας για την ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής Ελλάδας. Στη συνέχεια φωτογράφιζε τις δραστηριότητες των οργανώσεων της «αμερικάνικης βοήθειας», AMAG και ECA/G.[44] Γι΄ αυτό έπρεπε να ερευνηθούν τα αρχεία τους.

 

Φωτογραφία Νο 2: Ο φρουρός | Πηγή: Μουσείο Μπενάκη

 

Η φωτογραφία που µας ενδιέφερε (βλ. φωτογραφία Νο 1), δεν βρέθηκε στο αρχείο της UNRRA, το οποίο αποτελεί τμήμα του αρχείου του ΟΗΕ και βρίσκεται στη Νέα Υόρκη. Βρέθηκε όμως µια άλλη φωτογραφία της ίδιας σελίδας. Αυτή που εικονίζει το φρουρό (βλ. κοντάκτ στη φωτογραφία Νο 2). [45] Το αρνητικό της δεν υπήρχε στο αρχείο που κατέθεσε η φωτογράφος στο Μουσείο Μπενάκη, προφανώς γιατί το είχε στείλει στους εργοδότες της. Την ανακάλυψη έκανε ακόμα πιο σημαντική το γεγονός ότι η φωτογραφία µε το φρουρό της φυλακής είχε και λεζάντα. Από αυτήν μάθαμε µε βεβαιότητα την ηµεροµηνία που η φωτογράφος επισκέφτηκε το Κρυονέρι: Σεπτέμβριος 1945.[46] Η λεζάντα µάς παρείχε επίσης στοιχεία για τη φυλακή. Υπήρχε «ανθρωποστοίβαγμα», αφού εκεί βρίσκονταν 700 κρατούμενοι άνδρες, που ήταν υπόδικοι έξι μήνες. Η ίδια η φωτογραφία, ο μικρός αριθμός συγγενών, σε σχέση µε τους 700 κρατούμενους, καθώς και το ντύσιμό τους µας έστελναν το μήνυμα ότι οι συλληφθέντες δεν ήταν από το Μεσολόγγι αλλά από τα γύρω χωριά [βλ. φωτογραφία Νο 1]. Η λεζάντα (οι λέξεις) σε συνδυασμό µε την εικόνα διευκόλυναν το έργο του ιστορικού.

Η περίοδος που τραβήχτηκε η φωτογραφία είναι γνωστή ως «λευκή τρομοκρατία». Χρονικά ορίζεται από τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) µε την οποία «έκλεισαν» τα γεγονότα του Δεκέμβρη 1944, έως την έναρξη της ένοπλης εμφύλιας σύγκρουσης. Μετά τα Δεκεμβριανά, το 1945, είχαν εκδοθεί 80.000 εντάλματα, είχαν συλληφθεί 50.000, αλλά σύμφωνα µε Έκθεση της Βρετανικής Νομικής Αποστολής τον Οκτώβριο κρατούνταν στις φυλακές 16.700 άτομα, πράγμα που σημαίνει ότι πάνω από τους μισούς είχαν απελευθερωθεί. Οι κρατούμενοι ήταν δωσίλογοι, κοινοί εγκληματίες και – κυρίως – άτομα που κρατούνταν για αδικήματα σχετιζόμενα µε τα Δεκεμβριανά.[47] Οι λέξεις που συνόδευαν τη φωτογραφία µας μάθανε το «πώς» και το «γιατί» τραβήχτηκε. Η Βούλα Παπαϊωάννου κάλυπτε φωτογραφικά την περιοδεία μιας Επιτροπής η οποία επισκέφτηκε τις ελληνικές φυλακές. Στη λεζάντα γράφονται και τα ονόματά τους. Ήταν ο Cecil King µέλος του Κογκρέσου, o Buell F. Maben, αρχηγός της Ελληνικής Αποστολής της UNRRA, o N. Dipson παρατηρητής της UNRRA και µέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Greek War Relief ή της Αμερικάνικης Περίθαλψης επί το ελληνικότερο.[48]

Μια επιπλέον έρευνα έδειξε ότι και τα τρία µέλη της Επιτροπής κατάγονταν από τις ΗΠΑ. Ο Cecil King εκλεγόταν στην Καλιφόρνια µε τους Δημοκρατικούς από το 1942 έως το 1968.[49] Ο Buell F. Maben διηύθυνε την Αποστολή της UNRRA στην Ελλάδα από το Μάιο του 1945 έως το Σεπτέμβριο του 1947, σε όλη δηλαδή τη διάρκεια της δράσης της. Ο N. Dipson ίσως ήταν Ελληνοαμερικανός, γιατί η Greek War Relief, ήταν η οργάνωση των ομογενών της Αμερικής. Δημιουργήθηκε μόλις δύο εβδομάδες μετά τις 28 Οκτωβρίου 1940, όταν η Ελλάδα δέχτηκε την επίθεση των Ιταλών και βοήθησε αποτελεσματικά τους Έλληνες σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Δεν ξέρουμε ποιο ήταν ακριβώς το έργο της Επιτροπής, γιατί η περίοδος δεν έχει ακόμα ερευνηθεί επαρκώς, αλλά η παρουσία της ίσως έχει σχέση µε τη μαζική αποφυλάκιση των κρατουμένων που σημειώσαμε παραπάνω, γιατί η ανάμειξη των Άγγλων στα Δεκεμβριανά είχε ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών σε όλο τον κόσμο. Σε αντίθεση µε την Αγγλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν αναδειχθεί σε υπερδύναμη και είχαν αναλάβει την ηγεμονία του «Ελεύθερου Κόσμο». Εξάλλου η Ελλάδα που ανήκε στη σφαίρα επιρροής της Αγγλίας, δυο χρόνια αργότερα, το 1947, «δόθηκε» στους Αμερικάνους.

Από λεζάντες άλλων φωτογραφιών που βρίσκονταν στο αρχείο της UNRRA έγινε γνωστό και το δρομολόγιο που ακολούθησε η Επιτροπή. Ξεκίνησε από την Αθήνα και επισκέφτηκε τις φυλακές στην Πάτρα, τα Γιάννενα, τη Λάρισα και τη Θήβα[50]. Στο δρόμο από την Πάτρα προς τα Γιάννενα πέρασαν και από το Κρυονέρι. Πριν χρησιμοποιηθεί το Ρίο – Αντίρριο, η σύνδεση της Πελοποννήσου µε τη Στερεά Ελλάδα γινόταν στο Κρυονέρι. Έτσι εξηγείται και το φέρυ – µποτ που απεικονίζεται στα κοντάκτ της σελίδας 37, έτσι εξηγείται και ο τίτλος που είχε θέσει η φωτογράφος στη σελίδα: «Κρυονέρι» [βλ. φωτογραφία Νο 2]. Το συμπέρασμα έβγαινε αβίαστα: οι φυλακές βρίσκονταν στο Κρυονέρι. Και έτσι η φωτογραφία απέκτησε λεζάντα: «Επισκέπτες έξω από κτίριο φυλακών. Κρυονέρι, 1945-46».[51]

Η χαρά της ταυτοποίησης της φωτογραφίας δε σκιάστηκε από το γεγονός ότι οι «Φυλακές Κρυονερίου» δεν ήταν γνωστές από άλλη πηγή, γιατί κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε παράδοξο, ούτε αντιμετωπίστηκε ως πρόβλημα. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα δεν υπήρχαν αρκετές φυλακές για να στεγάσουν το πλήθος των συλληφθέντων και χρησιμοποιούσαν κτίρια διαφόρων ειδών. Στην Κοζάνη, για παράδειγμα, εκτός από τις «Ποινικές Φυλακές» που προϋπήρχαν, δημιουργήθηκε και Παράρτημα σε ένα παλιό βυρσοδεψείο και επιτάχθηκε και ένα σχολείο.[52] Φαίνεται όμως ότι αυτό δε συνέβαινε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στη διάρκεια του Συνεδρίου ειπώθηκε ότι δεν υπήρξε κτίριο που να μπορεί να στεγάσει φυλακές στο Κρυονέρι. Οι φωτογραφίες στάλθηκαν σε ντόπιους ερευνητές, τη Μαρία Μπακαδήµα (ΓΑΚ Μεσολογγίου) και το Γιάννη Χαλάτση (Παπαχαραλάμπειος Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου), οι οποίοι αναγνώρισαν ότι το κτίριο βρισκόταν στο Μεσολόγγι. Ο Γ. Χαλάτσης επισήμανε επίσης ότι προπολεμικά το κτίριο λειτουργούσε ως στρατώνας, μεταπολεμικά χρησιμοποιήθηκε ως φυλακές πολιτικών κρατούμενων και ότι γκρεμίστηκε στα χρόνια της Επταετίας.

Οι «Φυλακές Κρυονερίου» λοιπόν ήταν οι «Φυλακές Μεσολογγίου» που έχουν γκρεµιστεί. Μια πολύχρονη έρευνα για ένα «δύσκολο» θέμα, όπως ο ελληνικός εμφύλιος, και µε ένα «δύσκολο» αρχείο έδειξε τα όρια ακόμα και των πιο επίμονων ερευνητικών προσπαθειών. Πέρα όμως από το «λάθος» του τόπου αξίζει να σημειώσουμε ότι από τη συγκεκριμένη περίοδο τέτοιου είδους φωτογραφίες σπανίζουν και γι’ αυτό το υλικό που µας άφησε η Βούλα Παπαϊωάννου είναι ιστορικά πολύτιμο και πολύ βοηθητικό για την έρευνα που ελπίζουμε ότι θα γίνει για τις «Φυλακές Μεσολογγίου» και κατά λάθος Κρυονερίου.

Συµπέρασµα

Και τα τρία παραδείγµατα επισηµαίνουν ότι τόσο οι µεµονωµένοι άνθρωποι, ατοµικά, όσο και οι διάφορες κοινωνικές οµάδες, συλλογικά, συνήθως θέλουν να ξεχνούν αυτά που θεωρούν είτε δυσάρεστα είτε ότι δε συνάδουν µε τη «νέα» τους ταυτότητα. Η δηµιουργία ζωτικών µύθων αποτελεί µια στρατηγική επιβίωσης, όχι πάντα κοινωνικά χρήσιµη. Πιο συγκεκριµένα, για την κρίσιµη δεκαετία του 1940, µετά τη µεταπολίτευση (1974), η επ’ αριστερά κλίνουσα ελληνική κοινωνία κατασκεύασε µια µνήµη µε ηρωολατρική προοπτική που υποστήριζε ότι η αντίσταση ήταν «παλλαϊκή», «εθνική», γι΄αυτό το βάρος του ενδιαφέροντος και κατ’ επέκταση της ιστοριογραφίας έπεσε στους ήρωες – µάρτυρες. Το τµήµα της ελληνικής κοινωνίας που συνεργάστηκε µε τους κατακτητές, εθεωρείτο µικρό, ασήµαντο, περιθωριακό. Ανάµεσα στους γενναίους Έλληνες δεν µπορεί να υπήρξαν δοσίλογοι, ταγµατασφαλίτες, οπλισµένοι συνεργάτες των δυνάµεων κατοχής. ∆εν µπορεί να συµµετείχαν σε µια σφαγή συµπατριωτών τους, όπως αυτή της Μεγάλης Παρασκευής του 1944 στο Αγρίνιο. Το αποτέλεσµα είναι να αγνοούµε το µέγεθος του αριθµού των δωσίλογων και να µην έχουν ερευνηθεί οι «γκρίζες ζώνες», τα οικονοµικά και κοινωνικά δίκτυα της συνεργασίας.

Ένα µέρος της ιστορίας είχε παραδοθεί στη λήθη, τη σιωπή, την αµνησία. Και εάν για την Κατοχή είχε αποσιωπηθεί ένα µέρος των γεγονότων, η εµφύλια σύγκρουση παρέµεινε στη σιωπή για πολλές δεκαετίες. Στην αναζήτηση των αιτίων του εµφυλίου επικράτησε το σκεπτικό ότι οι Έλληνες δεν µπορεί να δηµιούργησαν έναν αδελφοκτόνο πόλεµο. Κάποιοι άλλοι τους υποκίνησαν, «οι ξένοι µας έβαλαν να σφαχτούµε» ήταν µια από τις συνήθεις εκφράσεις. Μετά το 1989, µε το τέλος του Ψυχρού Πολέµου και της ελληνικής εκδοχής του, τη συγκυβέρνηση αριστεράς και δεξιάς, οι διαχωριστικές γραµµές του εµφυλίου άρχισαν να διασπώνται.

Η αφοµοίωση της νέας πραγµατικότητας από το κοινωνικό σώµα ήταν πιο εύκολη στην πολυάνθρωπη πρωτεύουσα. Τα βήµατα της περιφέρειας προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν πιο διστακτικά και εξαρτώντο από τον αριθµό των δωσίλογων και το µέγεθος της «γκρίζας ζώνης» της τοπικής κοινωνίας. Στο Αγρίνιο φαίνεται ότι ήταν µεγάλη, γι’ αυτό οι µαρτυρίες καθώς και η κατάσταση µε τα ονόµατα των 120 εκτελεσµένων της Μεγάλης Παρασκευής του 1944, δεν δηµοσιοποιήθηκαν στο Αγρίνιο, αλλά στην Αθήνα. Επιπλέον το πλαίσιο της µνήµης που είχε επικρατήσει ήταν ηρωικό, αντιστασιακό, αριστερό. Οι ευυπόληπτοι πολίτες µιας επαρχιακής πόλης δεν ήθελαν να «θυµούνται» δηµόσια ότι στήριξαν το έργο µιας βασίλισσας, αφού το παλάτι εκπροσωπούσε συµφέροντα διαµετρικά αντίθετα από αυτά του «λαού».

Οι εργαζόµενοι στην Παιδόπολη και τα 400 παιδιά που έζησαν εκεί, είτε µετακινήθηκαν από τον τόπο καταγωγής τους, είτε όχι, δεν είχαν λόγο να ανασύρουν µνήµες µιας εποχής καθ’ όλα δύσκολης. Όλοι σιωπούσαν, ακόµα και αυτοί που πίστευαν ότι το έργο του Εράνου και των Παιδοπόλεων κάλυψε πραγµατικές κοινωνικές ανάγκες, σε µια εποχή που η κοινωνική πρόνοια από τη µεριά του κράτους ήταν από µικρή έως ανύπαρκτη. Μέσα σε αυτή τη σιωπή, την αµνησία, πρέπει να εντάξουµε τα αρχεία του εµφυλίου που καίγονται ή καταστρέφονται µε διάφορους τρόπους, τα αρχεία που δεν ταξινοµούνται και εγκιβωτίζονται. Το γεγονός ότι ελάχιστα γνωρίζουµε για τον αριθµό των φυλακών του εµφυλίου ή τον ακριβή αριθµό των κρατουµένων.

Το γεγονός ότι οι ιστορικοί αναγκάζονται να πηγαίνουν στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο ή τη Γενεύη για να «ανακαλύψουν» την ελληνική ιστορία. Ωστόσο οι αντιστασιακοί όπως και οι ταγµατασφαλίτες, τα παιδιά των Παιδοπόλεων, το προσωπικό και η ∆ιοίκησή τους, καθώς και οι φυλακισµένοι µε τους συγγενείς τους αποτελούν µέρος της ιστορίας αυτού του τόπου. Όλοι µας, ως άτοµα, ως κοινωνικές οµάδες και ως έθνος κουβαλάµε στην πλάτη µας το φορτίο της οικογενειακής, της τοπικής και της εθνική µας ιστορίας. Αυτό το βάρος καθορίζει τα βιώµατά µας και κατά συνέπεια τον τρόπο που πορευόµαστε. Εάν αγνοήσουµε ή θέλουµε να αγνοούµε ένα µέρος αυτού του βάρους η περπατησιά µας στο µέλλον δεν θα είναι σωστή.

 

Διαβάστε στο link που ακολουθεί
όλες τις ενότητες της: Εμφυλιοπολεμικής Αιτωλοακαρνανίας

 

41. Το Συνέδριο µε τίτλο Κατοχή, Αντίσταση, Εµφύλιος. Η Αιτωλοακαρνανία στη δεκαετία 1940-1950, οργανώθηκε από το Πανεπιστήµιο Ιωαννίων, Τµήµα Ιστορίας – Αρχαιολο-γίας, τα ΓΑΚ Νοµού Αιτωλοακαρνανίας και Ευρυτανίας, καθώς και το Κέντρο Έρευνας Τοπικής Ιστορίας και Πολιτισµού Αιτωλοακαρνανίας. | 42. Για το αρχείο, τη ζωή και το έργο της βλ. τη µνηµειώδη έκδοση Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου. Από το φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, Εκδόσεις Άγρα / Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2006 και πιο συγκεκριµένα Φανή Κωνσταντίνου, «Γύρω από τη ζωή και το έργο της Βούλας Παπαϊωάννου», σ. 13-38 και Johanna Weber, «Στα χνάρια της Βούλας Παπαϊωάννου», σ. 51-63. | 43. Το Αρχείο ∆ιεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Γενεύη: ACICR, C Sc, Grece, Quere Civile, µας προσφέρει πολύτιµο υλικό για τις φυλακές, τις εξορίες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του ελληνικού εµφυλίου. | 44. Η AMAG (American Mission for Aid to Greece) συνδέεται µε το ∆όγµα Τρούµαν και η ECA/G (European Cooperation Administration/Greece) µε το Σχέδιο Μάρσαλ. | 45. Η φω-τογραφία δηµοσιεύεται στο «Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου», ό.π., σ. 408-9. | 46. Η πλήρης λεζάντα βρίσκεται στο «Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου», ό.π., σ. 640 (φωτ. αρ. 326). | 47. Βόγλης Πολυµέρης, Η εµπειρία της φυλακής και της εξορίας. Οι πολιτικοί κρατούµενοι στον εµφύλιο πόλεµο, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2004, σ. 87. | 48. Επικεφαλής της Αµερικάνικης Περίθαλψης ήταν ο Σπύρος Σκούρας µε studio στο Χόλιγουντ. Βλ. Τ. Βερβενιώτη, «Το ξυπόλητο τάγµα. Από τη «θερµή» δεκαετία του ΄40 στην ψυχροπολεµική µεταπολεµική κοινωνία» στο Βάσω Θεοδώρου κ.ά. (επιµ.) «Πιάσε µε, αν µπορείς…». Η Παιδική ηλικία και οι αναπαραστάσεις της στο σύγχρονο ελληνικό κινηµατογράφο, Αθήνα: Εκδόσεις Αιγόκερως 2006, σ. 56 – 79. | 49. Cecil R. King (1898–1974). Ήταν επιχειρηµατίας, είχε πολεµήσει στον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο και πολιτευόταν στην Καλιφόρνια από το 1932. | 50. Βλ. λεζάντα φωτογραφίας 330 στο «Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου», ό.π., σ. 640 | 51. Βλ. φωτογραφία 328 στο «Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου», ό.π., σ. 411 και 640. | 52. Ιστορικό Αρχείο Κοζάνης, ∆ηµοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, κουτί ∆ήµος Κοζάνης 1947-1949 και 1945, φακ. Ποιναί – Φυλακαί…
Φωτογραφία ανάρτησης: Φωτογραφία Νο 1: Οι φυλακές… «Κρυονερίου» | Πηγή: Μουσείο Μπενάκη
*Η κ. Τ. Βερβενιώτη είναι δρ του Παντείου Πανεπιστηµίου
** Η κ. Xρυσoύλα Σπυρέλη είναι δρ του Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων.

AgrinioStories