…
Λευτέρης Τηλιγάδας
Η βία ως «τέχνη»
Το «Polo» του Light και η κουλτούρα του σοκ
Η μουσική δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο.
Μπορεί όμως μέσα σε τρία λεπτά, να μας θυμίσει τι αξίζει να σωθεί.
Μετά από δυο μέρες που στα social γινόταν ο κακός χαμός με ένα τραγούδι που λεγόταν «Polo» και έναν καλλιτέχνη που ακούει στο όνομα Light, άνοιξα το YouTube για να δω τι είναι αυτό που έχει ξεσηκώσει όλον αυτό το θόρυβο. Τι να σας πω; Το άκουσα — και «την άκουσα». Γιατί το «Polo» δεν είναι απλώς ένα κακό τραγούδι. Είναι μια αποθέωση της εικονικής βίας που προκαλεί, του μισογυνισμού, της κούφιας επίδειξης, και —κυρίως— της πολιτισμικής αποσύνθεσης. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, από κάποιους θεωρείται «τέχνη» — δήθεν γιατί «είναι μια ιστορία των δρόμων».
Δεν είναι η πρώτη φορά που το χιπ χοπ γίνεται εργαλείο πρόκλησης. Είναι όμως η πρώτη φορά που η τοξικότητα αυτή μοιάζει τόσο συνειδητή, τόσο στρατηγικά πλασαρισμένη — σχεδόν σαν προϊόν μελετημένης διαφήμισης. Από το εξώφυλλο μέχρι τον τίτλο, από τους στίχους μέχρι την αισθητική του βίντεο, όλα φωνάζουν: άκουσέ με ή μάλλον κοίτα με και σοκαρίσου… και σοκαρίσου ξανά… .. και ξανά.
Δεν το άντεξα ολόκληρο. Όχι επειδή με σόκαρε, αλλά επειδή ένιωσα πως κάποιος ήθελε να μπει μέσα στο μυαλό μου με μια ντουντούκα γεμάτη μίσος, μισογυνία, επιδειξιομανία και ένα χοντροκομμένο κουτσαβάκικο ύφος, και να το τσαλαπατήσει. Το νέο τραγούδι του Light δεν είναι απλώς κακόγουστο – είναι ρηχά επικίνδυνο επειδή καταπίνεται αμάσητο. Κάθε του στίχος στάζει τοξικότητα. Όχι εκείνη που προκύπτει από μια ανάγκη καλλιτεχνικής εξομολόγησης, αλλά την άλλη: την καλά σχεδιασμένη, την αποστειρωμένη, την κερδοφόρα τοξικότητα που πουλάει μούρη πάνω από τα πτώματα των αξιών.
Κάποιος πρέπει να πει σ΄ αυτόν τον παραδομένο στη social χλιδή του, ότι το να έχεις ένα μικρόφωνο μπροστά σου δεν είναι το ίδιο με το να έχεις κάτι να πεις. Όταν το μόνιμο αφήγημα που πλασάρεται ως λούπα είναι “μπες φυλακή, κάνε λεφτά, σπάσε κεφάλια”, τότε το δηλητήριο γίνεται ιδανικό lifestyle.
Ο Light δεν είναι ένα παιδί του δρόμου. Είναι ένας καλοβαλμένος μικροαστός που χρησιμοποιεί την αισθητική του δρόμου ως μάσκα αυθεντικότητας. Λέει πως είναι «εγκληματίας», πως «διψάει για φόνο», πως «κουδουνίζει το κεφάλι» του άλλου «σαν ντέφι» και φαντασίωση του περιθωρίου του γίνεται TikTok και η προσποιητή ψυχραιμία του συνδυάζει το ακριβό του μπλουζάκι με το εικονικό νταηλίκι της φιγούρας του και βαφτίζεται τέχνη.
Το «Polo» δεν σοκάρει με τις λέξεις του. Σοκάρει με τη χυδαιότητα της πρόθεσης. Επιχειρεί να μετατρέψει τη βία σε lifestyle, τη γυναικεία κακοποίηση σε στιχουργικό γκάτζετ. Φαντασιώνεται τον εαυτό του ως εγκληματία με στιλ, ως σύγχρονο λαϊκό είδωλο και δυστυχώς είναι πολλοί εκείνοι που το αγοράζουν αυτό.
Ας το πούμε καθαρά: δεν είναι τέχνη να φαντασιώνεσαι ότι σπας κόκαλα και βιάζεις σώματα. Δεν είναι «εικόνα της κοινωνίας» το να εξευτελίζεις την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Είναι προσβολή. Όχι μόνο για τις γυναίκες και τα ΑμεΑ που στοχοποιούνται, αλλά και για όλους εκείνους που πιστεύουν ότι η μουσική μπορεί να θεραπεύει — όχι να δηλητηριάζει. Δεν γεννήθηκε ούτε μεγάλωσε έτσι το ελληνικό χιπ χοπ. Από τους Active Member, μέχρι και τον Στίχοιμα, υπήρξαν πάντα εκείνοι που έγραψαν με αίμα και πίκρα — όχι με εταιρικό πρότζεκτ. Υπήρξαν πάντα εκείνοι που κουβάλησαν τους δρόμους χωρίς να το φωνάζουν, που είπαν την αλήθεια χωρίς να τη μετατρέπουν σε προϊόν.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο Light. Είναι το περιβάλλον που τον καλλιεργεί και τον αποθεώνει. Η βιομηχανία του ψηφιακού σοκ. Ο αλγόριθμος που δεν έχει ηθική, που ανταμείβει το ακραίο, το χυδαίο, το «πιο δυνατό». Είναι τα social media που κάνουν viral τη βία, όχι για να την καταδείξουν, αλλά για να την πουλήσουν.
Και μετά; Μετά ήρθε η «συγγνώμη». Ή, μάλλον, η διαχείριση της ζημιάς. Ο Light είπε ότι «έκανε μαλακία», ότι «θα αλλάξει τους στίχους». Μα αν κάτι ήταν τόσο λάθος ώστε να χρειαστεί αλλαγή, γιατί κυκλοφόρησε εξαρχής; Μήπως επειδή στόχευε να γίνει viral, ακριβώς χάρη σε αυτό το λάθος; Δεν είναι μετάνοια αυτό. Είναι διαχείριση του λάθους. Είναι τακτική!
Όταν η μουσική παύει να είναι τέχνη και γίνεται εργαλείο προβοκάτσιας, όταν η πρόκληση αντικαθιστά την ουσία, τότε δεν φταίει μόνο ο καλλιτέχνης. Φταίμε κι εμείς, που τον ακούμε, που τον διαδίδουμε, έστω κι από θυμό. Η φωνή του Light δεν είναι μόνο δυνατή είναι και άδεια. Και είναι θλιβερό να γίνεται αυτή η φωνή ο ήχος της εποχής μας.
Αν είναι όμως να κρατήσουμε κάτι από όλο αυτό – και εμείς αλλά κυρίως οι δημιουργοί της, ας είναι το γεγονός ότι η μουσική δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο. Μπορεί όμως μέσα σε τρία λεπτά, να μας θυμίσει τι είναι εκείνο που αξίζει να σωθεί. Και το Polo δεν αξίζει.

Λεπτομέρεια από το δεξί πάνελ του έργου του Ιερώνυμου Μπος,
Ο Κήπος των Γήινων Απολαύσεων, 1490-1500. Η εικόνα μέσω του Wikimedia Commons
——————————————————————————–
Στο μεροκάματο της σπουδής των τεχνικών της εξουσίας