...
Νικολέτα Γερολιμίνη –
Το μπακάλικο του Δημητράκη του Σουλέ
| Ήταν ένας κόσμος που είχε ημερομηνία λήξης
– και γι’ αυτό τον ζούσα με λύσσα |
Ήταν ένα μαγαζί στενόμακρο, σαν χαραμάδα σε πέτρινο τοίχο, εκεί στην καρδιά του Αιτωλικού, όπου οι ώρες κυλούσαν με το άρωμα του καφέ και του χαλβά, και η σκόνη από τα σακιά —ρύζια, φακές, φασόλια και φυράματα— χόρευε στον αέρα σαν νιφάδα καλοσύνης. Δεξιά, ακριβώς καθώς έμπαινες, κάθονταν ο Δημητράκης ο Σουλές —όνομα μικρό, ψυχή μεγάλη— πίσω από ένα γραφείο παλιό, φθαρμένο απ’ τα χρόνια, και πιο πίσω του, σαν να φύλαγε μυστικά και αναστεναγμούς, το πράσινο χρηματοκιβώτιο, μεγάλο σαν σιωπή.
Μιλούσε βιαστικά, σαν να κυνηγούσε τις λέξεις πριν προλάβουν να του ξεφύγουν. Ήταν εξυπηρετικός. Όχι από ανάγκη, μα από φύση. Δεν αγαπούσε απλώς τη δουλειά του — ήταν η δουλειά του. Ήταν αυτή που τον έπλαθε κάθε μέρα και κάθε βράδυ, όταν έμενε μονάχος στο μαγαζί, μετρώντας τους λογαριασμούς σαν προσευχές. Δεν έλεγε ποτέ πως κουράστηκε — η κούραση, για εκείνον, ήταν να κάθεται.
Δυο καρέκλες υπήρχαν παλιές —άλλοτε καφενείου, άλλοτε εξομολόγησης— και σε αυτές ξαπόσταιναν οι πελάτες και έπιαναν κουβέντα για βροχές, για ψαριές, για παλιούς έρωτες και πολιτικές. Τα ξύλινα ράφια έφταναν ως το ταβάνι, κυρτώνοντας από το βάρος των πραγμάτων —μα και των αναμνήσεων. Στο βάθος υπήρχε το πατάρι. Μικρό σαν σοφίτα ονείρου.
Εκεί παίζαμε, εγώ και η Τάνια, η ανιψιά του, όταν κατέβαινε απ’ την Αθήνα το Πάσχα. Κάθε μας παιχνίδι και μια πτήση. Κάθε απόγευμα και λίγη γλύκα από χαλβά και την υπόσχεση του καλοκαιριού που θα ’ρθει.
Στο πατάρι ζούσα παραμύθια — όχι γιατί κάποιος μου τα διηγιόταν, αλλά γιατί οι τοίχοι τα ανέδιδαν, σαν παλιά υγρασία. Ήταν ένας κόσμος που είχε ημερομηνία λήξης — και γι’ αυτό τον ζούσα με λύσσα. Στο πίσω μέρος υπήρχε κι άλλη αποθήκη. Μυστική, ήσυχη, με δεύτερο πατάρι. Εκεί κρυβόμασταν καλύτερα. Εκεί δεν μας έβρισκε κανείς, ούτε ο χρόνος.
Στο πατάρι εκείνο υπήρχαν όλα — κουτιά, σακούλες, παλιοί κατάλογοι, σκονισμένα τετράδια — και μέσα τους εμείς βρίσκαμε το “τίποτα” που ήταν το “όλα”. Χωρίς φως, χωρίς κανόνες, χωρίς ενήλικες. Εκεί η σιωπή είχε ήχο, και ο ήχος είχε καρδιά. Ο Δημητράκης ο Σουλές δεν ήτανε απλώς ένας μπακάλης. Ήταν φύλακας. Των πραγμάτων, των ανθρώπων, των στιγμών. Και το μπακάλικό του δεν πουλούσε μόνο όσπρια και σαπούνια. Πουλούσε κάτι άπιαστο. Πουλούσε συντροφιά. Ίσως και λίγη αιωνιότητα…
Η φωτογραφία της κορυφής προέρχεται από τον ιστότοπο
του Πολιτιστικού & Μορφωτικού Συλλόγου “Το Αιτωλικό”
————————————————————————
Στη σπουδή της μνήμης