...
Το Αιτωλικό που κράτησα
– της Νικολέτας Γερολιμίνη –
Μικρές πατρίδες
| Από τη στεριά της υποχρέωσης και της ανάγκης
σε μια θάλασσα, όλο παιχνίδι και ανεμελιά |
Μέρες καλοκαιριού, βουτηγμένες σε αλάτι και ιώδιο, κι εγώ παιδί – ένα παιδί με φουσκωμένη ψυχή, σαν τις σαμπρέλες που κάνανε τον Σαραντάρα να ωρύεται. Τον θυμάμαι – ψηλό, βαρύ σαν απόφαση που δεν παίρνεις εύκολα, με μουστάκι που κάλυπτε μισή ζωή και βλέμμα γεμάτο αιφνίδιους γλάρους. Η γαΐτα του δεν ήταν απλώς βάρκα – ήταν μετάβαση. Από τη στεριά της υποχρέωσης και της ανάγκης σε μια θάλασσα, όλο παιχνίδι και ανεμελιά. Κάθε πρωί η ίδια σκηνή: τρεις τέσσερις γαΐτες, η μια πλάι στην άλλη, σαν να μοιράζονταν την ίδια αναμονή, χωρίς βιασύνη και η επιλογή αμήχανη – σε ποια να ανέβεις;- σαν την πρώτη φορά που λες «σ’ αγαπώ» κι ελπίζεις να μπεις στη σωστή. Η μηχανή έπαιρνε μπροστά με έναν ήχο που υποσχόταν μέρες δίχως χρόνο, κι εγώ, βουβή, εισέπνεα αλμύρα, ιώδιο, και βούρκο. Ο βούρκος ήταν υπόσχεση κι απειλή μαζί. Έφτανε ως την ψυχή μου με μυρωδιά από θειάφι και μετουσίωση. Κι ύστερα, κοντά να φτάσουμε στα Ρεμπάκια, εκεί στα ρηχά, τα κουπιά – εκείνα τα πλατς πλουτς! που με έμαθαν ότι ακόμα και τα πιο σύντομα ταξίδια θέλουν κόπο.
Κι όταν φτάναμε, δεν πηγαίναμε κατευθείαν στη θάλασσα. Όχι. Πρώτα πιάναμε θέση στο τσαρδάκι, σαν να χρειαζόμασταν μια στέγη πριν βουτήξουμε. Ήμουν με την Τζένη – αδερφή κι άγκυρα – και τον Μιχάλη, τον γιο της, σχεδόν αδερφό μου. Το τσαρδάκι το είχε ένας άντρας που μπορούσε να παίξει άνετα σε παλιά ελληνική ταινία – με το τσιγάρο σαν επιπλέον δάχτυλο και το δαχτυλίδι του σαν παράσημο για κάποιο έγκλημα που δεν έγινε ποτέ. Σαν παλιό λαϊκό τραγούδι: μουστάκι, τσιγάρο που κάπνιζε ακόμη κι όταν δεν ήταν αναμμένο, βλέμμα χαμογελαστό και κουρασμένο. Η θεια Δήμητρα, η γυναίκα του, μαγείρισσα στον παιδικό σταθμό, ένωνε εκεί τις ζωές μας όπως ένωνε και τις γεύσεις στις κατσαρόλες της.
Η θάλασσα δε με άφηνε να μπω μεμιάς, λες και ήθελε να με μετρήσει, να με βυθίσει σιγά-σιγά στην αμφιβολία της πριν προλάβει το νερό ν’ αγκαλιάσει όλο το σώμα. Ήταν τόσο ρηχή που τήν περπατούσες, το νερό έφτανε μέχρι τα γόνατα και κάθε βήμα ήταν σαν υπόσχεση που δεν ήξερες αν θα κρατήσει. Τα φίδια του νερού — μικρά ξαφνιάσματα — μού έκοβαν την ανάσα, αλλά δεν με έδιωχναν. Ποτέ δεν έβγαινα. Ήταν, βλέπεις, αδιανόητο να παραδεχτώ φόβο, ακόμα κι αν αυτός είχε λέπια. Η φωνή της Τζένης – αυτή ναι, με έβγαζε. Ήταν διαταγή με αγάπη, εντολή με στοργή. Ήξερε πότε να με τραβήξει έξω, πριν με καταπιεί ο ωκεανός που είχα μέσα μου. Ήξερε πώς να μαζέψει ένα παιδί από τη θάλασσα πιο σίγουρα κι από άγκυρα.
Κι όταν έβγαινα, έβρισκα πάντα μια βανίλια σε παγωμένο νερό – ιερόδισκο αφιέρωμα στην παιδική μου πίστη πως όλα είναι δυνατόν. Κάτω, χώμα – γινόταν λάσπη, κόλλα από παιχνίδι, μικρές πατρίδες, σώμα και μνήμη. Μια βρύση, μια ντουζιέρα, ή ίσως μόνο η ιδέα μου; – η επιθυμία καθαριότητας πριν το πισωγύρισμα στη ζωή. Ο βαρκάρης δεν ήθελε άμμο στα σανίδια του – τον σεβόμασταν γιατί αγαπούσε τη βάρκα του σαν το σπίτι του.
Πιο πέρα, γέροι με λάσπη – άγαλμα κι άνθρωπος μαζί, αλειμμένοι με θεραπεία κι ελπίδα. Πάντα ξαπλωμένοι, σαν να παρακαλούν τον ήλιο να τούς ξαναπλάσει.
Η επιστροφή, βαρύτερη. Ένιωθα πιο κοντά στον ενήλικα εαυτό μου, απ’ την πείνα, την κούραση, τη βεβαιότητα του σπιτιού. Μαρίδες τηγανητές, σαλάτα που μύριζε καλοκαίρι κι ένα καρπούζι που έσταζε μέρες ξεγνοιασιάς σε κάθε μπουκιά.
Το μεσημέρι όριζε παύση. Ύπνος σαν τιμωρία. Δεν ήθελα. Τα βλέφαρα βαριά, αλλά η ανυπομονησία πιο επίμονη. Μέχρι να ‘ρθει το απόγευμα, να χυθούμε στην αλάνα σαν κύματα η Σέβη, η Νίκα, η Ρένα, η Σούλα, η Ασπασία, ο Άκης, ο Μιχάλης… Ήμουν πάντα πρώτη στην αλάνα και τούς περίμενα. Παιχνίδι μέχρι να σπάσουν οι ανάσες μας, κρυφτό, κυνηγητό, κρυφτομπίκινο, εφτάπετρο— μαθήματα επιβίωσης με κανόνες που αλλάζανε με το κέφι μας. Μικρές παύσεις, με ψωμί και ζάχαρη με λάδι ή πελτέ ντομάτας αλειμμένο πρόχειρα — σαν να γευόσουν όλη τη γη σ’ ένα κομμάτι ψωμί. Το σώμα ήξερε πως ήταν αναγκαία παύση, όπως η ανάσα πριν τη βουτιά και βουρ! για παιχνίδι ξανά μέχρι τελικής πτώσης.
Το βράδυ η πλατεία μάζευε όλα τα παιδιά και τις ζωές. Ο πατέρας μου καθόταν στο μαγαζί του μπάρμπα Νίκου του Καραμούζα — εκείνος, πάντα ιδρωμένος πίσω απ’ την ψησταριά, με μια άσπρη ποδιά που δεν προλάβαινε να μείνει καθαρή, έφτιαχνε σουβλάκια που μοσχοβολούσαν από μακριά. Ήταν πάντα γελαστός, καλοσυνάτος, με εκείνη την ευγένεια των ανθρώπων που δεν τήν έμαθαν, τήν κουβαλούν από γεννησιμιού τους. Και πάντα είχε ένα αστείο έτοιμο για μένα — όχι παιδικό, μα ούτε ενήλικο• κάπου στη μέση, να χωράει στο μυαλό μου και να ξεχειλίζει στα γέλια μου. Η γυναίκα του, η θεια Κούλα, ήταν μέσα στην κουζίνα, αεικίνητη σαν σβούρα. Έπλενε πιάτα, έκοβε σαλάτες, τηγάνιζε πατάτες, έβαζε στη σειρά τα ποτήρια. Θυμάμαι τον ήχο απ’ τα γυαλικά και τα σκεύη, όταν έμπαινα για ένα ποτήρι νερό κι έβλεπα όλα να γυρνούν γύρω της — οργανωμένο χάος, με ρυθμό και φροντίδα. Δεν σταματούσε ποτέ, και τίποτα δεν τής ξέφευγε.
Μετά, ξανά παιχνίδι. Τα σκαλιά της Παναγίας μάτωναν από τις πατούσες μας, αλλά ποιος λογάριαζε την κούραση; Έριχνα ματιές στον πατέρα — όχι από ανασφάλεια, μα σαν να ήθελα να πάρω έγκριση ότι το παιχνίδι συνεχίζεται. Αν χαμογελούσε, όλα επιτρέπονταν λίγο ακόμα.
Ύστερα το παγωτό. Η Ελπινίκη, όμορφη, ντελικάτη, με πιπεράτα σχόλια που τρυπούσαν το παιδικό μυαλό μου σαν μικρά, απαγορευμένα μυστικά. — αστραπή στη ρουτίνα — με το λεπτό της σώμα και τη γλώσσα που χτύπαγε εκεί που δεν είχα ακόμα λέξεις. ΔΕΛΤΑ έγραφαν τα παγωτά, μα εγώ έβλεπα μόνο τα βαμμένα μάτια της. Στον Καμπίτη πήγαινα μόνο για πύραυλο. Πιο αυστηρός. « Κλείσε το ψυγείο, θα φύγει η ψύξη, τελείωνε!». Έβαζε κανόνες στο ψυγείο και στην παιδική μου ευτυχία όμως δεν μ’ άγγιζε— είχα ήδη κερδίσει τη μέρα.
Όταν πια ερχόταν η φωνή της επιστροφής στο σπίτι, ήμουν χώμα με μορφή παιδιού. Ήξερα μ΄ ένα νεύμα του πατέρα –πάμε!- ότι πλησίαζε το τέλος αλλά το διαπραγματευόμουν με γκρίνια που μύριζε μισή ευχαρίστηση. Κι όταν- στο σπίτι πια- λύγιζε το κορμί, η βραδινή τελετουργία ήταν στρωματσάδα στο μπαλκόνι, μ΄ ένα καρπούζι να μοσχοβολάει νύχτα, κι ένα παράθυρο ακριβώς απέναντι: ο μπάρμπας Πάνος ο Δηγαλέτος κι η Κωνσταντούλα — σκιές οικείες, ψίθυροι από άλλο έργο. Δεν άκουγα, αλλά έπλεκα ιστορίες… Ο μπαρμπα Πάνος όταν απότρωγε, ανασηκωνόταν κι έκανε πάντα ένα σταυρό κι εγώ μ΄αυτή την πίστη του αποκοιμιόμουν, με το στόμα γλυκό και την ψυχή ξαναμμένη. Κάπως έτσι μύριζαν τα καλοκαίρια μου: αλμύρα, βανίλια και φωνές που αγαπούσα πολύ για να με τραβούν έξω απ’ τη θάλασσα.
Πηγή φωτογραφίας κορυφής: FB Old pictures of Greece
——————————————————————————-
Σπουδή της αέναης γοητείας της μνήμης