Συνέβη 9 Νοεμβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

9 Νοεμβρίου 2023

Είναι η 313η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 52 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:59 – Δύση ήλιου: 17:18
– Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 20 λεπτά
🌘  Σελήνη 25.8 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Νεκτάριο, Νεκτάρη, Νεκταρία, Νεκταρίνα, Ελλάδιο, Ελλάδη, Θεόκτιστο, Θεοκτίστη, Μαύρο και Μαύρα.

 

Γεγονότα

 

1866 – Το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου στην Κρήτη. Ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης βάζει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάζει την ανατολική πτέρυγα της μονής, καταπλακώνοντας Χριστιανούς και Τούρκους. Κορυφαία πράξη του απελευθερωτικού αγώνα των Κρητών, σύμβολο ηρωισμού και θυσίας. Είναι το σημαντικότερο επεισόδιο της Κρητικής Επανάστασης του 1866.
Η κακοδιοίκηση και η καταπίεση της τουρκικής διοίκησης ανάγκασε την Παγκρήτια Συνέλευση που συνήλθε στα Χανιά να αποστείλει στις 14 Μαΐου 1866 αναφορά στον Σουλτάνο με μια σειρά αιτημάτων. Συγκεκριμένα, ζητούσε: βελτίωση του φορολογικού συστήματος, σεβασμό της χριστιανικής θρησκείας, αναγνώριση του πληθυσμού να εκλέγει ελεύθερα τους δημογέροντές του και τη λήψη μέτρων για την οικονομική ανάπτυξη του νησιού.
Παράλληλα, απέστειλε μυστικό υπόμνημα προς τους μονάρχες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, με το οποίο τους καλούσε να ενεργήσουν για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ή να μεσολαβήσουν στη χορήγηση από τον Σουλτάνο «Οργανικού Νόμου». Στη συγκέντρωση αυτή συμμετείχε και ο Γαβριήλ Μαρινάκης, ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου, που ήταν το επαναστατικό κέντρο της περιοχής Ρεθύμνης.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις αδιαφόρησαν, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δήλωνε ουδετερότητα και δεν πήρε ανοιχτά το μέρος των επαναστατών. Μόνο η Ρωσία κινήθηκε δραστήρια, χάρη στους υποπροξένους της στο νησί Ιωάννη Μιτσοτάκη και Σπυρίδωνα Δενδρινό.
Μη αναμένοντας βοήθεια από πουθενά, οι Κρητικοί αποφάσισαν να ξεσηκωθούν μόνοι τους και ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 21 Αυγούστου 1866, με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος» και αρχηγούς τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη στα Χανιά, τον Ελλαδίτη συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο στο Ρέθυμνο και τον Μιχαήλ Κόρακα στο Ηράκλειο. Στην Ελλάδα συγκροτήθηκαν εθελοντικές ομάδες, που βοήθησαν τους Κρητικούς, με χρήματα, τρόφιμα και άλλα εφόδια.
Ο Σουλτάνος θορυβήθηκε από την εξέγερση και έστειλε στις 30 Αυγούστου 1866 τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά, με εντολή να την καταστείλει, αφού προηγουμένως είχε απορρίψει τα αιτήματα των Κρητικών. Ο Πασάς έφερε το προσωνύμιο Γκιριτλί (Κρητικός), επειδή είχε συντελέσει στην κατάπνιξη της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη. Πρώτα προσπάθησε να καλοπιάσει τους επαναστάτες και να τους πείσει να επιστρέψουν στις δουλειές τους. Όταν αυτοί αρνήθηκαν, αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το στρατιωτικό του σχέδιο για την κατάπνιξη της επανάστασης.
Τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο προέβη σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή των Χανίων και στη συνέχεια στράφηκε προς το Ρέθυμνο και τη Μονή Αρκαδίου, όπου ήταν η έδρα της τοπικής επαναστατικής επιτροπής, αποθήκη πολεμοφοδίων και τροφίμων, καθώς και καταφύγιο πολλών χριστιανών. Ο Μουσταφά Πασάς έφθασε έξω από το μοναστήρι το απόγευμα της 6ης Νοεμβρίου 1866. Στη διάθεσή του είχε 15.000 άνδρες (Τούρκους, Αλβανούς, Αιγυπτίους και Τουρκοκρητικούς) και ισχυρό πυροβολικό. Στη Μονή βρίσκονταν 966 άνθρωποι, από τους οποίους μόνο 250 μπορούσαν να πολεμήσουν. Επικεφαλής των αγωνιστών του Αρκαδίου ήταν ο πελοποννήσιος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος και ο ηγούμενος Γαβριήλ.
Οι προτάσεις προς παράδοση απορρίφθηκαν από τους πολιορκημένους και το πρωί της 8ης Νοεμβρίου άρχισαν οι εχθροπραξίες. Οι Οθωμανοί, παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις τους, δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη Μονή την πρώτη μέρα. Το βράδυ ζήτησαν ενισχύσεις και μετέφεραν ένα μεγάλο πυροβόλο από το Ρέθυμνο. Την επομένη, 9 Νοεμβρίου, άρχισε το δεύτερο κύμα της επίθεσης. Νωρίς το απόγευμα γκρεμίστηκε το δυτικό τείχος της Μονής από τις βολές του πυροβόλου και οι επιτιθέμενοι εισέβαλαν στο μοναστήρι, αρχίζοντας τη μεγάλη σφαγή.
Στη μπαρουταποθήκη της μονής γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος και μία ακόμα ένδοξη σελίδα της ελληνικής ιστορίας. Ο Κωστής Γιαμπουδάκης ή κατ’ άλλους ο Εμμανουήλ Σκουλάς την ανατίναξε, σκορπίζοντας το θάνατο, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους εισβολείς. Αμέσως μετά, οι Τουρκοκρητικοί και οι Αλβανοί όρμησαν και κατέσφαξαν όσους είχαν διασωθεί, ενώ έκαψαν τον ναό και λεηλάτησαν τα ιερά κειμήλια.
Από τους Έλληνες που βρίσκονταν στη Μονή, μόνο 3 ή 4 κατόρθωσαν να διαφύγουν, ενώ περίπου 100 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Μεταξύ αυτών και ο Δημακόπουλος, που εκτελέστηκε λίγο αργότερα. Ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκης είχε σκοτωθεί πριν από την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης. Οι νεκροί και τραυματίες του Μουσταφά ανήλθαν σε 1.500 ή σε 3.000, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς.
Το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, όπως είχε συμβεί με την καταστροφή των Ψαρών και την Έξοδο του Μεσολογγίου, συγκίνησε όλο τον χριστιανικό κόσμο κι ένα νέο κύμα φιλελληνισμού δημιουργήθηκε στην Ευρώπη. Σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι και ο Βίκτωρ Ουγκώ, πήραν θέση υπέρ του Κρητικού Αγώνα και ξένοι εθελοντές έσπευσαν να ενισχύσουν από κοντά την Επανάσταση. Σημαντικές ήταν και οι χρηματικές συνεισφορές από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, με προεξάρχοντα τον φιλέλληνα Σαμουήλ Χάου.
Η Κρητική Επανάσταση φυλλορρόησε τον Ιανουάριο του 1869, αλλά ο Σουλτάνος δεν μπόρεσε να καθυποτάξει ολοκληρωτικά τους Χριστιανούς της Κρήτης. Έτσι, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων αναγκάστηκε να παραχωρήσει τον «Οργανικό Νόμο» (3 Φεβρουαρίου 1868), ένα είδος Συντάγματος, που προέβλεπε προνόμια για τους χριστιανούς και καθεστώς ημιαυτονομίας για το νησί. Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα πήρε αναβολή για το 1912.

 

 

1919 – Φορολογική μεταρρύθμιση από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Εισάγεται η φορολογία του προσωπικού εισοδήματος.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος (1864 – 1936), ο μεγαλύτερος πολιτικός της νεώτερης Ελλάδας, δέσποσε στην πολιτική ζωή της χώρας από το 1910 έως το 1936. Η πολιτική του δράση προκάλεσε εντονότατα πάθη για πολλά χρόνια και αποτυπώνονται στις έννοιες «Βενιζελισμός» και «Αντιβενιζελισμός». Διετέλεσε επτά φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας, συνολικά επί δώδεκα χρόνια και πέντε μήνες.
Το 1909 με τον νόμο 3393, καθιερώθηκε ο γενικός φόρος επί του πραγματικού καθαρού εισοδήματος, με προοδευτική φορολογία από 3% έως 7%, επί του Καθαρού Εισοδήματος. «….Διά του νόμου τούτου ( σημ. : «3393»  )  επεβάλλετο γενικός φόρος εισοδήματος επί πάντων των πραγματοποιούντων καθαράν πρόσοδον. Ως προς τας ανωνύμους εταιρείας ως φορολογητέα πρόσοδος εθεωρείτο το σύνολον των πραγματοποιουμένων κερδών. …Η επελθούσα τροποποίησις, ως προς τας ανωνύμους εταιρείας έναντι του αρχικού νόμου, έγκειται εις το ότι ως φορολογητέα πρόσοδος δεν νοείται, ως μέχρι τούδε συνέβαινε, το διανεμόμενον μόνον μέρισμα, αλλά το σύνολον των καθαρών κερδών, ανεξαρτήτως διανομής ή μη. …Τέλος μεταβιβάσεως:  Διά του νόμου 3393 (1909) επιβάλλεται, το πρώτον παρ’ ημίν το τέλος μεταβιβάσεως επί των κινητών αξιών. …»
Επιβολή φόρου στα έκτακτα κέρδη που είχαν προκύψει κατά την περίοδο των πολέμων  ( ν. 1043/1917)
« Διά της επιβολής της φορολογίας  των εκτάκτων καρδών (Ν. 1043- 9/11/1917) …. «σκοπείται όπως επέλθη διακιοσύνη εις τα βάρη της Πολιτείας», ήτις αξιοί όπως συμμετάσχη εις τα έκτακτα εκείνα κέρδη, των οποίων η παραγωγή δεν οφείλεται μόνον εις την προσωπικήν επέμβασιν του επιχειρηματίου, αλλ’ είναι αποτέλεσμα της γενικής οικονομικής διαταραχής, την οποίαν εκληροδότησεν ο παγκόσμιος πόλεμος.
Η φορολογία των εκτάκων κερδών επεβλήθη με αναδρομικήν  ισχύν διά τα από του 1915 και εφεξής πραγματοποιηθέντα κέρδη. Μεταξύ των εις την φορολογίαν ταύτην υποκειμένων, συμπεριλαμβάνεται και η ανώνυμος εταιρεία διά το σύνολον των υπ’ αυτής, πραγματοποιηθέντων κερδών. …» (Πηγή )

 

1931 – Η εικόνα της Παναγίας Σουμελά, έργο του ευαγγελιστή Λουκά, επιστρέφει στην Αθήνα από την Τραπεζούντα του Πόντου. Ήταν 9 Νοεμβρίου του 1931 όταν η εικόνα της Παναγίας Σουμελά, έργο του ευαγγελιστή Λουκά, επέστρεφε μαζί με τα άλλα ιερά κειμήλια της μονής στην Αθήνα από την Τραπεζούντα. Η συμφωνία μεταξύ Ελευθέριου Βενιζέλου και Ισμέτ Ινονού είχε επιτευχθεί λίγους μήνες νωρίτερα, μετά από παρέμβαση του Λεωνίδα Ιασονίδη. Την αποστολή είχε αναλάβει ο ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης.
Η αφήγηση του Αμβρόσιου
Με τις ευλογίες της Εκκλησίας έφυγα από την Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου. Ήμουν εφοδιασμένος με ένα θερμότατο συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας και όταν έφτασα στην Κωνσταντινούπολη οι τουρκικές Αρχές μου παρείχαν κάθε ευκολία. Έμεινα λίγο στην Πόλη και από κει ξεκίνησα ατμοπλοϊκώς για την Τραπεζούντα, συνοδευόμενος από τον Αλ. Βασιλείου, υπάλληλο της Μικτής Επιτροπής. […] Το πρωί πήγα στον νομάρχη της Τραπεζούντας, ο οποίος με δέχτηκε αμέσως και έδειξε πολύ ενδιαφέρον για την αποστολή μου. Έθεσε αμέσως στη διάθεσή μου έναν τσανταρμά και μου ευχήθηκε καλή επιτυχία. Ώσπου να ξεκινήσουμε από την Τραπεζούντα είδα εκεί πολλούς γνωστούς μου Τούρκους και έγινα αντικείμενο θερμών εκδηλώσεων. […] Το μεσημέρι, συνοδευόμενος από τον Αλ. Βασιλείου και έναν μυστικό αστυνόμο, που είχε την καλοσύνη να μου διαθέσει ο διευθυντής της αστυνομίας της Τραπεζούντας, ξεκίνησα με το αυτοκίνητο για το Τσεβιζλίκ. […]  Επισκέφτηκα τον καϊμακάμη, που με δέχτηκε πολύ ευγενικά, κι εκείνος φρόντισε να έρθουν από ένα γειτονικό χωριό πέντε άλογα για να πάμε ως τη μονή του Σουμελά. Στις 7 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου ήλθαν πράγματι οι αγωγιάτες και καβαλικέψαμε, μαζί με τον Αλ. Βασιλείου, τον μυστικό αστυνόμο Τόνγιαλη Νεούτ εφένδη και δυο στρατιώτες, που μας έδωσε για ασφάλεια ο Καϊμακάμης, για το μοναστήρι.
Φτάσαμε στο μοναστήρι το μεσημέρι. Ιερή συγκίνηση με κατέλαβε όταν αντίκρισα από μακριά το ξακουσμένο μοναστήρι του Σουμελά, που έστεκε ακόμα ακουμπισμένο στο θεόρατο βουνό του Μελά. […] «Εδώ, ό,τι είχατε κρύψει», μου είπαν οι αγωγιάτες, «τα έχουν ανακαλύψει. Δεν βλέπεις τοίχους σκαμμένους και υπόγεια;». Πραγματικά είχε συμβεί αυτό. Με την πρώτη ματιά το διαπίστωσα, και χωρίς να ξεκουραστούμε, τραβήξαμε για την Αγία Βαρβάρα. Ήταν το μετόχι της Μονής, δέκα λεπτά μακρύτερα. Μέσα εκεί, όπως μου είχε πει ο αρχιμανδρίτης Ιερεμίας, ήταν θαμμένη η εικόνα της Παναγίας.
Αφήσαμε τους αγωγιάτες στην ποταμιά κι εμείς οι πέντε ανεβήκαμε στην Αγία Βαρβάρα. Εκεί φάγαμε, απ’ τα φαγιά που είχαμε μαζί μας, κι έτρεξα για να βρω το μέρος που μου εκμυστηρεύτηκε ο Ιερεμίας. Αλλά εκεί είχαν πέσει όλοι οι τοίχοι και ένας σωρός από πέτρες, χώματα, ξύλα, κεραμίδια ύψους ενάμισι μέτρου σκέπαζε το έδαφος. Πώς θα κατόρθωνα να ξεκαθαρίσω το μέρος;
Στα χαμένα προσπαθούσα να τραβήξω πέτρες και ξύλα. Το έργο μου δεν προχωρούσε καθόλου και οι ώρες περνούσαν.
Οι αγωγιάτες ανησύχησαν τότε που αργήσαμε και ανέβηκαν στην Αγία Βαρβάρα.
– Πρέπει να τραβήξουμε όλα αυτά τους είπα, και θέλω ανθρώπους και εργαλεία.
– Θα το κάνουμε εμείς, απάντησαν, όταν τους πρόσφερα σεβαστή αμοιβή.
Πραγματικά, πέντε αυτοί και άλλοι τόσοι εμείς –γιατί όλοι με βοήθησαν στη δουλειά μου– κατορθώσαμε να παραμερίσουμε τους όγκους. Έπειτα από τρεις ώρες εντατικής εργασίας οι αγωγιάτες, χτυπώντας το έδαφος με ένα ξύλο, με βεβαίωσαν ότι υπάρχει κενό κάτω εκεί. […]
– Βλέπω ένα κιβώτιο εδώ, μου είπε, όταν παραμέρισε τα χώματα.
– Άνοιξε το, απάντησα, και με τα χέρια σου τράβηξε ό,τι βρεις.
Έκανα το σταυρό μου την ώρα εκείνη και σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό προφέροντας λόγους ευχαριστίας. Τα ιερά κειμήλια είχαν σωθεί.
Ο μπόγος ήταν απείραχτος και μόνο τα πανιά είχαν σαπίσει από τα νερά. Πήρα τότε την εικόνα της Παναγίας στα χέρια μου, αφού την ασπάστηκα, μοίρασα και τα άλλα πράγματα στους συνοδούς μου και ξεκινήσαμε πεζοί για το Τσεβιζλίκ.
Τη στιγμή που βρήκαμε τα κειμήλια ήταν 9η βραδινή ώρα και παρά την πανσέληνο ήταν δύσκολη η πορεία μας καβάλα στα άλογα. Έτσι τον περισσότερο δρόμο τον πήγαμε πεζοπορία και φθάσαμε στις 2 μετά τα μεσάνυχτα στο Τσεβιζλίκ.
Το πρωί στο Τσεβιζλίκ οι Τούρκοι με είδαν με πολλή χαρά. Μου ευχήθηκαν καλό ταξίδι και καλή αντάμωση και μου παρήγγειλαν να δώσω χαιρετισμούς σε όλους τους χριστιανούς γνωστούς τους. Από εκεί το ταξίδι μου ήταν επίσης ομαλότατο. Γύρισα στην Τραπεζούντα, στην Πόλη, και προχθές έφτασα εδώ φέροντας την εικόνα της Παναγίας, το Σταυρό των Κομνηνών, το Τίμιο Ξύλο και ένα χειρόγραφο ιερό Ευαγγέλιο. (Πηγή: Κωνσταντίνος Φωτιάδης/santeos.blogspot.gr.)

 

1938 – Η Νύχτα των Κρυστάλλων στη Γερμανία. Πρόκειται για το πρώτο οργανωμένο πογκρόμ εναντίον των Εβραίων από τους Ναζί. Η δολοφονία του Φομ Ρατ εξυπηρέτησε ως άλλοθι για την έναρξη βιαιοπραγιών κατά των Εβραίων κατοίκων σε ολόκληρη τη Γερμανία. Υπήρχε η πρόθεση να φανεί η επίθεση αυτή σαν αυθόρμητη αντίδραση, αλλά, στην πραγματικότητα, είχε ενορχηστρωθεί από τις γερμανικές αρχές και, ειδικότερα, από τον Ράινχαρντ Χάιντριχ (Reinhard Heydrich). Η κυβέρνηση αξιοποίησε, εκτός από τα επίσημα κρατικά μέσα, κυρίως την οργάνωση του Ναζιστικού κόμματος, για να οργανώσει και να υλοποιήσει τις ταραχές, οι οποίες κορυφώθηκαν στις 9 Νοεμβρίου 1938.
Το πογκρόμ που ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα να προκληθούν ζημιές και, σε πολλές περιπτώσεις, να καταστραφούν, 1.574 συναγωγές (σχεδόν όλες όσες υπήρχαν στη Γερμανία, οι περισσότερες καταστράφηκαν από εμπρησμό), πολλά εβραϊκά κοιμητήρια, πάνω από 7.000 καταστήματα και 29 πολυκαταστήματα που ανήκαν σε Εβραίους. Κάποιοι Εβραίοι ξυλοκοπήθηκαν έως θανάτου, ενώ άλλοι εξαναγκάζονταν να παρακολουθούν.
Περισσότεροι από 30.000 άρρενες Εβραίοι συνελήφθησαν και στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης· κατά κύριο λόγο στο Νταχάου, στο Μπούχενβαλντ και στο Ζάξενχαουζεν. Η μεταχείριση στα στρατόπεδα ήταν κτηνώδης, αλλά οι περισσότεροι αφέθηκαν ελεύθεροι κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών μηνών, υπό τον όρο ότι θα εγκατέλειπαν τη Γερμανία.
Ο ακριβής αριθμός των Γερμανών Εβραίων που θανατώθηκαν δεν έχει προσδιοριστεί, αλλά υπολογίζεται ότι κυμαίνεται μεταξύ 36 και 200 περίπου ατόμων για τις δύο ημέρες που διήρκεσαν οι αναταραχές. Ο ευρύτερα αποδεκτός αριθμός νεκρών κατά τη διάρκεια των ταραχών είναι 91 άτομα. Υπολογίζοντας και τους θανάτους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, περίπου 2.000 ως 2.500 ήταν οι νεκροί που μπορούν να αποδοθούν στο πογκρόμ της «Νύχτας των Κρυστάλλων». Επίσης, μικρός αριθμός Γερμανών θανατώθηκαν κατά τις ταραχές της Νύχτας των Κρυστάλλων, καθώς τους θεώρησαν, κατά λάθος, Εβραίους.
Τα γεγονότα στην Αυστρία δεν ήταν λιγότερο φρικτά και οι περισσότερες από τις 94 συναγωγές και τόποι προσευχής της Βιέννης υπέστησαν μερική ή ολική καταστροφή. Τα θύματα υπέστησαν κάθε είδους ταπεινώσεις, περιλαμβανομένου του εξαναγκασμού να σφουγγαρίζουν ενόσω τους υπέβαλαν σε μαρτύρια οι συμπολίτες τους Αυστριακοί, κάποιοι από τους οποίους ήταν προηγουμένως φίλοι και γείτονές τους.

 

1989 – Ανοίγουν τα σύνορα της Ανατολικής Γερμανίας για τους πολίτες της, έπειτα από δεκαετίες. Το Τείχος του Βερολίνου, το σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου, γκρεμίζεται. Το Τείχος του Βερολίνου (στα γερμανικά Berliner Mauer), «τείχος της ντροπής» για τους Γερμανούς της δύσης και επισήμως αποκαλούμενο από την ανατολικογερμανική κυβέρνηση ως «αντιφασιστικό τείχος προστασίας», ανεγέρθηκε στην καρδιά του Βερολίνου με αφετηρία το βράδυ της 12ης Αυγούστου του 1961 από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ), η οποία επιχείρησε με αυτό τον τρόπο να θέσει ένα τέλος στην ολοένα και αυξανόμενη φυγή των κατοίκων της προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ). Το τείχος, συνιστώσα της εσωτερικής γερμανικής συνοριογραμμής, αποτελούσε ένα φυσικό σύνορο μεταξύ του Ανατολικού Βερολίνου και του Δυτικού Βερολίνου για διάστημα των 28 ετών, ενώ αποτελούσε το σημαντικότερο σύμβολο μιας Ευρώπης διχοτομημένης από το σιδηρούν παραπέτασμα. Κάτι παραπάνω από ένα απλό τείχος, επρόκειτο για μια σύνθετη στρατιωτική κατασκευή η οποία περιείχε δύο τείχη ύψους 3,6 μέτρων με διάδρομο περιπολίας, 302 παρατηρητήρια και συστήματα συναγερμού, 14.000 φύλακες, 600 σκυλιά και καλωδιωτά πλέγματα. Ένας αδιευκρίνιστος αριθμός ατόμων υπήρξαν θύματα προσπαθειών διάβασης του τείχους. Ωστόσο, φαίνεται ότι οι Ανατολικογερμανοί συνοριοφύλακες και οι Σοβιετικοί στρατιώτες δεν δίσταζαν να πυροβολήσουν τους φυγάδες.
Στις 6 Νοεμβρίου 1989 η κυβέρνηση δημοσιοποίησε ένα σχέδιο ταξιδιωτικού νόμου, το οποίο ήταν πολύ κατώτερο των προσδοκιών του κόσμου και τελικά φούντωσε ακόμα περισσότερο τις αντιδράσεις αντί να τις κατευνάσει. Την ίδια μέρα κατέβηκαν μόνο στη Λειψία 500.000 άνθρωποι σε διαδήλωση. Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου 1989 συνεδρίασε με εντολή του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος μια επιτροπή αξιωματικών των Υπουργείων Εσωτερικών και Κρατικής Ασφάλειας για να προτείνει λύσεις και να σχεδιάσει μια έκτακτη ρύθμιση, που θα έθετε αμέσως σε εφαρμογή τα ουσιαστικότερα μέτρα του σχεδίου ταξιδιωτικού νόμου. Η πρόταση που υπέβαλαν στο Πολιτικό Γραφείο ήταν να επιτραπούν τόσο η μόνιμη μετεγκατάσταση, που δημιουργούσε το πρόβλημα με τους πρόσφυγες στις τρίτες χώρες, όσο και τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Διαφορετικά θα εξωθούνταν στη μετανάστευση πολλοί που ήθελαν μόνο να επισκέπτονται συγγενείς τους στη Δυτική Γερμανία. Η επιτροπή των αξιωματικών πρότεινε να δίνονται οι άδειες και για τα δύο από τις αρμόδιες υπηρεσίες μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, χωρίς διατυπώσεις. Με αυτές τις προτάσεις ήταν αναμενόμενο ότι θα ξεσηκωνόταν ένα πρωτόγνωρο κύμα μόνιμης και προσωρινής εξόδου από τη χώρα, η πίεση όμως θα διοχετευόταν στις αρμόδιες υπηρεσίες, όχι στα σύνορα, και θα μπορούσε να ελεγχθεί. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας το Πολιτικό Γραφείο ενέκρινε το σχέδιο ταξιδιωτικών ρυθμίσεων της επιτροπής και το έθεσε σε κυκλοφορία στα συναρμόδια υπουργεία μέσω της υπηρεσιακής οδού για να γίνουν έλεγχοι και προτάσεις εντός της ημέρας. Σύμφωνα με την πάγια τακτική, η μη έκφραση αντιρρήσεων ως μια ορισμένη ώρα ισοδυναμούσε με έγκριση του σχεδίου από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η ώρα 4:00 το πρωί της 10ης Νοεμβρίου ορίστηκε για να δοθεί η απόφαση στον τύπο.
Μέχρι το απόγευμα τα Υπουργεία Εσωτερικών, Κρατικής Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ελέγχουν το σχέδιο ρύθμισης. Τα δύο πρώτα Υπουργεία εγκρίνουν τις ρυθμίσεις που αφορούν στη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό, εκφράζουν όμως αντιρρήσεις και προτείνουν χρονικούς περιορισμούς για τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ζίγκφριντ Βίτενμπεκ (Siegfried Wittenbeck) απορρίπτει εντελώς τη ρύθμιση για λογαριασμό του απόντος Υπουργού Χανς Χέρμαν Χέρτλε (Hans-Herman Hertle), καθώς εντοπίζει τυπικά και τεχνικά προβλήματα στο σχέδιο που του υποβλήθηκε. Η κυβέρνηση όμως στην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν παρά ο εκτελεστής των αποφάσεων του κόμματος και η κυκλοφορία των νομοσχεδίων στα υπουργεία δεν ήταν παρά μια γραφειοκρατική ρουτίνα. Έτσι, ενώ τα υπουργεία επεξεργάζονται τη ρύθμιση και διαπιστώνουν προβλήματα, το σχέδιο φθάνει στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος στις 15:00 και καταλήγει στα χέρια του Γενικού Γραμματέα Έγκον Κρεντς. Ο Κρεντς δεν γνωρίζει τις αντιρρήσεις των συναρμόδιων υπουργείων και δεν προσέχει ότι η ρύθμιση προορίζεται να δοθεί την άλλη μέρα στον τύπο. Χωρίς να πολυασχοληθεί, τη δίνει μαζί με ένα σχετικό δελτίο τύπου στο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος Γκύντερ Σαμπόφσκι (Günter Schabowski), που ετοιμαζόταν εκείνη την ώρα να δώσει συνέντευξη τύπου στους Ανατολικογερμανούς και τους ξένους δημοσιογράφους.
Η συνέντευξη πραγματοποιείται στο Διεθνές Κέντρο Τύπου του Ανατολικού Βερολίνου και μεταδίδεται ζωντανά από την τηλεόραση της Ανατολικής Γερμανίας. Αρχίζει στις 18:00, πριν προλάβει ο Σαμπόφσκι να μελετήσει το σημείωμα που πήρε από τον Κρεντς. Προς το τέλος της συνέντευξης, στις 18:57, ο Σαμπόφσκι αναφέρει εν παρόδω ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε μια νέα ταξιδιωτική ρύθμιση, η οποία όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα νομοσχέδιο υπό επεξεργασία, για το οποίο μάλιστα τα συναρμόδια υπουργεία είχαν αντιρρήσεις. Εμφανώς αμήχανος και ψάχνοντας τα χαρτιά του διαβάζει δυνατά το σημείωμα παρουσία δημοσιογράφων στη ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση:
«Αιτήσεις για σύντομα ιδιωτικά ταξίδια προς το εξωτερικό μπορούν να κατατίθενται χωρίς την επίκληση προϋποθέσεων (λόγοι ταξιδιού, συγγενικές σχέσεις). Οι άδειες θα δίνονται με σύντομες διαδικασίες. Στις υπεύθυνες υπηρεσίες δημοτολογίων και έκδοσης διαβατηρίων της ΛΔΓ έχει δοθεί εντολή να εκδίδουν βίζες άμεσα, χωρίς πια να απαιτούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις για μόνιμο εκπατρισμό. Η μόνιμη έξοδος από τη χώρα μπορεί να πραγματοποιείται από οποιοδήποτε μεθοριακό σημείο διέλευσης προς την ΟΔΓ.»
Η ρύθμιση, όπως είχε αντιληφθεί ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ήταν συγκεχυμένη και τυπικά παράνομη. Συγχέονται τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια με τη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό και αγνοούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνταν τόσα χρόνια από το δίκαιο της ΛΔΓ και ήταν ακόμα σε ισχύ. Επίσης αφήνει την εντύπωση ότι για τα σύντομα ταξίδια δεν απαιτείται διαβατήριο ή άλλες διατυπώσεις. Θα δινόταν λοιπόν η άδεια για μια επίσκεψη στο Δυτικό Βερολίνο στα σύνορα; Σήμαινε αυτό πως οι πύλες του τείχους θα ήταν στο εξής ανοιχτές; Και κυρίως, ήταν ανοιχτές από εκείνη τη στιγμή; Σύμφωνα με τις προθέσεις των συντακτών του σχεδίου ρύθμισης και του κόμματος η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα έπρεπε να ήταν αρνητική.
Όμως στην ερώτηση του δημοσιογράφου Ρικάρντο Έρμαν από το ιταλικό πρακτορείο ANSA «πότε τίθεται σε εφαρμογή αυτή η ρύθμιση», ο Σαμπόφσκι απαντά φυλλομετρώντας τα χαρτιά του: «Αυτή η ρύθμιση τίθεται σε εφαρμογή… απ’ όσο ξέρω… αμέσως τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς καθυστέρηση».
Μια συγκεχυμένη αναφορά του αμήχανου Σαμπόφσκι γίνεται το τηλεοπτικό γεγονός του αιώνα. Τα δυτικά πρακτορεία ειδήσεων μέσα σε λίγα λεπτά και η ανατολικογερμανική τηλεόραση αργότερα αναμεταδίδουν τη συνέντευξη και τα νέα αγνοώντας ή ξεκαθαρίζοντας με δική τους πρωτοβουλία τις ασάφειες και συνοψίζοντας την είδηση στο γεγονός ότι το τείχος άνοιξε. Οι Ανατολικοβερολινέζοι ακούν τις ειδήσεις από το Δυτικό Βερολίνο, βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλο στους δρόμους και κατευθύνονται προς το τείχος. Εκεί συναντούν τους έκπληκτους συνοριοφύλακες και το προσωπικό ελέγχου διαβατηρίων, που δεν είχαν ιδέα για τη νέα ρύθμιση και είχαν τόσα χρόνια εκπαιδευτεί να θεωρούν το τείχος ιερό και απαραβίαστο. Αρχικά καλούν τον κόσμο να φύγει και να απευθυνθεί την επόμενη μέρα στις υπηρεσίες έκδοσης διαβατηρίων. Το πλήθος όμως αυξάνεται συνεχώς και αρχίζει να χάνει την υπομονή του. Μπροστά στον κίνδυνο να λιντσαριστούν από τις μάζες το προσωπικό του μεθοριακού φυλακίου Μπόρνχόλμερ Στράσε (Bornholmer Straße) ανοίγει τις πύλες στις 23:00. Σύντομα ακολουθούν και άλλα φυλάκια. Οι εικόνες που μεταδίδονται από την τηλεόραση ενθαρρύνουν και άλλους Ανατολικοβερολινέζους να κατέβουν στο τείχος πεζοί ή με αυτοκίνητα και να δοκιμάσουν μια βόλτα στο Δυτικό Βερολίνο. Μέχρι το πρωί της 10ης Νοεμβρίου όλες οι πύλες του τείχους έχουν ανοίξει διάπλατα και οι πολίτες τις περνούν χωρίς κανένα έλεγχο.
Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δέχτηκαν τους πολίτες της ΛΔΓ με ενθουσιασμό. Οι πιο πολλές μπυραρίες στην περιοχή του τείχους πρόσφεραν δωρεάν μπύρα, τα αυτοκίνητα άρχισαν να κορνάρουν και άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι αγκαλιάζονταν. Μέσα στην ευφορία της βραδιάς σκαρφάλωναν στο τείχος και Δυτικοβερολινέζοι, ενώ άλλοι περνούσαν από την απροσπέλαστη ως τότε Πύλη του Βραδεμβούργου. Μόλις έγινε γνωστό ότι άνοιξε το τείχος, η δυτικογερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή στη Βόννη διέκοψε τη συνεδρίαση, που αφορούσε στη συζήτηση του προϋπολογισμού. Μερικοί βουλευτές τραγούδησαν αυθόρμητα τον Εθνικό Ύμνο.
Η επανόρθωση του λάθους από την πλευρά του κράτους ήταν αδύνατη χωρίς τη χρήση βίας. Αν και έγιναν τέτοιες σκέψεις στα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης και του κόμματος, τελικά επικράτησε η σύνεση και η αποδοχή των τετελεσμένων. Είναι εξάλλου αμφίβολο αν οι δυνάμεις ασφαλείας θα εκτελούσαν τέτοιες εντολές. Από τη Μόσχα πάντως, αντίθετα με ότι συνέβη στην ίδια την Ανατολική Γερμανία το 1953, στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968, δεν επρόκειτο να δοθεί κάλυψη σε βίαιες ενέργειες. Ήδη από τον Αύγουστο του 1989 οι σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις στο έδαφος της ΛΔΓ είχαν λάβει την εντολή να μην αναμειχθούν και να παραμείνουν στα στρατόπεδά τους.

 

1990 – Ο «Νουρέγιεφ» του ελληνικού ποδοσφαίρου Βασίλης Χατζηπαναγής ανακοινώνει ότι αποσύρεται από τα γήπεδα. Βασίλης Χατζηπαναγής (ρωσ. Василис Кирьякович Хадзипанагис, Βασίλις Κιριάκοβιτς Χαντζιπαναγκίς, γενν. 26 Οκτωβρίου 1954, Τασκένδη) είναι Έλληνας διεθνής μεσοεπιθετικός πρώην ποδοσφαιριστής. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών και για πολλούς ο κορυφαίος. Το 2003 ψηφίστηκε ως ο καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την Ε.Π.Ο. για το εορτασμό των 50 χρόνων της ΟΥΕΦΑ, ενώ η IFFHS τον επέλεξε στην καλύτερη 11άδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου τον Οκτώβριο του 2021. Βρίσκεται τρίτος στη λίστα με τα περισσότερα τερματα από απευθείας εκτέλεση κόρνερ στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Γεννήθηκε στην Τασκένδη της τότε Σοβιετικής Ένωσης (σημερινό Ουζμπεκιστάν), στις 26 Οκτωβρίου 1954. Ο πατέρας του, Κυριάκος ήταν Ελληνοκύπριος από την Άχνα Αμμοχώστου, ενώ η μητέρα του ήταν Ελληνίδα από την Κωνσταντινούπολη. Ο Βασίλης Χατζηπαναγής ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από τη Δυναμό Τασκένδης σε ηλικία 17 ετών και το 1972 πήγε στην Παχτακόρ μέχρι το 1975 που ήρθε στην Ελλάδα για τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης. Λίγο πριν έρθει στον Ηρακλή, είχε κάνει εντυπωσιακή εμφάνιση στο εμφατικό 5-0 απέναντι στην Κυπελούχο Ευρώπης Ντινάμο Κιέβου που προερχόταν και από την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Σούπερ Κυπέλλου απέναντι στη Μπάγερν Μονάχου. Το France Football έκανε ξεχωριστό αφιέρωμα για τη συγκεκριμένη συνάντηση, ο Χατζηπαναγής θεωρήθηκε από όλους στη Σοβιετική Ένωση ως ο δεύτερος καλύτερος ακραίος επιθετικός πίσω από τον Όλεγκ Μπλαχίν. Η πρώτη ελληνική ομάδα που εκδήλωσε επίσημα ενδιαφέρον για τον Χατζηπαναγή ήταν ο Ολυμπιακός. Το 1975 μάλιστα είχε στείλει στα γραφεία της Παχτακόρ (και τη σοβιετική ομοσπονδία) επίσημο έγγραφο με το οποίο ζητούσε τον ποδοσφαιριστή, προσφέροντας 10 εκατομμύρια δραχμές, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή. Οι «ερυθρόλευκοι» είχαν ακολουθήσει τη νόμιμη οδό, αλλά στη Σοβιετική Ένωση οι μεταγραφές δεν ήταν συνηθισμένη υπόθεση. Ο Ηρακλής είχε ήδη κάνει τις μεθοδικές κινήσεις του για να τον αποκτήσει, ενώ στη Θεσσαλονίκη ζούσε η γιαγιά του και δύο θείες του.
Ήταν 22 Νοεμβρίου 1975 μετά τα μεσάνυχτα όταν έφτασε στη Θεσσαλονίκη και τουλάχιστον 1.000 άτομα είχαν πάει στον σταθμό των τρένων για να υποδεχθεί έναν παίκτη για τον οποίον ήδη η φήμη του είχε ταξιδέψει. Έκανε το ντεμπούτο του την Κυριακή, στις 7 Δεκεμβρίου του 1975 όταν στο γήπεδο της Βέροιας, όπου έδωσε την πρώτη του παράσταση. Ο Ηρακλής παραχώρησε ισοπαλία 1-1 στον Ατρόμητο με τον Χατζηπαναγή να μην τον εκμεταλλεύονται οι συμπαίκτες τους, όπως ανέφεραν την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες. Τρεις χιλιάδες οπαδοί του Ηρακλή ακολούθησαν την ομάδα τους μέχρι τη Βέροια για να δουν το πρώτο ματς του Χατζηπαναγή, η μεταγραφή του οποίου είχε προκαλέσει αίσθηση σε όλη την Ελλάδα και άκρατο ενθουσιασμό στους «κυανόλευκους». Στον Ηρακλή έκανε μεγάλη καριέρα και ήταν σπεσιαλίστας στα γκολ από κόρνερ σημειώνοντας εννέα, επίδοση ρεκόρ.
Την τελευταία του επίσημη εμφάνιση με τον Ηρακλή έκανε στις 26 Οκτωβρίου 1990, την ημέρα των 36ων γενεθλίων του, στον αγώνα για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ με τη Βαλένθια. Όσο και αν φαίνεται παράξενο αυτή ήταν η μοναδική συμμετοχή του Χατζηπαναγή σε αγώνα ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Γνωστός ως ο «Έλληνας Μαραντόνα» είχε συμβόλαιο που τον εμπόδιζε να πάρει μεταγραφή για άλλες ομάδες, παρά ίσως την επιθυμία του. Ο Χατζηπαναγής προσέλκυσε το ενδιαφέρον μερικών από τις μεγαλύτερες ομάδες της Ευρώπης, της Άρσεναλ, της Λάτσιο και της Στουτγάρδης μεταξύ άλλων, αλλά παρέμεινε στον Ηρακλή μέχρι το τέλος της καριέρας του, το 1990. Το συμβόλαιό του ήταν δεσμευτικό μακροχρόνια αλλά ταυτόχρονα ανέπτυξε και μια ερωτική του σχέση με τους φιλάθλους του Ηρακλή και ο αγώνας που είχε κάνει για να επιστρέψει στην πατρίδα του, είναι δύσκολο να πούμε αν θα είχε φύγει σε κάθε περίπτωση, αλλά ένας παίκτης της ικανότητάς του θα έπρεπε τουλάχιστον να του δινόταν η ευκαιρία να ευδοκιμήσει σε μεγάλο βαθμό. Πέτυχε λιγότερα από πολλούς, έδωσε όμως περισσότερα και πήρε αυτό που ελάχιστοι παίρνουν, «την αγάπη του κόσμου», το κορυφαίο επίτευγμα της καριέρας του σύμφωνα με τα λεγόμενα του.

 

Γεννήσεις

 

1888 – Ζαν Μονέ. Γάλλος επιχειρηματίας και δημόσιος λειτουργός, ένας από τους οραματιστές της Ενωμένης Ευρώπης, στο πρότυπο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Θεωρείται ένας από τους πατέρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Ζαν Ομέρ Μαρί Γκαμπριέλ Μονέ γεννήθηκε στο Κονιάκ της νοτιοδυτικής Γαλλίας στις 9 Νοεμβρίου 1888. Σε ηλικία 16 ετών εγκατέλειψε το σχολείο για ν’ ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση εμπορίας κονιάκ. Ταξίδεψε σ’ όλο τον κόσμο, πλουτίζοντας διαρκώς τις εμπειρίες του.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, προσέφερε τις υπηρεσίες του ως εκπρόσωπος της Γαλλίας στη Διασυμμαχική Επιτροπή Ναυτιλίας και, μετά τον πόλεμο, διετέλεσε αναπληρωτής γενικός γραμματέας της Κοινωνίας των Εθνών (1919-1923). Μετά τη λήξη της θητείας του στον διεθνή οργανισμό – πρόδρομο του ΟΗΕ, επανήλθε στην πατρική επιχείρηση κι εργάστηκε ως έμπορος κονιάκ και αργότερα ως τραπεζίτης στις ΗΠΑ. Μεταξύ του 1934 και 1936 διατέλεσε σύμβουλος του εθνικιστή κινέζου ηγέτη Τσανγκ Κάι Σεκ.
Το 1929 γνώρισε την κατά 20 χρόνια μικρότερη του Σίλβια Τζιανίνι, σύζυγο του εμπορικού αντιπροσώπου της πατρικής επιχείρησης στην Ιταλία και την ερωτεύτηκε σφοδρά. Επειδή, όμως, δεν μπορούσε να πάρει διαζύγιο, καθώς αυτό απαγορευόταν στις καθολικές χώρες εκείνη την εποχή, ο Μονέ με τις διεθνείς διασυνδέσεις του κανόνισε να λάβει τη σοβιετική υπηκοότητα η μέλλουσα σύζυγός του. Το διαζύγιο εκδόθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και ο πολιτικός γάμος έγινε στη Μόσχα το 1934. Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη και παντρεύτηκε με θρησκευτικό γάμο μόλις το 1974.
Κατά την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μονέ ορίστηκε πρόεδρος της Γαλλοβρετανικής Συντονιστικής Οικονομικής Επιτροπής και τον Ιούνιο του 1940 υπέδειξε στον πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Γουίνστον Τσόρτσιλ μία γαλλοβρετανική οικονομική και πολιτική ένωση, ως αντίβαρο στη ναζιστική Γερμανία.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας, κατέφυγε στην Ουάσινγκτον, όπου τοποθετήθηκε μέλος του Συμβουλίου Ανεφοδιασμού της Με­γάλης Βρετανίας. Στις αρχές του 1943 η αμερικανική κυβέρνηση τον έστειλε στο Αλγέρι για να διαπραγματευτεί με τον στρατηγό Ζιρό, που ήταν πιστός στη δοσιλογική κυβέρνηση του Βισύ και τον Μάιο του ίδιου χρόνου έγινε μέλος της Γαλλικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, υπό τον στρατηγό Ντε Γκολ.
Μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας και την εθνικοποίηση των εταιρειών σιδηροδρόμων, ορυχείων και ηλεκτροπαραγωγής, διορίστηκε επικεφαλής της επιτροπής για την προετοιμασία ενός πλήρους σχεδίου ανασυγκρότησης και εκσυγχρονισμού της κατεστραμμένης γαλλικής οικονομίας. Στις 11 Ιανουαρίου 1947 το σχέδιο υιοθετήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση και ο Μονέ διορίστηκε γενικός επίτροπος της Υπηρεσίας Εθνικού Σχεδιασμού.
Στις 9 Μαΐου 1950, ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Ρομπέρ Σουμάν, σε μία ιστορική δήλωση υποστήριξε ότι η συνένωση των ευρωπαϊκών εθνών μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στην εξάλειψη της αιώνιας αντιπαράθεσης μεταξύ της Γαλλίας και Γερμανίας και πρότεινε ως πρώτο βήμα να τεθεί το σύνολο της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα υπό ενιαία διοίκηση.
Το «Σχέδιο Σουμάν», το πρώτο βήμα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, το οποίο συντάχθηκε από τον Μονέ, ενσωματώθηκε στη συνθήκη των Παρισίων της 18ης Απριλίου 1951, με την οποία δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), με κράτη – μέλη τη Γαλλία, τη Δυτική Γερμανία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Από το 1952 έως το 1955 ο Μονέ ήταν ο πρώτος πρόεδρος του ανώτατου συμβουλίου της ΕΚΑΧ.
Το 1955 οργάνωσε την Επιτροπή Πρωτοβουλίας για τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος από το 1956 έως το 1975. Το 1966 το Πανεπιστήμιο της Βόννης του απένειμε το θεσμοθετημένο τότε βραβείο «Ρομπέρ Σουμάν», τιμώντας τις υπηρεσίες του στην ευρωπαϊκή υπόθεση. Το 1976 οι αρχηγοί των κυβερνήσεων των εννιά τότε χωρών της ΕΟΚ τον ανακήρυξαν πολίτη της Ευρώπης. Το 1978 εξέδωσε τα «Απομνημονεύματά».
Ο Ζαν Μονέ πέθανε στις 16 Μαρτίου 1979 στην πόλη Μπαζός – σιρ – Γκιγιόν της κεντρικής Γαλλίας, σε ηλικία 90 ετών.

 

1918 – Σπίρο Άγκνιου. Ελληνικής καταγωγής αμερικανός πολιτικός. Διατέλεσε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον (1969-1973) και Κυβερνήτης της Πολιτείας του Μέριλαντ (1967-1969). Έμεινε στην ιστορία ως μοναδικός αντιπρόεδρος των ΗΠΑ που δεν ολοκλήρωσε τη θητεία του, επειδή αναγκάστηκε να παραιτηθεί, λόγω σκανδάλων.
Γεννήθηκε ως Σπυρίδων Αναγνωστόπουλος στο Τόσον του Μέριλαντ στις 9 Νοεμβρίου 1918. Ο πατέρας του Θεόδωρος καταγόταν από τους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας και είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ το 1897. Διατηρούσε φαγάδικο στο Τόσον και ήταν γνωστός στην ευρύτερη περιοχή της Βαλτιμόρης για το νόστιμο κοτοσουβλάκι του και τη γευστική σπανακόπιτά του.
Ο νεαρός Σπίρο, μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, γράφτηκε το 1937 στο ονομαστό πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς. Ξεκίνησε σπουδές Χημείας, αλλά στο τρίο έτος αναγκάστηκε να τις διακόψει, επειδή κλήθηκε στα όπλα. Υπηρέτησε στη Γερμανία και τη Γαλλία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και παρασημοφορήθηκε. Λίγες μέρες προτού αναχωρήσει για την Ευρώπη (27 Μαΐου 1942) ήλθε εις γάμου κοινωνία με την Έλινορ Τζούντφιντ, η οποία εργαζόταν σε ασφαλιστική εταιρεία. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά, την Πάμελα, τον Τζέιμς, τη Σούζαν και την Κίμπερλυ.
Μετά την επιστροφή του από τον πόλεμο άλλαξε γνωστική κατεύθυνση και από τη Χημεία βρέθηκε να σπουδάζει Νομικά. Το πρωί εργαζόταν ως ασφαλιστής και το βράδυ παρακολουθούσε τα μαθήματά του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βαλτιμόρης. Το 1947 αποφοίτησε και δύο χρόνια αργότερα άρχισε να δικηγορεί.
Στην πολιτική αναμίχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Εξελέγη σε διάφορες αιρετές θέσεις της κομητείας της Βαλτιμόρης με τη σημαία του Δημοκρατικού Κόμματος. Όταν απέτυχε να εκλεγεί δικαστής άλλαξε στρατόπεδο και προσχώρησε στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, επειδή θεώρησε ότι υπονομεύτηκε από την παράταξή του.
Το 1966 αποφάσισε να διεκδικήσει τη θέση του κυβερνήτη του Μέριλαντ. Δύσκολο εγχείρημα, καθότι η πολιτεία αυτή, που περιβάλλει την πρωτεύουσα των ΗΠΑ Ουάσιγκτον, αποτελεί κάστρο των Δημοκρατικών. Με μία μετριοπαθή και συναινετική ατζέντα και εκμεταλλευόμενος τη θητεία του στο Δημοκρατικό Κόμμα, ο Σπίρο Άγκνιου κατόρθωσε να εκλεγεί στο ανώτατο αξίωμα του Μέριλαντ, προς γενική έκπληξη όλων.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του κινήθηκε σε προοδευτική κατεύθυνση, έξω από τις νόρμες του κόμματός του. Ψήφισε νόμο για την ισότητα λευκών και μαύρων, καθιέρωσε τον θεσμό της προοδευτικής φορολογίας ανάλογα με την κλίμακα εισοδήματος και πήρε αυστηρά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Ακόμη, κατάργησε τον ξεπερασμένο νόμο της πολιτείας που είχε εισαχθεί πριν από 306 χρόνια και απαγόρευε τον γάμο μεταξύ μαύρων και λευκών. Όμως, μετά τις φυλετικές ταραχές του 1968 έχασε την υποστήριξη των μαύρων και των φιλελεύθερων στοιχείων, επειδή ενέτεινε την αστυνόμευση και περιέκοψε δαπάνες για την υγεία και την κοινωνική πρόνοια.
Η επιτυχία του Άγκνιου σε μια «δημοκρατική πολιτεία» προσέλκυσε το ενδιαφέρον των επιτελών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, που αναζητούσαν έναν υποψήφιο με φιλελεύθερα χαρακτηριστικά για τη θέση του αντιπροέδρου στις προεδρικές εκλογές του 1968. Το ρεπουμπλικανικό δίδυμο των Νίξον – Άγκνιου επικράτησε στο νήμα των δημοκρατικών Χάμφρεϊ και Μάσκι, σε μια σκληρή αναμέτρηση με φόντο τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Έτσι, ο Σπίρο Άγκνιου εξελέγη στο υψηλότερο πολιτικό πόστο που έχει αναδειχθεί ποτέ ελληνοαμερικανός, αλλά και πολίτης του Μέριλαντ.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο άγνωστος στο αμερικανικό κοινό Άγκνιου έγινε γνωστός για τις επιθέσεις του κατά των ριζοσπαστών αμφισβητιών, ενώ στο στόχαστρό του μπήκαν και τα Μ.Μ.Ε, τα οποία κατηγορούσε για την έλλειψη αντικειμενικότητας στην κάλυψη της κυβερνητική πολιτικής. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, υποστήριξε θερμά τη Χούντα των Αθηνών, ευθυγραμμιζόμενος με την επίσημη γραμμή των ΗΠΑ. Επισκέφθηκε, μάλιστα, για πρώτη φορά την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1971 και τη γενέτειρα του πατέρα του Γαργαλιάνους, γεγονός που το εκμεταλλεύτηκε προπαγανδιστικά το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου.
Παρά τις διαφωνίες του με τον Νίξον και την εχθρότητα μεγάλου μέρους του κομματικού μηχανισμού των Ρεπουμπλικανών, ο Άγκνιου παρέμεινε και για δεύτερη τετραετία στην αντιπροεδρία μετά τη σαρωτική νίκη του Ρίτσαρντ Νίξον στις εκλογές του 1972. Όμως, το κορυφαίο πολιτειακό δίδυμο εκείνης της εποχής στις ΗΠΑ δεν θα ολοκληρώσει τη θητεία του και θα αποχωρήσει ατιμασμένο από την πολιτική.
Στις 10 Οκτωβρίου 1973 ο Σπίρο Άγκνιου θα αναγκασθεί να υποβάλει την παραίτησή του, εξαιτίας σκανδάλων που βγήκαν από το ντουλάπι και αφορούσαν στην εποχή που ήταν κυβερνήτης του Μέριλαντ. Συγκεκριμένα, κατηγορήθηκε για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, επειδή είχε απαιτήσει μίζες από επιχειρηματίες του κατασκευαστικού τομέα για να προωθήσει έργα τους. Αρνήθηκε να προσέλθει στο δικαστήριο και γι’ αυτό του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης με αναστολή και πρόστιμο 10.000 δολαρίων.
Ένα χρόνο μετά τον ακολούθησε και ο πρόεδρος Νίξον, ο οποίος υπέβαλε την παραίτησή του, εξαιτίας του σκανδάλου «Γουότεργκεϊτ». Ο Άγκνιου κατηγόρησε τον Νίξον ότι επίτηδες ανέσυρε στην επιφάνεια μια αμφιλεγόμενη υπόθεσή του, προκειμένου να στρέψει το ενδιαφέρον του Τύπου από τις δικές του περιπέτειες με το σκάνδαλο παρακολούθησης των γραφείων του Δημοκρατικού Κόμματος. Οι σχέσεις των δύο πρώην συνεργατών διερράγησαν οριστικά και δεν ξαναμίλησαν ποτέ.
Ο πάγος μεταξύ των δύο οικογενειών έσπασε το 1994, όταν ο Άγκνιου παρέστη στην κηδεία του Ρίτσαρντ Νίξον, μετά από πρόσκληση της οικογένειας του θανόντος προέδρου. Ο Σπίρο Άγκνιου έφυγε από τη ζωή με την σειρά του δύο χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 17 Σεπτεμβρίου 1996, λίγες μόνο μέρες μετά τη διάγνωση των γιατρών ότι πάσχει από λευχαιμία.

 

Θάνατοι

 

959 – Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (913-959), της δυναστείας των Μακεδόνων. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού και της παλλακίδας του, Ζωής Καρβονοψίνας. Έμεινε στην ιστορία περισσότερο για τις επιδόσεις του στα γράμματα, παρά για τις στρατιωτικές του ικανότητες.
Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 905 στην πορφυρά αίθουσα του Παλατιού, που προοριζόταν για τα νόμιμα τέκνα των αυτοκρατόρων, γι’ αυτό και έφερε το όνομα Πορφυρογέννητος. Ο ίδιος, όμως, ήταν νόθο τέκνο, το οποίο νομιμοποιήθηκε με τον επιγενόμενο γάμο των γονέων του, λίγο μετά τη γέννησή του. Ο γάμος αυτός δημιούργησε πρόσθετα προβλήματα στον Λέοντα, γιατί ήταν ο τέταρτός του, με συνέπεια να μην αναγνωρισθεί από την Εκκλησία και τον Πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό. Ο αυτοκράτορας, με μία απλή κίνηση, έχρισε νέο Πατριάρχη τον Ευθύμιο, ο οποίος αναγνώρισε τον γάμο κι έχρισε τον εξάχρονο Κωνσταντίνο συμβασιλέας (911).
Το 912 ο Λέων πέθανε και τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο νεώτερος αδελφός του Αλέξανδρος, ο οποίος πέθανε ξαφνικά τον επόμενο χρόνο. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος για τη στέψη του Κωνσταντίνου ως αυτοκράτορα στις 7 Ιουνίου του 913. Λόγω της ανηλικιότητάς του, όμως, τέθηκε υπό επιτροπεία, την οποία ασκούσαν ο Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός -που εν τω μεταξύ είχε επανέλθει στα καθήκοντά του μετά το θάνατο του Λέοντα- η βασιλομήτωρ Ζωή και οι μάγιστροι Στέφανος και Ιωάννης Ελλαδάς.
Κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου (913-920), η Αυτοκρατορία αντιμετώπισε τις ηγετικές φιλοδοξίες του ηγεμόνα των Βουλγάρων Συμεών, που ήθελε να αναγορευθεί σε βασιλιά. Πρότεινε, μάλιστα, τον γάμο της κόρης του με τον ανήλικο Κωνσταντίνο. Η πρόταση απορρίφθηκε από τους επιτρόπους, γεγονός που εξόργισε τον βούλγαρο ηγεμόνα, ο οποίος απείλησε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη (913), ενώ έφθασε μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου, μετά τη νίκη του επί των Βυζαντινών στη Μάχη της Αγχιάλου (σημερινό Μπουργκάς).
Από την αναταραχή αυτή επωφελήθηκε ο αρχηγός του στόλου Ρωμανός Λεκαπηνός, ο οποίος κατόρθωσε να αυξήσει την επιρροή του στο παλάτι, με τον γάμο της κόρης του Ελένης με τον δεκατετράχρονο πλέον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το 919. Έλαβε, μάλιστα, τον τίτλο του βασιλεοπάτορα, που δινόταν για πρώτη φορά σε πεθερό αυτοκράτορα. Σταδιακά, ο Κωνσταντίνος παραμερίστηκε από την εξουσία, την οποία ασκούσε ο Ρωμανός ως αντιβασιλέας με τους τρεις γιους του. Παράλληλα, προώθησε στον Πατριαρχικό θρόνο τον τέταρτο γιο του Θεοφύλακτο, ενώ έκλεισε σε μοναστήρι τη βασιλομήτορα Ζωή. Για μια εικοσιπενταετία (920-945), ο Κωνσταντίνος ήταν τύποις μόνο αυτοκράτορας κι έτσι κατηύθυνε όλα τα ενδιαφέροντά του στη μελέτη και τη συγγραφή.
Η διαμάχη στους κόλπους της οικογένειας Λεκαπηνού οδήγησε στον εγκλεισμό του Ρωμανού σε μοναστήρι και στην αντίδραση λαού και στρατού. Από την κατάσταση αυτή επωφελήθηκε ο Κωνσταντίνος κι έγινε και πάλι κύριος της εξουσίας στις 27 Ιανουαρίου 945, με την υποστήριξη της πανίσχυρης οικογένειας των Φωκάδων, που πολλά μέλη της υπηρέτησαν από διάφορες θέσεις την αυτοκρατορία (Λέων Φωκάς, Βάρδας Φωκάς, Νικηφόρος Φωκάς κ.ά.).
Ο Κωνσταντίνος, αφού εξασφάλισε τα νώτα του από τους Βουλγάρους, με τους οποίους συνήψε συνθήκη ειρήνης, στράφηκε κατά των Αράβων, που απειλούσαν την αυτοκρατορία. Με τους ικανούς στρατηγούς του Βάρδα Φωκά, Νικηφόρο Φωκά και Ιωάννη Τσιμισκή κατόρθωσε να τους εξουδετερώσει. Ο στρατηγός Μαριανός Αργυρός διεύρυνε τη βυζαντινή επιρροή στην Ιταλία, ενώ ο ομόλογός του Λέων Αργυρός εξουδετέρωσε την ουγγρική απειλή.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος συνήψε εμπορικές σχέσεις με τους Ρώσους, ενώ η βάπτιση της ηγεμονίδας της Ρωσίας Όλγας στον Χριστιανισμό διεύρυνε την επιρροή των Βυζαντινών στην αναδυόμενη αυτή περιοχή. Με τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Ζ’ η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ανέκτησε την παλιά της ισχύ και ακτινοβολία και κατέκτησε την εσωτερική της γαλήνη. Χωρίς να είναι ο μεγάλος στρατηγός ή πολιτικός, ο Κωνσταντίνος είχε την ικανότητα να επιλέγει τους κατάλληλους συνεργάτες και να οριοθετεί τους σωστούς στόχους.
Από το συγγραφικό του έργο ξεχωρίζουν οι πραγματείες «Ιστορική διήγησις του Βίου του Βασιλείου Α’», που αναφέρεται στη ζωή του παππού του Βασιλείου Α’, ιδρυτή της Μακεδονικής Δυναστείας, «Προς τον ίδιον υιόν», με συμβουλές προς τον γιο του και μετέπειτα αυτοκράτορα Ρωμανό Β’, «Περί Βασιλείου Τάξεως, το οποίο αποτελεί τη βασική πηγή των ιστορικών σχετικά με το πολύπλοκο πρωτόκολλο που ακολουθούσαν οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι και κυρίως η Αυτοκρατορική οικογένεια και το «Περί Θεμάτων», σχετικό με τη διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας. Άφησε, επίσης, στίχους, ποιήματα, λόγους και επιστολές. Το μεγάλο του ενδιαφέρον για την παιδεία επικεντρώθηκε στην αναδιοργάνωση του Πανδιδακτηρίου της Μαγναύρας, που θεωρείται ως ένα από τα πρώτα πανεπιστήμια στον κόσμο.
Ο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος πέθανε στις 9 Νοεμβρίου 959. Έχουν εκφρασθεί υπόνοιες ότι ίσως να δηλητηριάστηκε, είτε από τον γιο και διάδοχό του Ρωμανό Β’, είτε από τη νύφη του Θεοφανώ.

 

1970 – Σαρλ Ντε Γκολ. Ο Σαρλ ντε Γκωλ (Charles André Joseph Marie de Gaulle, στη Γαλλία συνήθως Général de Gaulle, 22 Νοεμβρίου 1890 – 9 Νοεμβρίου 1970) ήταν Γάλλος στρατηγός και πολιτικός, ο οποίος ηγήθηκε των Γαλλικών δυνάμεων στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και υπηρέτησε ως επικεφαλής της Γαλλικής κυβέρνησης από το 1944 έως το 1946 και από το 1958 έως το 1969.
Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν παρασημοφορημένος ανθυπολοχαγός. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αρνήθηκε να αποδεχθεί την ανακωχή που η Γαλλική Κυβέρνηση κήρυξε με τη Γερμανία, και έγινε ηγέτης της Εθνικής Αντίστασης. Μεταξύ του 1944 και του 1946, μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας από τη γερμανική κατοχή, έγινε επικεφαλής της γαλλικής προσωρινής κυβέρνησης, η οποία είχε σκοπό την επανίδρυση της Γαλλικής Δημοκρατίας. Το 1958, σε μια περίοδο μεγάλης αστάθειας για τη Γαλλία, η Εθνοσυνέλευση τον επανέφερε στην εξουσία. Για να αντιμετωπίσει την εθνική αναταραχή, ο ντε Γκωλ εμπνεύστηκε ένα νέο Σύνταγμα και ίδρυσε την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, την τρέχουσα μορφή της Γαλλικής Κυβέρνησης. Κατά τη διακυβέρνηση του ντε Γκωλ, η Γαλλία έγινε μια απο τις μεγάλες δυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου. Το 1965 επανεκλέχθηκε Πρόεδρος, αλλά μερικά χρόνια αργότερα συνέβησαν τα γεγονότα του Μάη του ’68, όπου εκτεταμένες διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης του από φοιτητές και εργάτες οδήγησαν σε γενική απεργία, πολιτική αναταραχή και σχεδόν σε επανάσταση. Μετά απο αυτό, ο ντε Γκωλ κήρυξε νέες εκλογές, τις οποίες νίκησε. Το 1969 αποσύρθηκε αφού έχασε ένα δημοψήφισμα, και πέθανε έναν χρόνο αργότερα.
Ο Σαρλ ντε Γκωλ θεωρείται η κορυφαία πολιτική φυσιογνωμία της μεταπολεμικής Γαλλίας. Η πολιτική ιδεολογία του είναι γνωστή ως Γκωλισμός (Gaullisme) και έχει σημαντική επιρροή στη γαλλική πολιτική μέχρι και σήμερα.
Στις 9 Νοεμβρίου 1970, ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ πέθανε ξαφνικά στο σπίτι του, στο μικρό χωριό του Κολομπέ, δύο εβδομάδες πριν από τα ογδοηκοστά του γενέθλια και καταμεσής της συγγραφής του δεύτερου τόμου των απομνημονευμάτων του. Η υγεία του ήταν πάρα πολύ καλή μέχρι τότε, χωρίς να είχε αντιμετωπίσει προηγουμένως κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, παρότι είχε κάνει μΊα εγχείρηση προστάτη μερικά χρόνια πριν. Καθόταν μπροστά από την τηλεόραση ενώ περίμενε την αρχή των ειδήσεων όταν ένιωσε αδιαθεσία και κατέρρευσε. Η γυναίκα του κάλεσε τον γιατρό και τον τοπικό ιερέα, αλλά μέχρι να φθάσουν είχε πεθάνει: η αιτία θανάτου ήταν καρδιακή προσβολή και πιθανότατα επακόλουθη ρήξη αορτής.
Ο ντε Γκωλ είχε κάνει ετοιμασίες και επέμεινε η κηδεία του να γινόταν στο Κολομπέ, και ότι κανένας πρόεδρος ή υπουργός θα παραστεκόταν -μόνο οι σύντροφοί του της Τάξης της Απελευθέρωσης. Σύμφωνα με τη ρητή επιθυμία του, ο στρατηγός κηδεύτηκε χωρίς καμία επισημότητα στο Κολομπέ στις 12 Νοεμβρίου[13]. Στην τελευταία του κατοικία, το φέρετρο, κατασκευασμένο από τον ξυλουργό του Κολομπέ, δεν συνόδευσε παρά ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα και η οικογένεια, αλλά και περίπου 40.000 Γάλλοι που κάθε άκρη της χώρας. Το σώμα του ντε Γκωλ μεταφέρθηκε στον τάφο του σε ένα θωρακισμένο όχημα αναγνώρισης και καθώς καταβιβαζόταν στο έδαφος όλες οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της Γαλλίας κτύπησαν ξεκινώντας από τη Νοτρ Νταμ. Προσδιόρισε ότι η ταφόπλακά του θα έφερε την απλή γραφή του ονόματός του και τις χρονιές γέννησης και θανάτου. Οπότε, απλά αναφέρεται: “Charles de Gaulle, 1890–1970”.
Λίγες ώρες νωρίτερα, στον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων πραγματοποιήθηκε η επίσημη τελετή, παρουσία του προέδρου της Δημοκρατίας Ζορζ Πομπιντού και προσωπικοτήτων από σχεδόν κάθε γωνιά της Γης, με επικεφαλής τους προέδρους των Η.Π.Α. Ρίτσαρντ Νίξον και της Ε.Σ.Σ.Δ. Νικολάι Ποντγκόρνι. Την ελληνική χούντα εκπροσώπησε ο Στυλιανός Παττακός και την Κύπρο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄. Λίγο αργότερα εκατοντάδες χιλιάδες Γάλλοι, “γκωλικοί” και μη, πραγματοποίησαν για πρώτη και τελευταία φορά κοινή πορεία στη λεωφόρο Ηλυσίων Πεδίων, για να καταλήξουν στην Αψίδα του Θριάμβου, στην πλατεία Ετουάλ, η οποία αργότερα μετονομάστηκε επισήμως σε πλατεία Σαρλ ντε Γκωλ.
Η οικογένειά του έχει μετατρέψει την κατοικία La Boisserie σε ίδρυμα, το Μουσείο Σαρλ ντε Γκωλ. Επίσης το Γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό κατασκεύασε το πυρηνικό αεροπλανοφόρο Charles de Gaulle.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia

AgrinioStories