Συνέβη 8 Σεπτεμβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

8 Σεπτεμβρίου 2023

Είναι η 251η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 114 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:00 – Δύση ήλιου: 19:45
– Διάρκεια ημέρας: 12 ώρες 44 λεπτά
🌗  Σελήνη 23.5 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Δέσποινα, Δέσπω, Ντέπη, Πέπη, Ζέπω, Καλαμιώτισσα, Καλαμία, Μαρία, Μαριέττα, Μαριανός, Μαριανή, Μάριος, Παναγιώτης, Παναγιώτα, Γενέθλιο, Σκιαδενή, Τσαμπίκο, Τσαμπίκα και Μίκα.

 

 

Γεγονότα

 

 

1570 – Οθωμανικές Δυνάμεις του Μουσταφά Πασά κυριεύουν και λεηλατούν τη Λευκωσία. Η μεγάλη επίθεση άρχισε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1570. Η πρωτεύουσα κατελήφθη ύστερα από σκληρότατες μάχες στους προμαχώνες, στα τείχη και στους δρόμους της, που κράτησαν επτά ως οκτώ ώρες.
Το κύριο βάρος της Οθωμανικής επίθεσης δέχθηκε και πάλι το νότιο-νοτιοανατολικό τμήμα των τειχών της και ιδίως η περιοχή του προμαχώνα Ποδοκάταρο που είχε υποστεί και τις περισσότερες, μέχρι τότε, ζημιές, όπως και η περιοχή του προμαχώνα Κωνστάντζο. Σύμφωνα δε προς την παράδοση, η πρώτη Οθωμανική σημαία υψώθηκε στον καταληφθέντα προμαχώνα Κωνστάντζο όπου αργότερα κτίστηκε, σ’ ανάμνηση του γεγονότος αυτού, το τέμενος του Μπαϊρακτάρη (=Σημαιοφόρου).
Η ιδιαίτερα σφοδρή αυτή επίθεση αντιμετωπίστηκε με ανδρεία από τους πολιορκημένους υπερασπιστές της πρωτεύουσας. Ωστόσο ο τοποτηρητής Νικόλαος Δάνδολος κατά μερικές πηγές εγκατέλειψε τη συνήθη θέση του στα τείχη (που ήταν η πύλη της Αμμοχώστου) και, αντί να κατευθύνει τον αγώνα και να ενθαρρύνει τους άνδρες του, κλείστηκε στο παλάτι του. Κατ’ άλλους όμως απουσίαζε από τη συνήθη θέση του στα τείχη επειδή έτρεχε μαζί με τον επίσκοπο της Πάφου στα μέρη εκείνα που δεν είχαν δεχθεί σφοδρή επίθεση, για να μαζέψει άνδρες προς ενίσχυση του προμαχώνα Ποδοκάταρο που κινδύνευε, κι όταν επέστρεψε ήταν πλέον αργά, οπότε αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να κλειστεί στο παλάτι.
Το πλήθος των επιτιθέμενων άρχισε πλέον να εισέρχεται στην πόλη και ο πόλεμος μεταφέρθηκε στους δρόμους και στις συνοικίες της, όπου συνεχίστηκε για πολλές ώρες. Το παλάτι του Βενετού κυβερνήτη απετέλεσε τον τελευταίο πυρήνα αντίστασης της πόλης. Ο Fabriano Falchetti από το Ρίμινι της Ιταλίας, που βρισκόταν στη Λευκωσία μαζί με τον καπετάνιο Palazzo di Fana, αναφέρει ότι μετά την αντίσταση στην πλατεία των Αλυκών, υποχώρησαν στη μεγάλη πλατεία όπου πρόβαλαν νέα αντίσταση, και συνεχίζει:
… αλλά συνεχώς χάναμε έδαφος και υποχωρήσαμε προς το παλάτι του σινιόρ Δάνδολο όπου βρήκαμε τον ίδιο και τον επίσκοπο. Οι πύλες ήσαν κλειστές, κι όταν οι Τούρκοι ετοιμάζονταν να τις σπάσουν, τους φωνάξαμε από τα παράθυρα ότι παραδιδόμαστε. Αυτοί δεν επείθοντο κι ο κυβερνήτης Δάνδολος άφησε ελεύθερο έναν Τούρκο αιχμάλωτο που τον έστειλε να πει στον πασά ότι παραδίδαμε τις δυνάμεις μας και να διατάξει τους άνδρες του να μη μας σκοτώσουν. Ο πασάς έστειλε σημείωμα στον γενίτσαρο που επρόκειτο να μας συλλάβει αιχμάλωτους. Οι άνδρες του άρχισαν αμέσως να μας σέρνουν και να μας σκοτώνουν και κατά την επίθεση αυτή έχασε τη ζωή του ο σινιόρ Δάνδολος, ενώ ο επίσκοπος της Πάφου Κονταρίνι πιάστηκε αιχμάλωτος με πολλούς άλλους…. (Excerpta Cypria).
Για τον επίσκοπο της Πάφου Φραγκίσκο Κονταρίνι οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Ενώ όλες οι πηγές εξυμνούν τον ηρωισμό του, άλλοι γράφουν ότι είχε συλληφθεί αιχμάλωτος κι ότι είχε πεθάνει από τραύματα ενώ μεταφερόταν αλυσοδεμένος στην Κωνσταντινούπολη, άλλοι ότι έπεσε μαχόμενος στον προμαχώνα Ποδοκάταρο (είναι ο προμαχώνας απέναντι από το μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, στον οποίο βρίσκεται σήμερα το μνημείο της Ελευθερίας), ή ακόμη και ότι παρεδόθη αργότερα σε ένα μουλλά αλλά εκτελέσθηκε επί τόπου από ένα γενίτσαρο.
Η Λευκωσία καταλήφθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1570 αλλά οι σφαγές, οι αρπαγές και οι λεηλασίες κράτησαν τρεις ολόκληρες ημέρες. Μεταξύ όσων λεηλατήθηκαν ήσαν βέβαια οι εκκλησίες και τα μοναστήρια όπως και όλα τα σπίτια των ευγενών, των οποίων οι οικογένειες συνελήφθησαν. Αναφέρεται μάλιστα ότι την επομένη της κατάληψης της πόλης οργανώθηκε σ’ αυτήν σκλαβοπάζαρο όπου πωλούνταν παιδιά, γυναίκες και άντρες, τόσο από τις οικογένειες των ευγενών όσο και από τις λοιπές οικογένειες, σε εξευτελιστικές μάλιστα τιμές. Από καταγραφή που είχε γίνει όταν άρχισε η πολιορκία, είχε βρεθεί ότι βρίσκονταν μέσα στην πόλη 56.500 άτομα, περιλαμβανομένων των αμάχων. Απ’ αυτούς υπολογίζεται ότι είχαν χάσει τη ζωή τους γύρω στις 20.000.

 

1822 – Διεξάγεται η Ναυμαχία των Σπετσών. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1822 ο οθωμανικός στόλος, προερχόμενος από τη Μονεμβασιά, κίνησε προς ανεφοδιασμό του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο, το οποίο πολιορκούσαν από στεριάς δυνάμεις του Δημητρίου Υψηλάντου και από θαλάσσης δυνάμεις της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.
Εν τω μεταξύ, ο ηλικιωμένος άρχοντας των Σπετσών Χατζηγιάννης Μέξης είχε αποφασίσει να οργανώσει την άμυνα του νησιού. Στην απόφασή του αυτή τον ακολούθησαν ο γιος του Νικόλαος, οι γαμπροί του Ιωάννης Γ. Κούτσης, Δημήτριος Λάμπρου (ή Λεωνίδας) και Νικόλαος Λαζάρου, καθώς και 53 ακόμη Σπετσιώτες. Έτσι κάτω από τις διαταγές του Μέξη είχαν κατασκευαστεί τρία κανονιοστάσια με πιο ισχυρό εκείνο στην είσοδο του Παλιού Λιμανιού.
Οι δυνάμεις των Οθωμανών, που αποτελούνταν από 84 πλοία υπό τον ναύαρχο Μεχμέτ Αλί Πασά, φθάνοντας στον κόλπο του Ναυπλίου βρέθηκαν αντιμέτωπες με τον στόλο των Ελλήνων υπό τον ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, ο οποίος αποτελούνταν από 56 πλοία και 16 πυρπολικά. Ο ναύαρχος του ελληνικού στόλου έδωσε διαταγή να κινηθεί ο στόλος προς το εσωτερικό του Αργολικού Κόλπου παρά την ακτή της Πελοποννήσου, για να εγκλωβίσει εκεί τους πολυαριθμότερους και καλύτερα εξοπλισμένους Τούρκους.
Από κακή συνεννόηση όμως ή επειδή νόμισαν πως ο Μιαούλης ήθελε να αποφύγει τη σύγκρουση, οι πλοίαρχοι Ανάργυρος Λεμπέσης, Λεονάρδος Θεοδωρής, Λάζαρος Παναγιώτας καθώς και ο Υδραίος Αντώνιος Κριεζής, αγνόησαν το σήμα του Ανδρέα Μιαούλη και αντί να τον ακολουθήσουν, επιτέθηκαν εναντίον του οθωμανικού στόλου, αιφνιδιάζοντας τόσο τον εχθρό όσο και τους συμπολεμιστές τους. Σε λίγη ώρα είχε γενικευθεί η ναυμαχία η οποία επεκτάθηκε από την ανατολική πλευρά του πορθμού και στη δυτική. Εκεί κινδύνευσαν ολιγάριθμα ελληνικά πλοία και ο μπουρλοτιέρης Ανδρέας Πιπίνος, για να τα σώσει, επιχείρησε να κολλήσει το πυρπολικό που κυβερνούσε σε ένα αλγερινό πλοίο. Η απόπειρά του δεν πέτυχε γιατί γύρω στους 50 ναύτες του αλγερινού πλοίου πήδησαν πάνω στο μπουρλότο και κατάφεραν να το αποκολλήσουν, σύμφωνα με την αφήγηση του Αντώνη Μιαούλη, γιού του Έλληνα ναυάρχου. Όλοι όμως αυτοί κάηκαν από το φλεγόμενο πυρπολικό ή πνίγηκαν ενώ από τους συντρόφους του Πιπίνου πληγώθηκαν δύο ναύτες.
Η αποτυχημένη απόπειρα του Πιπίνου οδήγησε στην απομάκρυνση του κινδύνου για τα ελληνικά πλοία στη δυτική πλευρά. Στην ανατολική όμως, συνέχισε να μαίνεται η ναυμαχία για πολλές ώρες. Τα ελληνικά πλοία βοηθούσαν τα κανόνια των Σπετσών τα οποία με τις βολές τους εμπόδιζαν τους Τούρκους στο να στραφούν προς τον Αργολικό κόλπο. Καθώς ερχόταν το βράδυ, και ενώ η ναυμαχία συνεχιζόταν χωρίς ξακάθαρο αποτέλεσμα, ο ελληνικός στόλος επιχείρησε για δεύτερη φορά να χρησιμοποιήσει πυρπολικό. Με τις προτροπές «του ευπατρίδου πρεσβύτου Χατζηγιάννη Μέξη επικαλουμένου […] πατρίδαν, θρησκείαν και τιμήν», εφόρμησε με το πυρπολικό του κατά της οθωμανικής ναυαρχίδας ο ηρωϊκός πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης (1792–1887). Σύμφωνα με τον ιστορικό Αναστάσιο Ορλάνδο, η προσπάθεια του Κοσμά Μπαρμπάτση να πυρπολήσει την οθωμανική ναυαρχίδα ήταν καθοριστική για την έκβαση της ναυμαχίας, διότι η ναυαρχίδα μαζί με τον υπόλοιπο οθωμανικό στόλο υποχώρησαν αμέσως και τράπηκαν σε φυγή.
Στις 12 Σεπτεμβρίου ο εχθρικός στόλος κινήθηκε πάλι κατά του ελληνικού. Η ναυμαχία που έγινε βαθιά μέσα στον Αργολικό κόλπο, κράτησε μόλις τρεις ώρες και στο τέλος οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν καθώς τα πυρπολικά προκάλεσαν τρόμο στους πλοιάρχους των τουρκικών καραβιών.
Στις 13 Σεπτεμβρίου ο Μεχμέτ πασάς έστειλε για τελευταία φορά ένα αυστριακό πλοίο γεμάτο τροφές και πολεμοφόδια για να εφοδιάσει το Ναύπλιο. Ο Μιαούλης έστειλε τότε δύο πλοία τα οποία, ύστερα από ναυμαχία με το εχθρικό πλοίο, το συνέλαβαν.
Ο τούρκικος στόλος επέστρεψε στην Κρήτη και από εκεί (τον Οκτώβριο) επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.

 

1919 – Αμερικανοί πεζοναύτες εισβάλουν στην Ονδούρα για να προστατέψουν τα συμφέροντα των εταιρειών μπανάνας. Το 1919, έγινε φανερό ότι ο Francisco Bertrand θα αρνιόταν να επιτρέψει ανοιχτές εκλογές για την επιλογή του διαδόχου του. Αυτή η πορεία δράσης αντιτάχθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και είχε μικρή λαϊκή υποστήριξη στην Ονδούρα. Ο τοπικός στρατιωτικός διοικητής και κυβερνήτης της Tegucigalpa, Στρατηγός Rafael López Gutiérrez , ανέλαβε την ηγεσία στην οργάνωση της αντιπολίτευσης του PLH στον Bertrand. Ο López Gutiérrez ζήτησε επίσης υποστήριξη από τη φιλελεύθερη κυβέρνηση της Γουατεμάλας και ακόμη και από το συντηρητικό καθεστώς στη Νικαράγουα. Ο Μπερτράν, με τη σειρά του, ζήτησε υποστήριξη από το Ελ Σαλβαδόρ.
Αποφασισμένη να αποφύγει μια διεθνή σύγκρουση, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, μετά από κάποιο δισταγμό, προσφέρθηκε να διαλογιστεί τη διαμάχη, αφήνοντας να εννοηθεί στον πρόεδρο της Ονδούρας ότι εάν αρνηθεί την προσφορά, μπορεί να ακολουθήσει ανοιχτή παρέμβαση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποβίβασαν Αμερικανούς πεζοναύτες στις 8 Σεπτεμβρίου 1919. Ο Μπερτράν παραιτήθηκε αμέσως και εγκατέλειψε τη χώρα. Ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών βοήθησε στην εγκατάσταση μιας προσωρινής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Francisco Bográn, ο οποίος υποσχέθηκε να κάνει ελεύθερες εκλογές. Ο στρατηγός López Gutiérrez, ο οποίος έλεγχε τώρα τον στρατό, κατέστησε σαφές ότι ήταν αποφασισμένος να είναι ο επόμενος πρόεδρος. Μετά από αρκετή διαπραγμάτευση και κάποια σύγχυση, επεξεργάστηκε μια φόρμουλα βάσει της οποίας διεξήχθησαν οι εκλογές. Ο López Gutiérrez κέρδισε εύκολα σε χειραγωγημένες εκλογές και τον Οκτώβριο του 1920 ανέλαβε την προεδρία.
Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του Μπογκράν, είχε συμφωνήσει με μια πρόταση των Ηνωμένων Πολιτειών να προσκαλέσουν έναν οικονομικό σύμβουλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ονδούρα. Ο Άρθουρ Ν. Γιανγκ του Υπουργείου Εξωτερικών επιλέχθηκε για αυτό το καθήκον και άρχισε να εργάζεται στην Ονδούρα τον Αύγουστο του 1920, συνεχίζοντας μέχρι τον Αύγουστο του 1921 . να προσλάβουν έναν υπολοχαγό της αστυνομίας της Νέας Υόρκης για να αναδιοργανώσουν τις αστυνομικές τους δυνάμεις. Οι έρευνες του Young κατέδειξαν ξεκάθαρα την απελπιστική ανάγκη για μεγάλες οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην Ονδούρα, της οποίας η πάντα επισφαλής δημοσιονομική κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά από την ανανέωση των επαναστατικών δραστηριοτήτων.
Το 1919, για παράδειγμα, ο στρατός είχε ξοδέψει περισσότερο από το διπλάσιο ποσό από αυτό που τους είχε προϋπολογιστεί, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 57 τοις εκατό όλων των ομοσπονδιακών δαπανών. Οι συστάσεις του Γιανγκ για τη μείωση του στρατιωτικού προϋπολογισμού, ωστόσο, βρήκαν μικρή εύνοια στη νέα διοίκηση του Λόπες Γκουτιέρες και η οικονομική κατάσταση της κυβέρνησης παρέμεινε σημαντικό πρόβλημα. Ο σκοπός ήταν ο εκσυγχρονισμός του στρατού της Ονδούρας, ο οποίος διέθετε ακόμα τεχνολογία από τα τέλη του 19ου αιώνα. Αν μη τι άλλο, οι συνεχείς εξεγέρσεις κατά της κυβέρνησης και η απειλή μιας νέας σύγκρουσης στην Κεντρική Αμερική έκαναν την κατάσταση ακόμη χειρότερη. Από το 1919 έως το 1924, η κυβέρνηση της Ονδούρας δαπάνησε 7,2 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ πέρα ​​από το ποσό που καλύπτεται από τους τακτικούς προϋπολογισμούς για στρατιωτικές επιχειρήσεις.

 

1943 – Η Ιταλία «παραδίδει τα όπλα» κι επισήμως. Στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις, οι Έλληνες μόλις πληροφορούνται την είδηση αρχίζουν να πανηγυρίζουν. Μαζί τους και πολλοί Ιταλοί που είναι αντίθετοι στον Μουσολίνι και στο φασιστικό καθεστώς της χώρας τους.
Μετά από την εκκαθάριση των ακτών της Β. Αφρικής από τις δυνάμεις του Άξονα, οι Σύμμαχοι έστρεψαν την προσοχή τους στη δυτική, κατεχόμενη Ευρώπη. Κύριο μέλημά τους ήταν η δημιουργία ενός δεύτερου μετώπου, έτσι ώστε να ελαττωθεί η πίεση του Άξονα προς τη Σοβιετική Ένωση, που βρισκόταν σε φάση ανάκαμψης και προετοιμασίας για αντεπίθεση.
Έτσι, και αφού προώθησαν παραπλανητικές πληροφορίες για δήθεν επικείμενη απόβαση στην Ελλάδα (Επιχείρηση Κιμάς), προκειμένου να παραπλανηθεί ο εχθρός, εισέβαλαν στη Σικελία τον Ιούλιο του 1943, όπου και κατέλαβαν, μετά από πολύνεκρες, και από τις δυο πλευρές, μάχες, το Παλέρμο. Μέχρι το τέλος Αυγούστου και ύστερα από σκληρή αντίσταση από επίλεκτες γερμανικές δυνάμεις, που στάλθηκαν από τον Χίτλερ για να ανακόψουν την επέλαση των Συμμάχων, κατέλαβαν τη Ρώμη και η Ιταλία παραδόθηκε και πέρασε στην πλευρά των Συμμάχων, χωρίς, εν τούτοις, να σταματήσουν οι μάχες στο έδαφός της, που συνεχίστηκαν πάνω από τη γραμμή Γουσταύου. Αμέσως, η Γερμανία πήρε στον έλεγχο της το βόρειο μέρος της μισής Ιταλίας, ελευθέρωσε τον Μουσολίνι (ο οποίος είχε συλληφθεί από τους Συμμάχους) και τον φυγάδευσε σε έδαφος υπό γερμανική κατοχή, με σκοπό την ίδρυση ενός κράτους-δορυφόρου. Έτσι δημιουργείται από τον Μουσολίνι η Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία (γνωστή και ως Δημοκρατία του Σαλό), που εγκαθιδρύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1943 στην κωμόπολη Σαλό της Βόρειας Ιταλίας.

 

1993 – Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στηρίζεται στην οριακή πλειοψηφία ενός βουλευτή, μετά την ανεξαρτητοποίηση του Στέφανου Στεφανόπουλου, ο οποίος, κατόπιν παρότρυνσης του Αντώνη Σαμαρά, αποφασίζει να διαχωρίσει τη θέση του από τη Νέα Δημοκρατία.
Η ΝΔ είχε σχηματίσει κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1990 με 151 βουλευτές, ενώ το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς είχε κερδίσει και μία επιπλέον έδρα στο εκλογοδικείο. Μετά την αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση Κοσκωτά τον Ιανουάριο του 1992 και τις επαναληπτικές εκλογές της Β΄ Αθηνών τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, ο Μητσοτάκης βρισκόταν συνεχώς σε θέση άμυνας. Τα προβλήματα στις διεθνείς σχέσεις της χώρας και η σύγκρουση της κυβέρνησης με τα ΜΜΕ και τους συνδικαλιστές επέτειναν την εικόνα διάλυσης.
Από τον Ιούνιο του 1993 που είχε ιδρυθεί η Πολιτική Άνοιξη είχε προηγηθεί η ανεξαρτητοποίηση του βουλευτή Ηλείας Στ. Στεφανόπουλου που είχε ακολουθήσει τον Αντώνη Σαμαρά (μειώνοντας έτσι την δύναμη της κυβερνητικής πλειοψηφίας από 152 σε 151 βουλευτές), ενώ ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ, Κώστας Λαλιώτης, καλούσε τους βουλευτές της ΝΔ να ανατρέψουν την κυβέρνηση για να απαλλαγούν από «το άγος του Μητσοτακισμού» και να «σώσουν την τιμή της ιστορικής παράταξής τους».
Ο Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του κατηγόρησαν τον Συμπιλίδη ότι χρηματίστηκε από επιχειρηματίες για να ρίξει την κυβέρνηση, και συγκεκριμένα από τον Σωκράτη Κόκκαλη, ο οποίος (κατά τον Μητσοτάκη) επιθυμούσε τη ματαίωση της σχεδιαζόμενης ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ, του οποίου ήταν ο κύριος προμηθευτής.[4] Ο δημοσιογράφος Γιώργης Μασσαβέτας, που δημοσίευσε σε βιβλίο («Ανατρέψατε Μητσοτάκη») μακροσκελή συνέντευξη που του έδωσε ο Μητσοτάκης, στην οποία ισχυρίστηκε ότι ο Συμπιλίδης πήρε σε τσάντα 320 εκατομμύρια δραχμές μετρητά, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών για συκοφαντική δυσφήμηση μετά από μήνυση που υπέβαλε ο Συμπιλίδης.[5][6][7] Επιπλέον, οι ισχυρισμοί του Μητσοτάκη δεν κατάφεραν να πείσουν την κοινή γνώμη, καθώς ενώ πράγματι ο Κόκκαλης είχε προσωπική φιλία με τον Ανδρέα Παπανδρέου, είχε πάρει δουλειές και από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, με κυριότερο παράδειγμα την ανάθεση 1.000.000 ψηφιακών παροχών του ΟΤΕ κόστους 70 δισεκατομμυρίων δραχμών ενώ η Ντόρα Μπακογιάννη είχε φιλοξενηθεί πολλάκις στη θαλαμηγό «Γκουανταλαχάρα» του Κόκκαλη.[8]
Ο Αντώνης Σαμαράς δήλωσε για τους υπαινιγμούς Μητσοτάκη για τον Συμπιλίδη: «Είναι πολιτική ανανδρία ο αρχιερέας της διαπλοκής στην Ελλάδα κ. Μητσοτάκης, με την ομπρέλα της βουλευτικής του ασυλίας, να ισχυρίζεται ότι εξαγοράστηκα τάχα από συμφέροντα για να ρίξω την κυβέρνησή του, ενώ γνωρίζει καλά ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο κατ’ επάγγελμα, συστηματικά με συκοφαντεί, είναι ότι υπερασπίστηκα τον πατριωτικό χαρακτήρα μιας ιστορικής παράταξης»
Τον Μάιο του 2012, με τον Αντώνη Σαμαρά να έχει αναλάβει την προεδρία της ΝΔ, ο Συμπιλίδης επρόκειτο να είναι και πάλι υποψήφιος με τη Νέα Δημοκρατία στο Κιλκίς, αλλά μετά από εσωκομματικές αντιδράσεις, αναγκάστηκε να αποσύρει την υποψηφιότητά του.[9]

 

2003 – Ο Ντέιβιντ Μπόουι γράφει ιστορία, καθώς δίνει την πρώτη διαδραστική συναυλία. Η συναυλία μεταδίδεται μέσω δορυφόρου σε 21 κινηματογράφους του κόσμους και οι θεατές έχουν τη δυνατότητα να μιλήσουν μαζί του και να του ζητήσουν αφιερώσεις. Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς (David Robert Jones, 8 Ιανουαρίου 1947 – 10 Ιανουαρίου 2016), γνωστός ως Ντέιβιντ Μπόουι (David Bowie), ήταν δημοφιλής Άγγλος τραγουδιστής, τραγουδοποιός και ηθοποιός. Υπήρξε σημαντικότατος εκπρόσωπος της μουσικής του 20ού αιώνα.
Ηγετική φυσιογνωμία της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας, με πωλήσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τα 100 εκατομμύρια δίσκους, ο Μπόουι επηρέασε δεκάδες καλλιτέχνες και συγκροτήματα. Λόγω της σπάνιας φωνής του και των ερμηνευτικών δυνατοτήτων του ο Μπόουι βρίσκεται στην εικοσάδα με τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών, στη σχετική top 100 λίστα του έγκυρου περιοδικού Rolling Stone. Άφησε ισχυρότατο αποτύπωμα για έξι δεκαετίες, ιδιαίτερα χάρη στο έργο του της δεκαετίας του 1970, αφού πέντε δίσκοι του, της περιόδου αυτής, φιγουράρουν μόνιμα στις λίστες με τους σπουδαιότερους δίσκους όλων των εποχών. Μετά το θάνατο του, το ίδιο μουσικό περιοδικό, που αποτελεί το εγκυρότερο του πλανήτη με εκατομμύρια αναγνώστες, τον χαρακτήρισε ως “Greatest Rock Star Ever”. Έγινε αρχικά γνωστός το 1969, όταν το τραγούδι του Space Oddity έφτασε στο Βρετανικό τοπ 5. Εμφανίστηκε ξανά το 1972 με το τραγούδι Starman και το alter ego Ζίγκι Στάρνταστ. Στη συνέχεια άλλαξε το μουσικό του στυλ και το 1975 έγινε διάσημος στην Αμερική με το άλμπουμ Young Americans και το τραγούδι Fame, που έφτασε στο νούμερο 1. Η καριέρα του συνέχισε με μεγάλες επιτυχίες για την υπόλοιπη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και έγινε ένας από τους κορυφαίους μουσικούς του Γκλαμ Ροκ. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας σημείωσε ξανά επιτυχία με το άλμπουμ Scary Monsters (And Super Creeps) από το οποίο ξεχώρισε το Ashes to Ashes (ένα τραγούδι σταθμός στην καριέρα του) και το αντίστοιχο βίντεο κλιπ. Το 1983, κυκλοφόρησε το άλμπουμ Let’s dance, το οποίο περιλαμβάνει πολλά επιτυχημένα τραγούδια σε πιο έντονο ποπ και φανκ ύφος. Συνέχισε να πειραματίζεται τις δεκαετίες του 1990 και του 2000.
Πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 2016, 2 μέρες μετά τα 69α γενέθλιά του και την κυκλοφορία του τελευταίου του άλμπουμ Blackstar, που δημιούργησε ως “δώρο αποχωρισμού” για τους φίλους και τους θαυμαστές του. Η είδηση του θανάτου του συγκίνησε πληθώρα καλλιτεχνών ανά την υφήλιο, που αναφέρθηκαν με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν, τόσο σαν άνθρωπο, όσο και σαν μουσικό.

 

 

Γεννήσεις

 

 

1843 – Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος(8 Σεπτεμβρίου 1843 – Αθήνα 21 Μαρτίου 1873) ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας και ποιητής της Α’ Αθηναϊκής Σχολής. Γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1843 στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1866 με θέμα της διατριβής του τη θεωρία του Πλάτωνα περί ποινής. Εργάσθηκε ως δικηγόρος και δημοσίευσε ιστορικές και φιλολογικές μελέτες. Το 1869 ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του δημοσιεύοντας τη Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως που χρησιμοποιήθηκε στα σχολεία. Πέθανε το 1873 από εγκεφαλική συμφόρηση σε ηλικία μόλις τριάντα χρόνων.
Το 1861 σε ηλικία 18 χρονών δημοσιεύει ανώνυμα την πρώτη του μελέτη με τίτλο Σκέψεις ενός ληστού ή η καταδίκη της κοινωνίας, όπου φανερώνεται η φιλελεύθερη, αναρχική του διάθεση. Το 1864 βραβεύθηκε στον Νικοδήμειο διαγωνισμό η πραγματεία του Τα καθήκοντα του ανθρώπου ως χριστιανού και ως πολίτου.
Το 1866 πρωτοεμφανίζεται ως ποιητής με τη συλλογη του “Στόνοι”, που βραβεύεται στον Βουτσιναίο διαγωνισμό. Ακολουθούν η συλλογή “Χελιδόνες” το 1867 και τα ποιήματα Ορφεύς (1868) και Πυγμαλίων (1869). Απομακρύνθηκε όμως από το περιβάλλον των ποιητικών διαγωνισμών. Έγραψε επίσης και θεατρικά έργα γραμμένα κυρίως σε πρόζα και όχι σε στίχους. Η πολιτική μονόπρακτη κωμωδία του, Συζύγου εκλογή, που ανέβηκε στην ελληνική σκηνή το 1868 γνώρισε επιτυχία -όχι μόνο στην Ελλάδα- αλλά και μεταφράστηκε και παραστάθηκε στη Γαλλία, στην Ιταλία και στη Ρουμανία. Το 1895 εκδόθηκαν διάφορα αδημοσίευτα έργα του υπό τον τίτλο “Ανέκδοτα”.
Το έργο του ανήκει στη Ρομαντική Σχολή. Είναι από τους κυριότερους εκπροσώπους της ακμής της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Το έργο του είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα. Τα ποιήματά του συνδυάζουν τις προσωπικές του αρετές με τα ελαττώματα της εποχής του. Χαρακτηρίζονται από έντονη απαισιοδοξία, στόμφο, ελεγειακό τόνο και φτωχή γλώσσα. Όλα αυτά δεν εξουδετερώνουν τον γνήσιο πόνο που φανερώνεται ακόμα πιο γνήσιος με την απλότητα των μέσων που χρησιμοποιούνται από τον ποιητή.

 

 

 

1925 – Πίτερ Σέλερς (Richard Henry Sellers, 8 Σεπτεμβρίου 1925 – 24 Ιουλίου 1980) ήταν Βρετανός ηθοποιός, που έγινε γνωστός στη δεκαετία του ’60, ιδιαίτερα για τον ρόλο του Επιθεωρητή Κλουζώ, στη σειρά ταινιών Ροζ Πάνθηρας. Γεννήθηκε στο Σάουθσι του Πόρτσμουθ. Η οικογένειά του συμμετείχε στα βαριετέ της εποχής, κάτι που έκανε και ο ίδιος από μικρή ηλικία, μαθαίνοντας στην πράξη χορό, τραγούδι και ηθοποιία, ενώ έπαιξε και ντραμς σε διάφορες τζαζ μπάντες. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στη RAF ως μη-ιπτάμενος, λόγω της κακής του όρασης.
Μετά τον πόλεμο ξαναγύρισε στα βαριετέ, ενώ αργότερα παρουσίασε την ραδιοφωνική εκπομπή The Goon Show που μεταφέρθηκε στην τηλεόραση και τον έκανε αρκετά γνωστή. Το 1955 άρχισε να εμφανίζεται στον κινηματογράφο, κάνοντας επιτυχία με βρετανικές κωμωδίες, πιο σημαντική απ’ τις οποίες ήταν Το ποντίκι που βρυχάται. Το 1962 συμμετείχε στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ Λολίτα από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ υποδυόμενος τον ρόλο του Κλαιρ Κίλτι. Έκανε μεγαλύτερη και διεθνή επιτυχία μετά την εμφάνισή του στην ταινία Ο ροζ πάνθηρας το 1963, και στη συνέχειά της του 1964, ενώ την ίδια χρονιά εμφανίστηκε και στη σημαντική κωμωδία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ S.O.S Πεντάγωνο καλεί Μόσχα (Dr. Strangelove), παίζοντας τρεις διαφορετικούς ρόλους. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τη Σουηδή ηθοποιό Μπριτ Έκλαντ και έπαθε την πρώτη του καρδιακή προσβολή.
Ακολούθησαν τρεις συνέχειες του Ροζ Πάνθηρα αλλά και άλλες σημαντικές ταινίες όπως Καζίνο Ρουαγιάλ, Το πάρτι, Τα σατανικά κόλπα του Φου Μαντσού και ο βασικός ρόλος στην ταινία Να είσαι εκεί κύριε Τσανς (Being there Mr. Chance) του Γέρζι Κοζίνσκι που του χάρισε τη Χρυσή Σφαίρα.
Ο Σέλερς πάλευε χρόνια με την κατάθλιψη και παρά την επαγγελματική επιτυχία, είχε ανασφάλειες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Υπήρξε μια αινιγματική φιγούρα του κινηματογράφου και σύμφωνα με όσα ο ίδιος δήλωνε δεν είχε καμία προσωπική ταυτότητα πέρα από τους ρόλους που υποδύθηκε. Στη δεκαετία του ’70, τα προβλήματα με τον αλκοολισμό και τα ναρκωτικά εντάθηκαν και συχνά ερχόταν σε έντονη σύγκρουση με τους σκηνοθέτες και τους συμπρωταγωνιστές του.
Πέθανε στις 24 Ιουλίου 1980 από καρδιακή προσβολή. Δυο χρόνια μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους η ταινία Στα ίχνη του Ροζ Πάνθηρα στην οποία χρησιμοποιήθηκαν σκηνές που ο Σέλλερς είχε γυρίσει πριν το θάνατό του για τις υπόλοιπες ταινίες της σειράς

 

 

 

1946 – Ευγένιος Τριβιζάς. Ο Ευγένιος Τριβιζάς είναι δικηγόρος, πτυχιούχος της Νομικής και των Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοχος πτυχίου Master of Laws (University College London) και διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (London School of Economics and Political Science). Επίσης Senior Research Fellow του Πανεπιστημίου Λονδίνου. Διδάσκει Εγκληματολογία και Συγκριτικό Ποινικό Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Reading και διευθύνει το Τμήμα Εγκληματολογικών Μελετών του ίδιου Πανεπιστημίου (Director of Criminal Justice Studies). Έχει διδάξει επίσης στο Bramshill Police College, τo Central London Polytechnic και το London School of Economics. Από το 1993-1998 ήταν επισκέπτης καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Με τη λογοτεχνία ο Ευγένιος Τριβιζάς έχει ασχοληθεί από τα παιδικά του χρόνια. Έχει γράψει πάνω από 100 βιβλία για παιδιά, ένα βιβλίο για ενήλικες (Ο Ερωτευμένος Πυροσβέστης) και πάνω από 20 θεατρικά έργα, καθώς και λιμπρέτα για όπερες.
Τα θεατρικά του έργα “Το όνειρο του σκιάχτρου” παίχτηκε το 1992 στο θέατρο του Βρετανικού Μουσείου της Αγγλίας στα πλαίσια του European Arts Festival. Τον ίδιο χρόνο το έργο του Χίλιες και Μία Γάτες σε μετάφραση του Z. Rudrinski βραβεύτηκε με το Α΄ Βραβείο στον παγκόσμιο διαγωνισμό θεατρικού έργου που οργάνωσε το Πολωνικό Κέντρο Τέχνης για τη Νεότητα. Το 1993 το βιβλίο του Τα Τρία Μικρά Λυκάκια έφτασε στη δεύτερη θέση των αμερικάνικων παιδικών best sellers (Picture Books). Βιβλία του Ευγένιου Τριβιζά έχουν μεταδοθεί από το BBC, έχουν περιληφθεί στα αναγνωστικά ελληνικών και αμερικανικών σχολείων και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ολλανδικά, σουηδικά, ιαπωνικά και πολλές άλλες γλώσσες.
Στην Αμερική η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Μινεσότα της Μινεάπολης (Ε.Μ. Αndersen Library) αποφάσισε να συγκεντρώσει το σύνολο των λογοτεχνικών βιβλίων του Ευγένιου Τριβιζά, μελέτες για το έργο του, χειρόγραφα και άλλο υλικό σε μια ειδική ερευνητική συλλογή. Η έκθεση των πρώτων αποκτημάτων της συλλογής έγινε στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα το Μάιο του 2000, όπου ο Ευγένιος Τριβιζάς ο ίδιος ήταν παρών

 

 

 

 

Θάνατοι

 

 

1860 – Ανδρέας Μεταξάς. Ο κόμης Ανδρέας Μεταξάς (Αργοστόλι, 1790 – Αθήνα, 8 Σεπτεμβρίου 1860) ήταν Κεφαλλονίτης αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης του 1821, διπλωμάτης και πολιτικός. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας από τις 3 Σεπτεμβρίου 1843 έως τις 16 Φεβρουαρίου του 1844. Οι οπλαρχηγοί του 1821 του έδωσαν το παρωνύμιο Κόντε Λάλας ένεκα του τραυματισμού του κατά τη μάχη του Λάλα.
Γεννήθηκε το 1790 στο Αργοστόλι και ήταν γόνος της ιστορικής οικογένειας των Μεταξάδων, η οποία προερχόταν από την Κωνσταντινούπολη και ήταν εγκατεστημένη στην Κεφαλονιά από τον 15ο αιώνα. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Πέτρου Μεταξά και της Βιολέτας Λοβέρδου και είχε άλλα τρία αδέλφια, τους Αναστάσιο, Παναγής (μετέπειτα κληρικός Παΐσιος) και Ιωάννη. Ξάδελφός του ήταν ο Κωνσταντίνος Μεταξάς. Αν και δεν ήταν άνθρωπος ιδιαίτερης μόρφωσης, εντούτοις πλην της ελληνικής γνώριζε την ιταλική και τη γαλλική γλώσσα και ήταν μελετητής της αρχαίας ελληνικής Ιστορίας. Λίγα χρόνια πριν την ελληνική επανάσταση παντρεύτηκε τη Μαριέτα Βούρβαχη, αδελφή του Έλληνα αξιωματικού του γαλλικού στρατού, Διονυσίου, με την οποία απέκτησε δύο γιους (τους Σπύρο και Πέτρο) και δύο κόρες. Κατά τα προεπαναστατικά χρόνια, εργαζόταν ως δικολάβος.

 

 

1944 – Λέλα Καραγιάννη (24 Ιουνίου 1898 – 8 Σεπτεμβρίου 1944) ήταν Ελληνίδα αντιστασιακός, αρχηγός της οργάνωσης Μπουμπουλίνα. Συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, λίγο πριν την Απελευθέρωση της Ελλάδας.
Γεννήθηκε το 1898 στο χωριό Λίμνη της Εύβοιας και ήταν κόρη του Αθανασίου Μηνόπουλου και της Σοφίας Μπούμπουλη. Ο πατέρας της γεννήθηκε στο Πήλι της βόρειας Εύβοιας. Η μητέρα της καταγόταν από τις Σπέτσες και ήταν συγγενής της αγωνίστριας του 1821 Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Η Λέλα έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Αθήνα, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε τον Σμυρνιό φαρμακοποιό Γεώργιο Καραγιάννη, με τον οποίο απέκτησε επτά παιδιά (Γιώργος , Βύρων, Ιωάννα, Νεφέλη, Ηλέκτρα, Νέλσων, η μικρή Ελένη).
Κατά την κατοχή, έγινε μέλος της Αντίστασης, μετατρέποντας το σπίτι της σε αρχηγείο της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα». Την οργάνωση δημιούργησε και χρηματοδότησε η ίδια, το 1941. Τον Οκτώβρη του 1941 συνελήφθη και μετά από 7 μήνες απελευθερώθηκε. Στόχος της οργάνωσης ήταν η φυγάδευση Βρετανών στρατιωτών (είχε οργανώσει δίκτυο 150 στρατιωτών) στο Κάιρο αλλά και δολιοφθορές κατά του εχθρού. Η οργάνωση διώχθηκε ανηλεώς από τη Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους, κάτι που οδήγησε, μεταπολεμικά, στην καταδίκη των μελών της Ειδικής Ασφάλειας.
Η Καραγιάννη δημιούργησε και δίκτυο κατασκοπείας το οποίο, μεταξύ άλλων, συγκέντρωσε πληροφορίες για τις κινήσεις των γερμανικών πλοίων, υπέκλεψε σχεδιαγράμματα αεροδρομίων και διοχέτευσε πληροφορίες για Έλληνες συνεργάτες των αρχών κατοχής.
Το καλοκαίρι του 1944, η Λέλα Καραγιάννη είχε γίνει και συνεργάτης του κατασκοπευτικού δικτύου Απόλλων, οπότε και συνελήφθη μαζί με πέντε από τα παιδιά της και βασανίστηκε στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν. Η σύλληψη έγινε καθώς ο συνεργάτης των Γερμανών, Γιώργος Ριζόπουλος, ζήτησε από την Καραγιάννη να μεσολαβήσει για να τον συνδέσει, μαζί με τον αρχηγό των Ταγμάτων Ασφαλείας, Ντερτιλή, με το δίκτυο του Απόλλωνα. Ο Ριζόπουλος όμως συνελήφθη και κατέδωσε την Καραγιάννη, με αποτέλεσμα τη σύλληψή της μαζί με δύο συνεργάτες της. Η Καραγιάννη είχε αναφέρει ότι, σε μελλοντική απόβαση των Βρετανών, τα Τάγματα Ασφαλείας θα μπορούσαν να “προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες”.
Μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου και ύστερα από λίγο διάστημα, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές στο παρακείμενο άλσος Χαϊδαρίου, μαζί με άλλους 59[9] αγωνιστές της Αντίστασης, στην πλειοψηφία τους συνεργάτες της S.O.E, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, περίπου ένα μήνα πριν από την Απελευθέρωση.[10] Η εκτέλεσή της πιθανόν να ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής των Ες Ες, των Βάλτερ Σιμάνα και Βάλτερ Μπλούμε, η οποία παρέκαμψε την πιο μετριοπαθή πολιτική των Γερμανών στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο.

 

 

2000 – Βασίλης Ραφαηλίδης (14 Ιανουαρίου 1934 – 8 Σεπτεμβρίου 2000) ήταν Έλληνας δημοσιογράφος, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κριτικός κινηματογράφου. Γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1934 στα Σέρβια του νομού Κοζάνης και πέθανε στις 8 Σεπτεμβρίου 2000 στην Αθήνα. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Κωνσταντινούπολη, την οποία και ο ίδιος αναγνώριζε ως πατρίδα του (κυρίως διότι του άρεσε ως πόλη). Εξάλλου είχε και άλλες «πατρίδες». Κατεξοχήν, την Καστοριά στην οποία πέρασε την εφηβεία, λόγω μετάθεσης των γονέων του. Σημειωτέον, οι γονείς του ήταν αμφότεροι εκπαιδευτικοί – φιλόλογος ο πατέρας (Απόστολος), δασκάλα η μητέρα του (Ελένη). Η μητέρα του κατάγονταν από το Βελβεντό Κοζάνης.
Σπούδασε το 1959 κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου στην Αθήνα και μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε σαν βοηθός του Νίκου Κούνδουρου και του Ροβήρου Μανθούλη, ενώ το 1962 γύρισε και ο ίδιος δύο ταινίες – ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το Βυζαντινό Μνημόσυνο και τους γουναράδες της Καστοριάς και την τέχνη τους. Η πρώτη του ταινία, γυρισμένη με πενιχρά και πεπαλαιωμένα μέσα, ήταν εξαιρετικά φιλόδοξη, αλλά ο ίδιος την απέρριψε αμέσως ως αισθητικά απαράδεκτη και έκτοτε αδιαφόρησε παντελώς για την τύχη της παρότι βραβεύτηκε αργότερα από διεθνές φεστιβάλ.
Το 1963 αποφασίζει να εγκαταλείψει την προοπτική του επαγγελματία σκηνοθέτη για να γίνει επαγγελματίας κριτικός κινηματογράφου. Αρχικά εργάστηκε σ’ αυτό το πόστο σε έντυπα της αριστεράς στην οποία ιδεολογικά ανήκε, αρχικά την Επιθεώρηση Τέχνης και αργότερα στη Δημοκρατική Αλλαγή. Στη συνέχεια εξέδωσε το περιοδικό Ελληνικός Κινηματογράφος το οποίο έκλεισε η Χούντα για να το επανεκδώσει στη συνέχεια με τον τίτλο Σύγχρονος Κινηματογράφος.
Με τη μεταπολίτευση εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες όπως Το Βήμα (1974-1983), Έθνος (1983-1998) και Ελευθεροτυπία (1998 ως τον θάνατό του το 2000), μη περιοριζόμενος στην κριτική κινηματογράφου, αλλά γράφοντας σχόλια και επιφυλλίδες που άπτονταν ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων.
Επίσης παρέδιδε σεμινάρια και δίδαξε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου, στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, στο Ινστιτούτο Γκαίτε και αλλού. Επίσης εργάστηκε και σε ραδιοφωνικό σταθμό σε εκπομπές διαλόγου. Στη διάρκεια της δικτατορίας βασανίστηκε και εκτοπίστηκε στις φυλακές της Αίγινας. Υπήρξε συνειδητοποιημένος μαρξιστής-κομμουνιστής και μέσα από κάποια βιβλία του ανέλυσε τη μαρξιστική και κομμουνιστική θεωρία με τρόπο απλό αλλά όχι απλουστευτικό.
Απεβίωσε το 2000 σε ηλικία 66 ετών από καρκίνο και κηδεύτηκε στην Πάτρα. Κατοικούσε στην ιστορική συνοικία της Νεάπολης επί της οδού Ιπποκράτους.

 

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


AgrinioStories