Συνέβη 7 Νοεμβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

7 Νοεμβρίου 2023

Είναι η 311η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 54 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:57 – Δύση ήλιου: 17:20
– Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 23 λεπτά
🌕  Σελήνη 13.7 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Αθηνόδωρο, Δώρη, Αθηνοδώρα, Ερνέστο, Ερνέστα, Ερνεστίνη, Θεαγένης, Θεαγένιος, Θεαγενεία, Θεαγενία Θεμέλη, Θεμελίνα και Θεμέλιος, Θεσσαλονίκη

 

Γεγονότα

 

 

1185 – Ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς κατατροπώνει τους Νορμανδούς σε μάχη κοντά στον Στρυμόνα. Οι τελευταίοι, μετά την κατάληψη του Δυρραχίου και της Θεσσαλονίκης, εκινούντο εναντίον της Κωνσταντινούπολης.
Την περίοδο μετά το θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού που το Βυζάντιο σπαρασσόταν από έριδες, στη Σικελία βασίλευε ο ικανότατος Γουλιέλμος Β’, ο «Καλός». Με πρόφαση την προστασία του ανήλικου διαδόχου του βυζαντινού θρόνου, ο Γουλιέλμος οργάνωσε εκστρατεία εναντίον του Βυζαντίου με απώτερο στόχο την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την αναγόρευση του ίδιου σε Ρωμαίο αυτοκράτορα. Συγκέντρωσε ισχυρό στρατό 80.000 ανδρών (εκ των οποίων 5.000 σιδερόφρακτοι ιππότες) υπό τους συγγενείς του κόμητες Ριχάρδο και Βαλδουΐνο και στόλο 200 πλοίων, υπό τον Έλληνα ναύαρχο Μαργαρίτη (τα νούμερα που αναφέρονται – πλην του στόλου – είναι αμφισβητούμενα. Οι πραγματική δύναμη φαίνεται ότι ήταν στο 1/3 των προαναφερθέντων).
Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης στις 24 Αυγούστου 1185, οι Νορμανδοί χωρίστηκαν σε τρία τμήματα. Το ένα τμήμα παρέμεινε για τη φρούρηση της Θεσσαλονίκης, το άλλο κατευθύνθηκε προς την περιοχή των Σερρών, όπου προξενούσε πολλές ζημιές στην περιοχή της Αμφίπολης και το τρίτο τμήμα, κατευθυνόμενο προς την Κωνσταντινούπολη, στρατοπέδευσε στη Μοσυνούπολη, ενώ ο Νορμανδικος στόλος πλησίαζε την Κωνσταντινούπολη δια θαλάσσης.
Οι Νορμανδοί αρχηγοί, αν και γενναίοι μαχητές δεν είχαν ούτε τη στρατηγική ικανότητα, ούτε την πολιτική οξύνοια του βασιλιά τους. Θεωρώντας ότι δεν υπήρχε άμεση απειλή, είχαν χωρίσει τις δυνάμεις τους σε πολλά αποσπάσματα που είχαν εκτραπεί σε λεηλασίες, πράγμα το οποίο τους είχε αποδυναμώσει. Επιπλέον οι προσωπικές τους φιλοδοξίες δυσκόλευαν περισσότερο τη συνεργασία τους. Ο Αλέξιος Βρανάς, εκμεταλλευόμενος τη διάσπαση των Νορμανδών, επιτέθηκε στα μεμονωμένα τμήματα που βρίσκονταν γύρω από τη Μοσυνούπολη, τα διέλυσε και ανακατέλαβε το φρούριό της.
Ο Αλέξιος Βρανάς παγίδευσε και νίκησε τις διασκορπισμένες Νορμανδικές δυνάμεις στη Μοσυνούπολη και μετά στην Αμφίπολη και στη συνέχεια κινήθηκε βορειότερα προς Σέρρες, κατά μήκος του Στρυμόνα, για να συναντήσει την κύρια δύναμη του Βαλδουίνου ντ’ Ωτεβίλλ.
Τα δύο στρατεύματα παρατάχθηκαν στον τόπο «τον λεγόμενον του Δημητρίτζη». Ο Βαλδουίνος, που αντελήφθη ότι βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, προσπάθησε να διαπραγματευθεί. Συγχρόνως, έστειλε να ειδοποιήσουν τους σκόρπιους στρατιώτες του που λεηλατούσαν τις γύρω περιοχές. Δεν διακινδύνευε να υποχωρήσει πέρα από το Στρυμόνα, γιατί φοβόταν επίθεση καθώς θα περνούσε το ποτάμι.
Ο Βρανάς όμως παρακολουθούσε τις βιαστικές κινήσεις των λαφυραγωγών που κατευθύνονταν άτακτα προς το στρατόπεδό τους και κατάλαβε ότι υπάρχει δόλος στις προθέσεις των Νορμανδών. Έκανε πως δέχεται τους κήρυκες, εκμεταλλευόμενος το χρόνο για να μεταπέσει από διάταξη πορείας σε διάταξη μάχης. Θέλοντας να αποφύγει τη συγκέντρωση του εχθρού, που ίσως του στερούσε το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής, τράβηξε το ξίφος του κι επιτέθηκε πρώτος, ενώ οι άντρες του τον ακολούθησαν αλαλάζοντας.
Οι Νορμανδοί ιππότες αντεπιτέθηκαν με τις ορμητικές επελάσεις για τις οποίες ήταν διάσημοι. Ήταν όμως χωρισμένοι σε μικρές πρόχειρες ομάδες και στα σημεία που διασπούσαν τις γραμμές των Βυζαντινών περικυκλώνονταν από τους αριθμητικά υπέρτερους αντιπάλους τους και σφαγιάζονταν. Το πεζικό τους, κάτω από την πίεση του αντίστοιχου Βυζαντινού, δεν μπορούσε να τους υποστηρίξει. Οι άτακτοι ελαφροί πεζοί όρμησαν προς το ποτάμι προσπαθώντας να σώσουν τη λεία τους όπου οι Βυζαντινοί τους ακολουθούσαν και τους σκότωναν.
Οι Νορμανδοί ιππείς μάχονταν απεγνωσμένα, αλλά η ορμή τους είχε καταπέσει, καθώς τα άλογά τους είτε σκοτώνονταν είτε κατέρρεαν από εξάντληση. Η μάχη εξελισσόταν πλέον όχι σε επελάσεις με τη λόγχη, αλλά σε συγκρούσεις με πολεμικά ρόπαλα και ξίφη, όπου η αριθμητική υπεροχή των Βυζαντινών τους έδινε τη δυνατότητα να περικυκλώνουν τους αντιπάλους τους και να τους καταβάλλουν. Ελάχιστοι ιππότες κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό και να διαφύγουν. Μόλις σκοτώθηκε ο σημαιοφόρος του Βαλδουίνου και το λάβαρο έπεσε καταγής, αυτός και οι σωματοφύλακές του λύγισαν και παραδόθηκαν.

 

1926 – Εκλογές διεξάγονται στην Ελλάδα, οι πρώτες με απλή αναλογική και με ψηφοδέλτιο μετά την κατάργηση του σφαιριδίου. Εξαιτίας του εκλογικού νόμου, δεν σχηματίζεται αυτοδύναμη κυβέρνηση. Οι Εκλογές προκηρύχθηκαν στις 22 Σεπτεμβρίου 1926 από τον Γεώργιο Κονδύλη για τις 24 Οκτωβρίου και τελικά έγιναν στις 7 Νοεμβρίου 1926. Έμειναν στην ιστορία για τρεις λόγους: Ήταν οι πρώτες εκλογές μετά το 1862 που έγιναν με ψηφοδέλτιο, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά η απλή αναλογική, ενώ το ΚΚΕ έκανε την παρθενική του εμφάνιση στη Βουλή.
Ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης ήταν ο ισχυρός άνδρας στην ελληνική πολιτική ζωή εκείνης της περιόδου. Είχε ανατρέψει τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο στις 26 Αυγούστου 1926 και είχε καταστείλει το φιλοπαγκαλικό κίνημα των Ζέρβα και Δερτιλή λίγες μέρες αργότερα (9 Σεπτεμβρίου 1926). Κυβερνούσε και αυτός δικτατορικά, αλλά από την πρώτη μέρα της εξουσίας του είχε καταστήσει σαφές ότι σύντομα θα διενεργήσει εκλογές.
Τήρησε την υπόσχεσή του και στις 22 Σεπτεμβρίου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης το διάταγμα προκήρυξης των εκλογών. Στο ίδιο φύλλο δημοσιεύτηκε και ο νέος εκλογικός νόμος, που εισήγαγε για πρώτη φορά την απλή αναλογική και το ψηφοδέλτιο στη θέση του σφαιριδίου, ως μέσου ψηφοφορίας, για πρώτη φορά μετά το 1862, με αποτέλεσμα να έχουμε πλήρη στοιχεία για την εκλογική δύναμη των κομμάτων. Με τον νέο εκλογικό νόμο διατηρήθηκε το προνόμιο των τριών νήσων (Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών), που εξέλεξαν τους 7 βουλευτές τους με πλειοψηφικό και σφαιρίδιο. Το βράδυ της ίδιας μέρας ο Κονδύλης ανακοίνωσε ότι αυτός και το κόμμα του, το «Εθνικόν Δημοκρατικόν», δεν θα κατέλθουν στις εκλογές.
Στην προεκλογική εκστρατεία που ακολούθησε επικράτησε ήρεμο πολιτικό κλίμα, πρωτόγνωρο για τα ελληνικά πολιτικά ήθη. Ίσως να συνέβαλε και η απλή αναλογική, που άμβλυνε τη μετωπική πολιτική αντιπαράθεση. Το μόνο σύννεφο που σκίασε την ειδυλλιακή αυτή εικόνα ήταν η κόντρα που ξέσπασε ανάμεσα στην εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Αιτία, η Συντακτική Πράξη της κυβέρνησης, που απαγόρευε να εκτεθούν ως υποψήφιοι όσοι είχαν διατελέσει υπουργοί στο δικτατορικό καθεστώς Πάγκαλου. Τα Πρωτοδικεία Αθηνών, Λαμίας, Χίου και Έβρου κήρυξαν αντισυνταγματική τη Συντακτική Πράξη. Αυτό εξόργισε τον Πάγκαλο, ο οποίος με νέα Συντακτική Πράξη ήρε την ισοβιότητα των δικαστών και απέλυσε τους μη αρεστούς του. Κατέστησε μόνο αρμόδιο για την εξέλεγξη των υποψηφίων βουλευτών το Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο με νέα σύνθεση απέρριψε τις υποψηφιότητες των Παγκαλικών. Αυτοί δεν το έβαλαν κάτω και όπου είχαν πολιτική δύναμη εξέλεξαν κοντινούς τους συγγενείς.
Η διαμάχη αυτή επιμήκυνε την προεκλογική περίοδο κι έτσι οι εκλογές έγιναν στις 7 Νοεμβρίου με υποδειγματικό τρόπο. Απόντος του Ελευθέριου Βενιζέλου, που προτίμησε να παραμείνει εκτός Ελλάδος και πολιτικής, το Κόμμα των Φιλελευθέρων εμφανίσθηκε διασπασμένο («Ένωσις Φιλελευθέρων», «Φιλελεύθερον Προσφυγικόν Κόμμα», «Δημοκρατική Ένωσις» και «Κόμμα Ανεξαρτήτων και Προσφύγων»). Η αντιβενιζελική παράταξη κατέβηκε χωρισμένη σε δύο, κυρίως, κομματικούς σχηματισμούς: «Λαϊκόν Κόμμα» και «Κόμμα Ελευθεροφρόνων».
Η κάλπη έδωσε τη νίκη στο «Κόμμα της Ενώσεως Φιλελευθέρων» με το 31,63% των ψήφων, χωρίς να σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση.

 

1934 – Παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Όπερα της Βαλτιμόρης το μουσικό κομψοτέχνημα του ρώσου συνθέτη Σεργκέι Ραχμάνινοφ «Ραψωδία πάνω σε ένα θέμα του Παγκανίνι». Ο Ραχμάνινοφ εμπνεύστηκε το έργο από το 24ο Καπρίτσιο του Παγκανίνι, ένα από τα πλέον διασκευασμένα έργα της κλασσικής μουσικής και το συνέθεσε από τις 3 Ιουλίου έως τις 18 Αυγούστου 1934 στη βίλα του κοντά στη λίμνη της Λουκέρνης στην Ελβετία, κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών του. Η «Ραψωδία σ’ ένα θέμα του Παγκανίνι» αποτελείται από 26 μέρη (Εισαγωγή, Θέμα και 24 παραλλαγές).
Η πρεμιέρα του έργου, που διαρκεί γύρω στα 25 λεπτά, δόθηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1934 στη Βαλτιμόρη των Ηνωμένων Πολιτειών με τον ίδιο τον συνθέτη στο πιάνο και τη Συμφωνική Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας, υπό τη διεύθυνση Λέοπολντ Στοκόφσκι. Με τους ίδιους συντελεστές ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το έργο, στις 24 Δεκεμβρίου 1934, στα στούντιο της RCA στο Κάμπντεν του Νιου Τζέρσεϊ.
Η μελωδική 18η παραλλαγή είναι το πιο γνωστό τμήμα του έργου και ένα από το πιο γνωστά κομμάτια της κλασικής μουσικής. Η 24η παραλλαγή παρουσιάζει μεγάλες τεχνικές δυσκολίες για τον πιανίστα και λίγο πριν από την πρεμιέρα του έργου, ο Ραχμάνινοφ, βιρτουόζος του πιάνου ο ίδιος, εξομολογήθηκε στον φίλο του πιανίστα Μπένο Μοϊσέβιτς τον φόβο του ότι θα του ήταν αρκετά δύσκολο να το ερμηνεύσει. Με την προτροπή του φίλου του, αντί του αλκοόλ που συνήθιζε να πίνει για να καλμάρει τα νεύρα του πριν από κάθε κοντσέρτο του, δοκίμασε ένα ποτήρι με ποτό μέντα. Η πρεμιέρα της «Ραψωδίας» είχε τρομακτική επιτυχία κι έτσι πριν από κάθε ερμηνεία του έργου αυτού δοκίμαζε πάντα ένα ποτήρι με μέντα. Έτσι, η 24η Παραλλαγή έμεινε στην ιστορία της μουσικής ως «Παραλλαγή της Μέντας» (Crème de Menthe Variation).

 

1944 – Ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ γίνεται ο πρώτος και τελευταίος Αμερικανός που εκλέγεται για τέταρτη φορά Πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο Ρούσβελτ Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και ήταν γιος του Τζέημς Ρούζβελτ, επιχειρηματία και γόνου καλής οικογένειας της Νέας Υόρκης, και της Σάρα Ντελέινο. Σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Χάρβαντ και στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Το 1910 ασχολήθηκε για πρώτη φορά με την πολιτική. Αρχικά εκλέχτηκε γερουσιαστής και το 1913 διορίστηκε υφυπουργός Ναυτικών. Το 1920 έθεσε υποψηφιότητα για αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ηττήθηκε. Τον Αύγουστο του 1921 προσβλήθηκε από βαριάς μορφής πολιομυελίτιδα, η οποία τον άφησε ημιπαράλυτο. Το 1928 εκλέχτηκε κυβερνήτης της πολιτείας της Νέας Υόρκης και το 1930 επανεξελέγη, βοηθώντας να πέσει η διεφθαρμένη πολιτική οργάνωση Τάμανι Χολ, που έλεγχε την πολιτεία για τρεις αιώνες. Εκείνη την περίοδο ο μεγαλύτερος επικριτής του Ρούζβελτ ήταν ο φασίστας πολιτικός Χιούι Λονγκ. Το 1932 πήρε το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος ως υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ και κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία τις εκλογές του ιδίου έτους. Ανέλαβε τα καθήκοντα του Προέδρου το 1933 και επανεξελέγη το 1936, το 1940 και το 1944. Μια από τις πρώτες κινήσεις του ήταν να υπογράψει για τη λήξη της Ποτοαπαγόρευσης. Την προεδρεία του Ρούζβελτ χαρακτήρισαν η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης του 1929 και του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Ο ίδιος θέσπισε μια σειρά από οικονομικά μέτρα ως άμεση απάντηση στην Ύφεση. Μαζί με τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, τον Τσιανγκ Κάι Σεκ και τον Ιωσήφ Στάλιν, ο Ρούζβελτ έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ηγεσία των Συμμαχικών Δυνάμεων και στην αντιμετώπιση των Δυνάμεων του Άξονα. Απεβίωσε στις 12 Απριλίου 1945, λίγο πριν τη λήξη του πολέμου, από εγκεφαλική αιμορραγία. Ήταν νυμφευμένος με την ανιψιά του 26ου προέδρου των Η.Π.Α. Θίοντορ Ρούζβελτ, ο οποίος ήταν 5ος εξάδελφός του, την Έλινορ Ρούζβελτ. Τον διαδέχθηκε στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών ο έως τότε αντιπρόεδρος Χάρρυ Τρούμαν.

 

1985 – Αποφυλακίζεται, έπειτα από 19 χρόνια, ο Ρούμπιν «Χάρικεϊν» Κάρτερ. Ο 48χρονος πυγμάχος είχε καταδικαστεί για τριπλό φόνο το 1966. Ο Μπομπ Ντίλαν έγραψε τραγούδι γι’ αυτόν και ο σκηνοθέτης Νόρμαν Τζούισον γύρισε ταινία για τη ζωή του, με τίτλο «The Hurricane» και τον Ντένζελ Ουάσινγκτον στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Από πολλούς Αμερικανούς, ιδιαίτερα από την αφροαμερικανική κοινότητα, ο πυγμάχος Ρούμπιν «Χαρικέιν» Κάρτερ υπήρξε λαϊκός ήρωας. Όχι μόνο επειδή έγινε τραγούδι από τον Μπομπ Ντίλαν και ταινία από τον Νόρμαν Τζούισον, αλλά κυρίως διότι επί 19 χρόνια προσπαθούσε ν’ αποδείξει την αθωότητά του για μία ανθρωποκτονία που δεν διέπραξε ποτέ, έχοντας απέναντί του το λευκό κατεστημένο της εποχής του.
Ο Ρούμπιν «Χάρικεϊν» Κάρτερ (Rubin “Hurricane” Carter), γεννήθηκε στις 6 Μαΐου 1937 στο Κλίφτον της πολιτείας Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ. Ήταν το τέταρτο από τα συνολικά επτά παιδιά μιας προβληματικής οικογένειας. Σε ηλικία 11 ετών μπήκε στο αναμορφωτήριο, όταν μαχαίρωσε έναν άνδρα, που του επιτέθηκε για να τον βιάσει. Το 1954 δραπέτευσε και κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό.
Λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωση της βασικής του εκπαίδευσης στη Νότια Καρολίνα, στάλθηκε στη Δυτική Γερμανία. Εκεί ξεκίνησε την πυγμαχία, αγωνιζόμενος αρχικά για την ομάδα του στρατού. Το 1956 απολύθηκε από τον στρατό ως ακατάλληλος, ύστερα από τέσσερα στρατοδικεία. Επέστρεψε στη γενέτειρά του και συνέχισε ν’ απασχολεί το νόμο. Συνελήφθη εκ νέου για δύο ληστείες, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε.
Μετά την αποφυλάκισή του τον Σεπτέμβριο του 1961, ο Κάρτερ έγινε επαγγελματίας πυγμάχος. Παρά τη μικρή του σωματική διάπλαση (από τον μέσο όρο της κατηγορίας των μεσαίων βαρών), κατάφερε να διαπρέψει λόγω του επιθετικού του στιλ και της τρομερής γροθιάς του, που του επέτρεψε να κερδίσει αρκετούς αγώνες με νοκ-άουτ.
Το παρατσούκλι «The Hurricane» (O Τυφώνας) τον ακολουθούσε από εκείνα τα χρόνια. Το 1963 βρέθηκε στη λίστα με τους δέκα διεκδικητές του τίτλου των μεσαίων βαρών, ενώ προς το τέλος του 1965 βρέθηκε στην πρώτη πεντάδα. Το ρεκόρ της καριέρας του ήταν 27 νίκες, 12 ήττες και μία ισοπαλία σε 40 αγώνες, με συνολικά 19 νοκ άουτ (8 νοκ άουτ, 11 τεχνικά νοκ άουτ) κι έλαβε τιμητικά τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή.
Στις 17 Ιουνίου 1966, δύο άνδρες μπήκαν στο μπαρ «Λαφαγιέτ», στο Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ και άρχισαν να πυροβολούν. Ο μπάρμαν Τζέιμς Όλιβερ κι ένας πελάτης, ο Φρεντ Νάουγιοκς, σκοτώθηκαν αμέσως. Ο Χέιζελ Τάνις, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά εκείνη τη βραδιά, απεβίωσε σχεδόν ένα μήνα αργότερα. Ένας τρίτος πελάτης, ο Γουίλι Μάρινς, επέζησε της επίθεσης, παρά το γεγονός ότι έχασε την όρασή του από το ένα μάτι. Τόσο ο Μάρινς, όσο και ο Τάνις, στις καταθέσεις τους υπέδειξαν ότι οι δράστες ήταν δύο μαύροι άνδρες, χωρίς ν’ αναγνωρίσουν τον Κάρτερ ή τον Τζον Άρτις που επίσης κατηγορήθηκε.
Τελικά, ο Κάρτερ καταδικάστηκε για τη δολοφονία τριών λευκών, μόνο με τη μαρτυρία δύο άλλων λευκών, οι οποίοι προσπαθούσαν να κάνουν ληστεία σε εργοστάσιο κοντά στο σημείο όπου διαπράχθηκαν οι φόνοι. Οι μάρτυρες, αν και με «λερωμένο» ποινικό μητρώο, έγιναν πιστευτοί, κατεθέτοντας ψευδώς ότι αναγνώρισαν τον Κάρτερ ως τον έναν από τους δύο εκτελεστές.
Έτσι, τον Μάιο του 1967, ο Κάρτερ και ο φίλος του καταδικάστηκαν σε τέσσερις φορές ισόβια. Το 1974 οι μάρτυρες ανακάλεσαν τις καταθέσεις τους και δύο χρόνια αργότερα ο Κάρτερ αφέθηκε ελεύθερος. Αλλά όχι για πολύ. Νέες καταγγελίες, νέα δικαστική μάχη, για να βρεθεί και πάλι πίσω από τα κάγκελα της φυλακής.
Tο τραγούδι «Hurricane» του Μπομπ Ντίλαν και η ταινία «Τυφώνας: Η αληθινή ιστορία»
Η περιπετειώδης ζωή του αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για δύο σπουδαίους δημιουργούς: τον τραγουδοποιό Μπομπ Ντίλαν και τον σκηνοθέτη Νόρμαν Τζούισον. Μάλιστα, ο Ντίλαν τον επισκέφθηκε στη φυλακή, έχοντας ήδη διαβάσει το βιβλίο του Κάρτερ με τίτλο «Ο 16ος γύρος», το οποίο εκδόθηκε το 1975 και ευαισθητοποίησε την κοινή γνώμη.
Την ίδια χρονιά, ο Ντίλαν έγραψε το τραγούδι «Hurricane», το οποίο με αφορμή την περιπέτεια του αμερικανού μποξέρ, αναφερόταν στον ρατσισμό και τις δραματικές συνέπειες που είχε για τον Κάρτερ. Το τραγούδι έγινε τεράστια επιτυχία και ο αγώνας του Κάρτερ για δικαίωση απέκτησε νέες διαστάσεις.
To 1999 ο Τζούισον μετέφερε στη μεγάλη οθόνη τη ζωή του Κάρτερ με τον τίτλο «The Hurricane» («Τυφώνας: Η αληθινή ιστορία») και πρωταγωνιστή τον Ντένζελ Ουάσινγκτον, o οποίος προτάθηκε για Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου.Η αναψηλάφηση της υπόθεσης έφερε στο φως νέα στοιχεία, τα οποία και οδήγησαν στην αθώωσή του. Στις 20 Απριλίου 2014, ο Ρούμπιν Κάρτερ, νικημένος από τον καρκίνο, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 76 ετών στο Τορόντο του Καναδά, όπου και διέμενε από την ημέρα της αποφυλάκισής του.

 

Γεννήσεις

 

1867 – Μαρί Σκουοντόφσκα Κιουρί. Η Μαρία Σκουοντόφσκα γεννήθηκε το 1867 στη Βαρσοβία και ήταν το πέμπτο παιδί ευκατάστατης οικογένειας. Ο πατέρας της, Βουαντίσουαφ Σκουοντόφσκι (Władysław Skłodowski), ήταν καθηγητής φυσικής και μαθηματικών και υποδιευθυντής σε Λύκειο θηλέων της Βαρσοβίας ενώ η μητέρα της, Μαρία, η οποία ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια χωρίς όμως οικονομική άνεση, ήταν καθηγήτρια σε σχολή της ίδιας πόλης. Οι γονείς της τής είχαν δώσει τρία υποκοριστικά: Μάνια, Μανιούσια, Αντσιουπέτσιο. Η Μαρία Σκουοντόφσκα μαζί με τα τέσσερα αδέλφια της μεγάλωσε σε δύσκολη εποχή για την Πολωνία, αφού δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από την αποτυχημένη επανάσταση του 1863.
Η Μαρία Κιουρί έγινε γνωστή για την ανακάλυψη του ραδίου και τις μελέτες για τη ραδιενέργεια. Από το 1891 μελετούσε τις εργασίες του Μπεκερέλ με κύριο θέμα τις ακτινοβολίες που εξέπεμπαν τα άλατα του ουρανίου με αποτέλεσμα, ύστερα από παρότρυνση του ίδιου του Μπεκερέλ, να διαλέξει για θέμα της διατριβής της αυτά τα φαινόμενα. Για την πρόοδο των ερευνών της, το πανεπιστήμιο της Σορβόνης τής παραχώρησε μια υπόγεια αποθήκη με στοιχειώδη εξοπλισμό. Παρ’ όλες τις κακές συνθήκες που επικρατούσαν στο εργαστήριο, η Μαρία Κιουρί απέδειξε ότι η εκπομπή των ακτίνων ήταν μια ιδιότητα των ατόμων του ουρανίου και ότι η ένταση της ακτινοβολίας που παραγόταν από το ουράνιο ήταν ανάλογη της ποσότητας. Επίσης, διαπίστωσε ότι η εκπομπή των ακτίνων δεν επηρεαζόταν από τις εξωτερικές μεταβολές, καθώς και ότι, εκτός από το ουράνιο, κάποιες ενώσεις του στοιχείου του θορίου εξέπεμπαν επίσης ακτινοβολία. Ύστερα από αυτές τις πρώτες ανακαλύψεις, η Μαρία Κιουρί πρότεινε την αλλαγή του ονόματος από «ακτίνες ουρανίου» σε «ραδιενέργεια», η οποία περιγράφει γενικά την ιδιότητα της εκπομπής ακτινοβολιών. Η πιο σημαντική όμως παρατήρηση ήταν ότι μερικά ορυκτά ουρανίου παρουσίαζαν πολύ πιο ισχυρή ραδιενέργεια από το ουράνιο. Η συγκεκριμένη παρατήρηση συνάρπασε τον Πιέρ Κιουρί, που αποφάσισε να εγκαταλείψει τις έρευνές του στους κρυστάλλους για να βοηθήσει τη Μαρία στο δύσκολο έργο της.
Στις 18 Ιουλίου του 1898 οι Κιουρί ανακοινώνουν στην επιστημονική κοινότητα την ανακάλυψη ενός νέου στοιχείου, του πολωνίου, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της πατρίδας της Μαρίας Κιουρί. Στις 26 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους αναγγέλλεται από το ζεύγος Κιουρί η ανακάλυψη του ραδίου. Τα συγκεκριμένα στοιχεία είχαν ανιχνευθεί με τη βοήθεια της ραδιενέργειας. Προσπάθησαν να απομονώσουν τα δύο νέα στοιχεία. Για τέσσερα χρόνια εξέταζαν τύπους ορυκτών που προμηθεύονταν[35] από ορυχείο της Βοημίας. Τον διαχωρισμό του ραδίου τον πέτυχαν με κλασματική κρυστάλλωση, εκμεταλλευόμενοι τη μικρότερη διαλυτότητα του χλωριούχου ραδίου σε σχέση με το χλωριούχο βάριο. Τελικά το 1902 κατάφεραν και απομόνωσαν 1/10 του γραμμαρίου καθαρό ράδιο και 1/20 καθαρό πολώνιο. Επιπλέον προσδιόρισαν τα ατομικά τους βάρη. Έτσι, ύστερα από μερικές έρευνες των επιστημόνων, τα δύο νέα στοιχεία αναγνωρίστηκαν επισήμως από την επιστημονική κοινότητα.
Εντύπωση προκαλεί ότι δεν κατοχύρωσαν τις μεθόδους τους για την απομόνωση των στοιχείων, επειδή δεν συμβάδιζε με το επιστημονικό πνεύμα. Οι Κιουρί ανακάλυψαν ότι η ακτινοβολία του ραδίου κατέστρεφε τους καρκινικούς όγκους (Ραδιοθεραπεία). Η μέθοδος της ραδιοθεραπείας τελειοποιήθηκε το 1906 από τη Μαρία Κιουρί, όταν υπολόγισε τις σωστές δόσεις για θεραπεία με ράδιο. Το 1910 δημοσίευσε το θεμελιώδες έργο της «Μελέτη επί της ραδιενέργειας», ενώ τον επόμενο χρόνο κατάφερε να απομονώσει το μεταλλικό ράδιο. Μετά τον θάνατό της εκδόθηκε από το Ινστιτούτο Ραδίου στο Παρίσι ένα έργο της με τίτλο: «Ραδιενέργεια, συγγραφέν υπό της Μαρίας Κιουρί, καθηγήτριας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, κατόχου βραβείων Νομπέλ Φυσικής και Χημείας».

 

1943 – Τζόνι Μίτσελ. Η Τζόνι Μίτσελ γεννήθηκε στο Φορτ ΜακΛέοντ, Αλμπέρτα, Καναδάς. Ο πατέρας της ήταν αξιωματικός στην Πολεμική Αεροπορία του Καναδά και η μητέρα της ήταν δασκάλα. Η Μίτσελ, της οποίας το πατρικό όνομα είναι Ρομπέρτα Τζόαν Άντερσον (Roberta Joan Anderson), μεγάλωσε στο Σάσκατουν του Σασκάτσουαν. Ξεκίνησε την μουσική της σταδιοδρομία στα εφηβικά της χρόνια παίζοντας μουσική φολκ στους δρόμους και σε μπαρ του Τορόντο.
Τον Φεβρουάριο του 1965 η Μίτσελ, ανύπαντρη και αδέκαρη, απέκτησε μια κόρη. Λίγες εβδομάδες μετά τον τοκετό, η τραγουδίστρια παντρεύτηκε τον Αμερικανό τραγουδιστή της φολκ Τσακ Μίτσελ (Chuck Mitchell), ο οποίος, αν και δεν ήταν ο πατέρας του παιδιού, της υποσχέθηκε να την βοηθήσει στο να το μεγαλώσει. Ο γάμος όμως δεν ευδοκίμησε και κατέληξε στο διαζύγιο. Έτσι, η Μίτσελ αναγκάσθηκε να δώσει την κόρη της για υιοθεσία. Το γεγονός αυτό τής στοίχισε πάρα πολύ και το αναφέρει και σε ορισμένα τραγούδια της. Με την κόρη της συναντήθηκε τελικά το 1997.
Το 1967 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και έναν χρόνο αργότερα στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, η μουσική της καριέρα είχε αρχίσει να ανεβαίνει με εμφανίσεις σε κλαμπ φολκ μουσικής και στην τηλεόραση. Το 1969 κέρδισε το Βραβείο Γκράμμυ για την καλύτερη μουσική παρουσία φολκ μουσικής. Αργότερα ακολούθησαν πολλά άλλα βραβεία.
Στην δεκαετία του 1970 άρχισε να πειραματίζεται αναμειγνύοντας φολκ και τζαζ. Ο δίσκος της Blue (1971) έφτασε το Νο. 15 στις λίστες των μεγαλύτερων πωλήσεων και ακολούθησαν οι δίσκοι For the Roses (Νο. 11 το 1972), Court and Spark (Νο. 2 το 1974), Miles of Aisles (Νο. 2 το 1974), The Hissing of Summer Lawns (Νο. 4 το 1975) και Hejira (Νο. 11 το 1976). Την ίδια εποχή, η Μίτσελ εμφανίσθηκε σε συναυλίες παρέα με τον Μπομπ Ντίλαν και την Τζόαν Μπαέζ. Το 1978, μετά από πρόσκλησή του, συνεργάστηκε δισκογραφικά με τον τζαζίστα Τσαρλς Μίνγκους, στο φερώνυμο άλμπουμ της, που περιέχει τρεις αυθεντικές συνθέσεις του Μίνγκους και κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1979, λίγους μήνες μετά το θάνατό του.
Στα χρόνια του ’80, η Μίτσελ έδωσε συναυλίες στην Ιαπωνία, την Αυστραλία, την Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ παρέα με μεγάλα ονόματα της ποπ και της ροκ, αλλά οι δίσκοι της δεν είχαν την εμπορική επιτυχία της προηγούμενης δεκαετίας. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, η τραγουδίστρια στράφηκε περισσότερο προς την ποπ, αλλά και πάλι το κοινό δεν ανταποκρίθηκε. Ωστόσο, ο δίσκος Turbulent Indigo (1994) της έφερε δύο Βραβεία Γκράμμυ.

 

Θάνατοι

 

1910 – Λέων Τολστόι. Γεννήθηκε στη Γιάσναγια Πολιάνα (το οικογενειακό κτήμα 12 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τούλα) το 1828 και από το 1844 ως το 1847 σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καζάν. Στον πόλεμο της Κριμαίας πήρε μέρος ως αξιωματικός του πυροβολικού και του απονεμήθηκαν πολλές ανώτερες διακρίσεις. Ο αποτροπιασμός για τις φρικαλεότητες του πολέμου αυτού καθρεφτίστηκε στα «Διηγήματα της Σεβαστούπολης (1855-1859)». Στα διηγήματα αυτά ο Τολστόι δείχνει φανατικά την έχθρα του προς τον πόλεμο και παράλληλα εγκωμιάζει τον ηρωισμό των συμπατριωτών του στρατιωτών. Από το τέλος της δεκαετίας 1850-1860 ο Τολστόι εγκαταστάθηκε στη Γιάσναγια Πολλιάννα, άνοιξε σχολείο για τα αγροτόπαιδα και ίδρυσε το περιοδικό «Γιάσναγια Πολλιάννα». Προηγουμένως ταξίδεψε στη Γαλλία, Ελβετία, Ιταλία και Γερμανία.
Στα 1862 ο Τολστόι παντρεύτηκε τη Σοφία Αντρέγιεβνα Μπερς. Το 1863 τέλειωσε το διήγημά του «Οι Κοζάκοι», στο οποίο απεικόνισε τους ανθρώπους και τη φύση του Καυκάσου. Από το 1863 ως το 1869 ασχολήθηκε με τη συγγραφή του μυθιστορήματος «Πόλεμος και Ειρήνη». Το έργο αυτό αποτελεί έξοχη απεικόνιση της ζωής και των συνθηκών της Ρωσίας στην περίοδο των ναπολεόντειων πολέμων. Το βάθος της ψυχολογικής ανάλυσης, η αριστοτεχνική απεικόνιση ανθρώπινων μορφών και τοπίων και ο πλούτος της γλώσσας, κάνουν το «Πόλεμος και Ειρήνη» ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της ρεαλιστικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα. Στο άλλο του μεγαλειώδες μυθιστόρημα, την «Άννα Καρένινα» (1873), αντικατοπτρίζεται ανάμεσα στα άλλα η τραγωδία μιας γυναίκας που έπεσε θύμα της ψεύτικης και απάνθρωπης ηθικής της κοινωνίας. Η δύναμη του κριτικού ρεαλισμού του Τολστόι εκδηλώθηκε στις σελίδες του μυθιστορήματός του «Ανάσταση» (1889). Ο Τολστόι έγραψε και θεατρικά έργα όπως «Το κράτος του ζόφου», «Το ζωντανό πτώμα», «Οι καρποί της Παιδείας» (κωμωδία). Άλλα έργα του στα οποία εκφράζεται η ιδιότυπη θρησκευτικότητά του είναι «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» (1884), «Αφέντης και δούλος» (1895), «Τι πιστεύω», «Τι να κάνουμε λοιπόν» και η περίφημη πραγματεία του «Τι είναι τέχνη». Με τα θρησκευτικά κείμενά του ήρθε όμως σε αντιδικία με την εκκλησία της Ρωσίας, η οποία τον απέβαλε από τις τάξεις της το 1901.
Ο Λέων Τολστόι πέθανε το 1910 από πνευμονία στην περιοχή Αστάποβο σε ηλικία 82 ετών.

 

1980 – Στιβ ΜακΚουίν (αγγλικά: Terence Steven McQueen‎, 24 Μαρτίου 1930 – 7 Νοεμβρίου 1980) ήταν Αμερικανός ηθοποιός.
Ο Τέρενς Στίβεν Μακουήν γεννήθηκε από ανύπαντρη μητέρα στις 24 Μαρτίου 1930, στο νοσοκομείο Σαντ Φράνσις στο Μπιτς Γκρόουβ της Ιντιάνα, ένα προάστιο της Ιντιανάπολις. Ο Μακουήν, σκωτσέζικης καταγωγής, ανατράφηκε ως Ρωμαιοκαθολικός. Οι γονείς του δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Ο πατέρας του Μακουήν, Γουίλιαμ Μακουήν, πιλότος κασκαντέρ για ένα ιπτάμενο τσίρκο, άφησε τη μητέρα του, Τζούλια Ανν Κρόφορντ, έξι μήνες μετά την γνωριμία τους. Αρκετοί βιογράφοι έχουν δηλώσει ότι η μητέρα του Τζούλια Αν ήταν αλκοολική. Μη μπορώντας να αντεπεξέλθει στη φροντίδα ενός μικρού παιδιού, άφησε το αγόρι με τους γονείς της (Βίκτορ και Λίλιαν) στο Σλέιτερ του Μιζούρι το 1933. Καθώς η Μεγάλη Ύφεση επιδεινώθηκε, ο Μακουήν και οι παππούδες του μετακόμισαν με τον αδελφό της Λίλιαν, Κλοντ και την οικογένειά του, στο αγρόκτημά τους στο Σλέιτερ. Ο Μακουήν είπε αργότερα ότι είχε καλές αναμνήσεις από τη ζωή στο αγρόκτημα, σημειώνοντας ότι ο θείος του Κλοντ “ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, πολύ δυνατός, πολύ δίκαιος. Έμαθα πολλά από αυτόν.”
Είχε το παρατσούκλι «The King of Cool». Το 1947 κατατάχθηκε στους Πεζοναύτες. Το 1966 ήταν υποψήφιος για Όσκαρ για την ερμηνεία του στην ταινία Τα βότσαλα της άμμου (The Sand Pebbles), που ήταν και η μοναδική υποψηφιότητα που κέρδισε ποτέ για το βραβείο. Άλλες δημοφιλείς ταινίες του περιλαμβάνουν το “Αγάπησα έναν ξένο” (1963), Ο χαρτοπαίχτης (1965), Νεβάδα Σμιθ (1966), Υπόθεση Τόμας Κράουν (1968), Μπούλιτ (1968), Λε Μαν (1971), Οι δύο φυγάδες (1972), και ο Πεταλούδας (1973). Επιπλέον, πρωταγωνίστησε σε ταινίες με πολλούς αστέρες, όπως και οι επτά ήταν υπέροχοι (1960), Η μεγάλη απόδραση (1963) και ο πύργος της κολάσεως (1974).
Το 1947, αφού έλαβε άδεια από τη μητέρα του (καθώς δεν ήταν ακόμη 18 ετών), ο Μακ Κουίν κατατάχθηκε στο Σώμα Πεζοναυτών των Ηνωμένων Πολιτειών. Στάλθηκε στο νησί Πάρις για κατασκήνωση εκπαίδευσης. Προήχθη σε στρατωτικό βαθμό και τοποθετήθηκε σε μια τεθωρακισμένη μονάδα. Αρχικά δυσκολεύτηκε να συμμορφωθεί με την πειθαρχία της υπηρεσίας και υποβιβάστηκε ως φαντάρος επτά φορές. Πήρε μια μη εξουσιοδοτημένη άδεια, αποτυγχάνοντας να επιστρέψει μετά τη λήξη της το Σαββατοκύριακο. Συνελήφθη από την περίπολο της ακτής ενώ έμενε με μια φίλη (Μπάρμπαρα Ρος) για δύο εβδομάδες. Αφού αντιστάθηκε στη σύλληψή του, καταδικάστηκε σε 41 ημέρες.
Μετά από αυτό, ο Μακουήν αποφάσισε να επικεντρώσει τις ενέργειές του στην αυτοβελτίωση του χαρακτήρα του και αγκάλιασε την πειθαρχία των πεζοναυτών. Έσωσε τις ζωές πέντε άλλων πεζοναυτών κατά τη διάρκεια μιας άσκησης στην Αρκτική, τραβώντας τους από ένα όχημα προτού αυτό πέσει στον πάγο. Για αυτήν του την ενέργεια του ανατέθηκε η τιμητική φρουρά που ήταν υπεύθυνη για τη φύλαξη του προεδρικού γιοτ του προέδρου των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν. Ο Μακουήν υπηρέτησε μέχρι το 1950, όταν απολύθηκε. Θυμόταν αυτή την περίοδο με τους Πεζοναύτες ως μια διαμορφωτική περίοδο στη ζωή του, λέγοντας, “Οι Πεζοναύτες με έκαναν άνθρωπο. Έμαθα πώς να τα πηγαίνω καλά με άλλους και είχα μια πλατφόρμα για να πηδήξω.”
Το 1974, ο Μακουήν έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος κινηματογραφικός αστέρας στον κόσμο, αν και δεν έπαιξε στον κινηματογράφο για άλλα τέσσερα χρόνια. Συχνά ερχόνταν σε αντιπαράθεση με τους σκηνοθέτες και τους παραγωγούς, αλλά η δημοτικότητά του, του επέτρεψε να έχει μεγάλη ζήτηση και μεγαλύτερους μισθούς.
Παντρεύτηκε την ηθοποιό Νέιλι Άνταμς το 1957 και χώρισαν, με έναν γιο και μια κόρη, το 1972. Επόμενη σύζυγός του ήταν η Άλι ΜακΓκρόου το 1973-1978, με την οποία διέμεναν στο Μαλιμπού της Καλιφόρνιας, και τελευταία η φωτογράφος και συγγραφέας Μπάρμπαρα Μίντι, από τον Ιανουάριο του 1980 ως τον θάνατό του, 11 μήνες αργότερα.

 

2016 – Λέοναρντ Κοέν. Γεννήθηκε στο Μόντρεαλ του Καναδά. Ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος εβραίος έμπορος υφασμάτων. Σε ηλικία έξι ετών, ο Κόεν έχασε τον πατέρα του και αυτό τον σημάδεψε για όλη του την ζωή. Έφηβος έμαθε κιθάρα και έγινε μέλος του μουσικού γκρουπ Buckskin Boys, το οποίο έπαιζε μουσική κάντρι. Αργότερα, τον καιρό που ήταν σπουδαστής στο Πανεπιστήμιο McGill εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα που τον έκαναν γνωστό στους καναδικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Το 1960 αγοράζει ένα σπίτι στην Ύδρα, στην οποία θα διαμείνει για αρκετά χρόνια, όπου συνέχισε να γράφει. Με το μυθιστόρημα Beautiful Losers (Θαυμάσιοι αποτυχημένοι, 1966), γνώρισε παγκόσμια επιτυχία ως συγγραφέας. Ωστόσο, το 1967 αποφάσισε να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ για να αφοσιωθεί στην μουσική.
Σε συναυλίες φολκ στις ΗΠΑ το 1967, η τραγουδίστρια Τζούντυ Κόλινς (Judy Collins) έκανε γνωστό το τραγούδι του Κόεν Suzanne. Έτσι την ίδια χρονιά, ο Κόεν μπόρεσε να κυκλοφορήσει τον πρώτο του δίσκο με τίτλο Songs of Leonard Cohen. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι δίσκοι, μεταξύ των οποίων και ο δίσκος Songs of Love and Hate που περιέχει το τραγούδι – ύμνο στην αγάπη και τη μοναξιά Famous Blue Raincoat (1971) με την φωνή της Τζένιφερ Γουορνς (Jennifer Warnes).
Το 1992 κυκλοφόρησε τον πιο πολιτικοποιημένο δίσκο του με τίτλο The Future, και δύο χρόνια κατόπιν αποφάσισε να γίνει βουδιστής, μέχρι που χειροτονήθηκε μοναχός. Αλλά το 1999 εγκατέλειψε τον μοναστικό βίο, για να εκδώσει δύο ακόμα δίσκους. Το 2005, το όνομα του Κόεν βρέθηκε ξανά στις στήλες των εφημερίδων, επειδή ο επί χρόνια μάνατζέρ του τον εξαπάτησε, κλέβοντας το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων του καλλιτέχνη.
Ο Κόεν δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά ήταν πατέρας δύο παιδιών, του Άνταμ (1972) και της Λόρκα (1974), που απέκτησε με τη Σούζαν Έλροντ (Suzanne Elrod).
Το 2010 τιμήθηκε με Τιμητικό Γκράμι για το σύνολο της προσφοράς του.
Πέθανε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, στις 7 Νοεμβρίου του 2016.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


AgrinioStories