Συνέβη 8 Οκτωβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

8 Οκτωβρίου 2023

Είναι η 281η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 84 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:26 – Δύση ήλιου: 18:58
– Διάρκεια ημέρας: 11 ώρες 32 λεπτά
🌗  Σελήνη 23.8 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Πελαγία, Πελαγούλα, Πελαγίνα, Πελαγίτσα, Πελαγιώ, Πελαγή, Πελάγιο

 

Γεγονότα

 

 

1827 – Ο τριεθνής στόλος υπό τους ναυάρχους Ερρίκο Δεριγνύ, Εδουάρδο Κόδριγκτον και Λογγίνο Χέυδεν κατατροπώνει τον τουρκοαιγυπτιακό του Ιμπραήμ έξω από το Ναβαρίνο και ανοίγει το δρόμο για την ελληνική ανεξαρτησία. (Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου)
Το μεσημέρι της 8ης Οκτωβρίου τα πλοία του συμμαχικού στόλου άρχισαν να εισπλέουν στον κόλπο του Ναβαρίνου, με επικεφαλής την αγγλική ναυαρχίδα Ασία. Ο Κόδριγκτον ήλπιζε ότι έστω και την τελευταία στιγμή ο Ιμπραήμ θα έσπευδε να συμφωνήσει με την προτεινόμενη ανακωχή. Αντί απάντησης, οι Αιγύπτιοι πέρασαν στη δράση και άρχισαν τους πυροβολισμούς κατά της αγγλικής λέμβου, την οποία είχε στείλει με λευκή σημαία ο Κόδριγκτον προς συνεννόηση, με αποτέλεσμα να φονευθεί ο έλληνας πηδαλιούχος της Πέτρος Μικέλης. Ταυτόχρονα, εκανονιοβολούντο η αγγλική και η γαλλική ναυαρχίδα.
Ο Κόδριγκτον, μη έχοντας άλλη λύση, έδωσε το παράγγελμα της επίθεσης. Παρά την αριθμητική υπεροχή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου και τη βοήθεια των πυροβολείων της Σφακτηρίας (το νησάκι που σχεδόν φράζει τον κόλπο του Ναβαρίνου), η ναυμαχία αμέσως έκλινε υπέρ του συμμαχικού στόλου, που είχε μεγαλύτερη δύναμη πυρός. Γύρω στις 6 το απόγευμα, η λιμνοθάλασσα είχε γεμίσει από τα κατεστραμμένα πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. 12 φρεγάτες, 22 κορβέτες και 25 μικρότερα πλοία είχαν βυθισθεί, ενώ 6.000 άνδρες σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν. Οι Σύμμαχοι έχασαν 172 άνδρες, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε περίπου 500. Δύο πλοία καταστράφηκαν ολοσχερώς και αρκετά υπέστησαν εκτεταμένες ζημίες.
Η είδηση για τη ναυμαχία έτυχε διαφορετικής υποδοχής στις πρωτεύουσες των δυνάμεων που συμμετείχαν στην επιχείρηση. Στο Λονδίνο ο πρωθυπουργός δούκας του Ουέλινγκτον χαρακτήρισε τη ναυμαχία «ατυχές και απαίσιο γεγονός», ενώ μία μερίδα πολιτικών υποστήριξε ότι ο Κόδριγκτον έπρεπε να παραπεμφθεί στο ναυτοδικείο για ανυπακοή, επειδή δεν είχε εντολή να δράσει. Αντίθετα, στο Παρίσι και τη Μόσχα η είδηση προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό. Ο εμπνευστής της Ιεράς Συμμαχίας και μέγας εχθρός της Ελληνικής Επανάστασης πρίγκηπας Μέτερνιχ χαρακτήρισε την καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου ως «αρχή της βασιλείας του χάους».
Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου σήμανε την ελευθερία της Ελλάδας, παρά τη συνεχιζόμενη σφοδρή άρνηση του Σουλτάνου. Οι τρεις δυνάμεις επέβαλαν τελικά τη θέλησή τους και μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1829 που δόθηκε η τελευταία μάχη του Αγώνα στην Πέτρα της Βοιωτίας, το ελληνικό κράτος είχε σχηματισθεί με βόρεια σύνορα τη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού.

 

1838 – Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εκφωνεί στην Πνύκα την περίφημη ομιλία του «Παραινέσεις προς τη νέα γενιά».
«Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ’ απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!
Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ’ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!»

 

1973 – Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, σε μία προσπάθεια φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος του, διορίζει πρωθυπουργό τον Σπύρο Μαρκεζίνη. Η κυβέρνησή του θα καταρρεύσει στις 25 Νοεμβρίου, οκτώ μέρες μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Ο Μαρκεζίνης ανέλαβε τον άχαρο ρόλο να γίνει ο δοτός πρωθυπουργός του Παπαδόπουλου με την αίρεση της αναθεώρησης του αυταρχικού «Συντάγματος» του 1973 (αμέσως μετά τις εκλογές που θα διεξάγονταν στις αρχές του 1974) προς μια φιλελεύθερη κατεύθυνση, ιδίως με την περικοπή των εκτεταμένων αρμοδιοτήτων του Προέδρου, καθώς και με δέσμευση του Παπαδόπουλου για διεξαγωγή τίμιων και ελεύθερων εκλογών, με συμμετοχή όσο δυνατόν πιο πολλών κομμάτων και προσωπικοτήτων. Οι προηγηθείσες της ορκωμοσίας Μαρκεζίνη διαπραγματεύσεις με τον Παπαδόπουλο δεν κατέληξαν σε συγκεκριμένη συμφωνία στα παραπάνω θέματα, πάντως και οι δύο επιφυλάχθηκαν να τα ξαναδούν «εν ευθέτω χρόνω». Ο Μαρκεζίνης ξεκίνησε τη βραχύβια θητεία του στις 6 Οκτωβρίου, διατυμπανίζοντας την φιλοδοξία του να οδηγήσει τη χώρα στη δημοκρατία βάσει του τριπτύχου «συγχώρεση-λήθη-δίκαιες εκλογές», καθώς και με συναντήσεις με πολιτικούς ηγέτες της αντιπολίτευσης, τους οποίους προσπάθησε να πείσει να κατέλθουν στις προετοιμαζόμενες εκλογές.
Η γενική εντύπωση ήταν ότι δεν βρήκε ανταπόκριση, ούτε από τον ηγέτη της ΕΡΕ Παναγιώτη Κανελλόπουλο, που δήλωσε χαρακτηριστικά ότι παρά τις όποιες προθέσεις του Μαρκεζίνη «δεν μπορεί να γεννηθεί εκ της τυραννίας η δημοκρατία», ούτε από τον ηγέτη του Κέντρου Γεώργιο Μαύρο, που μίλησε για δημιουργία «ενός ευνουχισμένου Κοινοβουλίου, που δεν θα μπορεί να συζητεί, πολλώ μάλλον να αποφασίζει, για οποιοδήποτε ζωτικό ζήτημα του έθνους» υπό τον νομιμοποιημένο μέσω ανελεύθερων εκλογών Παπαδόπουλο. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ανάλυση επισημαίνει ότι κάποιες προσωπικότητες όλων των πολιτικών χώρων δέχθηκαν υπό προϋποθέσεις να συζητήσουν τη συμμετοχή τους στις σχεδιαζόμενες εκλογές – υπό όρους τους οποίους έθεσε σε άρθρο του στην εφημερίδα «Βραδυνή» ο Γεώργιος Ράλλης, και είχαν να κάνουν με τους κανόνες διεξαγωγής ελεύθερων εκλογών, τους οποίους αν αρνείτο το καθεστώς, μόνο τότε, πίστευε ο Ράλλης, θα δικαιολογείτο η αποχή της αντιπολίτευσης.
Τελικά, από τον χώρο της Δεξιάς, ο («γεφυροποιός») Αβέρωφ εμφανίστηκε κατ’ αρχάς θετικός απέναντι στο «πείραμα Μαρκεζίνη». Στον χώρο του Κέντρου, πέρα από την απόρριψη του Μαύρου, οι δύο πρώην «αποστάτες» πρωθυπουργοί Νόβας και Στεφανόπουλος υποστήριξαν τον Μαρκεζίνη, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης, έχοντας επιστρέψει από τη Γαλλία, τήρησε στάση αναμονής, μη αποδεχόμενος ανοιχτά, αλλά και μη καταδικάζοντας το «πείραμα». Εντύπωση προκαλούν πάντως οι εξ αριστερών αντιδράσεις, καθώς πέρα από την άρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου (που χαρακτήρισε «δωσίλογους» όσους θα συμμετείχαν στις εκλογές) και του ΚΚΕ, πολλές προσωπικότητες της ΕΔΑ και του ΚΚΕ Εσωτερικού δεν απέρριψαν συλλήβδην το «πείραμα», θεωρώντας το μια ευκαιρία για συντεταγμένη σύγκρουση με το καθεστώς στις κάλπες. Αυτή ήταν η στάση του Ηλία Ηλιού, του Λεωνίδα Κύρκου, του Αντώνη Μπριλλάκη και του Μίκη Θεοδωράκη. Αξιζει, τέλος, να σημειωθεί η πλήρης σιγή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που δεν έκανε καμία δήλωση αποδοχής είτε καταδίκης του Μαρκεζίνη, και που έδειχνε πάντως να αμφιβάλλει αν το «πείραμα» είχε ελπίδες επιτυχίας.

 

1980 – Ο Μπομπ Μάρλεϊ καταρρέει στη σκηνή και μεταφέρεται σε νοσοκομείο, όπου διαπιστώνεται ότι πάσχει από όγκο στον εγκέφαλο. Ο άνθρωπος που έκανε γνωστή τη ρέγγε μουσική σ’ όλο τον κόσμο, θα πεθάνει επτά μήνες αργότερα. Με τραγούδια όπως τα “I Shot the Sheriff”, “No Woman, No Cry”, “Three Little Birds”, “Exodus”, “Could You Be Loved”, “Jamming”, “Redemption Song” και “One Love”, η μεταθανάτια συλλογή του Legend (1984) πούλησε τα περισσότερα αντίτυπα στην ιστορία της ρέγκε μουσικής —περισσότερα από 12 εκατομμύρια. Ο Μάρλεϊ γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό, το Nine Mile, του Saint Ann Parish, στη Τζαμάικα. Το πλήρες όνομά του ήταν Νέστα Ρόμπερτ Μάρλεϊ. Ένας τζαμαϊκανός υπάλληλος της υπηρεσίας διαβατηρίων θα του αλλάξει στη συνέχεια το πρώτο με το μεσαίο του όνομα. Ο πατέρας του, Norval Sinclair Marley, (γεννημένος το 1895) ήταν λευκός Τζαμαϊκανός με αγγλική καταγωγή, που ζούσε στο Λίβερπουλ. Ο Norval ήταν ναυτικός αξιωματούχος, καπετάνιος και επιθεωρητής φυτειών, όταν γνώρισε και παντρεύτηκε την Σεντέλα Μπούκερ (1926- 2008), μια μαύρη Τζαμαϊκανή μόλις δεκαεννιά χρονών τότε. Ο Norval παρείχε οικονομική υποστήριξη στη γυναίκα και το παιδί του, αλλά σπάνια τους έβλεπε, λόγω των συχνών μακρινών ταξιδιών του. Το 1955, όταν ο Μάρλεϊ ήταν 10 χρονών, ο πατέρας του πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 60 ετών. Ο Μάρλεϊ ήταν θύμα ρατσισμού στην παιδική του ηλικία λόγω της ανάμεικτης καταγωγής του και ήρθε αντιμέτωπος με ερωτήσεις για τη φυλετική του ταυτότητα κατά τη διάρκεια της ζωής του.

 

 

1998 – Το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται για πρώτη φορά σε Πορτογάλο, τον Ζοζέ Σαραμάγκου. Είναι η πρώτη φορά, από το 1901 που πρωτοξεκίνησε ο θεσμός των Νόμπελ, που δίνεται σε συγγραφέα από την Πορτογαλία, ενώ είναι ο τέταρτος κατά σειρά Ευρωπαίος που βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το όνομα, πάντως, του Ζοζέ Σαραμάγκο ήταν επί πολλά χρόνια μεταξύ των υποψηφίων για το βραβείο. Σύμφωνα με τη Σουηδική Ακαδημία: “Το βραβείο απονέμεται στον Ζοζέ Σαραμάγκο, ο οποίος με φανταστικές αλληγορίες, με συναίσθημα και ειρωνεία, κάνει πάντα κατανοητό το μέρος της πραγματικότητας που μας διαφεύγει”.
Ο Ζοζέ Σαραμάγκο γεννήθηκε το 1922 σε ένα αγρόκτημα του μικρού χωριού Αζιχάγκα, βόρεια της Λισαβόνας. Από το 1992 ζει στο νησί Λανζαρότ, των Καναρίων Νήσων. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του και οι αναλφάβητοι γονείς του δεν του επέτρεψαν να τελειώσει το γυμνάσιο, αλλά σπούδασε μηχανικός σε τεχνική σχολή. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφραστής και το 1969 προσχώρησε στο εκτός νόμου τότε Κομμουνιστικό Κόμμα.
Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε όταν ήταν 25 χρόνων και το δεύτερο τριάντα χρόνια αργότερα. Πρόκειται για το “Εγχειρίδιο στη ζωγραφική και την καλλιγραφία”,που μπορεί να θεωρηθεί αυτοβιογραφικό και το οποίο τελειώνει με αναφορά στην πτώση της δικτατορίας στην Πορτογαλία. Γνωστότερος έγινε με την έκδοση του βιβλίου του “Μπαλταζάρ και Μπλιμούντα” το 1980, “ένα βλάσφημο και χιουμοριστικό μυθιστόρημα”, όπως έχει χαρακτηριστεί, το οποίο εξελίσσεται στην Πορτογαλία του 1700. Στο “Ευαγγέλιο κατά του Ιησού Χριστού” (1991) παρουσιάζει τον Θεό και τον Διάβολο να διαπραγματεύονται τη θέση του Καλού και του Κακού, καθώς και τον Ιησού να αμφισβητεί το ρόλο του και να προκαλεί τον Θεό. Από τα πιο γνωστά του έργα είναι “Το έτος θανάτου του Ρικάρντο Ρέις” (1984), στο οποίο παρουσιάζεται η Λισαβόνα του 1936 και “Η πολιορκία της Λισαβόνας”,που θεωρείται “το μυθιστόρημα ενός μυθιστορήματος”.

 

Γεννήσεις

 

1927 – Κώστας Ταχτσής. Γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1927 στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του Ταχτσή, Γρηγόριος, και η μητέρα του, Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Οι πρόγονοι του πατέρα του ήταν Έλληνες που ήλθαν στη Θεσσαλονίκη πρόσφυγες γύρω στα 1860, όταν στη Βουλγαρία μεσουρανούσε το κίνημα της εθνικής ανεξαρτησίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Κώστας Ταχτσής ήταν ο δευτερότοκος γιος της οικογένειας. Το πρώτο παιδί του ζεύγους που ήταν και αγόρι είχε πεθάνει λίγες ημέρες μετά τη γέννα. Αυτός ο αδελφός που έχασε πριν να γεννηθεί ο ίδιος, ήταν και μια από τις έμμονες ιδέες του συγγραφέα.
Σε ηλικία επτά ετών, μετά τον χωρισμό των γονέων του, αναγκάστηκε να πάει στην Αθήνα για να ζήσει με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο, εκτός από μία τάξη του δημοτικού (τη δευτέρα, στην οποία γράφτηκε απευθείας ως κατ’ οίκον διδαχθείς) που την τελείωσε στη Βέροια.[4] Το 1945 υπέβαλε τα χαρτιά του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, αλλά τις ημέρες των εξετάσεων αρρώστησε από τυφοειδή πυρετό. Εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του, αφού φοίτησε μόνο για δύο χρόνια. Στρατεύτηκε και ενώ αρχικά υπηρέτησε απλός φαντάρος, αργότερα του απονεμήθηκε ο βαθμός του ανθυπολοχαγού.
Το 1951 προσελήφθη ως βοηθός του αμερικανού διευθυντή στα έργα για το φράγμα του Λούρου. Το φθινόπωρο του 1954 έφυγε για τη Βρετανία μέχρι το καλοκαίρι του 1955, οπότε επέστρεψε στην Αθήνα όπου ζούσε από τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Τον Μάρτιο του 1956 πήγε στη Γερμανία και στο Αμβούργο μπάρκαρε με δανέζικο πλοίο ως καμαρότος. Ξεμπάρκαρε στο Λιβόρνο και επέστρεψε στην Αθήνα. Εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία Το παιδί και το δελφίνι. Το φθινόπωρο ξεκίνησε για τη Βιέννη για να συνεχίσει το γράψιμο ενός μυθιστορήματος. Το 1957 ακολούθησε ως μάνατζερ τον πιανίστα Τώνη Παπαγεωργίου στην περιοδεία του στην ανατολική Αφρική. Από το Ναϊρόμπι έφυγε για την Αυστραλία όπου εργάστηκε σε πολυκατάστημα και στη συνέχεια ως σιδηροδρομικός υπάλληλος επί διετία. Στη συνέχεια προσελήφθη στην υπηρεσία δημοσίων σχέσεων της Κρατικής Τράπεζας της Αυστραλίας.
Την άνοιξη του 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα και επιχείρησε να κάνει τον γύρο της Ευρώπης με μια βέσπα, με την οποία έφθασε ως το Εδιμβούργο. Στη διάρκεια αυτής της περιοδείας έγραψε μερικά κεφάλαια από Το τρίτο στεφάνι. Ξαναβρέθηκε για λίγο χρονικό διάστημα στην Αυστραλία από όπου έστειλε στην Ελλάδα για τύπωμα τα χειρόγραφα του Τρίτου Στεφανιού που απορρίφθηκε ως ακατάλληλο. Τελικά το εξέδωσε τον Νοέμβριο του 1962 με δικά του έξοδα. Δύο μήνες μετά πήγε στις ΗΠΑ και έμεινε εκεί ως τον Δεκέμβριο του 1964. Επέστρεψε και συνεργάστηκε με το πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό Πάλι το διάστημα 1963-1965 και εργάστηκε για δύο καλοκαίρια ως ξεναγός και μεταφραστής.
Στη δικτατορία πρωτοστάτησε στη δήλωση των 18, μια κίνηση συγγραφέων ενάντια στη λογοκρισία και το αυταρχικό καθεστώς. Έλαβε μέρος στην έκδοση 18 κειμένων (1970). Επανειλημμένα τον καλούσαν στην Ασφάλεια. Στη Μεταπολίτευση αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, όντας ομοφυλόφιλος και ο ίδιος, ενώ την ίδια περίοδο εκδιδόταν και ο ίδιος. Τη δραστηριότητά του υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων διηγείται σε επιστολή του στο βιβλίο «Από τη χαμηλή σκοπιά».

 

1958 – Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Η Ούρσουλα Γκέρτρουντ Άλμπρεχτ γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου του 1958 στο Ιξέλ των Βρυξελλών στο οποίο έζησε μέχρι το 13ο έτος της ηλικίας της. O πατέρας της, Ερνστ Άλμπρεχτ, εργαζόταν στο Ιξέλ ως διευθυντής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από την ίδρυσή της.
Το 1971 η οικογένεια της εγκαταστάθηκε στην Κάτω Σαξονία της οποίας πρωθυπουργός διετέλεσε ο πατέρας της από το 1976 έως το 1990. Η Ούρσουλα είναι εξαδέρφη πρώτου βαθμού του μαέστρου Μαρκ Άλμπρεχτ.
Το 1986 παντρεύτηκε τον ιατρό Χάικο φον ντερ Λάιεν, μέλος της ιστορικής οικογένειας φον ντερ Λάιεν, με τον οποίο γνωρίστηκαν σε χορωδία στο Γκέτινγκεν. Έκτοτε φέρει το επίθετό του. Έχουν 7 παιδιά, γεννημένα μεταξύ του 1987 και 1999.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει ως μητρικές γλώσσες της τα γερμανικά και τα γαλλικά. Μιλά πολύ καλά αγγλικά, έχοντας ζήσει 5 χρόνια μικτά στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι προχωρημένη ιππέας και έχει συμμετάσχει σε αγώνες ιππασίας. Διατηρεί ως κύρια κατοικία της μία φάρμα κοντά στο Ανόβερο, όπου μένει με την οικογένειά της και όπου εκτρέφουν άλογα.
Μετά την ανάληψή της Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μετακόμισε στις Βρυξέλλες και συγκεκριμένα σε δωμάτιο δίπλα στο γραφείο της, εντός του κτιρίου Μπερλαμόν, το κεντρικό κτίριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Όταν ζούσαν στις Βρυξέλλες, η μικρή τους αδερφή Benita-Eva πέθανε σε ηλικία έντεκα ετών από Καρκίνος. Αργότερα θυμήθηκε «την τεράστια αδυναμία των γονιών μου» ενόψει του καρκίνου, τον οποίο ανέφερε το 2019 ως ένα από τα κίνητρά της ότι η Επιτροπή της ΕΕ πρέπει «να αναλάβει ηγετικό ρόλο στη μάχη κατά του καρκίνου».

 

1970 – Ματ Ντέιμον (αγγλικά: Matthew Paige “Matt” Damon, 8 Οκτωβρίου 1970) είναι Αμερικανός ηθοποιός και σεναριογράφος.
Το 1998 κέρδισε μαζί με τον Μπεν Άφλεκ το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου και τη Χρυσή σφαίρα καλύτερου σεναρίου για την ταινία Ο Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ (Good Will Hunting) ενώ ήταν υποψήφιος και για το Όσκαρ και για τη Χρυσή Σφαίρα α’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του ως Γουίλ Χάντινγκ στην εν λόγω ταινία. Έχει προταθεί επίσης για το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία Ανίκητος (Invictus) καθώς και για τη Χρυσή Σφαίρα για το ρόλο του στην ταινία Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ (The Talented Mr. Ripley).
Άλλες ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε είναι: Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν (Saving Private Ryan), Η Συμμορία των Έντεκα (Ocean’s Eleven), Η Συμμορία των Δώδεκα (Ocean’s Twelve) και Η Συμμορία των Δεκατριών (Ocean’s Thirteen), Χωρίς Ταυτότητα (The Bourne Identity), Στη Σκιά των Κατασκόπων (The Bourne Supremacy), Το Τελεσίγραφο του Μπορν (The Bourne Ultimatum), Σιριάνα (Syriana), Ο Καθοδηγητής (The Good Shepherd), Ο Πληροφοριοδότης (The Departed), Contagion και Μνημείων Άνδρες (The Monuments Men).

 

Θάνατοι

 

1580 – Ιερόνιμους Βολφ (Hieronymus Wolf, 13 Αυγούστου 1516 – 8 Οκτωβρίου 1580) ήταν Γερμανός Ουμανιστής και φιλόλογος και θεωρείται ιδρυτής της Βυζαντινολογίας.  gεννήθηκε το 1516 στο Έττινγκεν της Βαυαρίας. Ήταν απόγονος οικογένειας ευγενών που είχαν πτωχεύσει. Από παιδί έδειχνε ότι είχε μεγάλη ευφυΐα. Έχασε όμως την μητέρα του νωρίς, η οποία έπασχε μάλλον από κάποια κληρονομική αρρώστια και γι’αυτό ήταν πολλά χρόνια μέσα σε τρελοκομείο, όπου και πέθανε. Ο νεαρός Βολφ πήγε σχολείο στο Νέρντλινγκεν και σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων χρονών (1530) πήρε την θέση του γραμματέα κι αντιγραφέα χειρογράφων στο οχυρό του Χάρμπουργκ, όπου έμεινε πέντε χρόνια κι έμαθε λατινικά διαβάζοντας Βιργίλιο. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία, την ιστορία, και τον ουμανισμό. Τον κορόιδευαν όμως οι άλλοι γραφείς κι απομονώθηκε, περνώντες ατέλειωτες ώρες μελέτης. Μια μέρα πήγε στην αγορά τη πόλης για να ψωνίσει καπέλο και μαχαίρια, αλλά τελικά αγόρασε ένα λεξικό αρχαίων ελληνικών και λατινικών. Μέσα σε δυο χρόνια έμαθε τόσο καλά ελληνικά που μπορούσε να συζητά για πολλά θέματα όπως στη μητρική του.
Ο Βολφ είχε αρχίσει από παιδί να μεταφράζει τα έργα αρχαίων Ελλήνων στα λατινικά. Συνόδευε τις μεταφράσεις του με πλήθος υποσημειώσεων, επεξηγήσεων και σχολίων, ανάμεσα στα οποία ανέφερε κι οτι απειλείται η ζωή του από συναδέλφους του κι όλοι θέλουν το κακό του. Το 1548 και 1549 ο Οπωρινός δημοσίευσε σπουδαία έργα του Ισοκράτη και του Δημοσθένη σε μετάφραση του Βολφ, που λογω της δυσκολίας των ελληνικών τους δεν είχαν μεταφράσει πριν ούτε ο Έρασμος ούτε ο Γκιγιόμ Μπυντέ[4]. Ακολούθησαν πολλά έργα Ρωμαίων, και περισσότερα έργα λογίων του Βυζαντίου όπως του Νικήτα Χωνιάτη, του Ιωάννη Ζωναρά και του Νικηφόρου Γρηγορά, πολλά από τα οποία διασώθηκαν χάρη στην εργασία του.
Μέχρι την εποχή του, δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ αρχαίων και μεσαιωνικών ελληνικών έργων, και μάλιστα τα δεύτερα συνεχώς επισκιάζονταν από το γενικότερο ενδιαφέρον για τoυς κλασικούς συγγραφείς. Αντίθετα, το ενδιαφέρον θα δημιουργηθεί από μια διαφορετική κατεύθυνση, εκείνη της ανακάλυψης και της αιτιολόγησης της ιστορίας που οδήγησε στην κατάκτηση του συνόλου σχεδόν της ανατολικής Ευρώπης από τους Οθωμανούς, τους οποίους ο Βολφ αισθάνθηκε απειλητικά σαν έφηβος κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Βιέννης το 1529. Επικεντρώθηκε κυρίως στην ελληνική ιστορία και δημοσίευσε το έργο του το 1557 με τίτλο Corpus Historiae Byzantinae, το οποίο αποτελούσε περισσότερο μια συλλογή από βυζαντινές πηγές, παρά ένα πλήρες ιστορικό. Παρ ‘όλα αυτά, ο αντίκτυπος του έργου του μακροπρόθεσμα υπήρξε τεράστιος διότι έθεσε τις βάσεις για τις επερχόμενες μελέτες της μεσαιωνικής ελληνικής ιστορίας και χρησιμοποιήσε τον όρο “βυζαντινή” Ιστορία και “Βυζάντιο” για πρώτη φορά.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ ‘της Γαλλίας ζήτησε τη συνάθροιση όλων των έργων της εποχής και κάλεσε πολλούς γνωστούς επιστήμονες από όλο τον κόσμο για να συμμετάσχουν στην προσπάθεια αυτή φέρνοντας σχετικά βιβλία. Το έργο του Βολφ έφτασε κει και υπήρξε καθοριστικό. Το αποτέλεσμα υπήρξε το τεράστιο Corpus Historiae Byzantinae 34 τόμων με παράλληλο ελληνικό κείμενο και λατινική μετάφραση. Αυτή η έκδοση παγίωσε και καθιέρωσε τον όρο “βυζαντινή” για τις σχετικές ιστορικές μελέτες.

 

 1987 – Κωνσταντίνος Τσάτσος (1 Ιουλίου 1899 – 8 Οκτωβρίου 1987) ήταν Έλληνας νομικός, φιλόσοφος και πολιτικός, που διετέλεσε πρόεδρος της Δημοκρατίας (1975-1980). Ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία εκλεγόμενος τακτικός καθηγητής της φιλοσοφίας του δικαίου στη νομική σχολή Αθηνών και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1961), της οποίας χρημάτισε και πρόεδρος. Ασχολήθηκε με την πολιτική για πρώτη φορά το 1945 αναλαμβάνοντας υπουργός εσωτερικών στην κυβέρνηση Πέτρου Βούλγαρη και από τότε εξελίχθηκε σε έναν από τους βασικούς πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής της Ελλάδας. Διετέλεσε υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις και αναδείχθηκε σε έναν από τους βασικούς συνεργάτες του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Με την υποστήριξη του τελευταίου κατάφερε το 1975 να εκλεγεί πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1980, οπότε και παραιτήθηκε.
Το φιλοσοφικό, λογοτεχνικό και νομικό του έργο θεωρείται σημαντικό. Επηρέασε σημαντικά το Σύνταγμα του 1975 όντας ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής συντάξεως του συντάγματος, ενώ θεωρείται και ένας από τους βασικούς υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ιδέας[4], ενώ υπήρξε και θαυμαστής της αμερικανικής δημοκρατίας[5]. Για τη σημαντική προσφορά του στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού οράματος του απονεμήθηκε το 1980 το μέγα ευρωπαϊκό Βραβείο Κουντενχόβε – Καλλέργη. Επίσης, ήταν μέλος πολλών ξένων ακαδημιών μεταξύ των οποίων της Ρωσίας, της Λετονίας κ.α. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, καταβεβλημένος από τον καρκίνο, πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1987, σε ηλικία 88 ετών.

 

1992 – Βίλι Μπραντ (Willy Brandt, 18 Δεκεμβρίου 1913 – 8 Οκτωβρίου 1992) ήταν Γερμανός πολιτικός, ο οποίος ήταν ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) από το 1964 έως το 1987 και υπηρέτησε ως καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία) από το 1969 έως το 1974. Ο Βίλλυ Μπραντ γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1913 στη Λυβέκη. Η μητέρα του ήταν μια πωλήτρια καταστήματος και αγνώστου πατρός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χέρμπερτ Καρλ Φραμ. Το Μπραντ είναι ψευδώνυμο. Σε μικρή ηλικία εργάζεται ως μαθητευόμενος σε ένα ράφτη. Ο παππούς εργάτης σε αγροκτήματα ανήκει στους σοσιαλιστές και τον επηρεάζει. Έτσι σε νεαρή ηλικία εντάσσεται στα Κόκκινα Γεράκια τη νεολαία των σοσιαλιστών. Λαμβάνει υποτροφία για να φοιτήσει στο Λύκειο Γιόχαν Χάιμ. Εντάσσεται στη Σοσιαλιστική Νεολαία ενώ προσεγγίζει και το Κομμουνιστικό Κόμμα,χωρίς να γίνει μέλος του. Συνδέεται με τον σοσιαλιστή βουλευτή Γιούλιους Λέμπερ τόσο στενά που ο Μπραντ τον θεωρούσε ως “δεύτερο πατέρα του”.
Το 1933 εγκατέλειψε τη Γερμανία, γιατί ήταν ενάντιος στους Ναζί: οργάνωσε διαδήλωση διαμαρτυρίας για τη σύλληψη του Λέμπερ από τους Ναζί. Φεύγει κρυφά με αλιευτικό για τη Νορβηγία. Συνεργάστηκε με τη νορβηγική αντίσταση. Παράλληλα σπουδάζει Δίκαιο και Οικονομία στο Πανεπιστήμιο του Όσλο. Με το ψευδώνυμο Βίλλυ Μπραντ έρχεται ως ανταποκριτής του σκανδιναβικού τύπου στο Βερολίνο για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες και να συνεργαστεί με τη γερμανική αντίσταση. Πηγαίνει στην Ισπανία και μελετά τον Φρανκισμό.
Συνεργάζεται στη δημιουργία αντιστασιακής οργάνωσης, της Μέτρο. Όταν συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο, έχει προλάβει να φορέσει νορβηγική στρατιωτική στολή και δεν κρατείται παρά μόνο 15 ημέρες και αφήνεται ελεύθερος. Καταφεύγει στη Σουηδία όπου ασχολείται με τη δημοσιογραφία.
Το 1945 επέστρεψε στη Γερμανία με νορβηγική υπηκοότητα και έλαβε και πάλι τη γερμανική υπηκοότητα. Εργάστηκε στη δημόσια διοίκηση του Βερολίνου και έγινε δήμαρχος το 1957. Συνέβαλε πολύ στη διαμόρφωση του προγράμματος των Σοσιαλδημοκρατών. Διατέλεσε υπουργός Εξωτερικών σε κυβέρνηση συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες.

 

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia

AgrinioStories