Συνέβη 29 Νοεμβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

29 Νοεμβρίου 2023

Είναι η 333η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 32 ημέρες για τη λήξη του.
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:20 – Δύση ήλιου: 17:06
– Διάρκεια ημέρας: 9 ώρες 47 λεπτά
🌖  Σελήνη 16.8 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Φαίδρα, Φαιδρίνα, Φιλούμενος, Φίλος, Φιλουμένη, Φιλομίνα, Φιλομίλα, Φιλομίλη, Φίλη.

 

Γεγονότα

 

1812 – Τελειώνει στη Ρωσία η Μάχη της Μπερεζίνα, που ξεκίνησε στις 26 του μήνα, με πανωλεθρία των γάλλων εισβολέων του Ναπολέοντα. Την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα ο Ναπολέων ζούσε την εποχή των μεγάλων θριάμβων. Η Γαλλική Αυτοκρατορία είχε επιβάλλει την κυριαρχία της στην Ευρώπη, είτε μέσω κατακτήσεων, είτε μέσω συμμαχιών και ίδιος είχε αποκτήσει τον πολυπόθητο διάδοχο. Όμως, ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ έδειχνε όλο και λιγότερο διατεθειμένος να συμπεριφέρεται ως πιστός σύμμαχος στον Ναπολέοντα, χαλαρώνοντας τον ηπειρωτικό αποκλεισμό που είχε επιβληθεί στα εμπορεύματα της Μεγάλης Βρετανίας.
Έτσι, ο γάλλος μονάρχης συγκέντρωσε ένα τεράστιο στρατό για τα μέτρα της εποχής για να συνετίσει τον ανυπάκουο σύμμαχό του. Η Μεγάλη Στρατιά, όπως έμεινε στην ιστορία, αποτελείτο από 690.000 άνδρες, Γάλλους και συμμάχους ή υποτελείς (Γερμανούς, Ιταλούς, Ολλανδούς, Πολωνούς, Ελβετούς, Ισπανούς, Πορτογάλους). Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ εξασφάλισε τα νώτα του, συνάπτοντας συμμαχίες με τη Σουηδία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς και με τη Μεγάλη Βρετανία.
Η Μεγάλη Στρατιά, με επικεφαλής τον ίδιο τον Ναπολέοντα και στρατηγούς τους συγγενείς του Εζέν ντε Μποαρνέ και Ζερόμ Μποναπάρτ, διέβη τον ποταμό Νέμαν στην περιοχή της Βαλτικής στις 24 Ιουνίου 1812 και εισέβαλε στη Ρωσία. Οι Ρώσοι, έχοντας ένα στρατό που αριθμούσε 250.000 άνδρες, δεν τόλμησαν να αντιπαρατεθούν μαζί του και προτίμησαν να εφαρμόσουν την τακτική της καμμένης γης και του ανταρτοπόλεμου. Δύο φορές αναμετρήθηκαν με τον στρατό του Ναπολέοντα οι Ρώσοι, στο Σμόλενσκ (16 – 18 Αυγούστου) και στο Μποροντίνο (7 Σεπτεμβρίου) και τις δύο φορές ηττήθηκαν. Στο Μποροντίνο η μάχη ήταν άγρια, αιματηρή και αμφίρροπη και οι δυνάμεις του στρατηγού Κουτούζωφ, προτού υποχωρήσουν, προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στον στρατό του Ναπολέοντα.
Ο δρόμος για τη Μόσχα ήταν ορθάνοιχτος για τον Μέγα Στρατηλάτη, που εισήλθε στην πόλη μια εβδομάδα αργότερα. Βρήκε μια σχεδόν έρημη Μόσχα, καθώς η πλειονότητα των κατοίκων της την είχε εγκαταλείψει. Ο Ναπολέων εγκαταστάθηκε με δόξες και τιμές στο Κρεμλίνο, αλλά μάταια περίμενε τον τσάρο ή τις αρχές της πόλης να του υποβάλουν τα σέβη υποταγής τους, όπως συνηθιζόταν στον κατακτητή μιας πρωτεύουσας. Λίγες μέρες αργότερα, μια πυρκαϊά που ξέσπασε στη Μόσχα κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της, επιτείνοντας το οξύ πρόβλημα ανεφοδιασμού, που αντιμετώπιζε.
Η εισβολή στη Ρωσία είχε εξελιχθεί σε μία στρατιωτική επιχείρηση χωρίς αντικειμενικό στόχο. Μόνη διέξοδος για τον Ναπολέοντα ήταν η οπισθοχώρηση, η οποία εξελίχθηκε σε καταστροφή, λόγω της πρώιμης έλευσης του χειμώνα, αλλά και των συνεχών παρενοχλήσεων από το ιππικό των Κοζάκων και τους άνδρες του Κουτούζοφ. Η καταστροφή για τη Μεγάλη Στρατιά ολοκληρώθηκε κατά τη διέλευση του ποταμού Μπερέζινα (στην περιοχή της σημερινής Λευκορωσίας), όταν δέχθηκε επίθεση από δύο ρωσικές στρατιές (26 – 28 Νοεμβρίου 1812). Από τότε η λέξη Μπερέζινα είναι το συνώνυμο της καταστροφής για τους Γάλλους.
Εν τω μεταξύ, στις αρχές Δεκεμβρίου ο Ναπολέων έλαβε το μήνυμα ότι ο στρατηγός Κλοντ Ντε Μαλέ επεχείρησε πραξικόπημα και αναχώρησε εσπευσμένως για το Παρίσι, αφήνοντας τη διοίκηση των υπολειμμάτων της Μεγάλης Στρατιάς στον θετό γιο του Εζέν ντε Μποαρνέ. Μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου 1812 και ο τελευταίος γάλλος στρατιώτης είχε αποχωρήσει από το ρωσικό έδαφος. Άλλωστε δεν ήταν και πολλοί. Μόλις 22.000 κατόρθωσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα. Οι απώλειες για τους Γάλλους και τους συμμάχους τους ανήλθαν σε 530.000 άνδρες, 200.000 άλογα και 1000 κανόνια. Για τους νικητές Ρώσους σε 500.000 περίπου ανθρώπους (210.00 στρατιώτες και 290.000 αμάχους).
Η είδηση της καταστροφής της Μεγάλης Στρατιάς εμψύχωσε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς στην αντίστασή τους κατά του Ναπολέοντα. Ένα κύμα εθνικισμού σάρωσε τη Γηραιά Ήπειρο. Στη Γερμανία ξέσπασαν αντιγαλλικές διαδηλώσεις και οι Πρωσικές δυνάμεις αποσκίρτησαν από τη Μεγάλη Στρατιά και στράφηκαν κατά των Γάλλων, όπως το ίδιο έπραξαν και οι Αυστριακοί. Ο Ναπολέων, αφού ξεκαθάρισε το εσωτερικό μέτωπο, συγκρότησε τον επόμενο χρόνο μια νέα πανίσχυρη στρατιά. Όμως, η αντίστροφη μέτρηση για την εξαφάνισή του από το προσκήνιο της ιστορίας είχε αρχίσει, αφού έπρεπε να αντιμετωπίσει εθνικούς κατά βάση και όχι μισθοφορικούς στρατούς.

 

1822 – Ο Στάικος Σταϊκόπουλος κυριεύει το φρούριο του Παλαμιδίου από τους Οθωμανούς Τούρκους. Ο Στάικος Σταϊκόπουλος γεννήθηκε το 1798 στη Ζάτουνα της Γορτυνίας και σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το εμπόριο δερμάτων στην Ύδρα. Τον Απρίλιο του 1821 συγκρότησε με δαπάνες του στρατιωτικό σώμα από Αργείτες και τέθηκε στη διάθεση των επαναστατικών δυνάμεων της Πελοποννήσου. Τον ίδιο μήνα συμμετείχε στην αποτυχημένη πολιορκία του Ναυπλίου και στη συνέχεια με τους άνδρες του κατέλαβε τον Αχλαδόκαμπο, για να αποκόψει τη γραμμή ανεφοδιασμού του Ναυπλίου από την Τριπολιτσά.
Από τον Αύγουστο του 1822 συμμετείχε στην εκ νέου πολιορκία του Ναυπλίου, με το βαθμό του χιλίαρχου και ανέλαβε επικεφαλής των επιχειρήσεων για την κατάληψη του φρουρίου του Παλαμηδίου. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 30ης Νοεμβρίου, με μία καταδρομική επιχείρηση, αυτός και οι άνδρες του κατόρθωσαν να το εκπορθήσουν, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την απελευθέρωση του Ναυπλίου την ίδια ημέρα. Για το κατόρθωμά του αυτό προήχθη σε στρατηγό, με το ακόλουθο ψήφισμα του Βουλευτικού:
Τον επόμενο χρόνο (1823), ο Στάικος Σταϊκόπουλος αγωνίστηκε με τους άνδρες του στην πολιορκία του Ακροκορίνθου, ενώ στις εμφύλιες διαμάχες που ακολούθησαν τασσόταν πάντα στο πλευρό των Κολοκοτρωναίων. Εξ αυτού του λόγου συνελήφθη από τους κυβερνητικούς μετά από σύντομη μάχη στον Άγιο Σώστη Αρκαδίας (13 Νοεμβρίου 1824) και φυλακίστηκε. Με την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο απελευθερώθηκε κι έλαβε μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις εναντίον των αιγυπτιακών στρατευμάτων, όπως στην αποτυχημένη πολιορκία της Τριπολιτσάς (27 Δεκεμβρίου 1825), στην αψιμαχία κοντά στο Γεράκι (Σεπτέμβριος 1825) και τη Μάχη του Μεχμέταγα (18 Ιουλίου 1826).
Μετά την απελευθέρωση υπήρξε από τους πρώτους αξιωματικούς του τακτικού στρατού, που οργάνωσε η Αντιβασιλεία. Κατείχε τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη της Φάλαγγας, όταν πέθανε στις 21 Φεβρουαρίου του 1835 στο Ναύπλιο, σε ηλικία 37 ετών.

 

1899 – Ο ελβετός επιχειρηματίας Χανς Γκάμπερ ιδρύει την ποδοσφαιρική ομάδα της Μπαρτσελόνα. Αθλητικό σωματείο με έδρα τη Βαρκελώνη της Καταλωνίας, περιοχής της Ισπανίας. Προφέρεται Μπαρθελόνα στα ισπανικά, Μπαρσελόνα στα καταλανικά (Μπάρσα, χαϊδευτικά). Η Μπαρτσελόνα ή Μπάρτσα, όπως τη γνωρίζουμε στην Ελλάδα, είναι πασίγνωστη για το ποδοσφαιρικό της τμήμα και δευτερευόντως για την ομάδα του μπάσκετ. Διατηρεί, επίσης, τμήματα στίβου, ράγκμπι, μπέιζμπολ, χόκεϊ σάλας, χόκεϊ επί πάγου και επί χόρτου, χάντμπολ, παγοδρομιών, ποδηλασίας, βόλεϊμπολ και ποδοσφαίρου σάλας (φούτσαλ).
Είναι ο δεύτερος πλουσιότερος σύλλογος του κόσμου, με έσοδα που αγγίζουν τα 420 εκατομμύρια ευρώ (2006). Στη φανέλα της δεν διαφημίζει εμπορική φίρμα, αλλά την Unicef, την οποία ενισχύει με 1,2 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Διαθέτει 156.366 εγγεγραμμένα μέλη, που εκλέγουν τον πρόεδρο του συλλόγου και 1.782 λέσχες φίλων της σε όλο τον κόσμο (2006).
Η Μπαρτσελόνα δεν είναι απλώς μια ποδοσφαιρική ομάδα, αλλά μια ιδέα, ένα σύμβολο. Σύμβολο υπερηφάνειας των Καταλανών και του πόθου τους για αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία από τη Μαδρίτη, σύμβολο κοινωνικών και αντιδικτατορικών αγώνων. Και φυσικά, η αιώνια αντίπαλός της Ρεάλ (Ελ Κλάσικο), που εκπροσωπεί την κεντρική εξουσία της Μαδρίτης και το Στέμμα, αλλά και της συμπολίτισσάς της Εσπανιόλ, που αντιπροσωπεύει τους βασιλόφρονες και τους κεντριστές της Καταλωνίας.
Η Μπαρτελόνα ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ελβετού επιχειρηματία Χανς Γκάμπερ. Στις 22 Οκτωβρίου 1899, ο Γκάμπερ δημοσίευσε μια αγγελία στις εφημερίδες της περιοχής, αναζητώντας ποδοσφαιριστές για τη δημιουργία ποδοσφαιρικής ομάδας. Στις 29 Νοεμβρίου 1899 οι ενδιαφερόμενοι συγκεντρώθηκαν στο Γυμνάσιο Σόλε και ίδρυσαν την ομάδα που πήρε το όνομα της πόλης. Στη συνάντηση εκείνη επελέγησαν και τα χρώματα της Μπαρτσελόνα, το μπλε και το γκρενά, που ήταν τα χρώματα της ελβετικής Βασιλείας (FC Basel), της ομάδας που υποστήριζε ο Γκάμπερ. Εξ ου και το προσωνύμιο μπλαουγκράνα, με το οποίο είναι γνωστή η Μπαρτσελόνα.
Γρήγορα, η νέα ομάδα, υπό την καθοδήγηση του Γκάμπερ, ξεπέρασε τα σύνορα της Καταλωνίας κι έγινε μία από τις μεγάλες δυνάμεις του ισπανικού ποδοσφαίρου. Το 1902 αγωνίστηκε στον πρώτο μεγάλο τελικό της ιστορίας της, στο Κύπελλο του Βασιλιά (Copa del Rey), όπως ονομάζεται ο θεσμός του Κυπέλλου στην Ισπανία, αλλά έχασε από τη Βισκάγια με 2-1. Στις 14 Μαρτίου 1909 η Μπαρτσελόνα απέκτησε το πρώτο της γήπεδο χωρητικότητας 6.000 θέσεων, αλλά μέχρι το τέλος του χρόνου οι ανάγκες της είχαν μεγαλώσει, καθώς τα μέλη της είχαν ξεπεράσει τα 10.000.
Έτσι, μετακόμισε στο Λες Κορτς, χωρητικότητας 20.000 θέσεων, που με την πάροδο του χρόνου έφθασε τις 60.000 και τη φιλοξένησε ως τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Την εποχή αυτή στην ομάδα αγωνίστηκε ο Παουλίνο Αλκάνταρα, που με 356 γκολ στο ενεργητικό του παραμένει ο πρώτος σκόρερ της Μπαρτσελόνα. Ως το 1925 που ο Γκάμπερ παρέμεινε στην προεδρία της ομάδα, η Μπαρτσελόνα κατέκτησε 5 Κύπελλα Ισπανίας και άλλα μικρότερα έπαθλα, καθώς το πρωτάθλημα, η γνωστή μας Σέριε, άρχισε το 1928. Στην ομάδα αγωνίστηκαν σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, όπως οι Σαχίρμπαμπα, Σαμιτιέρ, Ζαμόρα, Πλάτκο και Σεσούμαγκα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 η Μπαρτσελόνα οπισθοχωρεί και χάνει την αίγλη της για πολιτικούς λόγους. Στις 14 Ιουνίου 1925 οι οπαδοί της σε μια έκρηξη καταλανικού εθνικισμού γιουχάρουν τον ισπανικό εθνικό ύμνο και ο δικτάτορας Πρίμο Ντε Ριβέρα επιβάλλει εξάμηνη διακοπή των λειτουργιών της και την αποβολή του Γκάμπερ από την προεδρία της. Η ομάδα αντιμετωπίζει μεγάλα οικονομικά προβλήματα και από τη μείωση των μελών της.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1936 – 1939), η Μπαρτσελόνα, όπως και όλη η Καταλωνία, τάσσεται με το πλευρό των Δημοκρατικών. Ο πρόεδρός της Ζόζεπ Σουνιόλ εκτελείται από τους εθνικιστές του στρατηγού Φράνκο. Η ομάδα περιοδεύει στις ΗΠΑ και το Μεξικό, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για τον αγώνα. Συχνά, τα γραφεία των συνδέσμων της γίνονται στόχος βομβιστικών επιθέσεων από τους Φαλαγγίτες του Φράνκο.
Με την επικράτηση του Φράνκο το 1939 αρχίζουν τα μαύρα χρόνια για την Μπαρτσελόνα, καθώς ο δικτάτορας πριμοδοτούσε σκανδαλωδώς την αγαπημένη του Ρεάλ Μαδρίτης, που αποτελούσε το σύμβολο της ενωμένης Ισπανίας, σε αντίθεση με την Μπαρτσελόνα, που αντιπροσώπευε τις αποσχιστικές τάσεις της Καταλωνίας. Η Μπαρτσελόνα τότε εξαναγκάστηκε να αφαιρέσει την καταλανική σημαία από το σήμα της και να ισπανοποιήσει το όνομά της. Όμως, το γήπεδό της παρέμεινε ένα από τα λίγα μέρη, που μπορούσε ο κόσμος να μιλήσει ελεύθερα τα καταλανικά.
Χαρακτηριστικό είναι και το επεισόδιο του 1943. Στον πρώτο ημιτελικό του Κυπέλλου Ισπανίας η Μπαρτσελόνα νίκησε 3-0 τη Ρεάλ. Στον επαναληπτικό της Μαδρίτης οι παίκτες της δέχθηκαν στα αποδυτήρια την επίσκεψη ενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου του Φράνκο, ο οποίος τους υπενθύμισε ότι «παίζουν ποδόσφαιρο χάρις στη μεγαλοψυχία του καθεστώτος». Οι ποδοσφαιριστές της Μπάρτσα πανικοβλήθηκαν και έχασαν με κατεβασμένα τα χέρια 11-1.
Παρά τη δύσκολη πολιτική κατάσταση, η ομάδα σήκωσε κεφάλι και πέτυχε αξιόλογες διακρίσεις τη δεκαετία του ’40 και του ’50. Τη φανέλα της φόρεσαν σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, όπως οι Σέζαρ, Ράμαλετς, Βελάσκο, Τσίμπορ, Κότσιτς και Κουμπάλα, που από πολλούς θεωρείται ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής που φόρεσε την κυανέρυθρη φανέλα. Το 1954 η ομάδα μετακόμισε στο αχανές Καμπ Νου και το 1958 είχε και την πρώτη της ευρωπαϊκή διάκριση με την κατάκτηση του Κυπέλλου Εκθέσεων (νυν Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ).
Το 1978 ήταν μια σημαδιακή χρονιά για την Μπαρτσελόνα. Στην προεδρία του συλλόγου εξελέγη ο 56χρονος εργολάβος οικοδομών Ζοζέπ Νούνιεζ, που υποσχέθηκε να κάνει την Μπάρτσα παγκόσμια δύναμη και οικονομικά αυτάρκη. Το 2000, όταν παρέδωσε την προεδρία στον Ζοάν Γκασπάρτ, είχε επιτύχει και τους δύο στόχους του. Η Μπαρτσελόνα με 7 πρωταθλήματα, 7 Κύπελλα, 5 σούπερ κύπελλα Ισπανίας, 1 Τσάμπιονς Λιγκ, 3 Κύπελλα Κυπελλούχων και 2 Ευρωπαϊκά Σουπερ – Καπ ήταν η ομάδα που ονειρεύονταν οι οπαδοί της.
Τη φανέλα της την περίοδο Νούνιεζ φόρεσαν σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, όπως οι Σούστερ, Θουμπιθαρέτα, Γκουαρντιόλα, Μπακέρο, Λίνεκερ, Μπεγκιριστάιν, Γκοϊγκοετσέα, Χάτζι, Κούμαν, Λάουντρουπ, Ρομάριο, Στόιτσκοφ, Μαραντόνα, Φίγκο, Κλάιφερτ, Τζιοβάνι (Ολυμπιακός, Εθνικός) και Ριβάλντο (Ολυμπιακός, ΑΕΚ). Πιο επιτυχημένος προπονητής ήταν ο παλιός της παίχτης Γιόχαν Κρόιφ με 11 τίτλους.
Μετά την παρένθεση Γκασπάρτ (2000 – 2003), η Μπαρτσελόνα ξαναβρέθηκε στο δρόμο των επιτυχιών, με πρόεδρο τον Ζοάν Λαπόρτα, προπονητή τον Φρανκ Ράικαρντ και παίκτες, όπως οι Ροναλντίνιο, Ανρί, Μέσι, Ντέκο, Ετό, Ζιουλί, Πουγιόλ Ινιέστα και Τσάβι.
Το 2008 ξεκίνησε η τετραετία των μεγάλων επιτυχιών και του «εξωπραγματικού» ποδοσφαίρου («ποδόσφαιρο playstation» ονομάστηκε) για την Μπαρτσελόνα, με προπονητή τον παλιό της παίχτη Πεπ Γκουαρντιόλα και μεγάλο αστέρι τον αργεντίνο Λιονέλ Μέσι. Έως τις 27 Απριλίου 2012, οπότε ολοκληρώθηκε η εποχή Γκουαρντιόλα στους «μπλαουγκράνα», η Μπαρτσελόνα κατέκτησε 14 από τους 19 τίτλους που διεκδίκησε.

 

1912 – Αρχίζουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις για την κατάληψη των Ιωαννίνων, κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει τις οχυρωμένες θέσεις Μεγάλο και Μικρό Μπισδούνι και Πεστά. Η κατάληψη των Ιωαννίνων φάνταζε δύσκολή υπόθεση, καθότι ο ελληνικός στρατός έπρεπε να εκπορθήσει τα οχυρά του Μπιζανίου. Ο ορεινός όγκος του Μπιζανίου, που δεσπόζει νότια των Ιωαννίνων, αποτελούσε εξαιρετικά ισχυρή αμυντική τοποθεσία, που επιπλέον είχε ενισχυθεί πρόσφατα με πέντε μόνιμα πυροβολεία, κατασκευασμένα υπό την επίβλεψη γερμανών ειδικών. Η κυβέρνηση Βενιζέλου επιζητούσε τη γρήγορη απελευθέρωση της Ηπείρου, πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, που βρισκόταν σε εξέλιξη. Έτσι, ο στρατός της Ηπείρου ενισχύθηκε με μία ακόμη μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και υπό την ηγεσία του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη ανέλαβε την πρώτη σημαντική επιθετική ενέργεια κατά των οχυρών του Μπιζανίου στις 29 Νοεμβρίου 1912, η οποία απέτυχε προς μεγάλη ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης.

 

1964 – Στο αίμα πνίγεται ο επίσημος εορτασμός στον Γοργοπόταμο για την ανατίναξη της ομώνυμης γέφυρας από αντιστασιακούς το 1942. Έκρηξη στο χώρο της εκδήλωσης προκαλεί τον θάνατο 13 ανθρώπων και τον τραυματισμό 45. Στις 29 Νοεμβρίου 1964 χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκε στον Γοργοπόταμο για να τιμήσουν την 22η επέτειο από την ανατίναξη της ομώνυμης γέφυρας, που αποτέλεσε μία από τις κορυφαίες αντιστασιακές πράξεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν η πρώτη φορά που εορτασμός διοργανώθηκε από το επίσημο ελληνικό κράτος. Στην κυβέρνηση βρισκόταν η Ένωση Κέντρου με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Το πολιτικό κλίμα ήταν βαρύ από την παραίτηση του αναπληρωτή Υπουργού Συντονισμού Ανδρέα Παπανδρέου, λίγες μέρες νωρίτερα. Η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Ελευθερία», προσκείμενη στον Υπουργό Οικονομικών Κώστα Μητσοτάκη, τον είχε κατηγορήσει για χαριστικές αναθέσεις μελετών και έργων σε φιλικά του πρόσωπα («Σκάνδαλο Σκιαδαρέση») και ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε υποβάλλει την παραίτησή του για «να υπερασπισθεί την αθωότητα και την πολιτική του εντιμότητα».
Η τελετή στον Γοργοπόταμο κυλούσε ομαλά, μέχρι του σημείου που πολλοί από τους παρευρισκόμενους άρχισαν να διαμαρτύρονται, επειδή δεν επετράπη στις αντιστασιακές οργανώσεις να καταθέσουν στεφάνια. Στη συνέχεια, το πλήθος, που προερχόταν κυρίως από την Αριστερά, αποδοκίμασε την κυβερνητική αντιπροσωπεία υπό τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Μιχάλη Παπακωνσταντίνου. Ακολούθησε πανδαιμόνιο, διακοπή της τελετής και αποχώρηση των επισήμων.
Ήταν 1:22 μετά το μεσημέρι, όταν ακούστηκε μια ισχυρότατη έκρηξη στο χώρο του συγκεντρωμένου πλήθους, που σκόρπισε το θάνατο και τον πανικό. Κάποιος είχε πατήσει μια νάρκη κατά προσωπικού, με αποτέλεσμα 13 άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους (Γεώργιος Γιαννακούλης, Νικόλαος Δασόπουλος, Κωνσταντίνος Κανιούρας, Χρήστος Κεστίνης, Κωνσταντίνος Λεμπέσης, Κική Λιακοπούλου, Κωνσταντίνα Μπότη, Δημήτριος Μυλωνάς, Ηρωδιών Παπαζαχαρίου, Απόστολος Πολύμερος, Ασημούλα Ραχιώτη, Κωνσταντίνος Τσαρουχάς, Δήμος Τσιντικίδης) και πάνω από 45 να τραυματισθούν.
Στην αρχή δημιουργήθηκε σύγχυση και κάποιοι από το πλήθος νόμισαν ότι ακούστηκαν πυροβολισμοί. Στράφηκαν με άγριες διαθέσεις κατά των ανδρών της Χωροφυλακής, νομίζοντας ότι αυτοί πυροβόλησαν. Τελικά, επικράτησε σύνεση και αποφεύχθηκαν τα χειρότερα.
Το τραγικό γεγονός αποδόθηκε αμέσως από την Αριστερά σε σαμποτάζ ακροδεξιών κύκλων ή επιχείρηση οργανωμένη από τις αμερικανικές υπηρεσίες. Τις επόμενες μέρες επικράτησε μεγάλη ένταση. Το επίσημο πόρισμα από τις έρευνες που ακολούθησαν υιοθέτησε την εκδοχή του ατυχήματος από παλιά νάρκη που είχε τοποθετηθεί εκεί το 1947 και δεν είχε περισυλεγεί κατά την εκκαθάριση της περιοχής δέκα χρόνια αργότερα. Το πόρισμα αμφισβητήθηκε από την Αριστερά, η οποία, όμως, προτίμησε να χαμηλώσει τους τόνους για να μην οξύνει περαιτέρω την κατάσταση.
Από τα επεισόδια κατά των αστυνομικών που ακολούθησαν την έκρηξη συνελήφθησαν 18 άτομα, ανάμεσά τους ο στρατηγός Αυγερόπουλος του ΕΛΑΣ και ο στρατηγός Κοσίντας του ΕΔΕΣ. Αρκετοί από τους κατηγορουμένους προφυλακίστηκαν μέχρι την έναρξη της δίκης, που άρχισε στη Λαμία στις 26 Μαΐου 1965. Το δικαστήριο εξέδωσε την ετυμηγορία τους στις 17 Ιουνίου και καταδίκασε τους 12 σε ποινές φυλακίσεως έως τρία χρόνια και αθώωσε τους έξι. Οι καταδικασθέντες άσκησαν έφεση και αφέθηκαν ελεύθεροι.

1967 – Πιπινέλης και Τσαγλαγιαγκίλ συμφωνούν στην απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο, μετά τα γεγονότα στη Κοφίνου. Την ίδια ώρα, πολεμικά αεροπλάνα της Τουρκίας υπερίπτανται πάνω από τη Λευκωσία και το Προεδρικό Μέγαρο, όπου συσκέπτονται ο Σάιρους Βανς με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Όταν ο Μακάριος ενημερώθηκε από τον αμερικανό πρέσβη στην Κύπρο πως η Αθήνα είχε υπογράψει μια συμφωνία η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε και την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας ο εμβληματικός πρόεδρος της μεγαλονήσου αρνήθηκε να το κάνει. Προφανής στόχος ήταν να εκθέσει την χούντα που θα αναγκαζόταν να το κάνει η ίδια. Την τελευταία στιγμή και μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις με τον Βανς ο Μακάριος κατάφερε να αποσοβήσει και τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Αυτό που δεν κατάφερε να αποτρέψει ήταν η εθνική τραγωδία που θα ερχόταν μερικά χρόνια αργότερα με την εισβολή του «Αττίλα» σε ένα, ουσιαστικά, δίχως άμυνα νησί.
Στο άκουσμα της είδησης για την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας ο Γεώργιος Παπανδρέου με προφανή σαρκαστική διάθεση τόνισε: «Η Φαυλοκρατία έστειλε τον Στρατόν του Εθνους εις την Κύπρον και η Στρατοκρατία τον φέρνει πίσω».
Το «Der Spiegel», έγραφε στις 4/12/1967: «Η υποχωρητικότητα των Ελλήνων αύξησε την όρεξη των Τούρκων. Σε κάθε επίσκεψη του κ. Βανς, παρουσιάζονταν αυξημένες οι επιθυμίες του Τούρκου πρωθυπουργού». Η Figaro έγραψε πως «Είναι απίστευτη η ταχύτητα με την οποία η Ελλάδα έσπευσε να αποδεχθεί τους τουρκικούς όρους».
Ο Τούρκος πρωθυπουργός Σ. Ντεμιρέλ είπε αργότερα σε Έλληνα συνομιλητή του πως «Περίμενα ότι θα υποχωρήσουν οι Έλληνες αλλά όχι ότι θα ξεβρακωθούν»…
Σε ότι αφορά τον… υπερπατριώτη Γεώργιο Παπαδόπουλο, όταν κλήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις της βουλής για εκείνη τη συμφωνία αφού πρώτα αμφισβήτησε τη δυνατότητα της μεραρχίας να αμυνθεί αποτελεσματικά, είπε πως την υπέγραψε επειδή ήθελα να αποτρέψει έναν ελληνοτουρικό πόλεμο και επειδή «παρενέβη ο Βανς και όλοι οι άλλοι εσταμάτησαν. Εκπρόσωπος του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών… Τι να κάνουμε;»

 

Γεννήσεις

 

1902 – Κάρλο Λέβι (Carlo Levi, 1902-1975) ήταν Ιταλός γιατρός, ζωγράφος και συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής.

Το 1924 πήρε το πτυχίο της ιατρικής και την ίδια χρονιά παρουσίασε ζωγραφικά του έργα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Συμμετείχε σε αντιφασιστικές οργανώσεις και φυλακίστηκε επανειλημμένα.

Το 1935-36 εκτοπίστηκε στο Αλιάνο της Λουκανίας (σήμερα Μπαζιλικάτα), σε μια από τις φτωχότερες περιοχές της νότιας Ιταλίας.

Το 1943-44 έγραψε το σημαντικότερο έργο του, το Cristo si è fermato a Eboli (Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι). Πρόκειται για τις αναμνήσεις από την εκτόπισή του, για τη ζωή του δίπλα στους εξαθλιωμένους χωρικούς. Όπως έλεγαν οι ίδιοι, αυτοί δεν ήταν Χριστιανοί, δεν ήταν άνθρωποι, ο Χριστός δεν έφτασε ως αυτούς: σταμάτησε στο μακρινό Έμπολι.

 

1915 – Γιουτζίν Πόλεϊ. Αμερικανός μηχανικός, εφευρέτης του ασύρματου τηλεχειριστηρίου της τηλεόρασης. Ο Γιουτζίν Πόλεϊ (Eugene Polley) γεννήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1915 στο Σικάγο. Μεγάλωσε με τη μητέρα του, καθώς ο πατέρας του, που ήταν λαθρέμπορος ποτών, τους εγκατέλειψε, όταν ήταν 10 χρονών. Σπούδασε στο Κολέγιο του Σικάγου και στη συνέχεια στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Άρμουρ, το οποίο εγκατέλειψε στο δεύτερο έτος, ελλείψει χρημάτων.
Το 1935 προσελήφθη ως υπάλληλος αποθήκης στην εταιρεία Zenith Electronics (σήμερα θυγατρική της νοτιοκορεατικής LG), που κατασκεύαζε ραδιοτηλεοπτικούς δέκτες και τα σχετικά ανταλλακτικά. Στη συνέχεια μετατάχθηκε στο τμήμα ανταλλακτικών της ίδιας εταιρείας, όπου δημιούργησε τον πρώτο κατάλογο των προϊόντων της κι άρχισε να δείχνει τις ικανότητές του ως μηχανικός.
Το 1940 η εταιρεία του τον δάνεισε στο Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ, όπου εργάστηκε στη βελτίωση του ραντάρ. Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επανήλθε στη Zenith, όπου εργάστηκε ως μηχανικός και ανέλαβε διάφορες διευθυντικές θέσεις.
Το 1955 ο Πόλεϊ κατασκεύασε το πρώτο ασύρματο τηλεχειριστήριο τηλεόρασης, με την ονομασία Flash-Matic. Η συσκευή θύμιζε πιστολάκι για μαλλιά, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα ακτινοπίστολο. Χρησιμοποιούσε μια δέσμη φωτός, η οποία ενεργοποιούσε ένα φωτοκύτταρο πάνω στον δέκτη της τηλεόρασης, το οποίο άλλαζε τα κανάλια. Η νέα συσκευή είχε μεγάλη επιτυχία, αλλά στην εποχή της θεωρήθηκε είδος πολυτελείας, επειδή ήταν ιδιαίτερα ακριβή. Ο Πόλεϊ για την ανακάλυψή του έλαβε το ποσό των 1.000 δολαρίων, όσο περίπου κόστιζε ένα τηλεχειριστήριο.
Όμως, η εφεύρεση του Πόλεϊ επισκιάστηκε ένα χρόνο αργότερα, όταν ο συνάδελφός του στην ίδια εταιρεία Ρόμπερτ Άντλερ (1913-2007) παρουσίασε ένα τηλεχειριστήριο με την ονομασία Space Command, το οποίο λειτουργούσε με υπερήχους και γρήγορα αποδείχθηκε πιο πρακτικό και λειτουργικό, ενώ έφερε εκατομμύρια δολάρια στα ταμεία της Zenith. Έτσι, ο Άντλερ απέκτησε τον τίτλο του πατέρα του τηλεκοντρόλ, προς μεγάλη απογοήτευση του Πόλεϊ. Άλλωστε, ο Άντλερ, που είχε γεννηθεί στην Αυστρία, διέθετε διδακτορικό στη μηχανική από το Πολυτεχνείο της Βιέννης, σε αντίθεση με τον Πόλεϊ, που δεν είχε ολοκληρώσει της σπουδές του.
Το 1982 ο Γιουτζίν Πόλεϊ συνταξιοδοτήθηκε, μετά από 47 χρόνια παραμονής στη Zenith (σπάνιο για εργαζόμενο στις ΗΠΑ), έχοντας στην κατοχή του 18 διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Ο Πόλεϊ συνεισέφερε στην εξέλιξη ενός τύπου ραδιοφώνου αυτοκινήτου (push-button car radio) και του βιντεοδίσκου (video disk), προδρόμου του σημερινού DVD.
Το 1997 έλαβε το τηλεοπτικό βραβείο Emmy μαζί με τον Ρόμπερτ Άντλερ για την ανακάλυψη του τηλεκοντρόλ και τη συμβολή του στην εξέλιξη της τηλεόρασης. Η Zenith, στην οποίαν απευθύνθηκαν οι διοργανωτές των βραβείων Emmy για το ποιος είναι ο εφευρέτης του τηλεκοντρόλ, δεν θέλησε να πάρει θέση και έλαβε τη σολομώντεια απόφαση να θεωρήσει και τους δύο πρώην υπαλλήλους της ως δημιουργούς του τηλεκοντρόλ. Πάντως, οι τεχνολογικές εξελίξεις δικαίωσαν τον Πόλεϊ, καθώς από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 η λειτουργία του τηλεχειριστηρίου βασίζεται στην εκπομπή υπέρυθρων ακτίνων προς τον δέκτη, μια τεχνική παρόμοια με αυτή του Πόλεϊ, που κατέκτησε επάξια τον τίτλο του εφευρέτη του τηλεχειριστηρίου.
Ο Γιουτζίν Πόλεϊ πέθανε στις 20 Μαΐου 2012 στο προάστιο του Σικάγου Λομπάρντο, στο οποίο είχε διατελέσει για πολλά χρόνια δημοτικός σύμβουλος. Ήταν 96 ετών. Από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον βρίσκονται εν ζωή ο συνονόματος γιος του και ο εγγονός του Ααρών, ενώ η σύζυγός του Μπλανς και η κόρη του Τζόαν είχαν προαποβιώσει.
Η εφεύρεση του Πόλεϊ άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε τηλεόραση. Αρκεί πλέον το πάτημα ενός κουμπιού από τη βολή του καναπέ για να αλλάξουμε κανάλι ή κανάλια εν ριπή οφθαλμού. Εξού ο τύπος του «ανθρώπου του καναπέ» (couch potato) και ο όρος zapping, ο μεγάλος πονοκέφαλος των διαφημιστών. Άλλωστε, το παρατσούκλι του Πόλεϊ ήταν Zapper, ενώ αποκλήθηκε και «τσάρος του ζάπινγκ». Επιπλέον, πάνω στο Flash-Matic του Πόλεϊ στηρίχθηκαν και τα κατοπινά τηλεχειριστήρια των λοιπών ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών (κλιματιστικά, συστήματα ήχου και εικόνας, αυτοκινήτου κλπ).

 

1933 – Τζέιμς Ρόζενκουιστ. Αμερικανός ζωγράφος, από τους θεμελιωτές της ποπ-αρτ, μαζί με τον Άντι Γουόρχολ και τον Ρόι Λιχτενστάιν. Ο Τζέιμς Ρόζενκουϊστ γεννήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1933 στο Γκραντ Φορκς της Βόρειας Ντακότας, από γονείς σουηδικής καταγωγής. Η μητέρα του ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος και ενθάρρυνε τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του γιου της.
Σπούδασε ζωγραφική στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα και από το 1953 έως το 1958 δούλεψε ως ζωγράφος μεγάλων διαφημιστικών πανό στην περιοχή της Νέας Υόρκης, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης του.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 αναδείχθηκε σε μία από τις ηγετικές προσωπικότητες της ποπ-αρτ, του καλλιτεχνικού κινήματος που αντλεί τα θέματά της από τη σύγχρονη καθημερινότητα της βιομηχανικής Αμερικής, διατηρώντας την αγάπη του για τα γιγαντιαία σχήματα και τις μεγεθυμένες μορφές, την τάση για έναν καθαρό ρεαλισμό και το μοντάζ κομματιασμένων εικόνων.
Το πλέον διάσημο έργο του είναι το «F-111», ένας κολοσσιαίων διαστάσεων πίνακας, που φιλοτέχνησε το 1964-1965. Έχει μήκος 26 μ. και ύψος 3 μ. και φιλοξενείται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ).
Κατά τη δεκαετία του 1970, η δουλειά του επεκτάθηκε στον κινηματογράφο και στο βίντεο.
Ο Τζέιμς Ρόζενκουϊστ πέθανε στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη στις 31 Μαρτίου 2017, σε ηλικία 83 ετών.

 

Θάνατοι

 

1924 – Τζιάκομο Πουτσίνι. Ο Πουτσίνι υπήρξε ο τελευταίος μεγάλος συνθέτης της όπερας. Ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο τον είχε χαρακτηρίσει διάδοχο του Τζιουζέπε Βέρντι. Ακόμη και αν με αυτόν τον τρόπο εκδήλωσε τον θαυμασμό του για το έργο του, μάλλον τον αδικούσε. Γιατί ο Τζιάκομο Πουτσίνι δεν ήταν διάδοχος κανενός. Ήταν ο ένας και μοναδικός που συνέθεσε σε μια εντελώς προσωπική γλώσσα, που σφράγισε με τη μουσική δημιουργία του την πρώτη εικοσαετία και κατά συνέπεια ολόκληρο τον 20ό αιώνα, που δεν μιμήθηκε αλλά βρήκε δεκάδες μιμητές. Ήταν ο Πουτσίνι που απογείωσε το μουσικό κίνημα του Βερισμού (ρεαλισμός, μεγαλύτερη έμφαση στη δραματικότητα, στην ένταση των συναισθημάτων παρά στο ευγενές και αψεγάδιαστο τραγούδι) δημιουργώντας όπερες («Τόσκα», «Μποέμ», «Μαντάμα Μπατερφλάι», «Τουραντότ») που ξεσηκώνουν ακόμη το κοινό στα λυρικά θέατρα όλου του κόσμου.
Γόνος οικογένειας μουσικών, ο Τζιάκομο Αντόνιο Ντομένικο Μικέλε Σεκόντο Μαρία Πουτσίνι γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 1858 στην Λούκα της Τοσκάνης. Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία 5 ετών, ήταν όμως το περιβάλλον που είχε δημιουργήσει ο πατέρας του εκείνο που τον ανέθρεψε, αφού οι μαθητές του ανέλαβαν τη (μουσική) μόρφωσή του.
Ο Τζιάκομο Πουτσίνι σε ηλικία μόλις 14 ετών εργαζόταν ως οργανίστας σε εκκλησίες της ιδιαίτερης πατρίδας του, ενώ πολύ γρήγορα άρχισε να ασχολείται και με τη σύνθεση. Αφού τελειοποίησε την εκπαίδευσή του στο Μιλάνο (φοιτώντας δίπλα και στον συνθέτη της «Τζοκόντα» Αμίλκαρε Πονκιέλι), πήρε το δίπλωμά του, στις 16 Ιουλίου 1883, παρουσιάζοντας το ενόργανο «Συμφωνικό Καπρίτσιο», που τράβηξε την προσοχή των μουσικών κύκλων της μεγαλούπολης του ιταλικού βορρά.
Την ίδια χρονιά έκανε την πρώτη εμφάνισή του ως συνθέτης όπερας με το μελόδραμα «Le Villi» (βασισμένο στον ίδιο θρύλο που βασίζεται και το φημισμένο μπαλέτο του Αντάμ «Ζιζέλ») και προκάλεσε το ενδιαφέρον του μεγαλύτερου εκδότη μουσικών κειμένων της εποχής, του Τζούλιο Ρικόρντι, με τον οποίον συνεργάστηκε σε όλη του την κατοπινή μουσική διαδρομή. Το δεύτερο έργο του με τον τίτλο «Έντγκαρ» που παρουσιάστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου το 1889, έτυχε χλιαρής υποδοχής.
Δεν είχε φτάσει ακόμη η μεγάλη στιγμή της επαγγελματικής καταξίωσης, είχε όμως φτάσει η στιγμή για τη δημιουργία οικογένειας, έστω και.. παράνομης. Η παθιασμένη σχέση του με την Ελβίρα Τζεμινιάνι (1860-1930) – σύζυγο χονδρέμπορου φρούτων και λαχανικών – του χάρισε ένα γιο το 1886, που νομιμοποιήθηκε το 1904, όταν πέθανε ο σύζυγος της Ελβίρας. Ο γάμος του Πουτσίνι με την αγαπημένη του επρόκειτο να είναι ο μοναδικός της ζωής του, αλλά και να εξελιχθεί σε πηγή δυστυχίας για τον συνθέτη λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Ελβίρα και της παθολογικής ζήλιας που έτρεφε γι’ αυτόν.
Τα πρώτα σύννεφα στην προσωπική του ζωή δεν είχαν φανεί ακόμη. Αντιθέτως, ο ήλιος της τέχνης του έλαμψε ξαφνικά με τόση δύναμη που τύφλωσε όλη την Ευρώπη. Η παρουσίαση της όπεράς του «Μανόν Λεσκό» (Τορίνο, 1893) ήταν
ένας από εκείνους τους θριάμβους που κάθε συνθέτης ονειρεύεται να ζήσει. Ήταν επίσης η όπερα για τη δημιουργία της οποίας πρωτοσυνεργάστηκε με τους περίφημους λιμπρετίστες Τζιουζέπε Τζιακόζα και Λουίτζι Ίλικα, οι οποίοι στη συνέχεια συνέγραψαν τα λιμπρέτα των δημοφιλέστερων μελοδραμάτων
του, «Μποέμ» (1896), «Τόσκα» (1900) και «Μαντάμ Μπάτερφλαϊ» (1904).
Και ξαφνικά η ζωή του συνθέτη έγινε άνω-κάτω. Τον Ιανουάριο του 1909 η υπηρέτρια του Ντόρια Μανφρέντι αυτοκτόνησε, όταν η Ελβίρα Πουτσίνι την κατηγόρησε για παράνομες σχέσεις με τον άντρα της. Η οικογένεια της άτυχης νέας προσέφυγε δικαστικά κατά της Ελβίρας, θεωρώντας την παθολογική ζήλια της αποκλειστικό υπαίτιο της τραγωδίας. Η ζωή του Πουτσίνι γίνεται κίτρινο ανάγνωσμα στον Τύπο. Εκείνος εγκαταλείπει την συζυγική εστία και σκέφτεται να ζητήσει διαζύγιο. Τελικά όμως συμπαρίσταται στη σύζυγό του και η όλη υπόθεση κλείνει με συμβιβασμό.
Στο μεταξύ η επαγγελματική πορεία του εξακολουθεί να είναι επιτυχής. Η πρεμιέρα της όπεράς του «Το κορίτσι της Δύσης» (Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, 1910) είναι θρίαμβος. Το χαριτωμένο «Χελιδόνι» (Μόντε Κάρλο, 1917) που ακολούθησε μπορεί να μη γνώρισε παρόμοια υποδοχή, το «Τρίπτυχο» όμως («Ο Μανδύας», «Αδελφή Αγγελική», «Τζιάνι Σκίκι»), που ανέβηκε στην Νέα Υόρκη το 1918, εντυπωσίασε με την ένταση, τη δραματικότητα και τη μουσική ποικιλία του. Ο Πουτσίνι ήταν πλέον ένας ζωντανός μύθος της μουσικής.
Στα τέλη του 1923 εκδηλώθηκε στον συνθέτη καρκίνος του λάρυγγα. Εκείνη την περίοδο ολοκλήρωνε την όπερα που στη συνέχεια θεωρήθηκε ένα από τα
αριστουργήματά του, την «Τουραντότ». Ο θάνατός του στις 29 Νοεμβρίου 1924, στις Βρυξέλλες, από επιπλοκές κατά τη διάρκεια εγχείρησης, άφησε το έργο ημιτελές.
Έτσι η ημιτελής «Τουραντότ» ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου, στις 25 Απριλίου 1926, υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι. Αργότερα παρουσιάστηκε και με το φινάλε που συνέθεσε βασισμένος στις σημειώσεις του δασκάλου του ο μαθητής τού Πουτσίνι, Φράνκο Αλφάνο. Και μια λεπτομέρεια: Οι τελευταίες σελίδες της «Τουραντότ» που συνέθεσε ο Πουτσίνι ήταν εκείνες του σπαρακτικού θανάτου της Λιού, μιας σκλάβας που ήξερε να αγαπάει και που αυτοκτόνησε από αγάπη. Πολλοί μελετητές του έργου του κορυφαίου συνθέτη έχουν συνδέσει τη δημιουργία από τον συνθέτη της με την τραγική υπηρέτριά του, την Ντόρια Μανφρέντι.

 

2001 – Τζορτζ Χάρισον, βρετανός κιθαρίστας και συνθέτης, ένας από τους τέσσερις Beatles. Ο άγγλος κιθαρίστας και τραγουδοποιός Τζορτζ Χάρισον ήταν ένας από τους τέσσερις Μπιτλς και έβαλε το δικό του λιθαράκι στην πορεία του συγκροτήματος προς την κορυφή της ποπ και ροκ μουσικής. Μετά την διάλυσή των Μπιτλς ακολούθησε μια άξια λόγου προσωπική καριέρα ως συνθέτης και ερμηνευτής. Ήταν ο λιγότερο «θορυβώδης» από τους υπόλοιπους τρεις του συγκροτήματος τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική του ζωή, γι’ αυτό έμεινε στην ιστορία της μουσικής ως ο « ήσυχος Μπιτλ».
Ο Τζορτζ Χάρισον (όπως και οι άλλοι τρεις Μπιτλς) γεννήθηκε στο Λίβερπουλ στις 25 Φεβρουαρίου 1943 και ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του εισπράκτορα αστικών λεωφορείων Χάρολντ Χάρισον και της εμποροϋπαλλήλου Λουίζ Φρεντς. Η γνωριμία του με τον συμμαθητή του Πολ ΜακΚάρτνεϊ, τον έκανε να στραφεί αποφασιστικά στην μουσική και να βελτιώσει τις επιδόσεις του στην κιθάρα. Ο ΜακΚάρτνεϊ με τον Τζον Λένον είχαν σχηματίσει στα μέσα της δεκαετίας του ’50 μια ροκ μπάντα, τους The Quarrymen, η οποία, ύστερα από πολλές αλλαγές ονομάτων, έλαβε την τελική της μορφή στους Μπιτλς. Ο Χάρισον έγινε το τρίτο μέλος του συγκροτήματος και ο βασικός κιθαρίστας του,ενώ αργότερα προστέθηκε και ο ντράμερ Ρίνγκο Σταρ, που συμπλήρωσε την θρυλική μουσική τετράδα.
Αν και τα περισσότερα τραγούδια των Μπιτλς συνέθεσαν οι ΜακΚάρτνεϊ και Λένον, ο Χάρισον υπέγραψε μερικά από τα πιο αξιομνημόνευτα τραγούδια του συγκροτήματος, όπως τα «While My Guitar Gently Weeps», «Here Comes the Sun», «Taxman» και «Something». Το 1965, συνεπαρμένος από τον ήχο του σιτάρ, πήρε μαθήματα από τον μετρ του οργάνου Ραβί Σανκάρ και τον ενσωμάτωσε στο τραγούδι «Norwegian Wood», που αποτέλεσε το έναυσμα για πολλούς μουσικούς να ασχοληθούν με την ινδική μουσική.
Την εποχή εκείνη, ο Χάρισον έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τον Ινδουϊσμό και το 1968 παρακίνησε τους υπόλοιπους τρεις του συγκροτήματος να επισκεφθούν την Ινδία και να γνωρίσουν από κοντά τον υπερβατικό διαλογισμό του γκουρού Μαχές Γιόγκι. Το ταξίδι αυτό βοήθησε στην διάδοση των ινδουϊστικών θρησκευτικών δοξασιών στην Δύση, αν και ο ίδιος ήταν ο μοναδικός από τους τέσσερις των Μπιτλς, που τις ενστερνίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1968, κυκλοφόρησε ο πρώτος του προσωπικός δίσκος με τίτλο «Wonderwall» και ακολούθησε το «Electronic Sounds» (1969). Μετά την επίσημη διάλυση των Μπιτλς το 1970, ήρθε η μεγάλη παγκόσμια επιτυχία με το τριπλό άλμπουμ «All Things Must Pass» στο οποίο περιέχεται το εμβληματικό του τραγούδι «My Sweet Lord».
Τον επόμενο χρόνο, πραγματοποίησε δύο φιλανθρωπικά κοντσέρτα προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για τον λιμοκτονούντα λαό του Μπανγκλαντές, του πρώην Ανατολικού Πακιστάν που μόλις είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία του από το Πακιστάν. Οι δυο συναυλίες που έγιναν στην Νέα Υόρκη την 1η Αυγούστου 1971, όπως και ο δίσκος «Concert for Bangladesh» που κυκλοφόρησε στα τέλη της ίδιας χρονιάς αποτέλεσαν το προοίμιο για άλλες ανάλογες προσπάθειες τα επόμενα χρόνια, όπως το Band Aid του Μπομπ Γκέλντοφ.
Το 1973 κυκλοφόρησε το «Living In The Material World» που περιλάμβανε την μεγάλη επιτυχία με το το τραγούδι «Give Me Love (Give Me Peace on Earth)». Το 1987, επανήλθε στο μουσικό προσκήνιο με τον δίσκο «Cloud Nine», το τελευταίο στούντιο άλμπουμ του, που περιείχε την παγκόσμια επιτυχία «I Got My Mind Set on You», διασκευή του ομώνυμου τραγουδιού τιου Ρούντι Κλαρκ. Στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα σχημάτισε μαζί με τους Μπομπ Ντίλαν, Ρόι Όρμπισον, Τομ Πέτι και Τζεφ Λιν, το σούπεργκρουπ «The Travelling Wilburys»,με τους οποίους ηχογράφησε δύο άλμπουμ.
Ο Χάρισον ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο μέσα από την δική του εταιρεία παραγωγής «Handmade Films». Η πρώτη του παραγωγή ήταν η σάτιρα των Μόντι Πάιθονς «Ένας Προφήτης… Μα τι Προφήτης!» («The Life of Brian», 1979). Ακολούθησαν ταινίες σημαντικών σκηνοθετών, όπως των Τέρι Γκίλιαμ («Υπέροχοι Ληστές και τα Κουλουβάχατα της Ιστορίας»), Νιλ Τζόρνταν («Μόνα Λίζα»), Νίκολας Ρεγκ («Παράξενη Έλξη») και Ντάνι Μπόιλ («127 ώρες»).
Η ζωή όμως στάθηκε σκληρή μαζί του.α Το 1997 προσβλήθηκε από καρκίνο στον λάρυγγα και την στιγμή που έδειχνε σημάδια βελτίωσης δέχθηκε επίθεση στο σπίτι του από έναν ανισόρροπο εισβολέα, ο οποίος τού κατάφερε πολλές μαχαιριές προτού εξουδετερωθεί. Διέφυγε τον κίνδυνο, αλλά ο καρκίνος επανήλθε δριμύτερος και τόν κατέβαλε, στις 29 Νοεμβρίου 2001.
Ο Τζορτζ Χάρισον είχε νυμφευτεί δύο φορές. Την πρώτη φορά με την Πάτι Μπόιντ, την «Layla» του τραγουδιού του Έρικ Κλάπτον και την δεύτερη με την αμερικανίδα συγγραφέα Ολίβια Αρίας με την οποία απέκτησε ένα γιο , τον μουσικό Ντάνι Χάρισον.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia

AgrinioStories

Διαβάστε ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ
περοσσότερες πληροφορίες για τη ημέρα
κάνοντας clik πάνω στη διαφήμιση που ακολουθεί