Συνέβη 29 Ιουλίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

29 Ιουλίου 2023

Είναι η 210η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 155 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:25 – Δύση ήλιου: 20:37 – Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 12 λεπτά
🌔  Σελήνη 10.9 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Θεόδοτο, Θεοδότη, Καλλίνικο και Καλλινίκη

 

Γεγονότα

 

904 – Ισχυρός αραβικός στόλος -κυρίως πειρατικός- υπό το χριστιανό εξωμότη Λέοντα τον Τριπολίτη, αγκυροβολεί έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ο Λέων ο Τριπολίτης, γνωστός στα αραβικά ως Ρασίκ αλ-Ουαρνταμί (رشيق الوردامي), καθώς και ως Γκουλάμ Ζουράφα (غلام زرافة), ήταν Έλληνας αποστάτης και διοικητής στόλου για λογαριασμό του Χαλιφάτου των Αββασιδών στις αρχές του 10ου αιώνα. Είναι περισσότερο γνωστός για την άλωση της Θεσσαλονίκης, την δεύτερη τη τάξει πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το 904.
Το καλοκαίρι του 904, ο Λέων βρισκόταν επικεφαλής μίας μεγάλης ναυτικής εκστρατείας των Αββασιδών η οποία αποτελείτο από συνολικά 54 πλοία τα οποία προέρχονταν από τους στόλους της Αιγύπτου και της Συρίας, αρχικός στόχος των οποίων φέρεται να ήταν η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Ο αραβικός στόλος εισήλθε στα Δαρδανέλλια και λεηλάτησε την Άβυδο, καθώς το βυζαντινό ναυτικό υπό τον δρουγγάριο του πλωΐμου Ευστάθιο Αργυρό δίσταζε να τον αντιμετωπίσει. Ο Αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός αντικατέστησε τον Αργυρό με τον περισσότερο δραστήριο Ιμέριο, ωστόσο ο Λέων ο Τριπολίτης πρόλαβε την κίνηση των Βυζαντινών, υποχωρώντας προς τα δυτικά και κατευθυνόμενος προς την δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Αυτοκρατορίας, την Θεσσαλονίκη, την οποία και άλωσε έπειτα από τριήμερη πολιορκία στις 31 Ιουλίου 904. Η άλωση της πόλης απέφερε στον μουσουλμανικό στόλο τεράστια λάφυρα και πολλούς αιχμαλώτους, οι οποίοι στην συνέχεια πωλήθηκαν ως σκλάβοι, συμπεριλαμβανομένου του αυτόπτη μάρτυρα Ιωάννη Καμινιάτη, ο οποίος και συνέγραψε τον κύριο απολογισμό της πολιορκίας και της άλωσης της πόλης. Οι αραβικές πηγές, μπερδεύοντας εσφαλμένα την Θεσσαλονίκη με την Αττάλεια, λανθασμένα αναφέρουν ότι ο Λέοντας άλωσε την τελευταία.

 

1014 – Η μάχη στο Κλειδί (βουλ. Беласишка битка, γνωστή και με το όνομα Μάχη της οροσειράς Μπέλλες) διεξήχθη στις 29 Ιουλίου 1014 μεταξύ της Βυζαντινής και της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Η μάχη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της 50χρονης διαμάχης μεταξύ του Σαμουήλ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου και έληξε με τη νίκη των Βυζαντινών.
Διεξήχθη στην περιοχή μεταξύ των οροσειρών της Κερκίνης και του Δυτικού Ορβήλου, κοντά στο χωριό Κλειδίον (σήμερα στη Βουλγαρία)  41°22′00″N 23°1′00″E. Η αποφασιστική μάχη έγινε στις 29 Ιουλίου, με επίθεση των Βυζαντινών, υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Ξιφία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των Βουλγάρων. Αυτή η μάχη αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τους Βούλγαρους. Οι Βούλγαροι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν και τυφλώθηκαν μετά από διαταγή του Βασιλείου Β’, ο οποίος αργότερα πήρε το όνομα «Βουλγαροκτόνος». Ο Σαμουήλ επέζησε από τη μάχη, αλλά πέθανε δύο μήνες αργότερα, από καρδιακή ανεπάρκεια. Θεωρείται πώς πέθανε όταν είδε τους τυφλούς Βούλγαρους στρατιώτες.
Παρά την στρατιωτική κατάρρευση της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας μετά την μάχη του Κλειδίου, η κατάληψη της επικράτειας από τους Βυζαντινούς δεν ήταν άμεση. Τα Βουλγαρικά εδάφη έγιναν επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1018.

 

1825 – Αποτυγχάνει, εξαιτίας της νηνεμίας που επικρατεί, προσπάθεια μοίρας του ελληνικού στόλου υπό τον Κωνσταντίνο Κανάρη να πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο μέσα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
Τον Ιούλιο του 1825 ο Ιμπραήμ είχε πατήσει για τα καλά το πόδι του στον Μοριά και σημείωνε τη μία επιτυχία μετά την άλλη απέναντι στους επαναστατημένους Έλληνες. Την εποχή εκείνη, ο Κωνσταντίνος Κανάρης σκέφτηκε ένα παράτολμο σχέδιο ως αντιπερισπασμό προς τον Αιγύπτιο πολέμαρχο: να εκστρατεύσει στην πατρίδα του και να κάψει τον αιγυπτιακό στόλο, που ναυλοχούσε στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, μπροστά από το παλάτι του πατέρα του Μοχάμετ Άλι.
Το σχέδιο του κοινοποιήθηκε στους προύχοντες της Ύδρας Μανώλη Τομπάζη, Λάζαρο Κουντουριώτη και Αντώνιο Κριεζή, οι οποίοι ενθουσιάστηκαν και αποφάσισαν να το θέσουν σε εφαρμογή. Με πάσα μυστικότητα για τον φόβο των κατασκόπων, ετοιμάστηκαν τρία πυρπολικά, ένα για τον Κανάρη, ένα για τον Αντώνιο Βώκο και το άλλο για τον Μανώλη Μπούτη, Τα πυρπολικά θα συνοδεύονταν από τα μεγάλα πλοία του Κριεζή και του Τομπάζη, που θα είχε το γενικό πρόσταγμα της επιχείρησης.
Ο στολίσκος απέπλευσε από την Ύδρα στις 23 Ιουλίου 1825 και στις 29 Ιουλίου βρισκόταν έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Αμέσως, ο Τομπάζης συγκάλεσε σύσκεψη στο πλοίο του και αποφασίσθηκε τα μεν πλοία να παραμείνουν έξω από το λιμάνι, όσο το δυνατόν αφανή από τα παρατηρήρια του εχθρού, τα δεν πυρπολικά να εισδύσουν στο λιμάνι και αφού επιτελέσουν το έργο τους οι πυρπολητές να επιστρέψουν με τις λέμβους στα πλοία. Στους πυρπολητές δόθηκαν σαφείς εντολές να μην βλάψουν σκάφη με ξένη σημαία.
Το σχέδιο πήγε από την αρχή στραβά. Ο Κανάρης όρμησε πρώτος με το πυρπολικό του και άφησε αρκετά πίσω τους Βώκο και Μπούτη. Μέχρι να συνεννοηθούν για να εισέλθουν και οι τρεις ταυτόχρονα στο λιμάνι, είχαν παρέλθει πολύτιμες ώρες. Ο ήλιος άρχισε να δύει, όταν ο Κανάρης αποφάσισε να ενεργήσει μόνος και στράφηκε με το πυρπολικό του προς το λιμάνι. Όμως, για κακή του τύχη τον αντιλήφθηκε ο πλοηγός του λιμανιού και αφού διαπίστωσε ότι δεν ήταν εμπορικό, αλλά εχθρικό πλοίο, προσπάθησε να κάνει ανεπιτυχώς ρεσάλτο στο πλοίο του Κανάρη και να το εμποδίσει να εισέλθει στο λιμάνι.
Ο Κανάρης γνώριζε τη διάταξη του λιμανιού της Αλεξάνδρειας από παλαιότερα ταξίδια του και κατηύθυνε το πυρπολικό του προς την αποβάθρα των ανακτόρων του Μοχάμετ Άλι, μπροστά από την οποία ήταν ελλιμενισμένες μεγάλες φρεγάτες και η ναυαρχίδα του στόλου. Όμως, ο άνεμος μεταβλήθηκε ξαφνικά κι έπαψε να είναι ευνοϊκός για τον θρυλικό ναυμάχο. Το πυρπολικό του δεν ήταν δυνατό να προχωρήσει. Εν τω μεταξύ, είχε γίνει αντιληπτό από τους Αιγυπτίους, που εκινούντο προς αντιμετώπισή του.
Ο Κανάρης, ευρισκόμενος πλέον σε δύσκολη θέση, άναψε το πυρπολικό και προσπάθησε να το ρίξει πάνω σ’ ένα επισκευαζόμενο αιγυπτιακό δίκροτο. Με τους άνδρες του επιβιβάσθηκε στη συνοδευτική λέμβο για εξέλθει από το λιμάνι. Το πυρπολικό δεν βρήκε στόχο, αφού το αιγυπτιακό πλοίο έλυσε κάβους και απομακρύνθηκε, ενώ η λέμβος του δεχόταν καταιγιστικά πυρά από τον εχθρό. Βαλλόμενη ακατάπαυστα κατόρθωσε να φθάσει στο στόμιο του λιμανιού, όπου συνάντησε τον Βώκο με το πυρπολικό του, ενώ ο Μπούτης παρέμενε έξω από το λιμάνι. Από τη δραματική επιχείρηση διαφυγής του Κανάρη σκοτώθηκαν δύο μέλη του πληρώματός του, οι Παντελής Τζιτζάς και Ιωάννης Χούντας και τραυματίσθηκαν πέντε, οι Ιωάννης Κωνσταντινίδης, Αγγελής Γκλάβας, Νικόλαος Δήμου, Γεώργιος Ψαριανός και Νικόλαος Μανιάτης.
Ο Μοχάμετ Άλι αμέσως μόλις πληροφορήθηκε την επιθετική ενέργεια του ελληνικού πυρπολικού, διέταξε τα πλοία του να καταδιώξουν τον ελληνικό στολίστο, ενώ ο ίδιος επιβιβάσθηκε σε μία κορβέτα και ανοίχτηκε στο πέλαγος. Όμως, τα ελληνικά πλοία είχαν προλάβει να απομακρυνθούν. Στις 18 Αυγούστου 1825 επέστρεψαν στην Ύδρα, όπου τους επιφυλάχθηκε υποδοχή ηρώων.
Το γεγονός προξένησε αίσθηση και θαυμασμό για τον Κωνσταντίνο Κανάρη στα ευρωπαϊκά κέντρα. Γάλλοι φιλέλληνες εξεγέρθηκαν, όταν εγράφη ότι στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας γαλλικό πολεμικό πλοίο (μπρίκι) κανονιοβόλησε το πυρπολικό του Κανάρη. Ο γάλλος υπουργός Βιλέλ αναγκάσθηκε να προβεί σε διάψευση του συμβάντος ενώπιον της Βουλής.

 

1900 – Ο βασιλιάς της Ιταλίας Ουμβέρτος Α’ δολοφονείται από τον αναρχικό Γκαετάνο Μπρέσι. Ο Γκαετάνο Μπρέσι (Gaetano Bresci, Coiano, Πράτο, Τοσκάνη, Βασίλειο της Ιταλίας, 10 Νοεμβρίου 1869 – Νησί Αγίου Στεφάνου, Ventotene, Latina, Λάτσιο, 22 Μαΐου 1901) ήταν Ιταλός αναρχικός και ακτιβιστής, δολοφόνος του Ιταλού μονάρχη Ουμβέρτου Α΄ του «Καλού». Ο Μπρέσι μετανάστευσε στο Πάτερσον της Νέας Υερσέης των ΗΠΑ σε νεαρή ηλικία, όπου εντάχθηκε σε έναν πυρήνα Ιταλών μεταναστών και εργάστηκε ως υφαντουργός. Αργότερα διακρίθηκε σε τοπικές συνδικαλιστικές δράσεις, ενώ υιοθέτησε αναρχικές ιδέες και έγινε εκδότης μίας τοπικής εφημερίδας της ίδιας πολιτικής τοποθέτησης, με τίτλο «Το Κοινωνικό Ζήτημα» («La Questione Sociale»). Πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη κοινωνικών δράσεων με χρηματικές εισφορές των μελών της εφημερίδας του.
Αποφάσισε να δολοφονήσει τον Ιταλό μονάρχη, έπειτα από τη σφαγή δεκάδων Ιταλών εργατών που διαδήλωναν άοπλοι για καλύτερες εργασιακές συνθήκες, στο Μιλάνο από τις 6 έως τις 10 Μαΐου 1898. Μεταξύ των τουλάχιστον 80 νεκρών ήταν και η αδελφή του Μπρέσι. Τότε εκείνος αιτήθηκε την επιστροφή ενός σημαντικού ποσού (150 δολαρίων) που είχε συνεισφέρει στην κοινή οργάνωση (κάτι που προκάλεσε την έντονη δυσφορία των συντρόφων του) και με αυτό πραγματοποίησε το ταξίδι στην χώρα του, όπου στη Μόντσα, στις 29 Ιουλίου του 1900 χρησιμοποιώντας ένα ρεβόλβερ 32 χιλ., πυροβόλησε τέσσερις φορές από κοντινή απόσταση τον Ιταλό βασιλέα και τον σκότωσε, ως αντίποινα για τη δολοφονία των εργατών. Συνελήφθη και κακοποιήθηκε, ενώ δήλωσε ότι η πράξη του ήταν συμβολική, κατά ενός τυραννικού θεσμού, όχι ενός προσώπου.

 

1900 – Στο θέατρο «Ορφεύς» της Σύρου δίνεται η πρώτη οργανωμένη κινηματογραφική παράσταση στην Ελλάδα. Το εισιτήριο στοιχίζει μία δραχμή και προβάλλονται 20 ταινίες μικρού μήκους. Οι πρώτος, «κανονικός» κινηματογράφος στην Ελλάδα λειτούργησε το 1900, σα σήμερα στις 29 Ιουλίου, στην Ερμούπολη Σύρου. Στο περίφημο και ιστορικό θέατρο «Ορφεύς». Πρόκειται για την πρώτη στη χώρα μας οργανωμένη κινηματογραφική παράσταση, με τιμή εισιτηρίου μια δραχμή. Προβλήθηκε η ταινία μικρού, μικρότατου μήκους με τίτλο «Χαριεντισμός ανδρόγυνου τους διακοπτά η εμφάνισις τέκνου». Κάθε μέρα προβάλλονται 18 διαφορετικές ταινίες, αλλά και κωμικά σκετς, και ”επίκαιρα”, δηλαδή ειδήσεις απ’ όλο τον κόσμο. 

 

 

1938 – Εξέγερση ξεσπά στα Χανιά εναντίον του καθεστώτος Μεταξά. Θα καταρρεύσει την επόμενη μέρα. Το πρωί της 29ης Ιούλη του 1938, από τον Σταθμό Ασυρμάτου των Χανίων μεταδόθηκε το παρακάτω διάγγελμα1: «Προς την Α. Μ. τον Βασιλέα, Προς τας ενόπλους δυνάμεις. Προς τον ελληνικό λαό
Στρατός και λαός αδελφωμένοι κατέλυσαν αρχάς λαομισήτου τυραννίας εκπροσωπούμενης υπό του στρατηγού Μεταξά. Ανακτήσας ελευθερίας αυτού απευθύνεται προς την Α. Μ. τον Βασιλέα και ζητεί την άμεσον απομάκρυνσιν της τυραννικής Κυβερνήσεως Μεταξά, την αποκατάστασιν του κράτους του νόμου και των λαϊκών ελευθεριών και τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως Εθνικής Σωτηρίας εκ των αρίστων Ελλήνων, αδιακρίτως πολιτικών παρατάξεων, προς αντιμετώπισιν των αμεσοτάτων εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων, τους οποίους διατρέχει η χώρα μας και διά την δημιουργίαν μιας νέας Ελλάδος, πράγματι ηνωμένης ψυχικώς και ικανής να αντιμετωπίση με σθένος και φρόνησιν τας δυσκόλους στιγμάς, που διέρχεται η ανθρωπότης. Με αδελφικόν χαιρετισμόν προς τας ενόπλους δυνάμεις και ολόκληρον τον λαόν. Ζήτω Ο Βασιλεύς, ζήτω η Ελλάς.
Η Επαναστατική Επιτροπή:
Μητσοτάκης, Βολουδάκης, Μουντάκης, Παΐζης, Μάντακας στρατιωτικός διοικητής».
Το διάγγελμα αυτό περιείχε δύο στοιχεία άκρως σημαντικά που αντέφασκαν κραυγαλέα μεταξύ τους, όχι στη βάση της γνώσης των πραγμάτων που αποκτήσαμε εκ των υστέρων από την ιστορία αλλά με τη γνώση που είχαν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής ζώντας την ιστορία την ώρα που εξελισσόταν ως γεγονός. Από τη μια μεριά το διάγγελμα ανακοίνωνε την πραγματοποίηση ενός γενικού λαϊκού ξεσηκωμού στην πόλη των Χανίων εναντίον της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου κι από την άλλη εναπόθετε την πραγματοποίηση των πολιτικών στόχων αυτού του κινήματος, που ήταν η αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στη χώρα, στον κύριο στυλοβάτη του δικτατορικού καθεστώτος, τον Βασιλιά Γεώργιο τον Β΄.
Τι πραγματικά είχε συμβεί; Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε το Κίνημα των Χανίων, την ιστορική του σημασία και το πλέγμα των αντιφάσεων μέσα στο οποίο ανέπτυξε τον ιστορικό του βηματισμό. Προηγουμένως όμως οφείλουμε να σταθούμε εν συντομία στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου ούτως ώστε τα γεγονότα που εξετάζουμε να πάρουν τη σωστή τους διάσταση η οποία προσδιορίζεται από τις συνθήκες μέσα στις οποίες συντελούνται.

 

Γεννήσεις

 

1792 – Πέτερ φον Ες. Γεννήθηκε το 1792 στο Ντύσσελντορφ και ήταν γιoς του Κάρολου Χριστόφορου Ες (1755-1808) αργότερα καθηγητή της χαλκογραφίας στην Ακαδημία των Καλών Τεχνών στο Ντύσσελντορφ, γνωστός για τις εγχαράξεις έργων μεγάλων ζωγράφων, όπως Ρέμπραντ και Ραφαήλ. Οι πρώτες εμπειρίες του ήταν η τέχνη της χαρακτικής που ασκούσε ο πατέρας του. To 1806 στην ηλικία των δεκαέξι ετών εισήχθηκε στη Ακαδημία του Μονάχου. Έγινε γνωστός αργότερα με τους πίνακές του «Η μάχη του Αρσί επί του Ώβ» 1817 και του «Καταυλισμού αυστριακού στρατού» 1823.
Το 1833 ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος του ανέθεσε την απεικόνιση των ηρώων και των σκηνών της ελληνικής Επανάστασης. Για τον σκοπό αυτό συνόδευσε τον Όθωνα στη Ελλάδα, όπου παρέμεινε εννιά μήνες για να γνωρίσει τους τόπους όπου διαδραματίσθηκαν τα ηρωικά γεγονότα του 1821, αλλά και οι πρωταγωνιστές που συμμετείχαν σ΄αυτά. Ο Ες πράγματι ετοίμασε 39 σχέδια τα οποία αν και προορίζονταν για τη βασιλική κατοικία του Μονάχου, τοποθετήθηκαν τελικά στον παρακείμενο αυτής Κήπο της Αυλής (Χόφγκαρτεν) και συγκεκριμένα στη βόρειες στοές (Arcaden) ώστε να είναι προσιτά στους κατοίκους του Μονάχου σε μία προσπάθεια προσέγγισης του βαυαρικού και του ελληνικού λαού. Η μεταφορά στους τοίχους έγινε από το ζωγράφο Friedrich Christoph Nilson το 1841-1844. Όμως, κατά τους συμμαχικούς βομβαριδισμούς του Μονάχου στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι στοές καταστράφηκαν, και τα έργα αργότερα αποτοιχίστηκαν. Ωστόσο, η συνολική εικόνα του φιλόδοξου αυτού εικονογραφικού προγράμματος διασώθηκε στα αρχικά σχέδια και στη λιθογραφική αναπαραγωγή τους το 1842 στο Μόναχο, με διευκρι­νιστικό κείμενο στα γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά και ελληνικά. 32 από τις 39 συνολικά επιχρωματισμένες λιθογραφίες του Ες εκτήθενται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη, ενώ κάποιες από αυτές κοσμούν την αίθουσα συναλαγών του κεντρικού καταστήματος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος στην οδό Αιόλου.
Ο Ες ξαναήρθε στην Ελλάδα και δεύτερη φορά για την επιζωγράφιση της κεντρικής αίθουσας του νεόδμητου τότε ανακτόρου. Δυστυχώς όμως τα καλλιτεχνήματα αυτά καταστράφηκαν μερικώς κατά την πυρκαγιά των ανακτόρων τον Δεκέμβριο 1909 ενώ τα εναπομείναντα αφαιρέθηκαν κατά την μεταρρύθμιση των παλαιών ανακτόρων σε μέγαρο της Βουλής. Ο πίνακας που απεικονίζει την είσοδο του Όθωνος στο Ναύπλιο κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν παρών και ο ίδιος ο ζωγράφος βρίσκεται σήμερα στη Νέα Πινακοθήκη του Μονάχου, όπως και ο πίνακας που απεικονίζει την υποδοχή του Όθωνος στην Αθήνα. Το 1839 μετακλήθηκε στη Ρωσία και, κατά παραγγελίαν του τσάρου Αλεξάνδρου Β΄, ζωγράφισε οκτώ μεγάλους πίνακες που αναπαριστούν τα συμβάντα του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806–1812).

 

1919 – Μίλτος Σαχτούρης. Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελικής Παπαδήμα. Από το γένος του πατέρα του καταγόταν από την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του ’21 Γιώργη Σαχτούρη.
Όταν ήταν πέντε ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Με την επίμονη προτροπή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Χρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του. Μερικά χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του Εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.
Πρωτοέγραψε ποίηση την άνοιξη του 1941. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή Η Λησμονημένη. Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα.» Το 1948 εξέδωσε τις «Παραλογαίς». Ακολούθησαν πολλές, ακόμη συλλογές με αποκορύφωμα την συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), που εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.
Πήρε κακές κριτικές για τα πρώτα του ποιήματα από εκπροσώπους της Γενιάς του ’30, όπως οι Άλκης Θρύλος, Παύλος Παλαιολόγος, Αιμίλιος Χουρμούζιος, Πέτρος Χάρης, κ.ά., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 οι κριτικοί άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματα του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέξανδρος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Δ. Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.ά.
Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α΄ Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».

 

1925 – Μίκης Θεοδωράκης (Χίος, 29 Ιουλίου 1925 – Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου 2021) ήταν Έλληνας συνθέτης, στιχουργός και πολιτικός κρητικής και μικρασιατικής καταγωγής. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες μουσικοσυνθέτες και ως μια από τις επιδραστικότερες και σπουδαιότερες προσωπικότητες της Ελλάδας στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα. Ως πολιτικός υπήρξε υπουργός και 5 φορές εκλεγμένος βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου, μία φορά με την Ε.Δ.Α., δύο φορές με το Κ.Κ.Ε και δύο ως ανεξάρτητος με το ψηφοδέλτιο της Ν.Δ, ενώ παράλληλα ήταν ακτιβιστής τιμημένος με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν το 1983. Μέχρι τον θάνατό του, θεωρούταν ως ο μεγαλύτερος εν ζωή Έλληνας συνθέτης του 21ου αιώνα.
Είχε ασχοληθεί με πολλά είδη της μουσικής, ενώ είχε συνθέσει τον ίσως πιο αναγνωρίσιμο ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το Συρτάκι για την κινηματογραφική ταινία Ζορμπάς ο Έλληνας (Zorba the Greek, 1964). Επίσης είχε ασχοληθεί με την κλασική μουσική γράφοντας συμφωνίες, ορατόρια, μπαλέτα, όπερες και μουσική δωματίου.
Συνθέσεις του έχουν ερμηνευτεί από καλλιτέχνες παγκοσμίου φήμης, όπως οι Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ, η Τζόαν Μπαέζ και η Εντίθ Πιάφ, ενώ έχει γράψει μουσική για γνωστές ταινίες όπως: Φαίδρα (1962), Αλέξης Ζορμπάς (1964), Ζ (1969) και Σέρπικο (1973). Το 1970, για τη μουσική στη ταινία Ζ, του απονεμήθηκε το βραβείο BAFTA για πρωτότυπη μουσική, ενώ ήταν υποψήφιος στην ίδια κατηγορία του 1974, για την ταινία State of Siege, και το 1975, για την ταινία Serpico. Επίσης ήταν υποψήφιος για Γκράμι το 1966 και το 1975 για το μουσικό θέμα των ταινιών Ζορμπάς και Serpico αντίστοιχα.
Το 2000 προτάθηκε για βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Το πιο σημαντικό του έργο θεωρείται η μελοποιημένη ποίηση, χρησιμοποιώντας ως στίχους ποιήματα βραβευμένων ποιητών ελληνικής και ξένης καταγωγής, όπως οι Γιάννης Ρίτσος (Βραβείο Ειρήνης Λένιν 1976), Κώστας Βάρναλης (Βραβείο Ειρήνης Λένιν 1959) Γιώργος Σεφέρης (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1963), Πάμπλο Νερούδα (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1971), Οδυσσέας Ελύτης (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1979). Ήταν βασική φωνή κατά της Χούντας των Συνταγματαρχών η οποία τον φυλάκισε και απαγόρευσε τα τραγούδια του.
Απεβίωσε στις 2 Σεπτεμβρίου 2021 σε ηλικία 96 ετών και τάφηκε, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, στον Γαλατά Χανίων, στην Κρήτη.

 

Θάνατοι

 

1890 – Βίνσεντ Βαν Γκογκ. gεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί και στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα.
Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο Βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.
Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιγέ (Jean-François Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αμβέρσας, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης.
Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης — στην περιοχή της Μονμάρτρης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από τη χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρη νύχτα και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.
Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ.
Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στομάχι στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πυροβολήθηκε από δύο έφηβους. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή για τον πίνακα Σιτοχώραφο με κοράκια.
Μετά το θάνατο του βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολωνία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914).
Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 900 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα. Επίσης ο Βαν Γκογκ είναι διάσημος για τις πινελιές του οι οποίες πολλές φορές παρουσιάζουν μια κίνηση.

 

1979 – Χέρμπερτ Μαρκούζε (Herbert Marcuse, 19 Ιουλίου 1898 – 29 Ιουλίου 1979) ήταν Γερμανός θεωρητικός μαρξιστής, εβραϊκής καταγωγής, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, και μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης. Γεννημένος στο Βερολίνο, ο Μαρκούζε σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ και στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, από το οποίο έλαβε το διδακτορικό του. Αποτελούσε σημαντική προσωπικότητα του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας στη Φρανκφούρτη, αργότερα γνωστό ως Σχολή της Φρανκφούρτης. Ήταν παντρεμένος με τη Σόφι Βέρτχαϊμ (1924-1951), την Ίνγκε Νόιμαν (1955-1972) και την Έρικα Σερόβερ (1976-1979). Στα έργα του, ο Μαρκούζε ασκούσε κριτική στον καπιταλισμό, στη μοντέρνα τεχνολογία, στον ιστορικό υλισμό και στον πολιτισμό της ψυχαγωγίας, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τη δεκαετία του 1970, ο Μαρκούζε αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του κινήματος που έγινε γνωστό ως Νέα Αριστερά, όντας γνωστός ως «Ο πατέρας της Νέας Αριστεράς»,[6] καθώς και των φοιτητικών κινημάτων στη Γερμανία, στη Γαλλία και στις ΗΠΑ. Από το 1943 μέχρι το 1950, ο Μαρκούζε εργάστηκε για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, πράγμα που τον βοήθησε στη συγγραφή του βιβλίου Σοβιετικός Μαρξισμός: Μια Κριτική Ανάλυση (1958). Τα γνωστότερα έργα του είναι τα βιβλία Έρως και πολιτισμός (1955) και Ο μονοδιάστατος άνθρωπος (1964). Η μαρξιστική του σκέψη ενέπνευσε πολλούς ριζοσπάστες διανοούμενους και πολιτικούς ακτιβιστές στις δεκαετίες του 1960 και του 1970.

 

2004 – Ρένα Βλαχοπούλου. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού, ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου, η οποία τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά. Τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Η Ρένα ήταν το πέμπτο παιδί και πήγαινε συχνά με τον πατέρα της στο αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη, όπου υπήρχε πιάνο, αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί είχε την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.
Το 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τίτλο Βίβα Ρένα από τις εκδόσεις “Άγκυρα” με την επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα, ενώ η γενέτειρά της Κέρκυρα την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου». Το 2003 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις τέχνες.
Μέσα στα 55 χρόνια δράσης της συμμετείχε σε περίπου 120 παραστάσεις στο θέατρο από το 1940 έως το 1994 και σε 26 ταινίες από το 1951 έως το 1985. Στην ιδιωτική της ζωή, όταν κάποιος της ζητούσε να αφηγηθεί κάτι κωμικό, ένιωθε προσβεβλημένη κι αυτό γιατί θεωρούσε πως αυτομάτως την υποτιμούσαν από καλλιτέχνιδα σε καραγκιόζη. Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις απάντησε: “Μωρή άει στο διάολο που μου ζητάς πρωινιάτικα να σου πω κάτι κωμικό. Τι κωμικό; Πάω να ψωνίσω!”.
Απεβίωσε στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε μπει στο Ιατρικό Κέντρο στις 16 Ιουλίου για να χειρουργηθεί, έχοντας υποστεί διάτρηση στομάχου. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου την ανακοπή καρδιάς. Στις 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι Αγίου Λαζάρου του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών. Η κηδεία της τελέστηκε δημοσία δαπάνη το Σάββατο 31 Ιουλίου 2004 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας “Μάντζαρος” που ήρθε από την Κέρκυρα, με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά σε ένδειξη πένθους.
Τον Σεπτέμβριο του 2016 το πολυτελές σπίτι της Ρένας Βλαχοπούλου στην περιοχή Δασιά της Κέρκυρας πουλήθηκε σε μια ελληνική κατασκευαστική εταιρεία προκειμένου να ανακαινιστεί και να νοικιάζεται.
Έχει ακόμα και σήμερα τον τίτλο της τελευταίας κόμισσας της Κέρκυρας.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


AgrinioStories