25 Νοεμβρίου 2023
Είναι η 329η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 36 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 07:16 – Δύση ήλιου: 17:08 – Διάρκεια ημέρας: 9 ώρες 52 λεπτά
🌔 Σελήνη 12.7 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Αικατερίνη, Κατερίνα, Κατίνα, Κάτια, Καλοτίνα, Καίτη, Ρίνα, Μερκούριο, Μερκούρη, Μέρκουρα, Μάρκορα και Μερκουρία
Γεγονότα
1916 – Επιβάλλεται από τις δυνάμεις της Αντάντ αποκλεισμός της Ελλάδος. Η Ελλάς εξαναγκάζεται να αποδεχθεί τελεσίγραφο να αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάμεις της από την Πελοπόννησο και να δεχθεί έλεγχο στον Ισθμό και την Πάτρα (Νοεμβριανά) . Τα Νοεμβριανά, τα οποία ξεκίνησαν στις 18 Νοεμβρίου / 1 Δεκεμβρίου 1916, είναι οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των «Επίστρατων» του Βασιλιά Κωνσταντίνου, και της αποβατικής δύναμης της Συμμαχικής Αντάντ στην Αθήνα, καθώς και το καινοφανές κύμα πολιτικής τρομοκρατίας που τις ακολούθησε, εν μέσω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της κορύφωσης του Εθνικού Διχασμού.
Οι Γαλλο-βρετανικές δυνάμεις των Συμμάχων της Αντάντ εισέβαλαν στην Αθήνα με σκοπό να επιτάξουν οπλισμό ως αντάλλαγμα για την αμαχητί παράδοση της οχυρωματικής γραμμής του Ρούπελ και την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία (των Κεντρικών Δυνάμεων) από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Ιωάννη Μεταξά, τον Μάιο και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου(1916), αντίστοιχα. Η επέμβαση των Συμμάχων, αν και τυπικά νικηφόρα, στερούνταν στρατηγικού βάθους, ενώ έπληξε το γόητρο των γαλλοβρετανών λόγω και της αναπάντεχης άμυνας του «Συνδέσμου των Επίστρατων», αντι-βενιζελικού και φιλομοναρχικού στρατιωτικού σχηματισμού της κυβέρνησης της Ελλάδας. Παράλληλα, στην πρωτεύουσα οι ίδιοι σχηματισμοί είχαν ξεκινήσει κύμα διώξεων των αντι-βενιζελικών, που κατέληξε μετά την επέμβαση σε ανοικτή τρομοκρατία, με δεκάδες θανάτους από λιντσάρισμα και εκτεταμένες καταστροφές της περιουσίας τους.
Ο στόχος των Συμμάχων επιτεύχθηκε τελικά τον Μάιο-Ιούνιο του επόμενου χρόνου (1917), αφότου ο οίκος των Ρομανόφ, μοναδικοί υποστηρικτές του Κωνσταντίνου στην Αντάντ, είχε καθαιρεθεί, και ύστερα από σκληρό και πολύμηνο ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας, όταν με νέο τελεσίγραφο για βομβαρδισμό της Αθήνας και κατάληψη του Πειραιά από το ναυτικό τους, επέβαλαν την εκδίωξη του Βασιλιά Κωνσταντίνου, Γάλλο Αρμοστή για τη χώρα, επαναφορά του Βενιζέλου ως πρωθυπουργού ολόκληρης, πλέον, της επικράτειας (λήγοντας, φαινομενικά, τον Εθνικό Διχασμό υπέρ του τελευταίου), και καθολική επιστράτευση για τη στήριξη της Αντάντ.
Η ονομασία ελληνικοί εσπερινοί η οποία δόθηκε, στη Δυτική Ευρώπη, στη σφαγή που ακολούθησε παραπέμπει στους «σικελικούς εσπερινούς» του 1282, στη διάρκεια των οποίων οι δυνάμεις του Ανδεγαυού βασιλιά Καρόλου Α΄ σφαγιάστηκαν συστηματικά από τον ντόπιο σικελικό πληθυσμό. Στην Ελλάδα, οι συγκρούσεις αποκαλούνταν, ωστόσο, «Νοεμβριανά», λόγω της διατήρησης του Ιουλιανού Ημερολογίου στη χώρα.
1935 – Μετά το δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ επιστρέφει στην Αθήνα, έπειτα από 12 χρόνια εξορίας. Παύει τον πρωθυπουργό Γεώργιο Κονδύλη και αναθέτει την εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης στον Κωνσταντίνο Δεμερτζή. Υπουργός Στρατιωτικών αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος Παπάγος.
Με το νόθο δημοψήφισμα, ο Γεώργιος Β΄ αποκαθίσταται στον θρόνο του. Αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα αποπέμπει τον Κονδύλη και αναθέτει τον σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης στον Κωνσταντίνο Δεμερτζή, μετριοπαθή αντιβενιζελικό. Η πρόθεση του βασιλιά να επιδιώξει τη συμφιλίωση των πολιτικών δυνάμεων υπό τη δική του αιγίδα καταδεικνύεται και από την προκήρυξη εκλογών για τα τέλη του Ιανουαρίου, με αναλογικό εκλογικό σύστημα.
«Ο Βασιλεύς επέστρεψεν εκ της εξορίας επιβαίνων του στόλου και επάτησε διά πρώτην φοράν το ελληνικόν έδαφος εις την Αεροπορικήν Βάσιν Φαλήρου. Και η αεροπορία μας, συναισθανόμενη την τιμήν η οποία της προσεγένετο, είχε φιλοτιμηθή να διακόσμηση το αεροδρόμιον με βασιλικήν πράγματι μεγαλοπρέπειαν. Οι σμηνίται όλην την νύκτα απησχολήθησαν με τον διάκοσμον και ολόκληρος η αεροπορική βάσις είχε στολισθή με ελληνικούς θυρεούς και με λάβαρα. Εις το απέναντι της αποβάθρας υπόστεγον είχεν εξαχθή ένα υδροπλάνον, το οποίον διεκοσμήθη με σημαίας και δάφνας, παραπλεύρως δε του υποστέγου είχε στηθή μία καλλιτεχνική εξέδρα διά τας συζύγους και τας συγγενείς των επισήμων.»
1940 – Κάνει το τηλεοπτικό ντεμπούτο του ο Γούντι ο Τρυποκάρυδος, το συμπαθέστατο αλλά σκανδαλιάρικο πτηνό, που «γεννήθηκε» από το πεννάκι του Γουόλτερ Λαντζ. Ο Γούντι ο Τρυποκάρυδος είναι χαρακτήρας κινούμενων σχεδίων. Πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες και είναι από τα μεγάλα ονόματα των κινουμένων σχεδίων. Γνώρισε νέα δόξα τη δεκαετία του ’50, στην τηλεοπτική εκπομπή ”The Woody Woodpecker Show”. Η κινηματογραφική πρεμιέρα του Γούντι έγινε στις 25 Νοεμβρίου 1940 στην ταινία κινουμένων σχεδίων ”Knock Knock”. Έχει κόκκινα μαλλιά, μπλε φτέρωμα, μαύρη ουρά, είναι γρήγορος, έχει άσπρα χέρια, κίτρινο ράμφος και κίτρινα πόδια. Είναι σκανδαλιάρης, ζει σε δεντρόσπιτο, τρυπάει και σπάει δέντρα, είναι επιθετικός και κάνει πλάκες, και έχει χαρακτηριστικό γέλιο όταν είναι σκανταλιάρης. Από το 1940 ως το 1972 δημιουργήθηκαν 202 ταινίες του Γούντι. Δημιουργοί του είναι ο Ουόλτερ Λαντζ και ο Μπεν Χάρνταγουεϊ
1942 – Άγγλοι κομάντος και έλληνες αντάρτες (Έντι Μάγιερς, Ναπολέων Ζέρβας, Άρης Βελουχιώτης) ανατινάζουν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου. Η γέφυρα είναι ιδιαίτερα γνωστή λόγω του ρόλου που έπαιξε στην Εθνική Αντίσταση, καθώς καταστράφηκε στις 25 Νοεμβρίου 1942 στη μάχη του Γοργοποτάμου, από αντιστασιακούς των οργανώσεων ΕΔΕΣ και ΕΛΑΣ, που συνεργάστηκαν υπό το συντονισμό Βρετανών πρακτόρων, εναντίον κυρίως ιταλικών και γερμανικών δυνάμεων που υπεράσπιζαν τη γέφυρα. Ο στόχος της ήταν κυρίως ψυχολογικός και είχε συμβολική σημασία, αφού η μάχη του Ελ-Αλαμέιν είχε ήδη γίνει και η τύχη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Αφρική είχε πια καθοριστεί. Το 1982, με τον Νόμο 1285, η επέτειος της μάχης καθιερώθηκε ως ετήσιος πανελλαδικός εορτασμός της Εθνικής Αντίστασης.
Η καταστροφή της γέφυρας αυτής ήταν ένας από τους τρεις πιθανούς στόχους της αποστολής Χάρλινγκ (Operation Harling), που είχε σχεδιαστεί από το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Οι άλλες δύο γέφυρες οι οποίες ήταν ο στόχος ήταν αυτή της Παπαδιάς ή αυτή του Ασωπού. Για την αποστολή Harling έπεσαν με αλεξίπτωτα δύο ομάδες στα τέλη Σεπτεμβρίου και μία ομάδα τον Οκτώβριο. Ηγέτες της αποστολής ήταν ο συνταγματάρχης Έντι Μάγιερς και ο ταγματάρχης Κρις Γουντχάους, οι οποίοι ήλθαν σε επαφή πρώτα με τον ΕΛΑΣ και τον Άρη Βελουχιώτη και στη συνέχεια με τον ΕΔΕΣ και τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Στις 12 Νοεμβρίου ο Ναπολέων Ζέρβας επικοινώνησε με τον Άρη Βελουχιώτη του ΕΛΑΣ και συναντήθηκαν στη Βίνιανη, όπου του ζήτησε να συμμετάσχει στην επιχείρηση, ώστε να περαστεί το μήνυμα της συνεργασίας των αντιστασιακών δυνάμεων. Ο δύσπιστος αρχικά Βελουχιώτης, έπειτα από αρκετή ώρα, συμφώνησε και το βράδυ της 25ης προς 26η Νοεμβρίου έγινε η επίθεση για την κατάληψη της γέφυρας και στη συνέχεια η ανατίναξή της.
1952 – Το θεατρικό έργο της Άγκαθα Κρίστι «Ποντικοπαγίδα» κάνει πρεμιέρα στο Λονδίνο, με πρωταγωνιστές τους Ρίτσαρντ Ατένμπορο και Σίλα Σιμ. Πρόκειται για τη μακροβιότερη θεατρική παράσταση, αφού παίζεται μέχρι σήμερα. Θρυλικό θεατρικό έργο μυστηρίου, που φέρει την υπογραφή της Άγκαθα Κρίστι («The Mousetrap» ο πρωτότυπος τίτλος του στα αγγλικά). Παραμένει το μακροβιότερο έργο στην ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου, καθώς παίζεται συνεχώς στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου από τις 25 Νοεμβρίου 1952 έως σήμερα.
Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στην εξοχική πανσιόν «Μόνκσγουελ Μάνορ», όπου επτά άνθρωποι βρίσκονται αποκλεισμένοι εξαιτίας χιονόπτωσης. Γρήγορα, θα διαπιστώσουν ότι ανάμεσά τους βρίσκεται κι ένας δολοφόνος, ο οποίος διαθέτει ξεχωριστή ευφυΐα και δεν είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει το νοσηρό του έργο, δίχως να πετύχει τον σκοπό του που είναι η εκδίκηση. Τα ματωμένα του ίχνη συνοδεύονται από ένα μακάβριο μοτίβο «Τα τρία τυφλά ποντικάκια», ένα παιδικό τραγουδάκι που έχει κάποια μυστηριώδη σχέση με τον δολοφόνο και τα θύματά του. Ο αστυνόμος Τρότερ θα δοκιμάσει μία σειρά από έξυπνα τεχνάσματα, προκειμένου να παγιδεύσει τον δολοφόνο. Αλίμονο, όμως. Ο σατανικός αντίπαλός του, ξέρει να ξεγλιστράει…
Η «Ποντικοπαγίδα» ξεκίνησε ως ραδιοφωνικό έργο στις 30 Μαΐου 1947 με τον τίτλο «Τρία τυφλά ποντίκια» και βασιζόταν σ’ ένα αδημοσίευτο, τότε, διήγημα της Κρίστι. Πήρε το σημερινό του όνομα από ένα στίχο του σεξπιρικού «Άμλετ», όταν μετεξελίχθηκε σε θεατρικό έργο.
Η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 6 Οκτωβρίου 1952 στο Νότιγχαμ της Αγγλίας, αλλά η μεταφορά της παράστασης στο Γουέστ Εντ, τη θεατρική γωνιά του Λονδίνου, ήταν μία από τις αιτίες για την επιτυχία του έργου και τη μακροβιότητά του. Στην πρώτη διανομή, τους πρωταγωνιστικούς ρόλους κρατούσαν ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο, ο μετέπειτα γνωστός σκηνοθέτης και η Σίλα Σιμ. Από εκείνη την πρώτη βραδιά η παράσταση τελειώνει με την παράκληση των ηθοποιών προς το κοινό να μην αποκαλύψει την ταυτότητα του δολοφόνου.
Η ίδια η Άγκαθα Κρίστι δεν περίμενε τέτοια επιτυχία. Στην αυτοβιογραφία της αναφέρεται μία συζήτηση ανάμεσα στην ίδια και σε έμπιστο φίλο της. «Θα του δώσω 14 εβδομάδες το πολύ» είπε ο φίλος της, για να του απαντήσει η Κρίστι: «Δεν πρόκειται να αντέξει τόσο, 8 εβδομάδες κι αν…». Όταν έσπασε το ρεκόρ του μακροβιότερου έργου στο Γουέστ Εντ τον Σεπτέμβριο του 1957, η Κρίστι έλαβε ένα τηλεγράφημα από τον Νόελ Κάουαρντ που έγραφε: «Όσο και να με πονάει, πρέπει ειλικρινά να σου δώσω συγχαρητήρια». Η «Ποντικοπαγίδα» έχει παιχτεί σε όλο τον κόσμο με τεράστια επιτυχία κι έχει μεταφραστεί σε 50 γλώσσες. Στην Ελλάδα πρωτοπαίχτηκε από τον θίασο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ στις αρχές του 1963, πρώτα στην επαρχία, στη συνέχεια στον Πειραιά και τέλος στην Αθήνα στο θέατρο «Φλορίντα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας (σήμερα εκεί βρίσκεται το ξενοδοχείο «Παρκ»), όπου έκανε πρεμιέρα στις 10 Αυγούστου, σε σκηνοθεσία Μήτσου Λυγίζου, σκηνογραφία Γιώργου Ανεμογιάννη και μετάφραση Δέσπως Διαμαντίδου.
1973 – Ανατρέπεται η κυβέρνηση Μαρκεζίνη και ο ίδιος ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο οποίος τίθεται υπό περιορισμό στο σπίτι του στο Λαγονήσι. Νέος ισχυρός ανήρ του απριλιανού καθεστώτος, ο ταξίαρχος Ιωαννίδης. Νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίζεται ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος.
Ο Μαρκεζίνης και αφού είχε πάρει αόριστες διαβεβαιώσεις περί της διεξαγωγής ελεύθερων εκλογών και της αναθεώρησης του Συντάγματος (το οποίο είχε ενισχύσει το ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας έναντι του Πρωθυπουργού), ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 6 Οκτωβρίου, και με το σύνθημα «συγχώρεση-λήθη-δίκαιες εκλογές», άρχισε τις συνομιλίες με τους πολιτικούς αρχηγούς προκειμένου να τους πείσει να πάρουν μέρος στις εκλογές. Εξαιρουμένων των Π. Κανελλόπουλου και Γ. Μαύρου, οι περισσότεροι πολιτικοί της ΕΡΕ καθώς και της Ένωσης Κέντρου υποστήριζαν λίγο ή πολύ το επονομαζόμενο και πείραμα Μαρκεζίνη. Χαρακτηριστική της αντιλήψεως αυτής είναι η επιστολή του Νικόλαου Μομφεράτου (ο οποίος θα συμμετάσχει στην κυβέρνηση) προς τον Κ. Καραμανλή με ημερομηνία 7 Νοεμβρίου 1973. «(…)νομίζω ότι η λύσις Μαρκεζίνη επιβάλλεται να υποστηριχθεί, διότι αποτελεί βήμα προόδου προς την κατεύθυνσιν της δημιουργίας συνθηκών ομαλότερων (…) Δρομολογείται η επαναλειτουργία πολιτικού βίου. Αι εκλογαί αποτελούν μεγάλην ευκαιρίαν. Δεν θα πρέπει να χαθεί από πάθη, πείσματα, προσωπικάς αντιθέσεις ή απωθημένας καταστάσεις που κατέχουν τον πολιτικόν κόσμον. Βεβαίως όταν λέγω “Ευκαιρίαν” δεν εννοώ ότι ο πολιτικός κόσμος θα επανέλθει κυρίαρχος του δημόσιου βίου. Άλλωστε δεν θα έπρεπε να είναι και αυτή η επιδίωξίς του».
Οι διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις του φοιτητικού κόσμου που ξεκίνησαν από τις αρχές του 1973, κορυφώθηκαν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η απάντηση της κυβέρνησης, με την εισβολή των τανκς στο χώρου του Ιδρύματος προκειμένου να καταστείλουν την εξέγερση, φανέρωσε τις σαθρές βάσεις πάνω στις οποίες στηριζόταν το πείραμα Μαρκεζίνη. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός μάλιστα, αποφάνθηκε ότι «ευρισκόμεθα προ ενός οργανωμένου σχεδίου αναταραχής» και γι’ αυτό «ήχθημεν εις την απόφασιν όπως εγκαταλείψωμεν την μέχρι της στιγμής εκείνης ακολουθηθείσαν τακτικήν της ανοχής και αναμονής, προς τούτο δε εισηγήθην εις τον, κατά το Σύνταγμα, αρμόδιον Κύριον Πρόεδρον της Δημοκρατίας, την κήρυξιν του στρατιωτικού νόμου και την υπό των Ενόπλων Δυνάμεων επικούρησιν των Σωμάτων Ασφαλείας, προς πλήρη αποκατάστασιν της τάξεως».
Μετά από 49 ημέρες στη διακυβέρνηση της χώρας, η κυβέρνηση Μαρκεζίνη και ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, θα ανατραπούν από τον έτερο ισχυρό άντρα της Χούντας, τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη.
Γεννήσεις
1844 – Καρλ Φρήντριχ Μπεντς (Karl Friedrich Benz, 25 Νοεμβρίου 1844 – 4 Απριλίου 1929) υπήρξε Γερμανός μηχανικός και εφευρέτης που σχεδίασε και κατασκεύασε το πρώτο αυτοκίνητο όχημα με κινητήρα εσωτερικής καύσης. Γεννήθηκε στην Καρλσρούη της νοτιοδυτικής Γερμανίας το 1844 και εκπαιδεύτηκε στον χώρο της μηχανικής από σχετικά μικρή ηλικία. Άνοιξε δικό του μηχανουργικό εργαστήριο στο Μανχάιμ το 1863 και από το 1877 άρχισε να πειραματίζεται αρχικά σε μηχανές με δίχρονο κινητήρα. Ύστερα από πολυετείς έρευνες, το 1885, κατασκεύασε το πρώτο αυτοκινούμενο όχημα, το οποίο ήταν τρίτροχο. Το όχημα αυτό ήταν το πρώτο αυτοκίνητο, με την σύγχρονη έννοια, που λειτουργούσε με κινητήρα εσωτερικής καύσης. Ο Καρλ Μπεντς κατοχύρωσε την εφεύρεσή του με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, στις 29 Ιανουαρίου 1886.
Ήδη από το 1883 ο Μπεντς είχε ιδρύσει δική του εταιρεία, την Benz&Co (Μπεντς & Σια) που κατασκεύαζε στατικές (μη κινούμενες) μηχανές εσωτερικής καύσης. Το 1893 η εταιρεία του κατασκεύασε το πρώτο τετράτροχο αυτοκίνητο, ενώ το 1899 ήταν έτοιμη προς πώληση η πρώτη σειρά αυτοκινήτων «αγωνιστικού» τύπου. Το 1926 η εταιρεία του Μπεντς συγχωνεύτηκε με την Daimler Motoren Gesellschaft, που είχε ιδρύσει ο μηχανικός Γκότλιμπ Ντάιμλερ. Με την συγχώνευση δημιουργήθηκε η Daimler-Benz (Ντάιμλερ-Μπεντς), εταιρεία που κατασκεύαζε οχήματα με τη γνωστή επωνυμία Μερτσέντες (Mercedes).
Το 1883 λίγο καιρό αφού ο Καρλ Μπεντς κατοχύρωσε την πατέντα για το πρώτο αυτοκίνητο, η σύζυγος του Μπέρθα Μπεντς μαζί με τους δύο γιους της πήρε το αυτοκίνητο του Καρλ για να πάει στο σπίτι της μητέρας της. Κατά την διάρκειά του ταξιδιού η Μπέρθα έκανε στάσεις για να κάνει μερικές μικρο-επισκευές στον κινητήρα του αυτοκινήτου. Τελικά κατάφερε να φτάσει στο σπίτι της μητέρας της μέχρι το απόγευμα εκείνης της ημέρας. Μετά από πάρα πολλά χρόνια η Γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να ονομάσει την δρόμο που διάνυσε η Μπέρθα (Τιμητικός Δρόμος Μπέρθα Μπεντς).
1939 – Ελένη Καραΐνδρου. Γεννήθηκε στο Τείχιο Φωκίδας και στα επτά της χρόνια μετακόμισε με τους γονείς της στην Αθήνα. Ο πατέρας της ήταν μαθηματικός και άρχισε να διδάσκει σε σχολείο στους Αμπελόκηπους, ενώ η μητέρα της πέθανε μερικούς μήνες αργότερα (1948) κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου. Την ίδια εποχή, η Ελένη Καραΐνδρου βρήκε ένα πιάνο στο σχολείο της το οποίο στάθηκε αφορμή για να κάνει τα πρώτα της βήματα στη μουσική. Άρχισε μαθήματα πιάνου και τελικά στα δέκα της χρόνια γράφτηκε στο Ελληνικό Ωδείο όπου παρέμεινε δεκαεφτά χρόνια.
Το 1950 άρχισε σπουδές πάνω στο πιάνο στο Ελληνικό Ωδείο δίπλα στην Έφη Ματαράγκα, τον Αλέξανδρο Τουρνάισσεν, τον Μιλτιάδη Κουτούγκο, τον Μάριο Βάρβογλη και τον Αντίοχο Ευαγγελάτο. Οι σπουδές της στο Ωδείο ολοκληρώθηκαν δεκαεφτά χρόνια αργότερα, το 1967. Παράλληλα σπούδασε Ιστορία και αρχαιολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στο διάστημα 1967 έως 1975 σπούδασε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας στη Schola Cantorum και εθνομουσικολογία στο École pratique des hautes études στο Παρίσι.
Σε ηλικία εικοσιτεσσάρων ετών εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου πήρε υποτροφία από το γαλλικό κράτος και άρχισε τη διδακτορική της διατριβή. Παράλληλα εργαζόταν στο Centre National de la Recherche Scientifique. Κατά τη διάρκεια της διαμονής της στο Παρίσι, γνώρισε το 1972 τον Μάνο Χατζιδάκι.
«Ερχόταν και μας ξενυχτούσε στα διάφορα καφέ που πηγαίναμε να τον ακούσουμε. Ήταν πολύ έξυπνος. Εκεί στο σπίτι του Κούνδουρου άκουσε τα πλέι-μπακ που είχα κάνει για τη «Μεγάλη Αγρυπνία». Αγαπηθήκαμε με τον Μάνο από την πρώτη στιγμή. Όταν βγήκε ο δίσκος, τρία χρόνια αργότερα, ο Μάνος ήταν στη ραδιοφωνία και ήταν ο μόνο άνθρωπος που βγήκε και είπε ότι ήταν ο καλύτερος δίσκος που είχε ακούσει τα τελευταία δέκα χρόνια. Είχε μια τρομερή γενναιοδωρία.» Από συνέντευξη της Ελένης Καραΐνδρου το 2014.
Παράλληλα γνώρισε, μεταξύ άλλων, με τη Μαρία Φαραντούρη, τον Μιχάλη Κακογιάννη, τη Μελίνα Μερκούρη και έναν νέο τότε σκηνοθέτη, τον Δημήτρη Μαυρίκιο
Η Καραΐνδρου επέστρεψε στην Ελλάδα με την Μεταπολίτευση και από το ’75 ως το ’82 υπήρξε στέλεχος του τρίτου προγράμματος της ΕΡΤ, κοντά στον Μάνο Χατζιδάκι, με τον οποίο είχε γνωριστεί και δεθεί από τα χρόνια του Παρισιού. Νωρίς εξειδικεύτηκε στην κινηματογραφική μουσική, με δύο ταινίες του Χριστόφορου Χριστοφή, τη “Περιπλάνηση” και τη “Ρόζα”, για την οποία πήρε το πρώτο της βραβείο μουσικής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Εκεί, το 1982, γνώρισε τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο, ο οποίος της ζήτησε να συνεργαστούν. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε και με άλλους σκηνοθέτες, όπως την Τώνια Μαρκετάκη, τον Jules Dassin, τον Chris Marker, την Margarethe von Trotta, τον Δημήτρη Μαυρίκιο, τον Τάκη Κανελλόπουλο, τον Λευτέρη Ξανθόπουλο. Αντίστοιχα έντονη είναι η παρουσία της στο θέατρο.
«Στο θέατρο δούλευα κάθε χρόνο, από το 1975, με πρώτη την παράσταση του Ντουφεξή, με τον Βογιατζή –εκεί ήμουν και ιδρυτικό μέλος της Σκηνής–, τον Ντασέν στο Εθνικό. Το 1986 μου ζήτησε ο Αντώνης Αντύπας να κάνω τη μουσική για τη Νίκη της Λούλας Αναγνωστάκη.» Από συνέντευξη της Ελένης Καραΐνδρου το 2014.
Έχει συνθέσει πολλά έργα για το θέατρο και τον κινηματογράφο[10]. Είναι ιδιαίτερα γνωστή για τη συνεργασία της με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, καθώς και με τον θεατρικό σκηνοθέτη Αντώνη Αντύπα. Έργα της κυκλοφορούν διεθνώς από τη γερμανική δισκογραφική εταιρία ECM και στην Ελλάδα από την καλλιτεχνική εταιρεία Μικρή Άρκτος.
1941 – Χρήστος Παπανικολάου (Τρίκαλα, 25 Νοεμβρίου 1941) είναι Έλληνας πρώην αθλητής του άλματος επί κοντώ, 4ος Ολυμπιονίκης στους Αγώνες του Μεξικού το 1968. Μετά την αθλητική του σταδιοδρομία απασχολήθηκε ως προπονητής και συγγραφέας. Ξεκίνησε από τον Γ.Σ. Τρικάλων, ενώ αργότερα εντάχθηκε στον Παναθηναϊκό. Κυριάρχησε στο άθλημά του για πολλά χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα όπου ήταν 13 φορές Πανελληνιονίκης (από το 1961 έως το 1977 με κάποια διαλείμματα), αλλά και στο εξωτερικό, με οκτώ Βαλκανικούς τίτλους, δύο χρυσά σε Μεσογειακούς Αγώνες το 1967 και το 1971 και ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου το 1966. Το 1964 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον πίνακα των πανελληνίων ρεκόρ, όταν στις 26 Ιουλίου κατέρριψε στο Κάιρο το πανελλήνιο ρεκόρ στο άλμα επί κοντώ με επίδοση 4,73 μ.[1]. Στις 3 Ιουνίου του 1965, στην Αθήνα, ανέβασε το πανελλήνιο ρεκόρ στα 4,92 μ..
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1966 κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα της Βουδαπέστης με 5,05 μ. κάνοντας ταυτόχρονα και πανελλήνιο ρεκόρ. Το χρυσό μετάλλιο κατέκτησε ο μεγάλος και “αιώνιος” αντίπαλός του, Βόλφγκανγκ Νόρντβιγκ, που πήδηξε 5,10 μ. Ξεπέρασε, όμως, σπουδαίους άλτες, όπως ο Γάλλος Ερβέ ντ’Ανκός και ο Ιταλός Ρενάτο Ντιονίζι. Την ίδια χρονιά, στους Βαλκανικούς αγώνες στίβου κέρδισε το χρυσό μετάλλιο (5 μ.). Τον Αύγουστο του 1967, στο Νέο Φάληρο, έκανε πανελλήνιο ρεκόρ στο δέκαθλο και στέφθηκε πρωταθλητής Ελλάδας. Νίκησε στους Μεσογειακούς Αγώνες της Τύνιδας και στις 16 Οκτωβρίου του 1968, στην Πόλη του Μεξικού, κατέρριψε το ευρωπαϊκό και πανελλήνιο ρεκόρ στο άλμα επί κοντώ με 5,35 μ. Το 1969, στους Βαλκανικούς Αγώνες Στίβου που διεξήχθησαν στη Σόφια, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο με άλμα 5,25 μ.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού έχασε το χάλκινο μετάλλιο από τον Ανατολικογερμανό Βόλφγκανγκ Νόρντβιγκ που ξεπέρασε το 5,40, αλλά απέδειξε την παγκόσμια κλάση του δύο χρόνια αργότερα, όταν κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο επί κοντώ με 5,49 μ. στις 24 Οκτωβρίου 1970 στην Αθήνα.
Στις 24 Οκτωβρίου 1970, στο Στάδιο Γεώργιος Καραϊσκάκης ο Χρήστος Παπανικολάου έκανε παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα επί κοντώ πηδώντας 5 μέτρα και 49 εκατοστά . Δεύτερος ήταν ο Παντελής Νικολαΐδης με 4,40 μ., τρίτος ο Πελοπίδας Ηλιάδης επίσης με 4,40 μ. και τέταρτος ο Σέρβος Π. Καράγιοβιτς με 4,20 μ.
Ο Χρήστος Παπανικολάου ανακηρύχτηκε αθλητής της χρονιάς το 1965, 1966, 1967, 1968 και 1970. Το 1970, κατέκτησε επίσης χρυσό βαλκανικό μετάλλιο. Στη συνέχεια, διετέλεσε πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Ολυμπιονικών.
Θάνατοι
1970 – Γιούκιο Μισίμα. Γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1925 και ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Ήταν ένα φιλάσθενο παιδί, που το ανάθρεψε η αυταρχική γιαγιά του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κιμιτάκε Χιραόκα (平岡 公威). Εκπαιδεύτηκε στρατιωτικά στις Δυνάμεις Αυτοάμυνας και άρχισε να στρατολογεί φοιτητές για έναν στρατό που είχε ως αποστολή την υπεράσπιση της χώρας του από τον επιταχυνόμενο εξαμερικανισμό της. Ήρθε από νωρίς σε επαφή με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και τους Ιάπωνες κλασικούς συγγραφείς. Σκηνοθέτησε την ταινία Τελετουργία του έρωτα και του θανάτου το 1965. Ασχολήθηκε και με το θέατρο. Έγραψε θεατρικά έργα, Ταράτσα του λεπρού βασιλιά κ.ά. Ήταν επίσης γνωστός για την καριέρα του ως μοντέλο και τη σωματοδόμηση χωρίς χρήση αναβολικών ουσιών.
Ήταν υποψήφιος τρεις φορές για το βραβείο Νόμπελ που τα έχασε, πιθανώς λόγω των ακροδεξιών του απόψεων. Στις 25 Νοεμβρίου 1970, αφού πρώτα παρέδωσε το τελευταίο του έργο Εκπεσών Άγγελος, αυτοκτόνησε με την μέθοδο του σεπούκου (χαρακίρι) στο ιαπωνικό γενικό επιτελείο των Δυνάμεων Αυτοάμυνας μετά από απόπειρα πραξικοπήματος. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Βλέπουμε την Ιαπωνία να γλεντοκοπά βυθισμένη σε ευμάρεια και να κολυμπάει στο χρήμα και στην πνευματική της κενότητα. Είναι δυνατόν να δίνεις αξία στη ζωή, μέσα σε μια πλάση όπου το πνεύμα έχει πεθάνει; Ζήτω ο αυτοκράτορας! Νομίζω ότι ούτε καν με προσέχουν…»
Το τέλος του Γιούκιο Μισίμα, η τελετουργική δημόσια αυτοκτονία του κάνοντας χαρακίρι μαζί με τον εραστή του, τον όμορφο νεαρό Μασακάτσου Μορίτα, έμελλε να επηρεάσει, ενδεχομένως και να συσκοτίσει, όλο του το έργο.
2005 – Τζορτζ Μπεστ. Ο βορειοϊρλανδός Τζορτζ Μπεστ υπήρξε ο πρώτος πραγματικός σούπερ-σταρ του ποδοσφαίρου, αν συνεκτιμήσουμε τόσο την δράση του εντός των αγωνιστικών χώρων όσο και την εξωγηπεδική του ζωή, η οποία ήταν αυτή που του προκάλεσε ποικίλα αδιέξοδα και τον οδήγησε σε πρόωρο θάνατο. Ήταν αυτός που εισήγαγε την εικόνα του ποπ-σταρ στα γήπεδα με την πλούσια κόμη του (ανορθογραφία τότε για ποδοσφαιριστή στο νησί) και την εξωστρεφή και άστατη ζωή του που λάμβανε μεγάλη δημοσιότητα. Μεγαλούργησε την ίδια σχεδόν περίοδο με τους «Beatles» και εξ αυτού του λόγου του είχαν αποδώσει τον χαρακτηρισμό «Ο Πέμπτος Μπιτλ». Η λαμπρή ποδοσφαιρική καριέρα του συνοψίζεται στα 11 χρόνια που έμεινε στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (1963-1974). Δόξασε την φανέλα με το 7, θαυμάστηκε για τις ντρίμπλες και την ικανότητά του στο σκοράρισμα και λατρεύτηκε όχι μόνο από τους οπαδούς της ομάδας του αλλά και από ολόκληρο το βρετανικό ποδόσφαιρο.
Ο Τζορτζ Μπεστ γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1946 στο Μπέλφαστ της Βορείου Ιρλανδίας και ήταν το μεγαλύτερο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας Προτεσταντών. Ο πατέρας του ήταν μέλος του σκληροπυρηνικού Τάγματος της Οράγγης και η μητέρα του έβρισκε γιατρειά στο ποτό ένα κουσούρι που κληρονόμησε και στο γιο της.
Ο νεαρός Τζορτζ ξεκίνησε την αθλητική του διαδρομή από το ράγκμπι και στην συνέχεια μεταπήδησε στο ποδόσφαιρο. Ήταν υποστηρικτής της Γκλεντόραν, ομάδας του ανατολικού Μπέλφαστ, όπου μεγάλωσε και οπαδός της Γουλβς στην Αγγλία.
Ενώ ήταν ακόμα μαθητής, ένας τοπικός κυνηγός ταλέντων τον πρότεινε στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ χαρακτηρίζοντας τον ως «ποδοσφαιρική μεγαλοφυία». Σε ηλικία 15 ετών εντάχθηκε στην ομάδα των «μπέμπηδων» και δύο χρόνια αργότερα, το 1963, έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα. Από τους πρώτους αγώνες δημιούργησε αίσθηση με τις αέρινες ντρίμπλες του και τα απίθανα γκολ που σημείωνε. Μετά την φρικτή τραγωδία του Μονάχου, ο Μπεστ έμελλε να γίνει ο ποδοσφαιριστής που θα συγκέντρωνε πάνω του τις ελπίδες των οπαδών της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για την επιστροφή της ομάδας στην κορυφή της Αγγλίας και γιατί όχι της Ευρώπης.
Η προσμονή τους δεν κράτησε πολύ. Το 1965, οι «μπέμπηδες» αναδείχθηκαν πρωταθλητές Αγγλίας ύστερα από οκτώ χρόνια με μπροστάρη τον 22χρονο Μπεστ και δύο χρόνια αργότερα επανέλαβαν το κατόρθωμά τους. Το 1968, ήταν η μεγάλη χρονιά του Μπεστ, καθώς οδήγησε την Γιουνάιτεντ στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (νυν Τσάμπιονς Λιγκ), του πρώτου για αγγλική ομάδα, και παράλληλα αναδείχθηκε «Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής της χρονιάς».
Με το νούμερο 7 στην φανέλα έπαιξε συνολικά σε 466 παιγνίδια, σημειώνοντας 178 γκολ, από το 1963 έως το 1974, οπότε έφυγε κακήν κακώς από την ομάδα. Η φήμη του είχε ξεπεράσει πλέον τον χώρο του ποδοσφαίρου και είχε γίνει ένα συνηθισμένο θέμα των βρετανικών ταμπλόιντ για τα ξενύχτια, τους έρωτές του και τις μεγάλες ποσότητες αλκοόλ που κατανάλωνε.
Την Πρωτοχρονιά του 1974, ο Μπεστ φόρεσε για τελευταία φορά με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ήταν το ματς με την Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς στο «Λόφτους Ρόουντ», όπου η ομάδα του γνώρισε «βαριά» ήττα με 3-0. Τις επόμενες μέρες δεν παρουσιάστηκε στις προπονήσεις της ομάδας και ο προπονητής του Τόμι Ντόχερτι τον έθεσε οριστικά εκτός ομάδας.
Η κατηφόρα που είχε πάρει δεν είχε σταματημό. Συνελήφθη με την κατηγορία της κλοπής του διαβατηρίου, της γούνας και του μπλοκ επιταγών της Αμερικανίδας ηθοποιού, Μάρτζορι Γουάλας, αλλά απαλλάχθηκε των κατηγοριών. Το χειρότερο γι αυτόν ήταν στο τέλος εκείνης της περιόδου η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ υποβιβάστηκε στην δεύτερη κατηγορία, γράφοντας μία «μαύρη σελίδα» στην ιστορία της.
Ο Μπεστ είχε σπαταλήσει το κολοσσιαίο ταλέντο του στην ηλικία των 28 ετών. Στην συνέχεια γύρισε σχεδόν όλη την υφήλιο, παίζοντας σε μικρές ομάδες της Μεγάλης Βρετανίας, της Ισπανίας, της Αυστραλίας, της Νότιας Αφρικής και των ΗΠΑ, έως το 1983, οπότε εγκατέλειψε οριστικά την ενεργό δράση. Τα χρόνια αυτά «πουλούσε] το ένδοξο όνομά του, αλλά στο γήπεδο ήταν ανύπαρκτος. Ό,τι χρήματα έβγαζε τα σπαταλούσε στα «…ποτό και τα ξενύχτια…» που σύμφωνα με το άσμα «έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια». Αυτό συνέβη και με τον Τζορτζ Μπεστ.
Η αυτοκαταστροφική του πορεία δεν είχε τελειωμό και το 2002 υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση ήπατος, αλλά μια σειρά λοιμώξεων που σχετίζονταν με την επέμβαση τον οδήγησαν στον θάνατο. Το μεσημέρι της 25ης Νοεμβρίου 2005, άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Κρόμγουελ» του Λονδίνου, σε ηλικία 59 ετών.
Ο Τζορτζ Μπεστ είχε κάνει δύο γάμους, Ο πρώτος με μοντέλο Άντζελα Μακντόναλντ, με την οποία απέκτησε ένα γιό, τον Κάλουμ Μπεστ (γ.1981), πρωταγωνιστή σε ριάλιτι και ο δεύτερος με ένα άλλο μοντέλο, την Άλεξ Πέρσεϊ που κατέληξε και αυτός σε διαζύγιο.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia