Συνέβη 24 Σεπτεμβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

24 Σεπτεμβρίου 2023

Είναι η 267η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 98 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:14 – Δύση ήλιου: 19:20
– Διάρκεια ημέρας: 12 ώρες 6 λεπτά
🌓  Σελήνη 9 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Θέκλα, Κόπρο, Μυρσίνη, Μυρτώ, Μυρτιά, Μυρτιδιώτισσα, Αμερισούδα, Αμέρσσα, Πέρση και Περσεφόνη.

 

Γεγονότα

 

 

622 – Ολοκληρώνεται η Εγίρα, δηλαδή η μετοικεσία του προφήτη Μωάμεθ από τη Μέκκα στη Μεδίνα, με αφορμή την αποκήρυξη των ιδεών του από τους συντοπίτες του, κατά το «ουδείς προφήτης στον τόπο του». Αυτή η χρονιά αποτελεί το έτος 1 του μουσουλμανικού ημερολογίου.
Η Μεδίνα (και Μαδίνα, Αραβ. المدينة) είναι πόλη στην περιοχή της Χετζάζης στη δυτική Σαουδική Αραβία και πρωτεύουσα της επαρχίας Μαντίνα (Madinah). Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Γιαθρίμπ, από την ομώνυμη όαση που βρισκόταν εκεί κοντά.
Αποτελεί τη δεύτερη ιερότερη πόλη για τους Μουσουλμάνους (μετά τη Μέκκα) και τόπο ταφής του προφήτη Μωάμεθ. Υπήρξε ο δεύτερος τόπος διαμονής του Μωάμεθ μετά τη φυγή του (αραβ. χίτζρα, εγίρα) από τη Μέκκα και ο τόπος από τον οποίο άρχισε η αντεπίθεσή του για την τελική επικράτηση της νεοπαγούς θρησκείας του επί των ομοφύλων του.
Στη Μεδίνα βρίσκεται το δεύτερο πιο ιερό τέμενος για το Ισλάμ, το Τέμενος του Προφήτη, στο οποίο βρίσκεται ο τάφος του Μωάμεθ, καθώς και των πρώτων χαλίφηδων Αμπού Μπακρ και Ουμάρ. Επίσης, στη Μεδίνα βρίσκονται τα τρία παλαιότερα τζαμιά, τα οποία χτίστηκαν την εποχή του Μωάμεθ: το Τέμενος του Προφήτη, το Τζαμί Κούμπα (το παλαιότερο τέμενος στο κόσμο) και το Μασγίντ αλ-Κιπλαταΐν (το τέμενος των δύο Κίπλα), το τζαμί στο οποίο η κατεύθυνση προσευχής (κίπλα) άλλαξε από την Ιερουσαλήμ στη Μέκκα.
Όπως και στη Μέκκα, η πρόσβαση στο ιερό κέντρο της πόλης επιτρέπεται μόνο στους Μουσουλμάνους, ενώ μη Μουσουλμάνοι δεν επιτρέπεται να μπουν ή περάσουν μέσα από αυτό.

 

1828 – Ο Ιωάννης Καποδίστριας οργανώνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Ταχυδρομική Υπηρεσία, με γραφεία στο Άργος, στην Τρίπολη, στην Επίδαυρο και τη Σύρο. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1828 ο Κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας υπογράφει ψήφισμα «περί συστάσεως τακτικής ταχυδρομικής συγκοινωνίας» ιδρύοντας το «Γενικόν Ταχυδρομείον». Στην Αθήνα ο ταχυδρόμος, ερχόμενος από το Ναύπλιο, την τότε πρωτεύουσα, «ανήρχετο επί βαρελίου, αναγιγνώσκων εις επήκοον των συγκεντρωμένων κατοίκων τας επί των επιστολών διευθύνσεις. Εν περιπτώσει καθ’ ην δεν εμφανίζοντο οι αποδέκται, αι επιστολαί εκαίοντο επί τόπου». Η γεωγραφική ιδιομορφία και ποικιλία της χώρας, και η παντελής έλλειψη συγκοινωνιακής υποδομής κάνει το ταχυδρομικό έργο ιδιαίτερα δύσκολο. Το 1834, σε συμφωνία με τον Γάλλο τραπεζίτη Φραγκίσκο Φεράλδη εξασφαλίζεται η εξυπηρέτηση του ταχυδρομείου προς και από τα νησιά, ενώ το 1836 τοποθετούνται οι πρώτες άμαξες για τη μεταφορά αλληλογραφίας Αθήνα-Πειραιά. Το 1860 τίθεται σε ισχύ ο νόμος περί γραμματοσήμων και τυπώνεται στο Νομισματοκοπείο του Παρισιού το πρώτο ελληνικό γραμματόσημο που έχει σαν παράσταση –συμβολικά– την κεφαλή του Ερμή.

 

1834 – Αρχίζει στο Ναύπλιο η «Δίκη των Δικαστών» Γεώργιου Τερτσέτη και Αναστάσιου Πολυζωίδη, που αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη σε θάνατο. Θα αθωωθούν πανηγυρικά από το δικαστήριο. Δύο ήταν μόνον οι δικαστές που όρθωσαν το ανάστημά τους και αρνήθηκαν να καταδικάσουν σε θάνατο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην πολύκροτη δίκη των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης στο Ναύπλιο, το 1834: ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και ο Γεώργιος Τερτσέτης.
Ο Πολυζωίδης, ως πρόεδρος του Πρωτοδικείου Ναυπλίου, και ο Τερτσέτης, ως ένα από τα πέντε μέλη του δικαστηρίου, αρνήθηκαν πεισματικά να υπογράψουν την απόφαση καταδίκης σε θάνατο του Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα, οι οποίοι είχαν βρεθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου για εσχάτη προδοσία, μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους αγωνιστές. Η σθεναρή στάση που επέδειξαν οι δύο δικαστές προκάλεσε τη μήνιν των ανθρώπων της βαυαρικής Αντιβασιλείας και είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξή τους.
Ανδριάντες των δύο αυτών μεγάλων ανδρών κοσμούν την πρόσοψη του Δικαστικού Μεγάρου της Τρίπολης, της ξακουστής αρκαδικής πρωτεύουσας. Το μέγαρο, που οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1914-1934, είναι ένα λιθόχτιστο διώροφο κτίριο με ενδιαφέροντα δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο. Απέναντι από τους ανδριάντες των αείμνηστων δικαστών, στην πλατεία Άρεως, δεσπόζει το άγαλμα του εφίππου στρατηγού, του θρυλικού Γέρου του Μοριά. Ως γνωστόν, ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης του Αγώνα της Ανεξαρτησίας ήταν εκείνος που πολιόρκησε και κατέλαβε την Τρίπολη (άλωση Τριπολιτσάς, Σεπτέμβριος 1821).
|Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης (1802-1873), διαπρεπής νομικός, πολιτικός, λόγιος και συγγραφέας, καταγόταν από το Μελένικο, άλλοτε ακμαία πόλη και κέντρο του ελληνισμού στο βόρειο τμήμα της Ανατολικής Μακεδονίας. Σπούδασε νομικά και ιστορία στο Γκαίτινγκεν, τη Βιέννη και το Βερολίνο. Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, γραμματέας του Εκτελεστικού (υπουργικού συμβουλίου) κατά την Επανάσταση του 1821, υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Εσωτερικών, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και Σύμβουλος Επικρατείας. Εξάλλου, ο Πολυζωίδης υπήρξε ο κύριος συντάκτης του Συντάγματος της Επιδαύρου, ενώ εξέδωσε τα ιδρυτικά διατάγματα του Πανεπιστημίου Αθηνών (1837).
Ο Γεώργιος Τερτσέτης (1800-1873 ή 1874), ιστορικός, λόγιος και νομικός, καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Υπηρέτησε ως καθηγητής στρατιωτικής ιστορίας στη Στρατιωτική Σχολή του Ναυπλίου, αλλά και ως αρχειοφύλακας της Βουλής των Ελλήνων. Ο Τερτσέτης, επηρεασμένος από τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι, έγραψε διάφορα ποιήματα και διηγήματα, ενώ συνέγραψε καθ’ υπαγόρευσιν τα απομνημονεύματα αγωνιστών του 1821 (μεταξύ αυτών, του Κολοκοτρώνη και του Νικηταρά). Αναστάσιος Πολυζωίδης και Γεώργιος Τερτσέτης: διαχρονικά σύμβολα του αγώνα για ανεξάρτητη δικαιοσύνη.

 

1869 – «Μαύρη Παρασκευή» στις ΗΠΑ, μία από τις χειρότερες μέρες στην ιστορία του αμερικανικού χρηματιστηρίου. O Τζέι Γκουλντ και ο Τζέιμς Φισκ επιχειρούν να ελέγξουν την αγορά χρυσού, η κυβέρνηση την απελευθερώνει και ακολουθεί πανικός στη Wall Street, με κατακόρυφη πτώση στην τιμή του χρυσού.
Οι κερδοσκοπικές επιθέσεις στη βάση ασθενών οικονομιών έχουν ιστορία σχεδόν 150 χρόνων και, όπως έχει φανεί, καμία χώρα δεν μπορεί να ξεφύγει από τα… νύχια των γερακιών, ακόμα και εάν πρόκειται για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλωστε, πέρα από τον Ατλαντικό έγινε, τη «μαύρη Παρασκευή» 24 Σεπτεμβρίου 1869, η πρώτη μεγάλη νομισματική επίθεση, με ένα σχέδιο που μοιάζει με σενάριο κινηματογραφικής ταινίας. Πρωταγωνιστές ήταν ο Τζέισον Γκάουλντ (Jason «Jay» Gould, 27 Μαΐου 1836 – 2 Δεκεμβρίου 1892), που έχει απεικονιστεί ως ένας από τους πιο αδίστακτους κερδοσκόπους και τους πλουσιότερους ανθρώπους της εποχής του, και ο Τζέιμς Φισκ ο νεότερος (James Fisk Jr., 1η Απριλίου 1835 – 7 Ιανουαρίου 1872), γνωστός και ως «Big Jim».
«Τίποτα στην ιστορία των νομισματικών υποθέσεων δεν μπορεί να συγκριθεί με τη χθεσινή άγρια αναταραχή», έγραφε το ρεπορτάζ των εφημερίδων της Νέας Υόρκης για τα βίαια επεισόδια που εξελίχθηκαν την προηγούμενη μέρα μέσα και έξω από το Χρηματιστήριο. [Πηγή: New York Tribune 25.9.1869, σελ. 8]. Η «έκρηξη» έγινε γύρω στο μεσημέρι, όταν μαθεύτηκε ότι η κυβέρνηση ρίχνει στην αγορά χρυσό, αξίας τεσσάρων εκατομμυρίων δολαρίων. Αυτή η κίνηση έριξε την τιμή του χρυσού, που είχε αυξηθεί βάσει ενός οργανωμένου σχεδίου των δύο «γερακιών» της Χρυσής Εποχής, όπως ονομάστηκε η περίοδος μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, με τη μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη, τις επενδύσεις και τις ευκαιρίες για κερδοσκοπία.
Η καταστροφή για δεκάδες χρηματιστές ήταν ολοκληρωτική, η αγορά «πάγωσε» και οι μετοχές κατέρρευσαν για καιρό αλλά το μεγαλύτερο πλήγμα από την άνοδο της αξίας του δολαρίου υπέστη η γεωργία, αφού οι εξαγωγές μειώθηκαν και οι τιμές των προϊόντων κατρακύλησαν. Οι επιπτώσεις της κρίσης έφτασαν μέχρι την Ευρώπη αλλά οι δύο πρωταγωνιστές, Γκάουλντ και Φισκ, έμειναν ατιμώρητοι με πόρισμα ερευνητικής επιτροπής…

 

1948 – Ο γιαπωνέζος μηχανικός Σοϊτσίρο Χόντα ιδρύει την εταιρεία Honda. Αρχικώς κατασκευάζει μοτοσικλέτες, στη συνέχεια όμως θα επεκταθεί και στα αυτοκίνητα.
Ο Σοϊτσίρο Χόντα (ιαπωνικά: 本田宗一郎‎), 17 Νοεμβρίου 1906 – 5 Αυγούστου 1991) ήταν Ιάπωνας σχεδιαστής μοτοσυκλετών, μηχανικός και επιχειρηματίας, ιδρυτής της Honda Motor Co. Ltd.. Γεννήθηκε το 1906 στo Τσιζουόκα (Shizuoka) της Ιαπωνίας. Ο πατέρας του είχε μηχανουργείο επισκευής ποδηλάτων. Από πολύ μικρός ο Χόντα βοηθούσε τον πατέρα του στις μηχανουργικές εργασίες και έδειξε το ταλέντο του στις κατασκευές. Στα 16 του, μόλις τελείωσε το σχολείο, ταξίδεψε στο Τόκυο για να εκπαιδευτεί ως μηχανικός αυτοκινήτων. Επέστρεψε στον τόπο του έξι χρόνια αργότερα και άνοιξε τη δική του μικρή επιχείρηση. Από νεαρή ηλικία ο Χόντα εκδήλωσε την αγάπη του για τους αγώνες, με τους οποίους ήρθε σε επαφή κατά την παραμονή του στο Τόκυο. Ένα σοβαρό ατύχημα που είχε όμως το 1937 τον ώθησε να στρέψει την προσοχή του αποκλειστικά στην εξέλιξη και προώθηση μηχανολογικών προϊόντων.
Μετά το τέλος του πολέμου ο Χόντα μάζεψε όσες αχρηστευμένες μοτοσικλέτες μπόρεσε να βρει και από τα εξαρτήματά τους κατασκεύασε τρεις “καινούργιες”, τις οποίες πώλησε. Ασχολήθηκε με την κατασκευή μοτοσικλετών και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Honda άρχισε να σχεδιάζει και να κατασκευάζει μικρούς κινητήρες, τους οποίες πωλούσε σε άλλους κατασκευαστές. To 1949 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Τακέο Φουζισάβα (Takeo Fujisawa), έναν άνθρωπο ιδιαίτερα ικανό στο να διαχειρίζεται την περιουσία της εταιρίας. Από εκείνη τη στιγμή Χόντα και Φουζισάβα απέκτησαν διακριτούς ρόλους. Ο πρώτος θα ασχολούνταν αποκλειστικά με το σχεδιαστικό, μηχανολογικό και κατασκευαστικό κομμάτι (κάτι στο οποίο είχε, αναμφισβήτητα, μεγάλο χάρισμα), ενώ ο δεύτερος θα αναλάμβανε την οικονομική διαχείριση και διεύθυνση της εταιρίας, πεδίο στο οποίο ο Χόντα δεν διακρίθηκε ποτέ. Μάλιστα, η συνεργασία τους αυτή μετατράπηκε και σε μια μακρόχρονη φιλία, που τη χαρακτήριζε ο βαθύτατος αλληλοσεβασμός.

 

 

Γεννήσεις

 

1882 – Καρλ Ραπ, γερμανός μηχανικός, ιδρυτής της αυτοκινητοβιομηχανίας BMW. Το 1916 ιδρύεται η Rapp-Motorenwerke από τον Καρλ Ραπ, ως εταιρεία κατασκευής κινητήρων. Το 1917 μετονομάστηκε σε Bayerische MotorenWerke και αναπτύχθηκε ταχύτατα λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, φτιάχνοντας κινητήρες για αεροπλάνα. Μετά τον Πόλεμο, λόγω της Συνθήκης των Βερσαλλιών, με την οποία η Γερμανία αναγκάστηκε να αφοπλιστεί, η BMW αναγκάστηκε να σταματήσει την παραγωγή στρατιωτικού υλικού και στράφηκε στην κατασκευή φρένων για τρένα.
Το 1919 σχεδίασε την πρώτη μηχανή μοτοσικλετών της, που χρησιμοποιήθηκε σε ένα μοντέλο αποκαλούμενο Βικτώρια, που κατασκευαζόταν από μια επιχείρηση στην Νυρεμβέργη.
Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η BMW κατασκεύαζε δίκυκλα υψηλής αντοχής και επιδόσεων, που χρησιμοποιήθηκαν από το Γερμανικό στρατό κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, όπως στην Βόρεια Αφρική, μερικά από τα οποία επιβιώνουν μέχρι σήμερα σε χώρες που ήταν υπό γερμανική κατοχή. Η BMW κατασκεύαζε επίσης κινητήρες αεροπλάνων, τόσο για ελικοφόρα, όσο και για τα πρώτα τζετ της εποχής.

 

1924 – Βούλα Ζουμπουλάκη. Σημαντική ελληνίδα ηθοποιός, που διακρίθηκε κυρίως για τις θεατρικές ερμηνείες της. Η Βούλα Ζουμπουλάκη γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου στις 24 Σεπτεμβρίου του 1924. Θέλοντας να κάνει το χατήρι της οικογένειάς της εισήχθη στη Νομική Σχολή Αθηνών, ενώ παράλληλα σπούδαζε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Μονωδίας του Εθνικού Ωδείου, καθώς από πολύ μικρή είχε δείξει ιδιαίτερη κλίση στο τραγούδι.
Πρωτοεμφανίστηκε στη Λυρική Σκηνή το 1950, στην όπερα του Βέρντι «Χορός μεταμφιεσμένων». Γρήγορα, όμως, άλλαξε κατεύθυνση και με την προτροπή του σπουδαίου έλληνα ηθοποιού Δημήτρη Μυράτ, τον οποίο παντρεύτηκε στο Κάιρο το 1951, μεταπήδησε στο θέατρο.
Η Μαρτίριο από το «Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» του Λόρκα είναι ο πρώτος της σημαντικός ρόλος, στο θέατρο Κοτοπούλη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Στο ίδιο θέατρο, διευθυντής του οποίου ήταν ο Δημήτρης Μυράτ, θα συνεχίζει με παραστάσεις όπως: «Φαύλος κύκλος» του Δημήτρη Ψαθά, «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ, «Επτά χρόνια φαγούρα» του Τζορτζ Άξελροντ, «Η δικηγορίνα» του Λουί Βερνέιγ, «Λυσσασμένη γάτα» του Τένεσι Ουίλιαμς κ.ά.
Από το 1957 πρωταγωνιστεί στο θίασο του Δημήτρη Μυράτ στην «Υπόθεση Ντρέιφους» του Μανώλη Σκουλούδη, «Το φως της καρδιάς» του Τένεσι Ουίλιαμς, τους «Δίκαιους» του Αλμπέρ Καμί και στη θρυλική παράσταση «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Λουίτζι Πιραντέλο (1961), στην οποία ερμηνεύει το τραγούδι «Πέτρα» του Μάνου Χατζιδάκι.
Από το 1968 το θεατρικό σχήμα γίνεται «Θίασος Μυράτ – Ζουμπουλάκη» και συνεχίζουν με έργα όπως: «Εσθήρ» του Ρακίνα, «Απαγορευμένο τετράδιο» της Άλμπα ντε Τσέσπεντες, «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, «Διάλογοι» του Πλάτωνα, «Εκάβη» του Ευριπίδη, «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Λουίτζι Πιραντέλλο κ.ά. Μετά το θάνατο του Δημήτρη Μυράτ (1991), συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο, και με το Μοντέρνο Θέατρο του Γιώργου Μεσσάλα.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίζεται το 1955 στη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ερμηνεύει το ρόλο της Αννέτας και τη θυμόμαστε να τραγουδά το «Εφτά τραγούδια θα σου πω» του Μάνου Χατζιδάκι. Δέκα χρόνια αργότερα πρωταγωνιστεί στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Όχι… κύριε Τζόνσον» και τραγουδά τα «Παλικάρια» του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Το 1961 και το 1965 τιμήθηκε με το βραβείο Μαρίκας Κοτοπούλη ως η καλύτερη θεατρική ηθοποιός, το 1966 με το Α’ βραβείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το ρόλο της στην ταινία «Σύντομο διάλειμμα» του Ντίνου Κατσουρίδη, ενώ το 1990 απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Ποιότητας για τη ερμηνεία της στη ταινία του Γιάννη Αλεξάκη «Αθηναίοι».
Στις ελάχιστες τηλεοπτικές εμφανίσεις της ανήκει και η τηλεοπτική σειρά «Πορφύρα και αίμα» του Νίκου Φώσκολου (1978).
Η Βούλα Ζουμπουλάκη πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου 2015 στην Αθήνα, σε ηλικία 90 ετών.
Σύμφωνα με τον γνωστό θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο, «η Ζουμπουλάκη διακρίθηκε σε ρόλους δραματικούς και κωμικούς. Είναι ηθοποιός με σκηνική άνεση, αίσθηση του σκηνικού χρόνου και αντίληψη των αποχρώσεων του χαρακτήρα που υποδύεται με κριτήριο πάντα το μέτρο και εφόδιο την ψυχολογία του βάθους».

 

1937 – Τάκης Λουκανίδης, ποδοσφαιριστής της Δόξας Δράμας και του Παναθηναϊκού, για πολλούς ο πληρέστερος έλληνας ποδοσφαιριστής. Ο Νεοτάκης  (Τάκης) Λουκανίδης  ήταν Έλληνας παλαίμαχος διεθνής ποδοσφαιριστής, γεννημένος στο Παρανέστι της Δράμας το 1937. Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ Κομοτηνής και το 1955 υπέγραψε στη Δόξα Δράμας. Στα πέντε χρόνια του στον σύλλογο γνωρίζει στιγμές δόξας, που παρόμοιες δεν είχε ζήσει ως τότε επαρχιακό σωματείο, αφού οι «μαυραετοί του Βορρά» φτάνουν τρεις φορές στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος. Μάλιστα το 1958 έγινε ο μόνος παίκτης εκτός ΠΟΚ που κλήθηκε στην Εθνική Ελλάδας για το παιχνίδι του Κυπέλλου Εθνών με την πανίσχυρη Γαλλία των Φοντέν και Κοπά.
Το 1962 μετακόμισε στον Παναθηναϊκό με τον οποίο αγωνίστηκε για επτά χρόνια, κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο. Μάλιστα, ήταν μέλος της θρυλικής ομάδας του αήττητου πρωταθλήματος την σεζόν 1963-64. Σε 142 αγώνες στην Α΄ Εθνική με τον Παναθηναϊκό σκόραρε 59 φορές και άλλες 12 στο Κύπελλο. Στο μεσοδιάστημα γνώρισε τη σύζυγό του, την Άννη, αλλά επειδή δεν τον ήθελαν οι δικοί της αναγκάστηκαν να φύγουν στη Νότια Αφρική το 1965, όπου αγωνίστηκε και εκεί. Έκλεισε την καριέρα του στον Άρη, με τον οποίο αγωνίστηκε σε 45 αγώνες έχοντας οκτώ γκολ ενώ κατέκτησε και το Κύπελλο το 1970. Συμμετείχε σε 23 αγώνες της Εθνικής Ελλάδας (1958-1967) και σκόραρε 3 φορές.

 

 

Θάνατοι

 

 

1845 – Ανδρέας Λόντος, αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης και «Φιλικός». Γεννήθηκε το 1786 στη Βοστίτσα (Αίγιο) από ισχυρή οικογένεια προυχόντων της πόλης. Ήταν γιος του προεστού Σωτηράκη Λόντου, που αποκεφαλίστηκε το 1812 στην Τριπολιτσά. Παππούς του ήταν ο Γκολφίνος, ο οποίος συμμετείχε στην Εξέγερση του 1770. Σπούδασε στο Σχολαρχείο της Βοστίτσας, το οποίο διηύθυνε ο Ευστάθιος Παλαμάς, πρόγονος του μετέπειτα ξακουστού ποιητή Κωστή Παλαμά. Ο Ανδρέας έζησε για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη και επανήλθε στην Πελοπόννησο το 1816. Συνήψε φιλία με τον νέο Μόρα-Βαλεσή Σακήρ Αχμέτ και το 1818 αναγορεύτηκε επίσημα σε προεστό με έγγραφο των εκπροσώπων του καζά Βοστίτσας, επικυρωμένο από τον επίσκοπο Κερνίτσης, Προκόπιο. Προεπαναστατικά μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Πελοπίδα, και εργάστηκε για την προπαρασκευή της Επανάστασης.
Μετείχε ενεργά στην Επανάσταση, όπως και οι αδελφοί του Αναστάσιος και Λουκάς. Στις 23 Μαρτίου κήρυξε την επανάσταση στο Αίγιο, εκδίωξε τους Τούρκους χωρίς μάχη και ύψωσε την πρώτη ελληνική επαναστατική σημαία. Στη διάρκεια της επανάστασης διοικούσε δικό του στρατιωτικό σώμα, με το οποίο πήρε μέρος στην πολιορκία της Πάτρας και του Μεσολογγίου.
Κατά τον Καλλίνικο Καστόρχη, ο Ανδρέας Λόντος σε συνεννόηση με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό εκφώνησε την 25 Μαρτίου του 1821 προς συμπατριώτες του τον ίδιο λόγο που εκφώνησε και ο Γερμανός στην Αγία Λαύρα Καλαβρύτων. Μετά από αυτό επικεφαλής ενόπλων συμμετείχε στην πολιορκία της Πάτρας και του Ρίου.
Μετά την Απελευθέρωση ο Λόντος παραγκωνίστηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, γι’ αυτό και πρωτοστάτησε στα αντικαποδιστριακά κινήματα. Το 1833 μετακόμισε στο Ναύπλιο, προκειμένου να συναντήσει τον βασιλιά Όθωνα κατά την άφιξή του. Το 1835 ο Όθων τον διορίζει συνταγματάρχη και στη συνέχεια στρατιωτικό επιθεωρητή. Κατά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου ο Λόντος έλαβε ενεργά μέρος, όντας αρχηγός του Αγγλικού κόμματος. Μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου διορίστηκε αντιπρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, ενώ στη συνέχεια χρημάτισε Υπουργός Στρατιωτικών & Εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση. Με την άνοδο όμως του Ιωάννη Κωλέττη, ο Λόντος εκδιώχθηκε και έχασε όλα του τα αξιώματα.
Τα οικονομικά του προβλήματα αλλά και η μεγάλη πίκρα του για την πολιτική του αποτυχία τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Έθεσε τέλος στη ζωή του στις 24 Σεπτεμβρίου 1845 στο σπίτι του στην Αθήνα. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Αίγιο και συγκεκριμένα στο σπίτι του αδερφού του Λουκά στις 15 Οκτωβρίου, αλλά δεν τάφηκε με εκκλησιαστικό τελετουργικό εξαιτίας της απαγόρευσης που είχε επιβληθεί από την Κυβέρνηση Κωλέττη. Τελικά η κηδεία του πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 1847, αμέσως μετά το θάνατο του Κωλέττη.

1920 – Πέτερ Καρλ Φαμπερζέ (Карл Густавович Фаберже, 30 Μαΐου 1846 – 24 Σεπτεμβρίου 1920) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Ρώσους χρυσοχόους, κοσμηματοποιούς και σχεδιαστές διακοσμητικών μικροτεχνημάτων. Ο Φαμπερζέ, Γάλλος Ουγενότος στην καταγωγή, γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας στις 30 Μαΐου 1846. Ο πατέρας του Γκυστάβ Φαμπερζέ (Gustave Fabergé, 1814 – 1893) είχε ήδη εγκατασταθεί ως χρυσοχόος στην Αγία Πετρούπολη από το 1842, ασχολούμενος με τη σχεδίαση και την κατασκευή περίτεχνων διακοσμητικών αντικειμένων, παράδοση που συνέχισε ο γιος του Πέτερ Καρλ Φαμπερζέ, όταν κληρονόμησε την οικογενειακή επιχείρηση το 1870.
Ο Φαμπερζέ απέκτησε την πρώτη του μόρφωση στην Αγία Πετρούπολη, ενώ αργότερα σπούδασε στη Σχολή Τεχνών και Χειροτεχνημάτων της Δρέσδης στη Γερμανία, όπου είχε εγκατασταθεί αρχικά η οικογένειά του το 1860 και στη συνέχεια στην Εμπορική Σχολή Schloss του Παρισιού. Μέχρι το 1872 ταξίδευε συνεχώς και μελετούσε, όταν σε ηλικία 26 ετών επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη και νυμφεύθηκε την Augusta Julia Jacobs.
Στα επόμενα χρόνια, βοηθούμενος από τους γιους του και τους συνεργάτες του, με επικεφαλής τον Ελβετό τεχνίτη Φρανσουά Μπερμπάουμ, ο Φαμπερζέ αναγνωρίστηκε σύντομα ως εξέχων σχεδιαστής και απέκτησε υψηλή πελατεία μεταξύ των ευρωπαϊκών βασιλικών Αυλών. Ο Φαμπερζέ ειδικεύτηκε και άρχισε να φιλοτεχνεί περίτεχνα διακοσμητικά αντικείμενα σε πολύτιμα και ημιπολύτιμα υλικά, όπως χρυσό, ασήμι, μαλαχίτη, νεφρίτη (ζαντ), λαζούρι και πολύτιμους λίθους, εμπνευσμένα από τις διακοσμητικές τέχνες που άκμασαν επί Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ στη Γαλλία. Το εργαστήριο του Φαμπερζέ έγινε σύντομα διάσημο με τις πρωτότυπες δημιουργίες του, όπως ανθρώπινες φιγούρες, κορνίζες, άνθη, κομψοτεχνήματα με ζώα και κυρίως τα περίφημα αυτοκρατορικά Πασχαλινά Αυγά, φιλοτεχνημένα από πολύτιμα μέταλλα και πολύτιμους λίθους, που γοήτευσαν τη ρωσική και τις άλλες βασιλικές Αυλές και κατέκτησαν τις αγορές της Ευρώπης.
Ο τσάρος Αλέξανδρος Γ΄ παρήγγειλε το πρώτο από τα αυγά αυτά για την τσαρίνα Μαρία Φιοντόροβα το 1884, ενώ ο διάδοχός του Νικόλαος Β΄ συνέχισε την παράδοση, παραγγέλλοντας στον Οίκο Φαμπερζέ δύο αυγά κάθε χρόνο, ένα για τη μητέρα του και ένα για τη σύζυγό του αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Μέχρι την επανάσταση είχαν κατασκευαστεί 54 πασχαλινά αυγά Φαμπερζέ και κανένα από αυτά δεν ήταν ίδιο με άλλο.
Από το 1882 μέχρι το 1917, ο Οίκος Φαμπερζέ, με έδρα την Αγία Πετρούπολη και ανεξάρτητα εργαστήρια στη Μόσχα, στην Οδησσό, στο Κίεβο και στο Λονδίνο, με 500 υπαλλήλους στο προσωπικό του, δημιούργησε γύρω στις 200.000 πολύτιμα μικροτεχνήματα. Ο Φαμπερζέ, διεθνώς πλέον γνωστός, παρουσίασε τα έργα του το 1882 στην Πανρωσική Έκθεση της Μόσχας, το 1885 στην Έκθεση της Νυρεμβέργης, όπου πήρε το χρυσό μετάλλιο για τα αντίγραφά του των σκυθικών θησαυρών, ενώ το 1900 εκπροσώπησε τη Ρωσία στην Παγκόσμια Έκθεση των Παρισίων. Το 1881, η κεντρική επιχείρηση επεκτάθηκε και μεταφέρθηκε σε μεγαλύτερες εγκαταστάσεις, όπου είναι και σήμερα, στην Οδό Μπολσάγια Μόρσκαγια (Bolshaya Morskaya ulitsa) της Αγίας Πετρούπολης. Η αίθουσα του ισογείου, με τους κόκκινους γρανιτένιους στύλους, είναι και σήμερα εκθεσιακός χώρος. Τα εργαστήρια Φαμπερζέ συνέχισαν να δημιουργούν τα πολύτιμα διακοσμητικά μικροτεχνήματά τους μέχρι τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, οπότε η νέα κυβέρνηση απαγόρευσε τη δημιουργία πολύτιμων αντικειμένων.
Ο Φαμπερζέ πέθανε εξόριστος στη Λωζάνη της Ελβετίας, από καρδιακή προσβολή, στις 24 Σεπτεμβρίου 1920. Ο γιος του Ευγένιος Φαμπερζέ (1874 – 1960) μετέφερε την τέφρα του πατέρα του, καθώς και της συζύγου του Αυγούστας που έχε πεθάνει το 1925, από τη Λωζάνη και την ενταφίασε στον τάφο της μητέρας του στο Κοιμητήριο Grand Jas στις Κάννες της Γαλλίας.

 

2004 – Φρανσουάζ Σαγκάν. Η Σαγκάν γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου 1935 στο Καγιάρκ και πέρασε την πρώιμη παιδική της ηλικία στο νομό Λοτ, περιτριγυρισμένη από ζώα, ένα πάθος που διατήρησε καθ’όλη την διάρκεια της ζωής της. Με το ψευδώνυμο ‘Kiki’, ήταν το μικρότερο παιδί μιας οικογένειας της υψηλής κοινωνίας – ο πατέρας της ήταν παραγωγός και σκηνοθέτης και η μητέρα της ήταν κόρη γαιοκτημόνων.
Η οικογένεια πέρασε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939–45) αρχικά στο Ντωφινέ και έπειτα στο Βερκόρ. Η πατρική προγιαγιά της ήταν Ρωσίδα από την Αγία Πετρούπολη. Η οικογένεια διατηρούσε ένα σπίτι στο δημοφιλές 17ο διαμέρισμα του Παρισιού, στο οποίο επέστρεψαν μετά τον πόλεμο. Η Σαγκάν αποβλήθηκε από το πρώτο σχολείο επειδή “δεν διέθετε βαθιά πνευματικότητα”. Αποβλήθηκε από το σχολείο Louise-de-Bettignies επειδή είχε στην κατοχή της “μια προτομή του Μολιέρου με ένα στρινγκ”. Έλαβε το απολυτήριό της με την δεύτερη προσπάθεια και έγινε αποδεκτή στην Σορβόννη το φθινόπωρο 1952. Ήταν μια αδιάφορη φοιτήτρια και δεν αποφοίτησε ποτέ. Επέλεξε το ψευδώνυμο “Σαγκάν” από έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα (Πριγκίπισσα Σαγκάν από το έργο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο του Προυστ). Το πρώτο μυθιστόρημα της Σαγκάν, Καλημέρα θλίψη, δημοσιεύτηκε το 1954, όταν ήταν 18 ετών. Έγινε αμέσως διεθνής επιτυχία. Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην ζωή της δεκαεφτάχρονης Σεσίλ που διάγει μια ζωή καθοδηγούμενη από την απόλαυση και στην σχέση της με το αγόρι της και τον αργόσχολο μοιχό πατέρα της.
Οι χαρακτήρες της Σαγκάν, που έγιναν πρότυπα για τους απογοητευμένους έφηβους, μοιάζουν εν μέρει με τους χαρακτήρες του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ. Κατά την διάρκεια της λογοτεχνικής καριέρας της που διήρκεσε μέχρι το 1998, η Σαγκάν παρήγαγε δεκάδες έργα, πολλά από τα οποία έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Διατήρησε το αυστηρό στυλ του γαλλικού ψυχολογικού μυθιστορήματος, παρόλο που το νέο κύμα ήταν στην μόδα. Οι συζητήσεις μεταξύ των χαρακτήρων της θεωρείται συχνά ότι περιλαμβάνουν υπαρξιακά ζητήματα. Παράλληλα με μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και μια αυτοβιογραφία, έγραψε στίχους για τραγούδια και σενάρια για ταινίες. Την δεκαετία του 1960, η Σαγκάν αφιερώθηκε στα θεατρικά έργα τα οποία, παρόλο που διέθεταν εξαιρετικούς διαλόγους, έλαβαν μέτρια επιτυχία. Αργότερα επικεντρώθηκε στην καριέρα της ως μυθιστοριογράφος.
Η Σαγκάν παντρεύτηκε δυο φορές. Στις 13 Μαρτίου 1958, παντρεύτηκε τον πρώτο σύζυγό της, τον Guy Schoeller, εκδότη στην Hachette, που ήταν 20 χρόνια μεγαλύτερός της. Το ζευγάρι πήρε διαζύγιο τον Ιούνιο 1960. Το 1962, παντρεύτηκε τον Bob Westhof, έναν νεαρό Αμερικανό πλέιμποι που ήθελε να γίνει κεραμοποιός. Το ζευγάρι χώρισε το 1963 ; ο γιος τους Denis Westhoff γεννήθηκε τον Ιούνιο 1962. Έπειτα είχε μια μακροχρόνια σχέση με την σχεδιάστρια μόδας Peggy Roche. Είχε επίσης έναν άνδρα εραστή, τον Bernard Frank, έναν παντρεμένο δοκιμιογράφο που είχε εμμονή με το διάβασμα και το φαγητό. Ξεκίνησε μια μακροχρόνια σχέση με τη Γαλλίδα εκδότρια του Playboy Annick Geille, μετά την συνέντευξη που έδωσε η Σαγκάν στο ίδιο περιοδικό. Το 2010, ο γιος της Denis δημιούργησε το Βραβείο Φρανσουάζ Σαγκάν.

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


AgrinioStories