Συνέβη 21 Ιουλίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

21 Ιουλίου 2023

Είναι η 202η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 163 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:19 – Δύση ήλιου: 20:44 – Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 25 λεπτά
🌒  Σελήνη 3.2 ημερών

 

Γεγονότα

 

356 π.Χ. – Ο νεαρός Ηρόστρατος πυρπολεί τον Ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Ο Ηρόστρατος συνελήφθη από τους συμπατριώτες του, βασανίστηκε και αποκάλυψε ότι σκοπός της πράξης του ήταν να μείνει το όνομά του στην ιστορία. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Οι Εφέσιοι απαγόρευσαν να μνημονεύεται το όνομα του Ηρόστρατου, το οποίο όμως περιέσωσε ο ιστορικός Θεόπομπος.
Με το πέρασμα του χρόνου το όνομα του Ηρόστρατου έγινε συνώνυμο αυτού που διακατέχεται από τη μανία να γίνει γνωστός, έστω και διαπράττοντας κάτι κατακριτέο και καταστροφικό. Η φράση «ηροστράτειος δόξα» σημαίνει τη φήμη που αποκτά κάποιος από καταστροφική πράξη, ενώ η φράση «ηροστράτειο έργο», το μάταιο έργο.

 

 

1904 – Ολοκληρώνεται ο Υπερσιβηρικός Σιδηρόδρομος, ο οποίος ξεκινάει από τη Μόσχα και φτάνει μέχρι το Βλαδιβοστόκ στον Ειρηνικό Ωκεανό. Έχει μήκος 9.289 χιλιόμετρα και είναι η μεγαλύτερη σιδηροδρομική γραμμή του κόσμου.
Στις 9 Μαρτίου 1891 η Ρωσία εξέδωσε αυτοκρατορικό διάταγμα, με το οποίο έκανε γνωστές τις προθέσεις της για την κατασκευή του γιγαντιαίων διαστάσεων έργου, που εξυπηρετούσε τα ιμπεριαλιστικά της σχέδια προς Ανατολάς. Ο «θεμέλιος λίθος» της γραμμής τέθηκε στις 19 Μαΐου του ίδιου έτους από τον τσάρο Νικόλαο Β’ και αμέσως άρχισε η κατασκευή της ταυτόχρονα και από τη Μόσχα και από το Βλαδιβοστόκ. Χρειάστηκαν 25 χρόνια για την ολοκλήρωση του έργου και στις 5 Οκτωβρίου 1916 έγιναν τα εγκαίνια του Υπερσιβηρικού, λίγους μήνες πριν από την πτώση του τσαρισμού στη Ρωσία κι ένα χρόνο περίπου πριν από την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Ο Υπερσιβηρικός Σιδηρόδρομος παραμένει και σήμερα ζωτικής σημασίας αρτηρία για τις εμπορευματικές και επιβατικές μεταφορές στη Ρωσία. Το 30% των εμπορευματικών μεταφορών προς την Άπω Ανατολή εκτελούνται με τον Υπερσιβηρικό. Τις επιβατικές μεταφορές εκτελεί η ταχεία αμαξοστοιχία «Ρωσία», που διανύει τη διαδρομή Μόσχα – Βλαδιβοστόκ σε 7 με 8 ημέρες, και εκτός από τους τακτικούς επιβάτες, προσελκύει πλήθος τουριστών, που θέλουν να νιώσουν την εμπειρία του ξεχωριστού αυτού ταξιδιού.

 

1925 – Ο καθηγητής βιολογίας Τζον Σκόουπς καταδικάζεται σε πρόστιμο 100 δολαρίων, επειδή διδάσκει στους μαθητές του σε Λύκειο της πόλης Ντέιτον του Τενεσί τη Θεωρία της Εξέλιξης του Κάρολου Δαρβίνου. Μία από τις δέκα πιο σημαντικές δίκες στη νομική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο επίσημος τίτλος της είναι «Πολιτεία του Τενεσί κατά του Τζον Τόμας Σκόουπς». Εντάσσεται στο πλαίσιο της διαμάχης μεταξύ «δημιουργιστών» και «δαρβινιστών».
«Δημιουργιστές» ονομάζουμε όσους συντάσσονται με την άποψη της Εκκλησίας ότι η δημιουργία του κόσμου είναι αποτέλεσμα της Θείας Χάριτος. Σήμερα, η θέση αυτή, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, έχει μετασχηματισθεί στη θεωρία του ευφυούς σχεδιασμού, που υποστηρίζει ότι στην αρχή της εξέλιξης του Σύμπαντος υπήρξε ένα υπερφυσικό σχέδιο, μια επέμβαση του Δημιουργού Θεού. Οι «Δαρβινιστές» αποδέχονται τη θεωρία του βρετανού φυσιοδίφη Κάρολου Δαρβίνου (1809-1882), που υποστηρίζει ότι τα ζωικά και φυτικά είδη προέκυψαν από την αργή εξέλιξη απλούστερων μορφών ζωής, με γενετικές μεταλλάξεις και με τη φυσική επιλογή. Μια θεωρία που είναι γενικά αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα.
Το ιστορικό της δίκης ξεκινά στις 21 Μαρτίου 1925, όταν η Βουλή της Πολιτείας του Τενεσί στις ΗΠΑ ψηφίζει τον νόμο Μπάτλερ που «απαγορεύει τη διδασκαλία στα σχολεία κάθε θεωρίας που αρνείται τη θεϊκή καταγωγή του ανθρώπου και υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος προέρχεται από κατώτερες μορφές ζωικών οργανισμών». Ο νεαρός καθηγητής βιολογίας Τζον Σκόουπς αψηφά τον νόμο και συνεχίζει να διδάσκει τους μαθητές του στο Λύκειο του Ντέιτον τη θεωρία του Δαρβίνου, δηλαδή «την καταγωγή του ανθρώπου από τον πίθηκο», όπως έλεγαν περιπαικτικά οι Δημιουργιστές. Η Εισαγγελία της Πολιτείας κινείται δικαστικά εναντίον του Σκόουπς και του ασκεί ποινική δίωξη.
Τα δικαστικά έξοδα του κατηγορουμένου ανέλαβε η Αμερικανική Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ACLU) και την υπεράσπισή του ο κορυφαίος ποινικολόγος των ΗΠΑ Κλάρενς Ντάροου. Συνήγορος πολιτικής αγωγής εκ μέρος χριστιανικών οργανώσεων παρέστη ο πολιτικός Ουίλιαμ Τζένιγκς Μπράιαν, διαπρύσιος κήρυκας του αντιδαρβινισμού. Ήταν σπουδαίος ρήτορας, αλλά είχε να δικηγορήσει τριάντα χρόνια. Του τοπικού δικαστηρίου των ενόρκων προΐστατο ο δικαστής Τζον Ρόλστον.
Η δίκη ξεκίνησε πράγματι στις 10 Ιουλίου 1925 και εξελίχθηκε σε μια μονομαχία Ντάροου – Μπράιαν. Ο Ντάροου προσπάθησε στην αρχή να κηρύξει τον νόμο αντισυνταγματικό, επειδή καλλιεργούσε το θρησκευτικό μίσος μεταξύ των πολιτών. Απέτυχε, όμως, καθώς ο δικαστής Ρόλστον απέρριψε το αίτημά του. Στη συνέχεια κάλεσε ως μάρτυρα τον δικηγόρο της πολιτικής αγωγής και χριστιανό ακτιβιστή Ουίλιαμ Τζένινγκς Μπράιαν και τον «στρίμωξε» αρκετά με τις ερωτήσεις του, κερδίζοντας τις εντυπώσεις του ακροατηρίου.
Η ζέστη, όμως, ήταν αφόρητη και η δίκη συνεχίστηκε στον περίβολο του δικαστηρίου, κάτω από τον ίσκιο των μεγάλων δέντρων. Η υπεράσπιση έφερε διαπρεπείς επιστήμονες να καταθέσουν για τη θεωρία της εξέλιξης, αλλά και αυτό το αίτημα απορρίφθηκε από τον δικαστή Ρόλστον. Ο Ντάροου αντέδρασε έντονα και θεώρησε ότι ο ρόλος του στη δίκη έληξε. Στις 21 Ιουλίου 1925 οι ένορκοι εξέδωσαν την απόφασή τους, που ήταν καταδικαστική. Ο δικαστής Ρόλστον επέβαλε στον νεαρό καθηγητή Τζον Σκόουπς χρηματική ποινή 100 δολαρίων, ποσό ιδιαίτερα σημαντικό για την εποχή.
Πέντε ημέρες αργότερα ο κατήγορος του Σκόουπς, Ουίλιαμ Τζένιγκς Μπράιαν, πέθανε στον ύπνο του σε ηλικία 65 ετών. Πολλοί είπαν ότι έφταιξε η εξαντλητική εξέτασή του από τον Ντάρελ, όμως η αλήθεια είναι ότι έπασχε από διαβήτη. Στις 15 Ιανουαρίου 1927, ο Κλάρενς Ντάροου υποστήριξε την αναίρεση του Τζον Σκόουπς, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολιτείας του Τενεσί. Το δικαστήριο αθώωσε τον Σκόουπς για τυπικούς λόγους, επειδή την απόφαση για την επιβολή της χρηματικής ποινής έπρεπε να πάρουν οι ένορκοι και όχι δικαστής.
Τον δικαστήριο δεν μπήκε στην ουσία της υπόθεσης και άφησε ανέπαφο τον νόμο Μπάτλερ, που καταργήθηκε σαράντα χρόνια αργότερα με απόφαση της Βουλής του Τενεσί (16 Μαΐου 1967). Η διαμάχη «δημιουργιστών» και «δαρβινιστών» κυρίως στο χώρο της εκπαίδευσης συνεχίζεται με αμείωτη ένταση στις ΗΠΑ.

 

1950 – Η Βουλή παραπέμπει στο Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο) τον τέως υπουργό Μεταφορών Πάνο Χατζηπάνο με την κατηγορία της απιστίας κατά του Δημοσίου σχετικά με σκάνδαλο μεταφοράς των καυσίμων.
Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1949 κι ενώ η Ελλάδα βίωνε την τελική φάση του Εμφυλίου Πολέμου με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού στον Γράμμο και το Βίτσι κατά των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, η αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Μεταφορών προκήρυξε μειοδοτικό διαγωνισμό για τη μεταφορά καυσίμων ανά την επικράτεια.
Επικεφαλής του Υπουργείου Μεταφορών ήταν ο Πάνος (Παναγιώτης) Χατζηπάνος, 62 ετών, στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος (της «Νέας Δημοκρατίας» της εποχής), που εκλεγόταν βουλευτής Ευβοίας συνεχώς από το 1926. Πρωθυπουργός, ο βετεράνος τραπεζίτης Αλέξανδρος Διομήδης, που ανήκε στον φιλελεύθερο πολιτικό χώρο και προΐστατο κυβέρνησης συνασπισμού, την οποία αποτελούσαν πολιτικοί του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη και Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Ο Χατζηπάνος, εκτός από την πολιτική, ασχολούνταν και με τα γράμματα. Έγραψε την ιστορική μελέτη Φραγκοκρατία εν Ευβοία, το ενθύμημα Ιστορία του Ελληνικού Ελευθεροτεκτονισμού (Μασόνος ο ίδιος) και τα θεατρικά έργα Ήταν Μοιραίο, Αγριολούλουδο και Τ’ Αγκάθια.
Ανάμεσα στους μειοδότες του διαγωνισμού για τη μεταφορά των καυσίμων στη Θήβα, το Αγρίνιο, την Πάτρα και την Τρίπολη ήταν και ο Βασίλειος Γ. Σκόπας, υπάλληλος του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (Απόφαση 77.408/30.7.1949). Ο ίδιος δεν είχε βυτιοφόρο, αλλά συνεταιρίστηκε με τον αυτοκινητιστή Γεώργιο Πρεπέ. Στην ετερόρρυθμο εταιρεία που συνέστησε Σκόπας και Σία με συμβολαιογραφικό έγγραφο στις 17 Σεπτεμβρίου 1949, ομόρρυθμοι εταίροι ήταν ο ίδιος και η Όλγα Κυριαζοπούλου και ετερόρρυθμος εταίρος ο Γεώργιος Πρεπές. Σκοπός της εταιρείας ήταν η μεταφορά δια ξηράς και θαλάσσης προσώπων και πραγμάτων.
Έως τις αρχές Ιανουαρίου του 1950 τίποτα από τα προαναφερθέντα δεν είχε απασχολήσει την κοινή γνώμη, που είχε αρχίσει να στρέφει το ενδιαφέρον της στις επικείμενες εκλογές, καθώς η θητεία της Βουλής έληγε τον Μάρτιο. Στις 3 Ιανουαρίου κι ενώ ο ηγέτης των Λαϊκών, Κωνσταντίνος Τσαλδάρης βρισκόταν σε προεκλογική περιοδεία, ο Σοφοκλής Βενιζέλος επισκέφθηκε τον Δημήτριο Μάξιμο και του ζήτησε να καλέσει τον Χατζηπάνο για να δώσει εξηγήσεις σχετικά με τη σύμβαση Σκόπα. Οι εφημερίδες (Το Βήμα, Τα Νέα κλπ) έγραφαν εκείνη την ημέρα ότι υπήρχε οσμή σκανδάλου στη σύμβαση Σκόπα, επειδή η συνεταίρος του Όλγα Κυριαζοπούλου ήταν στενή φίλη της γυναίκας του Τσαλδάρη, Ναντίν. Ο Τύπος ισχυριζόταν ότι ο σύζυγος της Όλγας Κυριαζοπούλου ήταν οικονομικός αξιωματικός του ναυτικού, αλλά και οικονομικός υπεύθυνος εφημερίδας προσκείμενης στον Τσαλδάρη.
Πράγματι, την επομένη, 4 Ιανουαρίου, ο Χατζηπάνος παρουσιάσθηκε ενώπιον του πρωθυπουργού και υποστήριξε ότι η όλη διαδικασία ήταν καθόλα νόμιμη και δεν υπήρχε κανένα σκοτεινό σημείο. Ο Διομήδης πείστηκε και εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση, με την οποία επεσήμανε ότι «ουδεμία ένδειξις προκύπτει περί οιασδήποτε εις βάρος του Δημοσίου ζημίας, προστατευθέντων των συμφερόντων του Δημοσίου». Δεν πέρασε ένα εικοσιτετράωρο και στις 5 Ιανουαρίου οι Φιλελεύθεροι υπουργοί παραιτήθηκαν και η κυβέρνηση Διομήδους έπεσε. Ο Βενιζέλος επικαλέστηκε ως λόγο παραίτησης το γεγονός ότι ο Τσαλδάρης είχε ήδη αρχίσει τον προεκλογικό αγώνα και ότι θα έπρεπε να διοριστεί υπηρεσιακή κυβέρνηση για την πραγματοποίηση εκλογών. Πολιτικοί παρατηρητές υποστήριζαν ότι στόχος των αποκαλύψεων για τον Χατζηπάνο ήταν η πολιτική φθορά του Τσαλδάρη και του Λαϊκού Κόμματος. Ο Κορίνθιος πολιτικός δεν ήταν αρεστός ούτε στους Αμερικανούς, που προωθούσαν τη λύση Παπάγου ως ηγέτη της Δεξιάς.
Οι εκλογές διεξήχθησαν στις 5 Μαρτίου 1950 από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Τζον Θεοτόκη, με το σύστημα της απλής αναλογικής. Το Λαϊκό Κόμμα αναδείχθηκε πρώτο χωρίς αυτοδυναμία, αλλά ουσιαστικός νικητής ήταν το Κέντρο, με τους τρεις πολιτικούς σχηματισμούς του (Κόμμα Φιλελευθέρων, ΕΠΕΚ, Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου). Μετά από διαβουλεύσεις, την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Σοφοκλής Βενιζέλος (23 Μαρτίου), που δεν ήταν αρεστός στους Αμερικανούς και στις 16 Απριλίου ο Νικόλαος Πλαστήρας.
Μία από τις πρώτες ενέργειες της νέας Βουλής ήταν η σύσταση προανακριτικής επιτροπής, για να διερευνήσει τις κατηγορίες κατά του Χατζηπάνου. Τελικά, με απόφασή της στις 21 Ιουλίου 1950, τον παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο), με την κατηγορία της απιστίας κατά του Δημοσίου. Η πλειοψηφία της Βουλής θεώρησε ότι ο Χατζηπάνος ανέθεσε απευθείας και όχι με μειοδοτικό διαγωνισμό τη μεταφορά πετρελαίου στον Σκόπα, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί το Δημόσιο, του οποίου το συμφέρον είχε ταχθεί να προασπίζει ο Υπουργός.

 

1965 – Μεγάλη διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας κατά της κυβέρνησης των «Αποστατών». Το βράδι της 14ης Ιουλίου παραδίδεται στον ΓεώργιοΠαπανδρέου η τρίτη βασιλική επιστολή, με την οποία του επισημαίνεται να μην επιμείνει στην παραίτησή του Γαρουφαλιά. Ηγετικά στελέχη της Ένωσης Κέντρου (Μητσοτάκης, Τσιριμώκος, Αλλαμανής, Μπακατσέλος κ.ά.) ανεβαίνουν στο Καστρί και του ζητούν να μην σπρώξει τα πράγματα στο δρόμο της ρήξης με το στέμμα. Ο ίδιος θα απαντήσει στον βασιλιά με δεύτερη επιστολή, επισημαίνοντάς του ότι δεν μπορεί να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευση», προαναγγέλλοντας κατά κάποιο τρόπο την παραίτησή του.
Την επομένη βασιλιάς και πρωθυπουργός θα συναντηθούν στα ανάκτορα. Θα ακολουθήσει ο παρακάτω διάλογος, όπως θα αποτυπωθεί στις εφημερίδες της εποχής:
Παπανδρέου: «Μεγαλειότατε αύριον θα σας υποβάλλω εγγράφως την παραίτησίν μου.»
Κωνσταντίνος: «Άκουσα τα περί παραιτήσεώς σας και τα λαμβάνω υπ’ όψιν μου.»
Παπανδρέου: «Αντιλαμβάνομαι τον λόγον δια τον οποίον επείγεσθε δια την παραίτησιν.»
Βασιλιάς: «Είναι δεδομένη η παραίτησις».
Παπανδρέου: «Καταλαβαίνω τις έχετε κατά νουν, Μεγαλειότατε.»
Ο Κωνσταντίνος αρκέστηκε στην προφορική παραίτηση του Παπανδρέου και δεν περίμενε να του υποβληθεί εγγράφως. Λίγες ώρες αργότερα ορκίστηκε ενώπιόν του το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησης των «Αποστατών», όπως ονομάστηκαν, υπό τον πρόεδρο της Βουλής, Ιωάννη Αθανασιάδη – Νόβα (Πρώτη Κυβέρνηση των «Αποστατών»).
Την επομένη χιλιάδες Αθηναίοι κατέβηκαν στους δρόμους για διαμαρτυρηθούν για το «βασιλικό πραξικόπημα». Συγκρούστηκαν με την αστυνομία, η οποία τους αντιμετώπισε με γκλομπς και δακρυγόνα. Στις 19 Ιουλίου θα γίνει η πιο εντυπωσιακή διαδήλωση υπέρ της Δημοκρατίας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, επικεφαλής μιας πομπής από 200 και πλέον αυτοκίνητα, στολισμένα με σήματα της Ένωσης Κέντρου, φοινικόκλαδα και φωτογραφίες, κατέβηκε από το Καστρί προς την Αθήνα εν μέσω του παραληρούντος πλήθους. Στο συλλαλητήριο της 21ης Ιουλίου, που μετέβαλε το κέντρο της Αθήνας σε πεδίο συγκρούσεων ανάμεσα σε διαδηλωτές και την Αστυνομία, θα χάσει τη ζωή του ο 22χρονος φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας, στέλεχος της Αριστεράς.

 

Γεννήσεις

 

1816 – Πάουλ Γιούλιους Φον Ρόιτερ. Ο Αγγλογερμανός επιχειρηματίας και δημοσιογράφος Πάουλ Γιούλιους φον Ρόιτερ υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Καινοτόμος και διορατικός, ίδρυσε το 1850 το ειδησεογραφικό πρακτορείο «Ρόιτερς» («Reuters»), εκμεταλλευόμενος κάθε μέσο που θα μπορούσε να φέρει την είδηση όσο το δυνατόν ταχύτερα και πιστότερα στον χρήστη της. Σήμερα, το δημιούργημά του, συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλυτέρων ειδησεογραφικών οργανισμών με την επιρροή του να φθάνει σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Ο Ίσραελ Μπερ Γιοσαφάτ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 21 Ιουλίου 1816 στο Κάσελ του γερμανικού κρατιδίου της Έσσης , στους κόλπους μιας εβραϊκής οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν ραβίνος και ο θείος του, από τον οποίο έλαβε τα πρώτα επιχειρηματικά ερεθίσματα, ασχολείτο με τραπεζιτικές εργασίες στο Γκέτιγκεν. Εκεί γνώρισε τον φυσικό Καρλ Γκάους, που πειραματιζόταν με τη μετάδοση ηλεκτρομαγνητικών σημάτων μέσω καλωδίων για την δημιουργία του πρώτου ηλεκτρικού τηλέγραφου. Μια γνωριμία που θα του φανεί χρήσιμη τα επόμενα χρόνια.
Τον Νοέμβριο του 1845 και ενώ βρισκόταν στο Λονδίνο, αποφάσισε ότι δεν τον κάλυπτε πνευματικά -ίσως και επιχειρηματικά- η ιουδαϊκή θρησκεία και βαπτίστηκε χριστιανός. Με νέα ταυτότητα, ως Πάουλ Γιούλιους Ρόιτερ, επανήλθε στα πατρώα εδάφη και πριν από το τέλος του χρόνου νυμφεύτηκε στο Βερολίνο τη Μαρία Μάγκνους, κόρη τραπεζίτη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά.
Από το Βερολίνο ξεκίνησε ουσιαστικά και η επιχειρηματική του διαδρομή το 1847, όταν έγινε συνεταίρος σε μια μικρή εκδοτική επιχείρηση. Κάποια φυλλάδια με φιλελεύθερο περιεχόμενο που εξέδωσε ενόχλησαν τις αρχές που τόν έθεσαν υπό παρακολούθηση και τον ανάγκασαν να εγκατασταθεί στο Παρίσι, μετά την αποτυχημένη φιλελεύθερη Επανάσταση του 1848. Εκεί έπιασε δουλειά στο ειδησεογραφικό πρακτορείο «Aβάς» (Havas), το μετέπειτα Γαλλικό Πρακτορείο (AFP) και έστελνε μεταφρασμένα άρθρα και οικονομικές ειδήσεις σε γερμανικές εφημερίδες.
To 1850, αποφάσισε να στήσει την δική του δουλειά και ίδρυσε το «Ρόιτερς» με έδρα το Άαχεν, όπου κατέληγε η τηλεγραφική γραμμή του Βερολίνου. Μέχρι τον επικοινωνιακό κόμβο των Βρυξελλών χρησιμοποιούσε ταχυδρομικά περιστέρια για να μεταφέρουν τα χρηματιστηριακά νέα με ταχύτητα απείρως μεγαλύτερη από τα τρένα της εποχής, προς μεγάλη ικανοποίηση των συνδρομητών του που ήταν κυρίως τραπεζίτες και χρηματιστές.
Το 1851 μετέφερε την έδρα του στο Λονδίνο και τα περιστέρια αντικαταστάθηκαν από τον εξελιγμένο τηλέγραφο, που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη. Το «Ρόιτερς», τώρα, παρείχε νέα από όλο το φάσμα της ειδησεογραφίας, με αποτέλεσμα να διευρύνει το πελατολόγιό του με τις ημερήσιες εφημερίδες, που αναζητούσαν δημοσιογραφική ύλη για να γεμίσουν τις αυξανόμενες σελίδες τους.
Το 1859, το «Ρόιτερς» σημείωσε την πρώτη του μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία, όταν μετέδωσε το κείμενο της ομιλίας με την οποία ο Ναπολέων Γ’ προανήγγειλε τον πόλεμο Γαλλίας – Αυστρίας στο Πεδεμόντιο. Η ανάπτυξη των υποθαλάσσιων καλωδίων τού επέτρεψε να διευρύνει τις επιχειρήσεις του και σε άλλες ηπείρους. Το 1865, ανήγγειλε πρώτο αυτό στην Ευρώπη την είδηση της δολοφονίας του αμερικανού προέδρου Αβραάμ Λίνκολν, αυξάνοντας την φήμη και την αξιοπιστία του.
Το 1857, ο Ρόιτερ έγινε βρετανός πολίτης και το «Ρόιτερς» η «φωνή» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για πάνω από ένα αιώνα. Το 1871 ο Δούκας της Σαξομβουργίας του απένειμε τον τίτλο του βαρώνου, εξ ου και το «φον» πριν από το επίθετό του. Το 1878 αποσύρθηκε από τη διεύθυνση του πρακτορείου του, το οποίο ανέλαβε ο γιός του και ιδιώτευσε στην βίλα του στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 25 Φεβρουαρίου 1899. Ως παρακαταθήκη άφησε ένα λεπτομερή οδηγό προς τους δημοσιογράφους του πρακτορείου για τα θέματα που θα καλύπτουν και τον τρόπο παρουσίασης της είδησης, που επηρέασε την τέχνη του ρεπορτάζ παγκοσμίως.

 

1899 – Έρνεστ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway, 21 Ιουλίου 1899 – 2 Ιουλίου 1961) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, γνωστός ακόμα και για το δημοσιογραφικό του έργο, με ζωή περιπετειώδη και πολυτάραχη όσο αποτυπώνεται στα βιβλία του. Αποτέλεσε μέλος της αποκαλούμενης «Χαμένης Γενιάς» (Lost Generation) των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι, στις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του συγκαταλέγονται Ο Γέρος και η Θάλασσα, Για ποιον χτυπά η καμπάνα και ο Αποχαιρετισμός στα όπλα. Το 1953 τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ τον επόμενο χρόνο βραβεύθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αγάπησε με πάθος τις ταυρομαχίες, το κυνήγι, τα ταξίδια (εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής) και τις γυναίκες (έκανε τέσσερις γάμους).
Ο Χέμινγουεϊ γεννήθηκε το 1899 στο Όουκ Παρκ του Ιλλινόις, κοντά στην πόλη του Σικάγου, αποτελώντας τον πρώτο γιο — και δεύτερο από τα συνολικά έξι παιδιά — του Κλάρενς Έντμοντς Χέμινγουεϊ και της Γκρέις Χωλ. Είχε συνολικά τέσσερις αδελφές και έναν αδελφό, ενώ έλαβε τα ονόματά του από τον παππού του Έρνεστ Χωλ και τον θείο του Μίλλερ Χωλ. Η μητέρα του διέθετε ιδιαίτερη κλίση στο τραγούδι και στο παρελθόν είχε πραγματοποιήσει καριέρα στην όπερα διδάσκοντας παράλληλα μουσική και τραγούδι. Ο πατέρας του ήταν γιατρός, αλλά και ερασιτέχνης ψαράς και κυνηγός, μεταδίδοντας στον Χέμινγουεϊ τη φυσιολατρία και το ενδιαφέρον για τον αθλητισμό. Το Όουκ Παρκ, στο οποίο μεγάλωσε, αποτελούσε μία συντηρητική πόλη, την οποία ο ίδιος αποκάλεσε αργότερα ως πόλη με «ανοιχτές αυλές και στενά μυαλά», ενώ ανατράφηκε σύμφωνα με την παράδοση, σε ένα έντονα θρησκευτικό περιβάλλον.
Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών, ο Χέμινγουεϊ διακρίθηκε για τις επιδόσεις του όχι μόνο στα γράμματα (ειδικότερα στη φιλολογία) αλλά και στα αθλήματα του μποξ και του αμερικάνικου ποδοσφαίρου. Παράλληλα, έγραψε τα πρώτα του άρθρα στην εφημερίδα Trapeze καθώς και στο λογοτεχνικό περιοδικό Tabula του γυμνασίου του. Αποφοιτώντας, δεν συνέχισε τις σπουδές του σε κάποιο κολέγιο, αλλά ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, το 1917, στην εφημερίδα The Kansas City Star, θέση στην οποία τελικά παρέμεινε για μόλις έξι μήνες. Κατά την σύντομη παραμονή του, ο ίδιος έγραψε πως έμαθε τους καλύτερους κανόνες συγγραφής, αναφερόμενος προφανώς στις οδηγίες προς τους δημοσιογράφους, για σύντομες προτάσεις και παραγράφους, ενεργητικά ρήματα και αυθεντικότητα στη γραφή.

 

1911 – Μάρσαλ Μακ Λιούαν, (Herbert Marshall McLuhan, 1911-1980) ήταν Καναδός φιλόσοφος. Το έργο του είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της μελέτης της θεωρίας των μέσων ενημέρωσης. Γεννημένος στο Έντμοντον της Αλμπέρτα, ο ΜακΛούαν σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Μανιτόμπα και στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Ξεκίνησε τη διδακτική του καριέρα ως καθηγητής Αγγλικών σε πολλά πανεπιστήμια στις ΗΠΑ και τον Καναδά πριν μετακομίσει στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο το 1946, όπου παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο ΜακΛούαν είναι αυτός που επινόησε τη φράση “το μέσο είναι το μήνυμα” και τον όρο της παγκοσμιοποίησης και προέβλεψε τον παγκόσμιο ιστό 30 χρόνια προτού αυτός εφευρεθεί.Ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι στον λόγο των μέσων μαζικής ενημέρωσης στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αν και η επιρροή του άρχισε να εξασθενεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ακόμη και χρόνια μετά το θάνατό του, συνέχισε να είναι μια αμφιλεγόμενη φιγούρα στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Με την άφιξη του Διαδικτύου και του Παγκόσμιου Ιστού, το ενδιαφέρον για το έργο του

 

Θάνατοι

 

1928 – Κώστας Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896 – 21 Ιουλίου 1928) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Για το έργο του έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία, πραγματοποιήθηκαν δεκάδες ειδικά συνέδρια. Γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας στις 30 Οκτωβρίου 1896. Ήταν δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, με καταγωγή από την Καρυά Κορινθίας, και της Αικατερίνης (Κατίγκως) Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Στο σπίτι της γεννήθηκε ο ποιητής και εκεί σήμερα στεγάζεται η διοίκηση του εκεί Πανεπιστημίου. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, που παντρεύτηκε τον δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο, και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος. Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913 λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του. Στην εφηβική του ηλικία 1909-1911 βρέθηκε στην Αθήνα και από το 1911-1913 στα Χανιά. Εκεί ερωτεύτηκε την Άννα Σκορδύλη. Αποφοίτησε το 1913 από το 1ο Γυμνάσιο Χανίων με βαθμό «λίαν καλώς». Από νεαρή ηλικία, περίπου δεκαέξι ετών, δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των παίδων.
Το 1914 ο Κώστας Καρυωτάκης μετέβη στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική Σχολή και στα τέλη του 1917 απέκτησε το πτυχίο του. Το 1916, φοιτητής στο Β΄ έτος Νομικής, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε λαϊκά περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες όπως η Ακρόπολη. Το 1917 ο πατέρας του απολύθηκε από το δημόσιο ως αντιβενιζελικός. Λίγα χρόνια αργότερα και ο ίδιος μετατέθηκε στην Πρέβεζα, ενώ από το Ιανουάριο του 1928, κατείχε τη θέση του Γενικού Γραμματέα της Ένωσης των Δημοσίων Υπαλλήλων Αθήνας. Η μετάθεση του είχε πολιτικά αίτια.
Στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού, ο δήμαρχος Πρέβεζας τη διετία 1977-1978, Ηρακλής Ντούσιας, περιέγραψε ότι, δύο ώρες προ της αυτοκτονίας του, περί τις 2.30 μ.μ., ο Καρυωτάκης πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» στη θέση Βρυσούλα, ιδιοκτησίας τότε Νιόνιου Καλλίνικου, όπου παρήγγειλε και ήπιε μια βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε τότε, γιατί ο ποιητής τού άφησε στο τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ, ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν 5 δρχ. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί (τετράδιο) όπου έγραψε τις τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του και διασώθηκαν. Στο τέλος των σημειώσεων αυτών έγραψε μεταξύ των άλλων: «Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουν να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγομένου». Ο γιος του οπλοπώλη Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, πολιτικός μηχανικός ΤΕ, δηλώνει στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι «την προηγουμένη ημέρα τής αυτοκτονίας ο Καρυωτάκης αγόρασε από το κατάστημα του πατέρα του ένα πιστόλι, με το οποίο επέστρεψε σε λίγες ώρες διαμαρτυρόμενος ότι είχε βλάβη, ενώ είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια». Αυτό εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν. Το πιστόλι αυτό είναι τύπου Pieper Bayard 9mm, παραχωρήθηκε από τους απογόνους της οικογένειας Καρυωτάκη και εκτίθεται από το 2003 στο «Μουσείο Μπενάκη» στην Αθήνα (κτίριο Α, Βασ. Σοφίας). Τελικά, στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά

 

1965 – Σωτήρης Πέτρουλας, Αγωνιστής της Αριστεράς, που έχασε τη ζωή του στις 21 Ιουλίου 1965, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στην Αθήνα, που κατέληξε σε σύγκρουση με την αστυνομία. Ήταν το μοναδικό θύμα μιας ιδιαίτερα ταραγμένης περιόδου της μεταπολεμικής ελληνικής ιστορίας, γνωστής ως «Αποστασία».
Ο Σωτήρης Πέτρουλας γεννήθηκε το 1942 στο Οίτυλο της Μάνης από γονείς αγρότες. Το 1946, η αριστερών φρονημάτων οικογένειά του αναγκάζεται να καταφύγει στην Αθήνα, καθώς βρίσκεται στο στόχαστρο των τοπικών συμμοριών της Δεξιάς. Ο νεαρός Σωτήρης τελειώνει το Δημοτικό το 1954 και εγγράφεται στην Εμπορική Σχολή, από την οποία αποφοιτά το 1960. Παράλληλα, εργάζεται για να βοηθήσει την οικογένειά του.
Το 1960 γίνεται δεκτός, κατόπιν εξετάσεων, στην ΑΣΟΕΕ (νυν Οικονομικό Πανεπιστήμιο) και από την πρώτη στιγμή δραστηριοποιείται στο φοιτητικό κίνημα. Στις κινητοποιήσεις για το «114» και το «15%» είναι ένα από τα βασικά καθοδηγητικά στελέχη. Τον Ιούλιο του 1962 είναι επικεφαλής μιας ομάδας που υψώνει τη σημαία του «114» στην Ακρόπολη, στο Υπουργείο Βιομηχανίας και το Πανεπιστήμιο.
Από το 1959 είναι μέλος της Νεολαίας ΕΔΑ, και παρά τη διαφωνία του για τη διάλυσή της, εντάσσεται στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη (ΔΝΛ) αμέσως μετά την ίδρυσή της το 1964 και αποτελεί ηγετικό στέλεχος της αριστερής πτέρυγάς της. Τον Μάρτιο του 1965 το Κ.Σ. της Δ.Ν.Λ. του επιβάλει την ποινή της μομφής, λόγω διαφωνιών του με τη στρατηγική της οργάνωσης.
Ο Σωτήρης Πέτρουλας σκοτώθηκε στις 21 Ιουλίου 1965 στην Αθήνα (γωνία Σταδίου και Εδουάρδου Λο), όταν εβλήθη στο κεφάλι από δακρυγόνο, που εκτόξευσε αστυνομικός, κατά τη διάρκεια ογκώδους διαδήλωσης καταδίκης του λεγόμενου «βασιλικού πραξικοπήματος», που είχε οδηγήσει σε παραίτηση τον λαοπρόβλητο πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου (15 Ιουλίου). Την Ελλάδα κυβερνούσε η «πρώτη κυβέρνηση των Αποστατών», με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, ηγετικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου.
Η κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα έγινε στις 23 Ιουλίου κι έλαβε παλλαϊκό χαρακτήρα καταδίκης της «Αποστασίας». Τη νεκρώσιμη ακολουθία στον μητροπολιτικό ναό παρακολούθησαν ο Γεώργιος Παπανδρέου και άλλοι πολιτικοί ηγέτες. Τη νεκρική πομπή προς το Α’ Νεκροταφείο ακολούθησε πλήθος κόσμου, που φώναζε συνθήματα, όπως «Δημοκρατία», «Προδότη Νόβα», «1-1-4», «Ο Σωτήρης Ζει».

Δείτε περισσότερα στο link που ακολουθεί: Η δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα – Η μαρτυρία

 

1974 – Γεώργιος Κατσάνης, (1934-1974) ήταν Έλληνας στρατιωτικός από το Σιδηρόκαστρο Σερρών που έχασε τη ζωή του στις 21 Ιουλίου του 1974 κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Ο Γεώργιος Κατσάνης γεννήθηκε στο Σιδηρόκαστρο σε οικογένεια προσφύγων από την Ανατολική Θράκη. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ο Κατσάνης εντάχθηκε στο τμήμα στίβου του ΓΣ Ηρακλή, με τον οποίο διακρίθηκε στα 100 και 200 μέτρα, τη σκυταλοδρομία και το άλμα σε μήκος. To 1952 εισήχθηκε στη Σχολή Ευελπίδων και το 1956 στο Σώμα Καταδρομών στο οποίο εκπαιδεύτηκε ως καταδρομέας, αλεξιπτωτιστής, αναρριχητής και χιονοδρόμος. Το 1973 μετατέθηκε στην Κύπρο με το βαθμό του ταγματάρχη, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση της 33ης Μοίρας Καταδρομών (ΜΚ) με έδρα την Κερύνεια.
Κατά την έναρξη της εισβολής το 1974, η 33ΜΚ βρισκόταν προσωρινά στη Λευκωσία λόγω του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου. Το πρωί της 20ης Ιουλίου ένας λόχος της 33ΜΚ διατάχθηκε να καλύψει το αεροδρόμιο Λευκωσίας και οι υπόλοιποι δυο λόχοι υπό τον Κατσάνη να μεταβούν από τη Λευκωσία στο χώρο διασποράς της μονάδας που ήταν το χωριό Μπέλλα-Πάις στην περιοχή Κερύνειας. Καθ’ οδόν μετά την Κλεπίνη, η αυτοκινητοπομπή προσβλήθηκε από τουρκικά αεροσκάφη τα οποία κατέστρεψαν το σύνολο των οχημάτων, αναγκάζοντας τους καταδρομείς να διανύσουν τα τελευταία χιλιόμετρα πεζοί.
Την νύχτα της 20ης Ιουλίου και σε συνεργασία με τις 31η, 32η και 34η μοίρες, η 33ΜΚ επιχείρησε στα μετόπισθεν των τουρκικών δυνάμεων με στόχο την κατάληψη του στρατοπέδου των Τούρκων αλεξιπτωτιστών στο ύψωμα Κοτζά Kαγιά που βρίσκεται πάνω από το χωριό Αγύρτα και νότια του κάστρου του Αγίου Ιλαρίωνα. Το ύψωμα αυτό στις παρυφές του Πενταδάκτυλου ήταν στρατηγικής σημασίας καθότι ο έλεγχός του θα απέκοπτε την κύρια οδική αρτηρία Κερύνειας – Λευκωσίας. Η αποστολή της 33ΜΚ κατά την επιχείρηση ήταν να καταλάβει τη θέση Πετρομούθια. Ο Κατσάνης τάχθηκε επικεφαλής χωρίς να έχει κοντά του την ομάδα διοίκησης. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, οι Έλληνες καταδρομείς προσέγγισαν το τουρκικό στρατόπεδο από τρεις πλευρές και ακολούθησε σφοδρή μάχη εκ του συστάδην, γνωστή ως Μάχη του Κοτζά Καγιά, που κατέληξε στην ολοκληρωτική κατάληψη του στρατοπέδου. Το πρωί της 21ης Ιουλίου όμως, κάτω από συνεχείς τουρκικές αντεπιθέσεις, οι Ελληνικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν εξαιτίας της έλλειψης πυρομαχικών και της απουσίας ενισχύσεων πεζικού. Κατά τη διάρκεια της απαγκίστρωσης της 33ΜΚ, ο Γεώργιος Κατσάνης έπεσε μαχόμενος από πυρά ελεύθερου σκοπευτή. Οι προσπάθειες των στρατιωτών του να ανακτήσουν τη σορό του απέβησαν άκαρπες.

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia


AgrinioStories