Συνέβη 20 Νοεμβρίου στην Ελλάδα και τον κόσμο

20 Νοεμβρίου 2023

Είναι η 324η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 41 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:10 – Δύση ήλιου: 17:10
– Διάρκεια ημέρας: 9 ώρες 60 λεπτά
🌓  Σελήνη 7.3 ημερών
Χρόνια πολλά στη Δεναχίδα

 

Γεγονότα

 

1820 – Μία λευκή φάλαινα 80 τόννων επιτίθεται κατά του πλοίου «Έσεξ», 2000 ναυτικά μίλια δυτικά των ακτών της Νοτίου Αμερικής. Το επεισόδιο θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για το αριστούργημα του Χέρμαν Μέλβιλ «Μόμπι Ντικ». Τον Νοέμβριο του 1851 κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ ο «Μόμπι Ντικ», ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ένα βιβλίο γεμάτο συμβολισμούς και μεταφορές, μία θαλασσινή περιπέτεια που έχει λατρευτεί εδώ και γενιές.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 1852, ο 32χρονος τότε συγγραφέας του βιβλίου, Χέρμαν Μέλβιλ, παρά το γέγονός ότι οι πωλήσεις ως τότε του βιβλίου ήταν ισχνές και οι κριτικές ανάμεικτες, εξακολουθεί να πιστεύει στο εγχείρημά του. Μπαίνει σε ένα ατμόπλοιο με προορισμό το Νάντουκετ στον κόλπο της Μασαχουσέτης. Το λιμάνι του νησιού ήταν η βάση του μυθιστορηματικού χαρακτήρα του Καπετάνιου Αχαάβ και του φαλαινοθηρικού του «Πεκόντ». Εκεί, ο Μέλβιλ συναντήθηκε με διάφορες επιφανείς προσωπικότητες του τόπου.
Κατά την τελευταία μέρα διαμονής του στο Νάντουκετ συνάντησε τον 60χρονο καπετάνιο του πλοίου «Εσεξ», το οποίο είχε βυθίσει το 1820 μία φάλαινα φυσητήρας, γεγονός το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη συγγραφή του Μόμπι Ντικ. Ο καπετάνιος Τζορτζ Πόλαρντ Τζούνιορ ήταν μόλις 29 ετών όταν βυθίστηκε το «Εσεξ». Κατάφερε όμως να επιζήσει, να επιστρέψει στο Νάντουκετ για να διοικήσει ένα δεύτερο φαλαινοθηρικό υπό την ονομασία «Δύο Αδελφοί».
Όταν όμως και αυτό το πλοίο προσέκρουσε, δύο χρόνια αργότερα, σε κοραλλιογενή ύφαλο, ο καπετάνιος έβγαλε φήμη «άτυχου» με τη θάλασσα, με αποτέλεσμα να μην τον εμπιστεύεται πλέον κανένας πλοιοκτήτης. Έκτοτε, ο Πόλαρντ πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στη στεριά, τελώντας χρέη νυχτοφύλακα του χωριού.
Καθώς ανέφερε γραπτώς ο ίδιος ο συγγραφέας αργότερα, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Μέλβιλ στο νησί, οι δυο τους είχαν την ευκαιρία να ανταλλάξουν μερικές κουβέντες. Ωστόσο, ο Μέλβιλ γνώριζε καλά πως το μαρτύριο του Πόλαρντ δεν είχε τελειώσει με τη βύθιση του «Εσεξ» και δεν ήθελε κατά κανένα τρόπο να θυμηθεί ξανά τις φρικτές μνήμες του.
Ο Πόλαρντ είχε διηγηθεί λεπτομερώς τη φρικτή ιστορία του σε συντροφιά συναδέλφων του κατά τη διάρκεια δείπνου έπειτα από την περιπέτειά του με το πλοίο «Εσεξ».
Τις 92 μέρες αϋπνίας στη μέση του ωκεανού, μέσα σε μία βάρκα που έμπαζε νερά, δίχως τρόφιμα, με τα μέλη του πληρώματος του πλοίου να οδηγούνται στην παράνοια, αναγκασμένοι για να επιζήσουν να τρέφονται με τα κουφάρια των νεκρών συντρόφων τους.
Το ναυάγιο συνέβη μία μέρα σαν σήμερα, στις 20 Νοεμβρίου του 1820.

 

1920 – Ιδρύεται η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία (ΠΝΟ), το ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων στη ναυτιλία. Η Π.Ν.Ο ιδρύθηκε το 1920 και εκπροσωπεί τους ναυτικούς για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με την ναυτεργασία καθώς και για τη σύναψη Συλλογικών Συμβάσεων Ναυτικής Εργασίας.
Η Π.Ν.Ο από το 1949 αποτελεί μέλος της Διεθνούς Οργάνωσης Μεταφορών International Transport Workers’ Federation (ITF) γνωστής από τα αρχικά ως Δ.Ο.Μ.
Επίσης η Π.Ν.Ο ανήκει στη δύναμη της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) και αποτελεί ιδρυτική Οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Μεταφορών (European Transport Federation – ETF).
Στη δύναμη της ανήκουν οι παρακάτω αναγνωρισμένες Ναυτεργατικές Οργανώσεις, και οι οποίες διατηρούν την διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αυτοδυναμία τους: Πανελλήνια Ένωση Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού, Πανελλήνια Ένωση Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού, Πανελλήνια Ένωση Μηχανικών Μηχανής Εσωτερικής Καύσης Εμπορικού Ναυτικού, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Οικονομικών Αξιωματικών Εμπορικού Ναυτικού, Πανελλήνια Ένωση Φροντιστών Εμπορικού Ναυτικού, Πανελλήνια Ένωση Ηλεκτρολόγων – Ηλεκτρονικών Εμπορικού Ναυτικού, Πανελλήνια Ένωση Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού, Πανελλήνια Ένωση Κατωτέρων Πληρωμάτων Μηχανής Εμπορικού Ναυτικού «Ο ΣΤΕΦΕΝΣΩΝ», Πανελλήνια Ένωση Αρχιθαλαμηπόλων – Θαλαμηπόλων Εμπορικού Ναυτικού, Πανελλήνια Επαγγελματική Ένωση Μαγείρων Εμπορικού Ναυτικού, Πανελλήνια Ένωση Προσωπικού Τροφοδοσίας Εμπορικού Ναυτικού, Πανελλήνια Ένωση Πρακτικών Πλοιάρχων & Κυβερνητών Εμπορικού Ναυτικού, Πανελλήνια Ένωση Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού M/S-Π/Κ-Ο/Γ

 

1959 – Συγκροτείται η Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) στον Άγιο Στέφανο Αττικής (Μπογιάτι), μετά την υπογραφή της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) αποτελεί τη μόνιμη στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας στην Κύπρο, και αποτελείται από ένα αριθμό στρατιωτικών μονάδων οι οποίες βρίσκονται στα περίχωρα της πόλης της Λευκωσίας. Αποβιβάστηκε στην Κύπρο στις 16 Αυγούστου 1960 με την υπογραφή της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου στη Λευκωσία με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπάγεται στον Α’ Υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, και εδρεύει στην ευρύτερη περιοχή της πόλης της Λευκωσίας. Ο σημερινός Διοικητής της ΕΛΔΥΚ είναι ο Συνταγματάρχης (ΠΖ) Παναγιώτης Κεραμιδάς.
Ανέκαθεν η ΕΛΔΥΚ εθεωρείτο και συνεχίζει να θεωρείται μέχρι σήμερα, αν όχι το πιο μάχιμο, ένα από τα πλέον μάχιμα τμήματα του ελληνικού Στρατού ενώ ανεπίσημα οι οπλίτες που υπηρετούν στην ΕΛΔΥΚ αποκαλούνται Ελδυκάριοι.
Η Ελληνική Δύναμη Κύπρου συγκροτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1959 στον Άγιο Στέφανο Αττικής, μετά από την υπογραφή της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας της Κύπρου. Στις 16 Αυγούστου του 1960 οι δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ αποβιβάστηκαν στο Λιμάνι της Αμμοχώστου με το αρματαγωγό “Αλιάκμων”. Η ΕΛΔΥΚ αποτελούνταν από τη Διοίκηση, το Επιτελείο, το 1ο και 2ο Τάγμα Πεζικού, το Λόχο Υποστήριξης και Λόχο Διοίκησης. Το σύνολο της ήταν 950 αξιωματικοί και οπλίτες. Η εγκατάσταση της ήταν σε στρατόπεδο δυτικά της Λευκωσίας στον οικισμό Γερόλακκος και υπαγόταν στο Τριμερές Στρατηγείο.
Όταν σημειώθηκαν τα πρώτα σοβαρά ελληνοτουρκικά επεισόδια το 1963, η εμπλοκή των τμημάτων της ΕΛΔΥΚ αποφεύχθηκε ύστερα από παρέμβαση της Βρετανίας. Σε επεισόδια που ξέσπασαν το Μάρτιο του 1964, ωστόσο, σκοτώθηκε ένας υπαξιωματικός της ΕΛΔΥΚ, ο επιλοχίας Σ. Καραγιάννης, ενώ τον Μάιο της ίδιας χρονιάς εκτελέστηκαν εν ψυχρώ στην τουρκική συνοικία της Αμμοχώστου οι Έλληνες αξιωματικοί Δ. Πούλιος και Β. Καποτάς και ο οδηγός τους, αστυνομικός Κ. Παντελίδης.

 

1977 – Η Νέα Δημοκρατία κερδίζει τις δεύτερες εκλογές της μεταπολίτευσης, με ποσοστό 41,85%. Το ΠΑΣΟΚ καθίσταται αξιωματική αντιπολίτευση με το 25,3% των ψήφων. Οι βουλευτικές εκλογές της 20ης Νοεμβρίου 1977 διεξήχθησαν από την κυβέρνηση του Καραμανλή. Την αναμέτρηση κέρδισε η Νέα Δημοκρατία, που ήταν κυβερνών κόμμα, παρότι παρουσίασε μείωση στις ψήφους, κυρίως λόγω του φιλοβασιλικού κόμματος Εθνική Παράταξη του πρώην Πρωθυπουργού Στέφανου Στεφανόπουλου και του Σπύρου Θεοτόκη. Στις εκλογές αυτές εμφανίσθηκαν οι μετέχοντες στις λεγόμενες κυβερνήσεις της Αποστασίας του 1965, όπως ο Στεφανόπουλος και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Οι εκλογές διεξήχθησαν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής του Ν. 626/1977 που είχε ψηφίσει η Βουλή λίγο πριν τις εκλογές.
Κανονικά οι εκλογές θα διενεργούνταν τον Νοέμβριο του 1978. Από τον Σεπτέμβριο του 1977 ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής διερεύνησε τις απόψεις των πολιτικών αρχηγών για ενδεχόμενη επίσπευση των εκλογών. Ο Ανδρέας Παπανδρέου φάνηκε ψύχραιμος και σίγουρος για τη δυναμική του κόμματός του, ενώ ο Γεώργιος Μαύρος, ανήσυχος, αντέδρασε έντονα, παρά το γεγονός ότι ο Καραμανλής έκανε και νύξη για ενδεχόμενη μετεκλογική συνεργασία μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου[2].
Οι λόγοι που προβλήθηκαν από τον πρωθυπουργό για την επίσπευση των εκλογών αφορούσαν τα εθνικά θέματα: Κυπριακό, διένεξη με την Τουρκία και την ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι τα ζητήματα αυτά θα εισέρχονταν σε μια κρίσιμη φάση, ότι όφειλε να τα χειριστεί κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή και να αποφευχθεί παρατεταμένη προεκλογική περίοδος. Στα δύο πρώτα ζητήματα σημειώθηκαν σημαντικές εξελίξεις, όπως ο θάνατος του Μακαρίου το καλοκαίρι του 1977. Στο θέμα της ένταξης στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες οι διαπραγματεύσεις είχαν εισέλθει σε κρίσιμο στάδιο, καθώς παρουσιάζονταν ορισμένες τεχνικές δυσκολίες: παράλληλα με το ζήτημα της ένταξης της Ελλάδας αντιμετωπιζόταν και το πρόβλημα της ένταξης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.[2]
Σε γενικές γραμμές Δεξιά και Αριστερά μοιράστηκαν και πάλι από 50% των ψήφων. Η σημαντική πτώση του ποσοστού της ΝΔ οφειλόταν κυρίως «στην ύπαρξη ενός ισχυρού πολιτικού οργανισμού στα δεξιά της, με στάση ιδιαίτερα εχθρική προς τον Καραμανλή για τις επιλογές του στο θέμα του δημοψηφίσματος του 1974».[2] Πάντως η ΝΔ είχε χάσει την κοινοβουλευτική παντοδυναμία και δεν διέθετε πλέον ούτε την πλειοψηφία των τριών πέμπτων για την εκλογή αρχηγού κράτους το 1980[2]
Στο χώρο της αντιπολίτευσης οι αλλαγές ήταν περισσότερο εντυπωσιακές: κύριος αντιπολιτευτικός πόλος και μελλοντικός διεκδικητής της εξουσίας γινόταν πλέον το ΠΑΣΟΚ, ενώ διαγραφόταν η κατάρρευση του παραδοσιακού Κέντρου: πράγματι μετά τις εκλογές θα παραιτηθεί από τη θέση του αρχηγού της ΕΔΗΚ ο Μαύρος, τον οποίο θα αντικαταστήσει ο Ιωάννης Ζίγδης. Και αυτή όμως η εξέλιξη δεν θα αποτρέψει τελικά τη σταδιακή διάλυση του κόμματος.

 

1979 – Ένοπλοι μουσουλμάνοι καταλαμβάνουν τη Μέκκα και κρατούν ομήρους 6.000 πιστούς. Ο σαουδαραβικές αρχές, με τη βοήθεια γάλλων κομάντος θα επέμβουν, με αποτέλεσμα κατά το μακελειό που θα επακολουθήσει να βρουν τον θάνατο 377 άνθρωποι και να τραυματιστούν 600. Στις 20 Νοεμβρίου 1979, μία πολυεθνική ομάδα εξτρεμιστών μουσουλμάνων κατέλαβε το Μεγάλο Τέμενος της Μέκκας, με απώτερο στόχο να εκθρονίσει τη δυναστεία των Σαούντ, που κυβερνούσε τη Σαουδική Αραβία από το 1932. Οι σαουδαραβικές δυνάμεις ασφαλείας, με γαλλική και πακιστανική βοήθεια, κατέστειλαν την εξέγερση δεκαπέντε ημέρες αργότερα, στις 4 Δεκεμβρίου, προκαλώντας λουτρό αίματος. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε έναν από τους γενεσιουργούς λόγους της Αλ Κάιντα και πηγή έμπνευσης για τον ηγέτης της Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Το περιστατικό άρχισε να εκτυλίσσεται νωρίς το πρωί της 20ης Νοεμβρίου, όταν χιλιάδες πιστοί -υπολογίζονται από 50 έως 100.000- είχαν συγκεντρωθεί στη Μέκκα, τον ιερό τόπο των μουσουλμάνων, για να γιορτάσουν την πρωτοχρονιά του μουσουλμανικού έτους 1400 και να προσευχηθούν. Κι ενώ ο ιμάμης ετοιμαζόταν να κηρύξει την έναρξη της προσευχής, μία πολυεθνική ομάδα αποφασισμένων ανδρών, με επικεφαλής τον Γιουχαϊμάν αλ-Οτάιμπι, εισβάλλει στο χώρο, αφού προηγουμένως σκότωσε τους φύλακες του Μεγάλου Τεμένους. Καταλαμβάνει το χώρο, κλειδώνει τις πύλες και κρατά ως ομήρους χιλιάδες πιστούς. Οι εισβολείς υπολογίζονται γύρω στους 500, κατάγονται από χώρες όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, ο Καναδάς και οι ΗΠΑ και είναι άρτια εξοπλισμένοι.
Το χτύπημα είναι μεγάλο για τη βασιλική οικογένεια, που βλέπει να αμφισβητείται η εξουσία της. Δείχνει αιφνιδιασμένη από τις εξελίξεις και κατηγορεί το Ιράν ότι κρύβεται πίσω από την επίθεση. Τη ρητορική αυτή υιοθετεί και η Δύση. Βρισκόμαστε στο 1979, σε μία εποχή αφύπνισης των πληθυσμών της Μέσης Ανατολής, που απογοητευμένοι από τα διεφθαρμένα λαϊκά καθεστώτα της περιοχής έλκονται από τη γοητεία της Ιρανικής Επανάστασης, που μετρά λίγους μήνες στην εξουσία και με ηγέτη τον Αγιατολάχ Χομεϊνί αποτελεί «κόκκινο πανί» για τη Δύση.
Ο ηγέτης των εισβολέων αλ-Οτάιμπι διακηρύσσει ότι o κουνιάδος του Μοχάμετ Αμπντουλάχ αλ-Καχτανί είναι ο Μαχντί του Κορανίου, ο απεσταλμένος του Θεού, που έχει έλθει στη γη πριν από την Ημέρα της Κρίσεως για να απαλλάξει τον κόσμο από το κακό. Και το κακό το προσωποποιεί στον οίκο των Σαούντ, που τον χαρακτηρίζει διεφθαρμένο και καταστροφέα του πολιτισμού της χώρας με τον βίαιο εκδυτικισμό που επιχείρησε. Ζητά την επιστροφή στις ρίζες του Ισλάμ, την καταδίκη της Δύσης, την απέλαση των αλλοδαπών και τον τερματισμό της εκπαίδευσης των γυναικών.
Η Σαουδαραβική ηγεσία, όταν συνήλθε από την έκπληξη, άρχισε να καταστρώνει τα σχέδια της για την αντιμετώπιση της κρίσης. Τα πράγματα περιπλέχτηκαν ακόμη περισσότερο, διότι, σύμφωνα με τη μουσουλμανική παράδοση, δεν μπορεί κάποιος να οπλοφορεί στον ιερό χώρο της Μέκκας. Χρειάστηκε να εκδοθεί φετφάς από τον θρησκευτικό ηγέτη της χώρας για να πραγματοποιηθεί η ένοπλη επιχείρηση. Ένα άλλο πρόβλημα που προέκυψε ήταν η αχανής έκταση και το πολυδαίδαλο του Μεγάλου Τεμένους, που είχε πάνω από 1.000 δωμάτια. Λύθηκε και αυτό με τη συνδρομή της κατασκευαστικής εταιρείας του πατέρα του Οσάμα Μπιν Λάντεν, που είχε επιμεληθεί την ανακαίνισή του κι έθεσε στη διάθεση των αρχών τα σχέδια του χώρου.
Η επιχείρηση ανακατάληψης του τεμένους ήταν πολυήμερη. Κράτησε έως τις 4 Δεκεμβρίου κι έληξε με επιτυχία. Την επιχείρηση έφεραν σε πέρας οι σαουδαραβικές δυνάμεις ασφαλείας, συνεπικουρούμενες από Γάλλους και Πακιστανούς κομάντος. Οι απώλειες για τους εισβολείς ανήλθαν σε 117 νεκρούς και απροσδιόριστο αριθμό τραυματιών. Οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν 127 νεκρούς και 451 τραυματίες. Ο μικρός αριθμός των απωλειών οφείλεται στην απόφαση των εισβολέων να αφήσουν ελεύθερους τους προσκυνητές. Πάντως, δυτικές πηγές αμφισβήτησαν τα επίσημα στοιχεία, θεωρώντας ότι ο αριθμός των θυμάτων ήταν πολύ μεγαλύτερος.
Οι σαουδαραβικές συνέλαβαν 63 από τους κινηματίες, ανάμεσά τους και τον Αλ-Οτάιμπι. Στη δίκη τους που έγινε με συνοπτικές διαδικασίες δεν διαπιστώθηκε ανάμιξη του Ιράν. Άλλωστε, κανείς τους δεν ήταν Ιρανός και επιπρόσθετα ήταν ουαχαμπίτες ή σαλαφιστές σουνίτες (οι Ιρανοί είναι σιίτες), όπως και οι άνδρες της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Στις 9 Ιανουαρίου 1980 άπαντες οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού σε εννέα πόλεις της Σαουδικής Αραβίας.

 

1989 – Υπογράφεται στον ΟΗΕ η Διακήρυξη για τα δικαιώματα του παιδιού. Έκτοτε, κάθε χρόνο η 20η Νοεμβρίου γιορτάζεται ως Παγκόσμια Ημέρα για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού, γνωστή και ως Διακήρυξη της Γενεύης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, είναι ένα διεθνές κείμενο το οποίο προωθεί και προασπίζει τα δικαιώματα των παιδιών, συντάχθηκε από την Εγκλαντάιν Τζεμπ και υιοθετήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1924 από την Κοινωνία των Εθνών. Μια ελαφρώς αναθεωρημένη έκδοση αυτής της διακήρυξης υιοθετήθηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το 1946 ενώ στις 20 Νοεμβρίου 1959 η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε τη δική της ομώνυμη διακήρυξη, η οποία αποτελούσε μια πιο εκτενή έκδοση της προηγούμενης.
Το κείμενο της διακήρυξης, όπως δημοσιεύτηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Σώστε τα Παιδιά στη Γενεύη στις 23 Φεβρουαρίου 1923, έχει ως εξής :
Κάθε παιδί πρέπει να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέσα για τη φυσιολογική του ανάπτυξη, τόσο σε υλικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο.
Κάθε παιδί που πεινάει πρέπει να τρέφεται, κάθε παιδί που είναι άρρωστο πρέπει να λαμβάνει περίθαλψη, κάθε παιδί που είναι αβοήθητο πρέπει να λαμβάνει βοήθεια, κάθε παραβατικό παιδί πρέπει να αποκαθίσταται πίσω στην κοινωνία, κάθε ορφανό και κάθε άστεγο παιδί πρέπει να αποκτά στέγη και κάθε είδους βοήθεια.
Κάθε παιδί πρέπει να είναι το πρώτο άτομο που θα λαμβάνει ανακούφιση σε περιόδους δυστυχίας και πένθους.
Κάθε παιδί πρέπει να είναι σε θέση να βιοπορίζεται μόνο του και πρέπει να προστατεύεται ενάντια σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης.
Κάθε παιδί πρέπει να ανατρέφεται μέσα στη συνειδητοποίηση των ταλέντων του, τα οποία πρέπει να αφιερώνονται στην υπηρεσία των συνανθρώπων του.
Το κείμενο επικυρώθηκε από τη γενική συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών στις 26 Νοεμβρίου 1924 και καθιερώθηκε ως ο Παγκόσμιος Χάρτης για την Προστασία των Παιδιών. Αποτέλεσε το πρώτο επίσημο έγγραφο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το οποίο εγκρίθηκε από ένα διακυβερνητικό θεσμικό όργανο. Επικυρώθηκε εκ νέου από την Κοινωνία των Εθνών το 1934. Οι αρχηγοί των κρατών και των κυβερνήσεων δεσμεύτηκαν να ενσωματώσουν τις αρχές της διακήρυξης στη νομοθεσία του εκάστοτε κράτους ή κυβέρνησης. Στη Γαλλία διατάχθηκε να εφαρμόζεται η διακήρυξη σε όλα τα σχολεία.
Το πρωτότυπο έγγραφο, που περιλαμβάνεται στα ιστορικά αρχεία στη Γενεύη, φέρει τις υπογραφές διάφορων εκπροσώπων κρατών και κυβερνήσεων, μεταξύ των οποίων οι Τζεμπ, Γιάνους Κόρτσακ και Γκυστάβ Αντόρ (πρώην πρόεδρος της ελβετικής συνομοσπονδίας).
Μετά την επεξεργασία μιας σειράς ενεργειών, συμπεριλαμβανομένων της σύνταξης μιας καθαρά καινούριας διακήρυξης, τα Ηνωμένα Έθνη αποφάσισαν το 1946 να υιοθετήσουν τη διακήρυξη αυτή υπό τη μορφή μιας εκτεταμένης εκδοχής της ως την επίσημη διακήρυξη για τα δικαιώματα των παιδιών. Διάφορες κυβερνήσεις συμμετείχαν στη διαδικασία σύνταξης της διακήρυξης. Μια ελαφρώς διευρυμένη εκδοχή της, με επτά βασικά σημεία αντί για πέντε, εγκρίθηκε το 1948. Έπειτα, στις 20 Νοεμβρίου 1959, η γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε τη διακήρυξη για τα δικαιώματα του παιδιού με δέκα βασικές αρχές και με βάση τη δομή και το περιεχόμενο της πρωτότυπης διακήρυξης του 1924. Ένα συνοδευτικό ψήφισμα, το οποίο προτάθηκε από την αντιπροσωπεία του Αφγανιστάν, καλούσε τις κυβερνήσεις να αναγνωρίσουν αυτά τα δικαιώματα, να τα αποδεχτούν και να δημοσιοποιήσουν το έγγραφο όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Η ημερομηνία αυτή, δηλαδή η 20η Νοεμβρίου, υιοθετήθηκε τελικά ως η Παγκόσμια Ημέρα του Παιδιού.
Αυτήν τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού ακολούθησε το 1989 η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού που υιοθετήθηκε και εγκρίθηκε από τη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ενώ επικυρώθηκε με το ψήφισμα 44/25 της γενικής συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών της 20ης Νοεμβρίου 1989. Τέθηκε σε ισχύ στις 2 Σεπτεμβρίου 1990, σύμφωνα με το άρθρο 49.
Δείτε ΕΔΩ τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού

 

Γεννήσεις

 

1792 – Νικολάι Λομπατσέφσκι. Γεννήθηκε στο Νίζνι Νόβγκοροντ το 1792. Mετά το θάνατο του πατέρα του μετακόμισε στο Καζάν, όπου τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Το 1807 με προτροπή των καθηγητών του ενεγράφη στο Πανεπιστήμιο του Καζάν, όπου και σπούδασε μαθηματικά. Το 1814 έγινε λέκτορας στο πανεπιστήμιο και το 1827 έγινε πρύτανης του πανεπιστήμιου, προβαίνοντας σε αναδιοργάνωση του προσωπικού, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1846, οπότε και απομακρύνθηκε, ίσως εξαιτίας της επιδεινούμενης κατάστασης της υγείας του. Πέθανε το 1856 τυφλός.
Το κύριο επίτευγμα του Λομπατσέφσκι ήταν η ανάπτυξη (ανεξάρτητα από τον Γιάνος Μπολιάι) μιας μη ευκλείδειας γεωμετρίας. Ο Λομπατσέφσκι αντικατέστησε το 5ο αξίωμα της Ευκλείδειας Γεωμετρίας, το λεγόμενο ευκλείδειο αίτημα, με το εξής αξίωμα:
Από σημείο εκτός ευθείας άγονται περισσότερες από μία παράλληλες ευθείες.
Το αξίωμα αυτό καλείται αξίωμα Λομπατσέφσκι-Μπολυάι. Ανακοίνωσε την ιδέα του για πρώτη φορά το 1826 στο πανεπιστήμιο του Καζάν, αλλά δημοσιεύτηκε τρία χρόνια αργότερα, το 1829, στο περιοδικό “Αγγελιοφόρος του Καζάν”. Η γεωμετρία που ανέπτυξε ο Λομπατσέφσκι σήμερα είναι γνωστή ως υπερβολική γεωμετρία ή γεωμετρία Λομπατσέφσκι η οποία στηρίζεται στο αξίωμα που αναφέραμε προηγουμένως. Θεμελιώδης έννοια είναι η “γωνία παραλληλίας”.
Το 1835-8 εκδόθηκε το βιβλίο του “Νέες Βάσεις της Γεωμετρίας”.

 

1923 – Ναντίν Γκόρντιμερ (Nadine Gordimer, 20 Νοεμβρίου 1923 – 13 Ιουλίου 2014) ήταν κορυφαία μεταπολεμική Νοτιοαφρικανή συγγραφέας, πολιτική ακτιβίστρια εναντίον του καθεστώτος του Άπαρτχαϊντ στη χώρα της, και μέλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου όταν το κόμμα ήταν απαγορευμένο. Βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1991. Ήταν κόρη Εβραίων μεταναστών, Ρωσικής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Σπρινγκς, μια πόλη δίπλα στο Γιοχάνεσμπουρκ και πέθανε στον ύπνο της στα 91 της χρόνια. Άρχισε να γράφει από τα εννέα της και στα δεκαπέντε (1937) δημοσίευσε το πρώτο της διήγημα, μια ιστορία για παιδιά. Το 1939 έγραψε το πρώτο της βιβλίο για ενηλίκους. Έγινε διάσημη από τα μυθιστορήματά της, αλλά υπήρξε και σπουδαία διηγηματογράφος, (15 συλλογές διηγημάτων).
Η σύλληψη της καλύτερής της φίλης, Μπέττυ ντυ Τουά, το 1960 και η σφαγή του Σάρπβιλ την ώθησαν να ενταχθεί στο κίνημα κατά του Άπαρτχαϊντ. Από τότε υπήρξε ενεργή στα πολιτικά πράγματα της Νότιας Αφρικής, και ήταν στενή φίλη των δικηγόρων του Νέλσον Μαντέλα, Μπραμ Φίσερ και Τζορτζ Μπίζος, στη δίκη του το 1962. Όταν ο Μαντέλα βγήκε από τη φυλακή, ένα από τα πρώτα πρόσωπα που θέλησε να συναντήσει ήταν η Γκόρντιμερ.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και 1970 συνέχισε να ζει στο Γιοχάνεσμπουργκ, το οποίο άφηνε κατά διαστήματα προκειμένου να διδάξει σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Είχε αρχίσει να αποκτά διεθνή λογοτεχνική αναγνώριση, λαμβάνοντας το πρώτο μεγάλο βραβείο της, το W. H. Smith Commonwealth Literary Award, το 1961. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Γκόρντιμερ δεν έπαψε με το έργο και τον ακτιβισμό της να απαιτεί την κατάργηση της πολιτικής του Άπαρτχαϊντ στη χώρα της.
Επίσης εκείνη την περίοδο η Νοτιοαφρικανική κυβέρνηση απαγόρευσε την κυκλοφορία πολλών από τα βιβλία της, δυο από τα οποία απαγορεύτηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η πρώτη εμπειρία της με τη λογοκρισία ήρθε το 1976, όταν η κυκλοφορία του βιβλίου The Late Bourgeois World απαγορεύτηκε για μια δεκαετία από την κυβέρνηση. Το βιβλίο A World of Strangers υπήρξε απαγορευμένο για δώδεκα χρόνια. Άλλα έργα της λογοκρίθηκαν για μικρότερα διαστήματα. Το βιβλίο Burger’s Daughter, που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1979, απαγορεύτηκε ένα μήνα αργότερα. Η απαγόρευση άρθηκε από το Συμβούλιο Εφέσεων της Επιτροπής Εκδόσεων, με το αιτιολογικό ότι το βιβλίο ήταν υπερβολικά μονόπλευρο για να αποτελέσει ανατρεπτικό κίνδυνο. Η Γκόρντιμερ απάντησε σε αυτή την απόφαση στη συλλογή δοκιμίων Essential Gesture (1988), επισημαίνοντας ότι το καθεστώς απαγόρευσε δυο βιβλία έγχρωμων συγγραφέων την ίδια στιγμή που επέτρεπε την κυκλοφορία του δικού της. Το βιβλίο July’s People απαγορεύτηκε επίσης τόσο από το καθεστώς του Άπαρτχαϊντ όσο και από αυτό που το διαδέχθηκε: το 2001, το βιβλίο αφαιρέθηκε προσωρινά από τον κατάλογο σχολικών αναγνωσμάτων, μαζί με έργα άλλων συγγραφέων κατά του Άπαρτχαϊντ, καθώς χαρακτηρίστηκε “βαθιά ρατσιστικό”, χαρακτηρισμό που η ίδια θεώρησε μεγάλη προσβολή και στον οποίο αντέδρασαν πολλοί λογοτέχνες και πολιτικοί.
Έγινε μέλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC) όταν ακόμα θεωρούνταν παράνομη οργάνωση από την κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής. Η Γκόρντιμερ θεώρησε το ANC σαν την μεγαλύτερη ελπίδα για ίση μεταχείρηση των μαύρων στη χώρα. Αντί για απλή κριτική στα λάθη της οργάνωσης, προέτρεψε στη συμμετοχή σε αυτή προκειμένου να διορθωθούν. Έκρυψε στο σπίτι της ηγέτες του ANC προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, και έχει δηλώσει ότι η πιο περήφανη μέρα της ζωής της ήταν όταν το 1986 κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη 22 αντιρατσιστών ακτιβιστών. Όλα αυτά τα χρόνια έλαβε επίσης μέρος σε πολλές διαδηλώσεις κατά του Άπαρτχαϊντ, και ταξίδεψε σε πολλές χώρες προκειμένου να υποστηρίξει την κατάργηση της πολιτικής διακρίσεων και της πολιτικής καταπίεσης.
Τα έργα της άρχισαν να αναγνωρίζονται για τη λογοτεχνική τους αξία από νωρίς στην καριέρα της. Δέχτηκε το πρώτο της βραβείο το 1961, το οποίο ακολούθησαν πολλά ακόμα με κορυφαίο το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1991, το οποίο της απονεμήθηκε με σκεπτικό πως “μέσα από την υπέροχη επική γραφή της έχει -με τα λόγια του Άλφρεντ Νόμπελ- ωφελήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την ανθρωπότητα”.
Ο ακτιβισμός της Γκόρντιμερ δεν περιορίστηκε στην πάλη κατά του Άπαρτχαϊντ. Έχει αντιταχθεί στη λογοκρισία και τον έλεγχο του κράτους πάνω στην πληροφορία. Αρνήθηκε να επιτρέψει τη μετάδοση των έργων της από την τηλεόραση, καθώς αυτή ελεγχόταν από τη ρατσιστική κυβέρνηση. Ήταν επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Νοτιοαφρικανικής Ομάδας Δράσης Ενάντια στη Λογοκρισία. Ιδρυτικό μέλος του Κογκρέσου Νοτιοαφρικανών Συγγραφέων, η Γκόρντιμερ έχει επίσης συμμετάσχει ενεργά στα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας της καθώς και σε συναφείς διεθνείς οργανισμούς. Υπήρξε αντιπρόεδρος της διεθνούς ένωσης συγγραφέων International PEN.
Μετά την κατάρρευση του Άπαρτχαϊντ η Γκόρντιμερ δραστηριοποιήθηκε στη μάχη κατά του HIV/AIDS, που αποτελεί μάστιγα στη Νότια Αφρική. Το 2000 με δικές της ενέργειες 20 γνωστοί συγγραφείς συνεισέφεραν διηγήματα στη συλλογή Telling Tales, και τα έσοδα χρησιμοποιήθηκαν στην εκστρατεία Treatment Action Campaign. Έχει ασκήσει κριτική στη στάση της κυβέρνησης σχετικά με την ασθένεια, δηλώνοντας το 2004 ότι “εγκρίνει” όλα όσα έχει κάνει ο Πρόεδρος Θάμπο Μπέκι εκτός από τη στάση του απέναντι στο AIDS.
Στις διαλέξεις της έχει αναφερθεί και σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και διακρίσεων εκτός της Νότιας Αφρικής. Το 2005, όταν ασθένησε ο Φιντέλ Κάστρο, η Γκόρντιμερ και άλλοι έξι Νομπελίστες απεύθυναν μια ανοικτή επιστολή προς τις ΗΠΑ, προειδοποιώντας τες να μην προσπαθήσουν να αποσταθεροποιήσουν το καθεστώς της Κούβας. Το 2001 παρότρυνε τη φίλη της Σούζαν Σόνταγκ να μη δεχθεί ένα βραβείο από την ισραηλινή κυβέρνηση, λόγω της μεταχείρισης του κράτους του Ισραήλ προς τους Παλαιστίνιους. Η αντίθεση της Γκόρντιμερ σε κάθε λογής διάκριση έφτασε στο σημείο της άρνησης αποδοχής της υποψηφιότητας για το βραβείο Orange Prize, καθώς αυτό απονέμεται μόνο σε γυναίκες συγγραφείς.
Τα 21 διηγήματα της συλλογής Telling Tales που προαναφέρθηκε, εκδόθηκαν στην Ελλάδα, μεταφρασμένα από πολλούς μεταφραστές, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, 2005. ISBN 960-03-3962-7)

 

1942 – Τζο Μπάιντεν (αγγλικά: Joseph Robinette Biden, Jr., 20 Νοεμβρίου 1942), γνωστότερος απλώς ως Τζο Μπάιντεν, είναι Αμερικανός πολιτικός και δικηγόρος, που υπηρετεί ως 46ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών από τον Ιανουάριο του 2021. Επίσης, υπηρέτησε ως 47ος Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, υπό τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα από το 2009 έως το 2017. Είναι μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος.
Προηγουμένως, υπηρέτησε ως Γερουσιαστής των Ηνωμένων Πολιτειών για την πολιτεία του Ντέλαγουερ, από τις 3 Ιανουαρίου 1973 και μέχρι την παραίτησή του στις 15 Ιανουαρίου 2009, λόγω της τότε επικείμενης εκλογής του στην Αντιπροεδρία. Ήταν ο πρώτος πρόεδρος των Η.Π.Α. που ορκίστηκε, χωρίς παρευρισκόμενους πολίτες, αλλά ενώπιον 200.000 αμερικανικών σημαιών που συμβόλιζαν τους απόντες πολίτες . Αυτό συνέβη εξαιτίας των μέτρων κατά της διασποράς του Covid-19.
Γεννήθηκε το 1942, και μεγάλωσε στο Σκράντον της Πενσυλβάνια και στην Κομητεία Νιου Καστλ της πολιτείας Ντελαγουέρ. Αποφοίτησε από το Λύκειο της “Archmere Academy” το 1961. Σπούδασε Ιστορία και Πολιτικές Επιστήμες, στο Πανεπιστήμιο του Ντέλαγουερ, λαμβάνοντας πτυχίο (BA) το 1965. Στη συνέχεια, σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Σίρακιουζ στο Σίρακιουζ της Νέας Υόρκης, λαμβάνοντας πτυχίο (JD) το 1968. Εργάστηκε σε δικηγορικό γραφείο στο Γουίλμινγκτον του Ντελαγουέρ από το 1968 έως το 1970.
Το 1970, εκλέχτηκε Σύμβουλος της Κομητείας Νιου Καστλ του Ντελαγουέρ. Το 1972, σε ηλικία 30 ετών, εξελέγη Γερουσιαστής των Ηνωμένων Πολιτειών για το Ντελαγουέρ, και ήταν ο έκτος νεότερος γερουσιαστής στην Αμερικανική ιστορία. Επανεξελέγη έξι φορές και ήταν ο τέταρτος τη τάξει γερουσιαστής τη στιγμή της παραίτησής του, το 2009. Ο Μπάιντεν ήταν επί μακρόν μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας και τελικά πρόεδρος της. Αντιτάχθηκε στον πόλεμο του Κόλπου το 1991, αλλά υποστήριξε την επέκταση της συμμαχίας του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη και την παρέμβασή της στους Γιουγκοσλαβικούς πολέμους της δεκαετίας του 1990. Υποστήριξε το ψήφισμα που ενέκρινε τον πόλεμο του Ιράκ το 2002, αλλά αντιτάχθηκε στην αύξηση των στρατευμάτων των ΗΠΑ το 2007.
Προήδρευσε επίσης της Επιτροπής Δικαστικών της Γερουσίας από το 1987 έως το 1995, ασχολήθηκε με θέματα πολιτικής για τα ναρκωτικά, την πρόληψη του εγκλήματος και τις πολιτικές ελευθερίες, ηγήθηκε της προσπάθειας για ψήφιση του νόμου περί βίαιου ελέγχου εγκλήματος και επιβολής του νόμου και του νόμου για τη βία κατά των γυναικών και επέβλεψε έξι ακροάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των αμφισβητούμενων ακροάσεων για τους Δικαστές Ρόμπερτ Μπόρκ και Κλάρενς Τόμας. Διεκδίκησε ανεπιτυχώς το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές το 1988 και του 2008, αποσύροντας στην αρχή της διαδικασίας την υποψηφιότητά του.
Ο Μπάιντεν επανεκλέχθηκε στη Γερουσία έξι φορές και ήταν ο τέταρτος ανώτερος γερουσιαστής όταν παραιτήθηκε για να υπηρετήσει ως αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα αφού κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 2008. Ο Ομπάμα και ο Μπάιντεν επανεκλέχθηκαν το 2012. Έγινε ο πρώτος ρωμαιοκαθολικός αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, καθώς και ο πρώτος με καταγωγή από το Ντέλαγουερ.
Ως αντιπρόεδρος, ο Μπάιντεν επιβλέπει τις δαπάνες υποδομής το 2009 για να αντισταθμίσει τη Μεγάλη Ύφεση. Οι διαπραγματεύσεις του με τους Ρεπουμπλικάνους του Κογκρέσου βοήθησαν στην έγκριση νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων του Νόμου περί Φορολογικής Απαλλαγής του 2010, ο οποίος έλυσε ένα αδιέξοδο στη φορολογία, του Νόμου για τον έλεγχο του προϋπολογισμού του 2011, ο οποίος έλυσε μια κρίση ανώτατου ορίου χρέους και του Νόμου περί φοροαπαλλαγής του 2012, ο οποίος αντιμετώπισε τον επικείμενο «φορολογικό γκρεμό». Ηγήθηκε επίσης των προσπαθειών για την έγκριση της νέας συνθήκης Έναρξης ΗΠΑ-Ρωσίας, υποστήριξε στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη και βοήθησε στη διαμόρφωση της πολιτικής των ΗΠΑ προς το Ιράκ μέσω της απόσυρσης των αμερικανικών στρατευμάτων το 2011. Τον Ιανουάριο του 2017, ο Ομπάμα απένειμε στον Μπάιντεν το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας.
Τον Απρίλιο του 2019, ο Μπάιντεν ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του στις προεδρικές εκλογές του 2020 και έφτασε στο όριο των αντιπροσώπων που απαιτείται για να εξασφαλίσει τη δημοκρατική υποψηφιότητα τον Ιούνιο του 2020. Στις 11 Αυγούστου, ανακοίνωσε την Γερουσιαστή της Καλιφόρνια Καμάλα Χάρις, ως υποψήφια Αντιπρόεδρό του. Στις 7 Νοεμβρίου 2020, ο Μπάιντεν κέρδισε τις Προεδρικές εκλογές του 2020, έναντι του τότε προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

 

Θάνατοι

 

1764 – Κρίστιαν Γκόλντμπαχ. Γεννήθηκε στο Καίνιξμπεργκ, την πρωτεύουσα του Δουκάτου της Πρωσίας, τμήμα του Βραδεμβούργου-Πρωσίας και ήταν γιος πάστορα. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Καίνιξμπεργκ (Royal Albertus University). Μετά το τέλος των σπουδών του, έκανε για αρκετό καιρό εκπαιδευτικά ταξίδια στην Ευρώπη, από το 1710 έως το 1724, επισκεπτόμενος άλλα κρατίδια της Γερμανίας, την Αγγλία, την Ολλανδία, την Ιταλία και τη Γαλλία και συναντώντας άλλους διάσημους μαθηματικούς, όπως ο Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, ο Λέοναρντ Όιλερ και ο Νικόλαους Α’ Μπερνούλι. Στο Καίνιξμπεργκ γνώρισε τον Γκέοργκ Μπέρναρντ Μπίλφινγκερ και τον Γιάκομπ Χέρμαν.
Εργάστηκε στην Ακαδημία Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης, η οποία είχε μόλις ανοίξει. Αργότερα, υπήρξε εκπαιδευτής του Τσάρου Πέτρου ΙΙ το 1728. Το 1742 μπήκε στο Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών. Ο Γκόλντμπαχ είναι κυρίως γνωστός για την αλληλογραφία του με τον Λάιμπνιτς, τον Όιλερ και τον Μπερνούλι, και ειδικά για το γράμμα του προς τον Όιλερ το 1742, στο οποίο περιέγραφε την εικασία του. Επίσης μελέτησε και απέδειξε θεωρήματα των τέλειων δυνάμεων, όπως το θεώρημα Γκόλντμπαχ-Όιλερ, και πρόσφερε κάποια αποτελέσματα στην ανάλυση.

 

1924 – Εμπενίζερ Κομπ Μόρλεϊ. Ο Εμπενίζερ Κομπ Μόρλεϊ (Ebenezer Cobb Morley, Hull, Ηνωμένο Βασίλειο[4], 16 Αυγούστου 1831 – 20 Νοεμβρίου 1924) ήταν Άγγλος αθλητικός παράγοντας, θεωρούμενος σαν εμπνευστής της ίδρυσης της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας και του μοντέρνου ποδοσφαίρου.
Ο Μόρλεϊ στην ηλικία των 27 ετών μετακόμισε στο Μπαρνς, όπου και ίδρυσε τη ομώνυμη ομάδα, από τα ιδρυτικά μέλη της F.A. (1862), ακολούθως δε πρότεινε με επιστολή του στην εφημερίδα «Bell’s Life», τη δημιουργία ενός οργανισμού που θα διεύθυνε τη διεξαγωγή του αθλήματος. Έτσι, σύντομα (1863) δημιουργήθηκε η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, κατόπιν συνάντησης διαφόρων παραγόντων στην Freemasons’ Tavern. Ο Μόρλεϊ ήταν ο πρώτος γραμματέας της Ομοσπονδίας (1863 – 1866) και ο δεύτερος πρόεδρός της (1867 – 1874) και συνέταξε τους κανόνες του σπορ στην οικία του στο Μπαρνς. Ως ποδοσφαιριστής, αγωνίσθηκε στο πρώτο παιχνίδι στα χρονικά που διεξήχθη με βάση τους νέους κανόνες, εναντίον της Richmond (1863) και σκόραρε στην πρώτη συνάντηση μεταξύ εκπροσώπων των ποδοσφαιρικών ομάδων του Λονδίνου και του Σέφιλντ, στις 31 Μαρτίου 1866.
Υπηρέτησε σε διάφορες δημόσιες θέσεις, αλλά δεν έκανε οικογένεια. Ο τάφος του βρίσκεται στο Κοιμητήριο του Μπαρνς. Ο Μόρλεϊ τιμήθηκε από τη Google, στις 16 Αυγούστου 2018, την 187η επέτειο από τη γέννησή του.

 

2012 – Χρόνης Μίσσιος. Γεννήθηκε στην Καβάλα και δούλεψε ως καπνεργάτης (το επάγγελμα των γονιών του) σε νεαρή ηλικία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά δούλεψε ως μικροπωλητής (με κασελάκι) στη Θεσσαλονίκη, ενώ λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. Λόγω ανέχειας δεν κατάφερε να τελειώσει ούτε το Δημοτικό, σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του. Το 1944 σε ηλικία 14 ετών διετέλεσε σύνδεσμος του 16ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Την περίοδο μετά την Απελευθέρωση, έμενε στη Βέροια όπου ήταν σύνδεσμος για τους καταδιωκόμενους ΕΑΜίτες και εντάχθηκε ως στέλεχος στην ΕΠΟΝ. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο ως μέλος του ΔΣΕ πόλεων (ομάδα Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα).
Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Βασανίστηκε πολλές φορές χωρίς να αποκηρύξει την ιδεολογία του, για αυτό τον περισσότερο χρόνο τον πέρασε στην απομόνωση των κρατητηρίων σε άθλιες συνθήκες κράτησης. Μετά την αποφυλάκιση του διετέλεσε επαγγελματικό στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος του παράνομου ΚΚΕ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Νεολαίας Λαμπράκη και ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Στη δικτατορία φυλακίστηκε (Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού). Αυτή τη περίοδο της φυλακίσεως του έμαθε ουσιαστικά ανάγνωση και γραφή. Αποφυλακίζεται τον Αύγουστο του 1973.
Στη μεταπολίτευση, εντάχθηκε στο ΚΚΕ Εσωτερικού και στην ΕΑΡ και συμμετείχε στη Διεθνή Αμνηστία. Μεταγενέστερα είχε σχέσεις με τους Οικολόγους Πράσινους ενώ είχε δηλώσει ότι ευτυχώς που δε νίκησε ο ΔΣΕ στον εμφύλιο.
Συμμετείχε σε ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ δημιούργησε τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας στην ΕΡΤ την περίοδο 1994-1996 (εκπομπή Το Βλέμμα). Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι με τη σύζυγό του Ρηνιώ Παπατσαρούχα – Μίσσιου (πρώην στέλεχος της ΕΔΑ) και τα σκυλιά τους σε αγροτόσπιτο. Υπήρξε μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της αριστεράς.
Πέθανε σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας από καρκίνο.
Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία. Με το πρώτο του βιβλίο το 1985 (“Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς”), αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας, καθιερώθηκε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέας στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Μετέτρεψε την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους. Η αμεσότητα του προφορικού του λόγου, που προδίδει μια γνήσια λαϊκή αφήγηση, όπως και η γεμάτη εκπλήξεις πλοκή του, θα επιτρέψουν στον Μίσσιο να υπερβεί το στενό πλαίσιο του αριστερού απομνημονεύματος και να φιλοτεχνήσει μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία με έντονα πολιτικό λόγο
“Στα επόμενα βιβλία του ο Μίσσιος θα διατηρήσει τη θερμότητα των αισθημάτων του, μεταδίδοντας το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα: από τα «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε» (1988) και «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991) μέχρι τα «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996) και «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001)”.
Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που παρά τον σκληρό κόσμο τον οποίο απεικονίζει, δεν χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia

AgrinioStories