...
Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»
| 29 Απριλίου 2025 |
Είναι η 119η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 246 ημέρες για τη λήξη του.
🌅 Ανατολή ήλιου: 06:30 – Δύση ήλιου: 20:14 – Διάρκεια ημέρας: 13 ώρες 43 λεπτά
🌑 Σελήνη 1.8 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Ιάσονα, Ζήσιμο, Κέρκυρα και Σωσίπατρο
| Γεγονότα
1941 – Οι αρχές κατοχής στην Ελλάδα θέτουν σε κυκλοφορία παράλληλα με τη δραχμή, το μάρκο κατοχής (Reichs Kredit Kassenscheine), τη λιρέτα κατοχής, τη μεσογειακή δραχμή, το βουλγαρικό λέβα και το αλβανικό φράγκο, νομίσματα χωρίς αντίκρισμα.
Το κατοχικό μάρκο ήταν νόμισμα το οποίο εξέδωσαν οι Γερμανικές στρατιωτικές αρχές στην Ελλάδα κατά στους πρώτους μήνες της περιόδου της Κατοχής, μέχρι τον Αύγουστο του 1941.
Η ισοτιμία του κατοχικού μάρκου είχε αρχικά οριστεί σε 50 δραχμές και από 23 Ιουνίου 1941 σε 60 δραχμές.
Η ένδειξη στο κατοχικό μάρκο ήταν Reichs Kredit Kassenscheine και μπορούσε να το εκδώσει κάθε στρατιωτική μονάδα που είχε το ειδικό εκτυπωτικό μηχάνημα.
Το κατοχικό μάρκο ήταν το ένα από τα δυο νομίσματα που εισήγαγαν οι κατοχικές δυνάμεις στα ελληνικά εδάφη. Το άλλο νόμισμα ήταν η ιονική δραχμή του ιταλικού στρατού κατοχής. Η εισαγωγή των νομισμάτων αυτών είχε ως συνέπεια την αλματώδη αύξηση του πληθωρισμού στην κατεχόμενη Ελλάδα, καθώς η εγχώρια δραχμή έχασε το αντίκρισμά της και υπέστη διαδοχικές υποτιμήσεις.
Οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις εξέδωσαν στρατιωτικά μάρκα και σε άλλες κατακτημένες χώρες, στην Πολωνία το 1939, στη Δανία, στη Νορβηγία, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία το 1940, στα Βαλκάνια και τη Ρωσία το 1941, είχαν υποχρεωτική χρήση και ήταν το νόμισμα με το οποίο πληρώνονταν οι Γερμανοί στρατιώτες.
Γεννήσεις
1899 – Ντιουκ Έλινγκτον. Ο Έλινγκτον γεννήθηκε το 1899 στην Ουάσινγκτον, γιος του Τζέημς Έντουαρντ Έλινγκτον και της Ντέηζι Κένεντι Έλινγκτον.
Ο πατέρας του εργαζόταν ως σερβιτόρος στον Λευκό Οίκο. Οι γονείς του, αν και δεν ήταν επαγγελματίες μουσικοί, είχαν κατάρτιση στο πιάνο και από την ηλικία των επτά ετών, άρχισε μαθήματα και ο ίδιος, παρά το γεγονός πως δεν πίστευε ότι διέθετε ιδιαίτερη κλίση.
Αργότερα, όταν σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών άρχισε να παρακολουθεί κρυφά συναυλίες, απέκτησε μεγαλύτερο σεβασμό στη μουσική και αντιμετώπισε τα μαθήματα πιάνου με μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Εγκατέλειψε το σχολείο τρεις μήνες πριν την αποφοίτησή του, το 1917, με στόχο να ακολουθήσει επαγγελματική σταδιοδρομία στη μουσική και ενώ είχε ήδη ξεκινήσει να εργάζεται ως πιανίστας σε μαγαζιά της Ουάσινγκτον.
Στα τέλη του 1917, σχημάτισε το πρώτο του μουσικό συγκρότημα, The Duke’s Serenaders, με το οποίο πραγματοποίησε εμφανίσεις σε μουσικά κέντρα και ως μουσική συνοδεία σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Το Σεπτέμβριο του 1923, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη, μαζί με το πενταμελές συγκρότημα The Washingtonians που είχε νωρίτερα σχηματίσει. Το συγκρότημα πραγματοποίησε εμφανίσεις σε διάφορα μουσικά κέντρα, πριν αποτελέσει την μόνιμη ορχήστρα του γνωστού Cotton Club, γεγονός που ενίσχυσε σημαντικά τη φήμη του Έλινγκτον. Παρέμεινε εκεί για ένα διάστημα περίπου τριών ετών, περίοδο κατά την οποία η μεγάλη ορχήστρα του, εξελίχθηκε σε μία από τις δημοφιλέστερες της εποχής, με συμμετοχή σε αυτή αρκετών σημαντικών μουσικών, ενώ ο ίδιος ο Έλινγκτον διακρίθηκε για την ικανότητά του στη σύνθεση.
Το καλοκαίρι του 1933, περιόδευσε με την ορχήστρα του, για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Πραγματοποίησε συναυλίες, αρχικά στη Βρετανία και αργότερα στην Ολλανδία και τη Γαλλία. Η υποδοχή του στην Αγγλία υπήρξε ιδιαίτερα θερμή, λαμβάνοντας επίσης σημαντική κάλυψη από τον τύπο της εποχής. Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνέχισε να πραγματοποιεί ζωντανές εμφανίσεις και ηχογραφήσεις, στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο και το Λος Άντζελες. Το 1935, πέθανε η μητέρα του ενώ δύο χρόνια αργότερα σημειώθηκε και ο θάνατος του πατέρα του.
Οι αρχές της δεκαετίας του 1940, θεωρούνται ως η περίοδος της δημιουργικής ακμής του Έλινγκτον, κυρίως διότι συνοδεύτηκαν από ορισμένες εκ των καλύτερων μουσικών συνθέσεών του. Σε αυτό συνέβαλαν και σημαντικοί νέοι μουσικοί που πλαισίωσαν την ορχήστρα του, όπως ο Τζίμι Μπλάντον (κοντραμπάσο), ο Μπεν Γουέμπστερ (τενόρο σαξόφωνο) ή ο Ρεξ Στιούαρτ (κόρνο), καθώς και η συνεργασία του με τον συνθέτη, πιανίστα και ενορχηστρωτή Μπίλυ Στρέιχορν. Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η εμπορική απήχηση του Έλινγκτον γνώρισε κάμψη, γεγονός που συνδυάστηκε με το τέλος της εποχής του σουίνγκ και τη γενικότερη στροφή σε άλλα είδη, όπως το μπίμποπ. Παρ’ όλα αυτά, ο Έλινγκτον κατάφερε να συντηρήσει την ορχήστρα του, με την οποία συνέχισε να περιοδεύει.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το συγκρότημά του υπέστη αρκετές ανακατατάξεις, καθώς αρκετά μέλη του αποχώρησαν, γεγονός που επέδρασε τόσο στο ύφος του όσο και στη δημοτικότητά του, η οποία υποχώρησε. Η εμφάνιση του Έλινγκτον στο τζαζ φεστιβάλ του Νιούπορτ, στις 7 Ιουλίου του 1956, συνέβαλε καθοριστικά στην “αναγέννηση” του, ενώ το περιοδικό Time την αποκάλεσε ως “σημείο καμπής” της καριέρας του.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο Έλινγκτον παρέμεινε μουσικά ενεργός. Το 1962, ξεχώρισαν οι συνεργασίες του με τον Τζον Κολτρέιν, τον Τσαρλς Μίνγκους καθώς και με τον Κόλμαν Χόκινς, με τους οποίους συμμετείχε σε ηχογραφήσεις. Το 1963 περιόδευσε στην Μέση Ανατολή, τον επόμενο χρόνο στην Ιαπωνία, ενώ το 1968 και το 1971 έδωσε συναυλίες στη Λατινική Αμερική και τη Σοβιετική Ένωση αντίστοιχα. Στα τελευταία χρόνια της καριέρας του, σημαντική εξέλιξη στο μουσικό του ύφος, αποτέλεσε η προσπάθειά του να ενσωματώσει στοιχεία της θρησκευτικής λειτουργίας στη τζαζ.
Στα πλαίσια αυτού του εγχειρήματος, πραγματοποίησε τρεις συναυλίες (Sacred Concerts), που έλαβαν χώρα σε διαφορετικές εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς, με συνοδεία χορωδίας και χορευτών. Αν και το ύστερο έργο του Έλινγκτον επισκιάζεται συχνά από τη μουσική που παρήγαγε σε παλαιότερες περιόδους, και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1940, ορισμένοι κριτικοί έχουν τονίσει την αξία του.
Το 1969, του απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, μία από τις ανώτερες τιμές προς πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών, για τη συνολική συνεισφορά του στη μουσική. Το 1973, τιμήθηκε επιπλέον με τη Λεγεώνα της Τιμής, από τη Γαλλική Δημοκρατία. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του. Πέθανε από καρκίνο, στις 24 Μαΐου του 1974.
Θάνατοι
1930 – Μαρία Πολυδούρη. Ήταν κόρη του εξαίρετου φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη, από τη Μικρομάνη, και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια.
Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας, το οποίο αναφέρεται στον θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα δεκαέξι της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920 έχασε και τους δύο γονείς της μέσα σε διάστημα σαράντα ημερών.
Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές —τον Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων (1919) και τα Νηπενθή (1921)— και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του Καρυωτάκη για να την εγκαταλείψει.
Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925. Όμως, αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο Δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και την Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου (σήμερα Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου) και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, Το κουρελάκι, όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική, αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και συνέχισε τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου έμαθε για την αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή, Οι τρίλλιες που σβήνουν, και το 1929 τη δεύτερη, Ηχώ στο χάος. Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα τον συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση, όμως, τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Καραμάνη.
Στο link που ακολουθεί μπορείτε να διαβάσετε
ακόμα περισσότερα γεγονότα που συνέβησαν αυτή την ημερομηνία
Γέγονε την 9η Απριλίου